Δημητριάδης VS Ράμφος
Δημοσιεύτηκε: 22 Οκτ 2022, 00:24
Μια ενδιαφέρουσα αντιπαράθεση έλαβε μέρος μέσα απο το iefimerida μεταξύ του συγγραφέα Δημητριάδη και του Στέλιου Ράμφου. Επειδή είναι τεράστια τα κείμενα θα βάλω τα ρεζουμέ και στο τέλος τα λινκ για όποιον θέλει να τα διαβάσει ολόκληρα.
Πριν δυο μέρες ο Δημητριάδης άσκησε σκληρή κριτική στον Ράμφο για τους παρακάτω ισχυρισμούς του:
«Η εθνική μας ολοκλήρωση ταλαιπωρήθηκε επειδή η Ελλάδα υπήρξε μία χώρα χωρίς Αναγέννηση. Διατήρησε δηλαδή στο κράτος της τα στοιχεία τού Αρχαίου και τού Μεσαιωνικού κόσμου χωρίς να περιλαμβάνει τον δημιουργικό χρόνο, αυτόν που εξελίσσει τα πράγματα και τις ιδέες, και εν τέλει την ζωή. Διατήρησε τον ανιστορικό χρόνο που ήταν δεμένος με το παρελθόν ή που συντηρούσε ένα στατικό παρόν με απλώς επαναλαμβανόμενα τελετουργικά χαρακτηριστικά, χωρίς να αναστοχάζεται και να εξελίσσει το περιεχόμενό τους. Η εθνική ολοκλήρωση θα είχε συντελεστεί αν μπορούσαμε να περάσουμε σε ένα παρόν δημιουργικό, που να μην επαναλαμβάνει όπως είπαμε τον εαυτό του, αλλά να ετοιμάζεται και να ετοιμάζει αυτό που έρχεται. Αντίθετα είμαστε κολλημένοι σ’ ένα «τώρα» βιώνοντας συνεχείς κρίσεις χωρίς να μπορούμε να σπάσουμε τον κύκλο τής επαναληπτικότητάς τους. Προσοχή: δεν είμαι εναντίον τού παρόντος ή τού παρελθόντος αλλά είμαι με ένα μέλλον που τα περιέχει όλα και τα αναχωνεύει σε μία νέα μορφή. (…) Η σοβαρότερη αυτογνωσία γίνεται μέσα στον πόνο. (…) Αυτό που αποτρέπει την αυτογνωσία και που είναι και το βαθύτερο ελληνικό πρόβλημα, είναι ότι αντιλαμβανόμαστε την μερικότητα, δηλαδή το χωριό, την οικογένεια, το κόμμα ως «όλον». Τότε επέρχεται και ο διχασμός επειδή ο καθένας θέλει να επιβάλλει την δική του μερικότητα στους άλλους. Ετσι γίνονται και οι εμφύλιοι πόλεμοι. Γι’ αυτό και επείγει να κατανοήσουμε την καθολικότητα. (…) αυτή η αυτοκρατορία (η βυζαντινή) κατέρρευσε άρα κάπου «έμπαζε». Και «έμπαζε» επειδή και εν αντιθέσει με την Δύση, οι Βυζαντινοί καθηλώθηκαν στον επαναληπτικό χρόνο, τον χρόνο τής τελετουργίας και δεν ανακάλυψαν τον χρόνο των βιωμάτων, τον χρόνο των επιλογών. Οι επιλογές ήταν κλεισμένες σε σχήματα, όπου επαναλαμβανόταν το ίδιο και το ίδιο. Οι επιλογές και οι εξελίξεις που τίς ακολουθούν γι’ αυτούς ήταν κάτι άγνωστο. Γι’ αυτό και η ζωγραφική τους δεν είχε προοπτική, όπως την ανακάλυψαν και την εφάρμοσαν οι Ευρωπαίοι. Μέσα από την προοπτική, οι Ευρωπαίοι ανακάλυψαν τον χρόνο που διασχίζει την ύπαρξη τού ανθρώπου. Χωρίς προοπτική, μπορεί να είμαστε σε μια αιωνιότητα αλλά αυτό δεν μάς πηγαίνει πουθενά. Η αιωνιότητα είναι βεβαίως το απόλυτο, το καθαρό, αλλά είναι και το απολύτως στατικό. Αποβλέποντας στην αιωνιότητα, δεν ξετυλίγεις το παρόν. Ετσι η αιωνιότητα καταβρόχθισε τον χρόνο και ο καταβροχθισμένος χρόνος, με την σειρά του, το Βυζάντιο. (…) Καθώς το Βυζάντιο οικοδομήθηκε στην επαναληπτικότητα, οι ανθρώπινες επιλογές φυλακίστηκαν δογματικά σε έναν τύπο θρησκευτικού δέοντος το οποίο επαναλαμβανόταν και επαναλαμβάνεται μέχρι σήμερα κάθε Κυριακή ή κάθε γιορτή επί δύο χιλιετίες και οδηγεί σταθερά, συνήθως στο θαύμα ή σε κάτι ανάλογο. Ετσι αντί να πράττουμε, αντί να εξελίσσουμε τις ιδέες και τις επιλογές, περιμένουμε να γίνει ένα θαύμα. (…) Ηταν (ο Κοραής) ένας σοβαρός εισηγητής τού Διαφωτισμού αλλά λόγω τής μακράς του παραμονής στο εξωτερικό δεν είχε αναπτύξει εκείνο το ένστικτο που θα τον έκανε να σκεφτεί πολύ σοβαρά την καθυστέρηση στις νοοτροπίες. Το σχήμα που επεξεργάστηκε δεν είχε τρόπους να γεφυρώσει το στοιχείο τής μερικότητος με τα νεωτερικά στοιχεία, έτσι ώστε το ένα να περνάει μέσα στο άλλο. (…) Αλλά ο τρόπος με τον οποίο είδε και επέβαλε (ο Σεφέρης) τον Μακρυγιάννη, το 1943, νομίζω ότι μπορεί να συζητηθεί όπως άλλωστε όλα τα πράγματα μπορούν να εκτεθούν στον διάλογο. Ο Μακρυγιάννης θεωρώ ότι έμεινε κατεξοχήν στη μερικότητα όπως έλεγα πριν. Παρότι μάς προτρέπει να είμαστε στο Εμείς και όχι στο Εγώ, ο ίδιος έμεινε στο Εγώ. (…) Γράφει χωρίς το Εμείς, το κείμενό του δεν έχει μορφή, έχει μια ασυναρτησία με φωτεινές στιγμές αμεσότητος και οι καλές σελίδες του είναι λίγες. Όλα τα άλλα είναι συνεχείς επαναλήψεις που κουράζουν και βαριέσαι και να τα διαβάσεις. (…) Αυτή η απουσία μορφής είναι η αδυναμία μας να περάσουμε από το «μερικό» στο «καθολικό», στο «όλον», δηλαδή από το Εγώ στο Εμείς. (…) Για να αποκτήσει καθολικότητα το βιωματικό, πρέπει να συντελεστεί αυτό που είναι μία από τις ανακαλύψεις τής Δύσεως, και που το λέμε μορφή ή ύφος. Και αυτό συμβαίνει όταν μία υλική πραγματικότητα ανάγεται σε πνευματική. Αυτό δημιουργεί τη μορφή, την κάνει νοητή, τής δίνει καθολικότητα. (…) Πρέπει να καταλάβουμε ότι ο διχασμός είναι έργο ενός Εγώ που η θέλησή του είναι κλειστή και δεν έχει διεξόδους επιλογής. Επαναλαμβάνεις τα ίδια και τα ίδια και αυτή είναι η παράδοση με την κακή της έννοια. Αντίθετα, όταν η παράδοση μπαίνει στον χρόνο και εξελίσσεται, όταν τα δημιουργικά της στοιχεία κάθε φορά ανανεώνονται, τότε έχουμε μία άλλη εξέλιξη, οπότε, και το παρελθόν υπάρχει και το μέλλον ανοίγεται μπροστά μας. Δεν είμαστε εναντίον τής παραδόσεως, είμαστε εναντίον τής άχρονης παραδόσεως. Αυτά τα ζητήματα πρέπει να τα συζητάμε, να μάς απασχολούν, να τα εξετάζουμε. Να φτάνουμε σε λύσεις και όχι να μένουμε σε διαπιστώσεις».
«Η αδυναμία να συνυπάρξη το παρόν με το παρελθόν και με το μέλλον χαρακτηρίζει κυρίως τίς κοινωνίες τού ανατολικού χριστιανισμού. (…) Οι Έλληνες αρνούνται να καταλάβουν την πρόοδο δια των γεγονότων τής ιστορίας, ενώ κατανοούν την πρόοδο εκ Θεού, στού οποίου την αιωνιότητα ο χρόνος μας αποτελεί ασήμαντη παρένθεση. (…) Η όλο και μεγαλύτερη απώθηση τού ιστορικού παρόντος δίνει ευλόγως χώρο στη ανέξοδη αισιοδοξία ή και στο παραλήρημα τού επερχόμενου σωτήριου μέλλοντος. (…) Μιλούμε για συστατικά στοιχεία τού νεοελληνικού γορδίου δεσμού συνοψιζόμενα στην επικράτεια μιάς τυποτελετουργικής χρονικότητας με τα ανθρωπολογικά της παρεπόμενα (ακινησία, ψυχική αποδιοργάνωση, φαντασιωσική σκέψι κ.τ.ό. (…) Μ’ άλλα λόγια, το μέλλον μας αφήνεται στο παρελθόν καθώς συνδέεται απλώς με την ανάμνησί του, κάτι βιωματικά μεταγραφόμενο σε μόνιμη αργοπορία ατόμων και θεσμών, σε ψυχική και κοινωνική αναβλητικότητα. (…) Ο συναισθηματισμός τής πίστεως και τής ελπίδος μάς κάνει είτε να απαρνηθούμε κάθε ωργανωμένο σχεδιασμό είτε να προγραμματίζωμε ψυχαναγκαστικά την λογική τής επιθυμίας μας, ώστε να επέρχεται κάποτε έμφραγμα και να καταρρέουν τα πάντα. (…) Προφανώς (…) ισχνό το ιστορικό μέλλον, αλλά πανίσχυρο το εσχατολογικό. (…) Κατεπείγει να τελειώνουμε με ένα παρόν που αναλύεται υπερχρονικά στις στιγμές του και δεν κατοικεί στο γίγνεσθαι. (…) Γι’ αυτό και την θέσι τής ιστορικής συνειδήσεως παίρνει μία μυθολογική παρένδυσι των γεγονότων, η οποία ευνοεί κατ’ εξοχήν την ανιστορική διάθεσι, την παραλυτική προβολή τού παρελθόντος στο παρόν, που αντί να εκβάλλη στο μέλλον δίνει άπλετο χώρο σε παραϊστορικές φαντασιώσεις. (…) Η ιστορική συνείδηση αποτελεί κατάκτησι τής νεωτερικότητας. Συνδέεται με τον εξορθολογισμό τής θρησκείας, κάτι άγνωστο στην ορθόδοξη Ανατολή. Ο εξιστορισμός τής χριστιανικής αποκαλυπτικής εκβάλλει σε ουτοπίες όπου οι άνθρωποι ξαναζούν ως ενήλικοι φαντασιώσεις τής νηπιακής ηλικίας. (…) Το σταυρικό σημείο είναι αν ο χιλιασμός έχη σκοπό την αλλαγή στα πλαίσια τής διαρκείας τού χρόνου ή στην συντελειακή κατάληξι τού χρόνου και τού κόσμου. (…) Στο λιμνάζον παρόν τής ανιστορικής επαναλήψεως, το πρόσωπο τρέπεται σε προσωπείο και χάνεται η δυνατότης να υπερβούμε τις ιδρυμένες αξίες με νέες. (…) Αποτέλεσμα : Για τον Έλληνα των Νέων χρόνων η θρησκεία εξακολούθησε να υπηρετή, ως απόλυτη υπέρλογη αλήθεια, την ανάγκη για ασφάλεια στην στασιμότητα και ο κόσμος να υπάρχει ανεξάρτητα από αυτόν, όταν χάρι στη επιστημονική γνώση υφίσταται πλέον μόνο εν σχέσει προς το σκεπτόμενο υποκείμενο που τον συγκροτεί δημιουργικά σε κοσμοείδωλο. (…) Πρόκειται για αφιστορισμό τού χρόνου τον οποίο κατοχυρώνει η επιβολή τού εκκλησιαστικού ημερολογίου με την διαίρεση τού ιστορικού χρόνου σε «προ Χριστού» και «μετά Χριστόν», τις εορτές και τις αργίες του, με την εβδομαδιαία υποδιαίρεση τού χρόνου τής καθημερινότητος και αφετηρία την Κυριακή. Η ανάγκη τής αλλαγής συγκαλύπτεται έτσι μεταϊστορικά δια τού τελετουργικού, αφού το θείο καταλαμβάνει μυστηριακά την θέσι τού όντως Άλλου αποκλείοντας ταυτόχρονα την δυνατότητα να ελευθερωθούμε από το «πριν» και να είμαστε ο εαυτός μας. Στις λειτουργικές πράξεις το ιστορικό στοιχείο δεν διαθέτει δική του παρουσία και υπόσταση. (…) Εν τέλει το εθιμοθρησκευτικό τυποτελετουργικό και το πνεύμα του παρεμποδίζουν σοβαρά το νεωτερικό θεσμικό κράτος να εδραιωθεί. (…) Ενας είναι ο ασυνείδητος σκοπός : να μην αλλάξη κατ’ ουσίαν τίποτε».
Πριν δυο μέρες ο Δημητριάδης άσκησε σκληρή κριτική στον Ράμφο για τους παρακάτω ισχυρισμούς του:
«Η εθνική μας ολοκλήρωση ταλαιπωρήθηκε επειδή η Ελλάδα υπήρξε μία χώρα χωρίς Αναγέννηση. Διατήρησε δηλαδή στο κράτος της τα στοιχεία τού Αρχαίου και τού Μεσαιωνικού κόσμου χωρίς να περιλαμβάνει τον δημιουργικό χρόνο, αυτόν που εξελίσσει τα πράγματα και τις ιδέες, και εν τέλει την ζωή. Διατήρησε τον ανιστορικό χρόνο που ήταν δεμένος με το παρελθόν ή που συντηρούσε ένα στατικό παρόν με απλώς επαναλαμβανόμενα τελετουργικά χαρακτηριστικά, χωρίς να αναστοχάζεται και να εξελίσσει το περιεχόμενό τους. Η εθνική ολοκλήρωση θα είχε συντελεστεί αν μπορούσαμε να περάσουμε σε ένα παρόν δημιουργικό, που να μην επαναλαμβάνει όπως είπαμε τον εαυτό του, αλλά να ετοιμάζεται και να ετοιμάζει αυτό που έρχεται. Αντίθετα είμαστε κολλημένοι σ’ ένα «τώρα» βιώνοντας συνεχείς κρίσεις χωρίς να μπορούμε να σπάσουμε τον κύκλο τής επαναληπτικότητάς τους. Προσοχή: δεν είμαι εναντίον τού παρόντος ή τού παρελθόντος αλλά είμαι με ένα μέλλον που τα περιέχει όλα και τα αναχωνεύει σε μία νέα μορφή. (…) Η σοβαρότερη αυτογνωσία γίνεται μέσα στον πόνο. (…) Αυτό που αποτρέπει την αυτογνωσία και που είναι και το βαθύτερο ελληνικό πρόβλημα, είναι ότι αντιλαμβανόμαστε την μερικότητα, δηλαδή το χωριό, την οικογένεια, το κόμμα ως «όλον». Τότε επέρχεται και ο διχασμός επειδή ο καθένας θέλει να επιβάλλει την δική του μερικότητα στους άλλους. Ετσι γίνονται και οι εμφύλιοι πόλεμοι. Γι’ αυτό και επείγει να κατανοήσουμε την καθολικότητα. (…) αυτή η αυτοκρατορία (η βυζαντινή) κατέρρευσε άρα κάπου «έμπαζε». Και «έμπαζε» επειδή και εν αντιθέσει με την Δύση, οι Βυζαντινοί καθηλώθηκαν στον επαναληπτικό χρόνο, τον χρόνο τής τελετουργίας και δεν ανακάλυψαν τον χρόνο των βιωμάτων, τον χρόνο των επιλογών. Οι επιλογές ήταν κλεισμένες σε σχήματα, όπου επαναλαμβανόταν το ίδιο και το ίδιο. Οι επιλογές και οι εξελίξεις που τίς ακολουθούν γι’ αυτούς ήταν κάτι άγνωστο. Γι’ αυτό και η ζωγραφική τους δεν είχε προοπτική, όπως την ανακάλυψαν και την εφάρμοσαν οι Ευρωπαίοι. Μέσα από την προοπτική, οι Ευρωπαίοι ανακάλυψαν τον χρόνο που διασχίζει την ύπαρξη τού ανθρώπου. Χωρίς προοπτική, μπορεί να είμαστε σε μια αιωνιότητα αλλά αυτό δεν μάς πηγαίνει πουθενά. Η αιωνιότητα είναι βεβαίως το απόλυτο, το καθαρό, αλλά είναι και το απολύτως στατικό. Αποβλέποντας στην αιωνιότητα, δεν ξετυλίγεις το παρόν. Ετσι η αιωνιότητα καταβρόχθισε τον χρόνο και ο καταβροχθισμένος χρόνος, με την σειρά του, το Βυζάντιο. (…) Καθώς το Βυζάντιο οικοδομήθηκε στην επαναληπτικότητα, οι ανθρώπινες επιλογές φυλακίστηκαν δογματικά σε έναν τύπο θρησκευτικού δέοντος το οποίο επαναλαμβανόταν και επαναλαμβάνεται μέχρι σήμερα κάθε Κυριακή ή κάθε γιορτή επί δύο χιλιετίες και οδηγεί σταθερά, συνήθως στο θαύμα ή σε κάτι ανάλογο. Ετσι αντί να πράττουμε, αντί να εξελίσσουμε τις ιδέες και τις επιλογές, περιμένουμε να γίνει ένα θαύμα. (…) Ηταν (ο Κοραής) ένας σοβαρός εισηγητής τού Διαφωτισμού αλλά λόγω τής μακράς του παραμονής στο εξωτερικό δεν είχε αναπτύξει εκείνο το ένστικτο που θα τον έκανε να σκεφτεί πολύ σοβαρά την καθυστέρηση στις νοοτροπίες. Το σχήμα που επεξεργάστηκε δεν είχε τρόπους να γεφυρώσει το στοιχείο τής μερικότητος με τα νεωτερικά στοιχεία, έτσι ώστε το ένα να περνάει μέσα στο άλλο. (…) Αλλά ο τρόπος με τον οποίο είδε και επέβαλε (ο Σεφέρης) τον Μακρυγιάννη, το 1943, νομίζω ότι μπορεί να συζητηθεί όπως άλλωστε όλα τα πράγματα μπορούν να εκτεθούν στον διάλογο. Ο Μακρυγιάννης θεωρώ ότι έμεινε κατεξοχήν στη μερικότητα όπως έλεγα πριν. Παρότι μάς προτρέπει να είμαστε στο Εμείς και όχι στο Εγώ, ο ίδιος έμεινε στο Εγώ. (…) Γράφει χωρίς το Εμείς, το κείμενό του δεν έχει μορφή, έχει μια ασυναρτησία με φωτεινές στιγμές αμεσότητος και οι καλές σελίδες του είναι λίγες. Όλα τα άλλα είναι συνεχείς επαναλήψεις που κουράζουν και βαριέσαι και να τα διαβάσεις. (…) Αυτή η απουσία μορφής είναι η αδυναμία μας να περάσουμε από το «μερικό» στο «καθολικό», στο «όλον», δηλαδή από το Εγώ στο Εμείς. (…) Για να αποκτήσει καθολικότητα το βιωματικό, πρέπει να συντελεστεί αυτό που είναι μία από τις ανακαλύψεις τής Δύσεως, και που το λέμε μορφή ή ύφος. Και αυτό συμβαίνει όταν μία υλική πραγματικότητα ανάγεται σε πνευματική. Αυτό δημιουργεί τη μορφή, την κάνει νοητή, τής δίνει καθολικότητα. (…) Πρέπει να καταλάβουμε ότι ο διχασμός είναι έργο ενός Εγώ που η θέλησή του είναι κλειστή και δεν έχει διεξόδους επιλογής. Επαναλαμβάνεις τα ίδια και τα ίδια και αυτή είναι η παράδοση με την κακή της έννοια. Αντίθετα, όταν η παράδοση μπαίνει στον χρόνο και εξελίσσεται, όταν τα δημιουργικά της στοιχεία κάθε φορά ανανεώνονται, τότε έχουμε μία άλλη εξέλιξη, οπότε, και το παρελθόν υπάρχει και το μέλλον ανοίγεται μπροστά μας. Δεν είμαστε εναντίον τής παραδόσεως, είμαστε εναντίον τής άχρονης παραδόσεως. Αυτά τα ζητήματα πρέπει να τα συζητάμε, να μάς απασχολούν, να τα εξετάζουμε. Να φτάνουμε σε λύσεις και όχι να μένουμε σε διαπιστώσεις».
«Η αδυναμία να συνυπάρξη το παρόν με το παρελθόν και με το μέλλον χαρακτηρίζει κυρίως τίς κοινωνίες τού ανατολικού χριστιανισμού. (…) Οι Έλληνες αρνούνται να καταλάβουν την πρόοδο δια των γεγονότων τής ιστορίας, ενώ κατανοούν την πρόοδο εκ Θεού, στού οποίου την αιωνιότητα ο χρόνος μας αποτελεί ασήμαντη παρένθεση. (…) Η όλο και μεγαλύτερη απώθηση τού ιστορικού παρόντος δίνει ευλόγως χώρο στη ανέξοδη αισιοδοξία ή και στο παραλήρημα τού επερχόμενου σωτήριου μέλλοντος. (…) Μιλούμε για συστατικά στοιχεία τού νεοελληνικού γορδίου δεσμού συνοψιζόμενα στην επικράτεια μιάς τυποτελετουργικής χρονικότητας με τα ανθρωπολογικά της παρεπόμενα (ακινησία, ψυχική αποδιοργάνωση, φαντασιωσική σκέψι κ.τ.ό. (…) Μ’ άλλα λόγια, το μέλλον μας αφήνεται στο παρελθόν καθώς συνδέεται απλώς με την ανάμνησί του, κάτι βιωματικά μεταγραφόμενο σε μόνιμη αργοπορία ατόμων και θεσμών, σε ψυχική και κοινωνική αναβλητικότητα. (…) Ο συναισθηματισμός τής πίστεως και τής ελπίδος μάς κάνει είτε να απαρνηθούμε κάθε ωργανωμένο σχεδιασμό είτε να προγραμματίζωμε ψυχαναγκαστικά την λογική τής επιθυμίας μας, ώστε να επέρχεται κάποτε έμφραγμα και να καταρρέουν τα πάντα. (…) Προφανώς (…) ισχνό το ιστορικό μέλλον, αλλά πανίσχυρο το εσχατολογικό. (…) Κατεπείγει να τελειώνουμε με ένα παρόν που αναλύεται υπερχρονικά στις στιγμές του και δεν κατοικεί στο γίγνεσθαι. (…) Γι’ αυτό και την θέσι τής ιστορικής συνειδήσεως παίρνει μία μυθολογική παρένδυσι των γεγονότων, η οποία ευνοεί κατ’ εξοχήν την ανιστορική διάθεσι, την παραλυτική προβολή τού παρελθόντος στο παρόν, που αντί να εκβάλλη στο μέλλον δίνει άπλετο χώρο σε παραϊστορικές φαντασιώσεις. (…) Η ιστορική συνείδηση αποτελεί κατάκτησι τής νεωτερικότητας. Συνδέεται με τον εξορθολογισμό τής θρησκείας, κάτι άγνωστο στην ορθόδοξη Ανατολή. Ο εξιστορισμός τής χριστιανικής αποκαλυπτικής εκβάλλει σε ουτοπίες όπου οι άνθρωποι ξαναζούν ως ενήλικοι φαντασιώσεις τής νηπιακής ηλικίας. (…) Το σταυρικό σημείο είναι αν ο χιλιασμός έχη σκοπό την αλλαγή στα πλαίσια τής διαρκείας τού χρόνου ή στην συντελειακή κατάληξι τού χρόνου και τού κόσμου. (…) Στο λιμνάζον παρόν τής ανιστορικής επαναλήψεως, το πρόσωπο τρέπεται σε προσωπείο και χάνεται η δυνατότης να υπερβούμε τις ιδρυμένες αξίες με νέες. (…) Αποτέλεσμα : Για τον Έλληνα των Νέων χρόνων η θρησκεία εξακολούθησε να υπηρετή, ως απόλυτη υπέρλογη αλήθεια, την ανάγκη για ασφάλεια στην στασιμότητα και ο κόσμος να υπάρχει ανεξάρτητα από αυτόν, όταν χάρι στη επιστημονική γνώση υφίσταται πλέον μόνο εν σχέσει προς το σκεπτόμενο υποκείμενο που τον συγκροτεί δημιουργικά σε κοσμοείδωλο. (…) Πρόκειται για αφιστορισμό τού χρόνου τον οποίο κατοχυρώνει η επιβολή τού εκκλησιαστικού ημερολογίου με την διαίρεση τού ιστορικού χρόνου σε «προ Χριστού» και «μετά Χριστόν», τις εορτές και τις αργίες του, με την εβδομαδιαία υποδιαίρεση τού χρόνου τής καθημερινότητος και αφετηρία την Κυριακή. Η ανάγκη τής αλλαγής συγκαλύπτεται έτσι μεταϊστορικά δια τού τελετουργικού, αφού το θείο καταλαμβάνει μυστηριακά την θέσι τού όντως Άλλου αποκλείοντας ταυτόχρονα την δυνατότητα να ελευθερωθούμε από το «πριν» και να είμαστε ο εαυτός μας. Στις λειτουργικές πράξεις το ιστορικό στοιχείο δεν διαθέτει δική του παρουσία και υπόσταση. (…) Εν τέλει το εθιμοθρησκευτικό τυποτελετουργικό και το πνεύμα του παρεμποδίζουν σοβαρά το νεωτερικό θεσμικό κράτος να εδραιωθεί. (…) Ενας είναι ο ασυνείδητος σκοπός : να μην αλλάξη κατ’ ουσίαν τίποτε».

