http://users.sch.gr/symfo/sholio/istori ... strati.htm
Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος, εθνικός διχασμός και μαζική οργάνωση. Οι επίστρατοι του 1916, Αλεξάνδρεια 1996
Είναι λοιπόν εύλογος ο παραλληλισμός των Επιστράτων ειδικά με δύο κινήματα πού προμήθευσαν στον Ιταλικό φασισμό και στον Γερμανικό ναζισμό, αντίστοιχα, τον σημαντικότερο κι αναντικατάστατο αρχικό τους πυρήνα: το κίνημα των παλαιών πολεμιστών (ex-combattenti) στην Ιταλία και τα Εθελοντικά Σώματα (Freikorps) στη Γερμανία. Ακόμη πιο ταιριαστός φαίνεται πάντως ο παραλληλισμός με παραστρατιωτικές οργανώσεις όπως η Γερμανική Stahlhelm και η Αυστριακή Heimwehr.
Οι ομοιότητες των Επιστράτων με τα κινήματα αυτά είναι πολλές και καίριες:
1.
Πρόκειται για πρώην στρατιώτες με πρόσφατη την εμπειρία τού πολέμου, με ό,τι αυτή συνεπάγεται από άποψη συλλογικής συνείδησης και ψυχολογίας. Ο πόλεμος ως σύστημα αξιών και ως τρόπος ζωής αντιπαρατίθεται στις αξίες και την αντιηρωική ύπαρξη των αμάχων πολιτών. Συνεπάγεται μάλιστα έναν ιδιότυπο λαϊκισμό, αφού συνδυάζει με μοναδικό τρόπο την ανεπιφύλακτη αποδοχή της ιεραρχίας και τής πειθαρχίας με τη συντροφικότητα, την αλληλεγγύη και τελικά την ισότητα μπροστά στον κίνδυνο και τις κακουχίες. Ο Duverger τονίζει τη μίμηση τού στρατού, αλλά παραβλέπει τη νοσταλγία του. Δεν πρόκειται απλώς για πολίτες πού παριστάνουν τούς στρατιώτες, αλλά για πρώην στρατιώτες πού ξαναβρίσκουν τη χαμένη τους «κοινότητα».
2. Αυτό επιτυγχάνεται στο μέτρο ακριβώς πού
πρόκειται για παραστρατιωτική, δηλ. κατεξοχήν οικεία οργάνωση. Από την ίδια της τη φύση, δεν προορίζεται για εκλογικές ή άλλες ειρηνικές αναμετρήσεις, αλλά για εμφύλιο πόλεμο εναντίον τού «εσωτερικού εχθρού». Λόγος ύπαρξης της είναι η χρήση βίας για την ολοκληρωτική επικράτηση και την εξόντωση (πολιτική ή και βιολογική) τού αντιπάλου. Αναγκαία προϋπόθεση τής συγκρότησης της αποτελεί βέβαια η συνενοχή τής κρατικής εξουσίας, πού καταρχήν διαθέτει υπέρτερες ένοπλες δυνάμεις.
3
. Τα κινήματα αυτά εμφορούνται από ιδεολογία ή, τουλάχιστον, νοοτροπία όχι μόνον αντισοσιαλιστική, αλλά και αντιφιλελεύθερη, αντικοινοβουλευτική, ακόμη και αντιαστική ή πάντως αντιπλουτοκρατική. Ο εκσυγχρονισμός σε φιλελεύθερα αστικά πλαίσια προσλαμβάνεται ως απειλητική και καταστροφική διαδικασία που είναι ανάγκη να ανακοπεί και να ακυρωθεί με κάθε μέσο.
4. Ανάλογη είναι και η κοινωνική σύνθεση αυτών των κινημάτων. Η ηγεσία τους φυσιολογικά ανήκει σε αξιωματικούς ή και υπαξιωματικούς, έφεδρους ή και μόνιμους (ιδίως κατώτερους και νεώτερους). Δυσανάλογα μεγάλη είναι και η συμμετοχή φοιτητών.
Αλλά η μάζα των μελών αποτελείται από μικροαστούς ή και μικροϊδιοκτήτες χωρικούς. Με άλλα λόγια, απουσιάζουν αισθητά τόσο η κυρίως αστική τάξη όσο και η εργατική.
Υπάρχουν όμως τουλάχιστον τρεις κρίσιμες διαφορές, πού εξηγούν άλλωστε γιατί οι Επίστρατοι δεν μετεξελίχθηκαν σε γνήσιο φασιστικό κίνημα, όπως ιδίως οι Ιταλοί ομόλογοι τους:
1.
Στόχος τους δεν ήταν η εργατική τάξη, αλλά η αστική. Το στοιχείο αυτό, πού επιβεβαιώνει τη μικροαστική σύσταση των Επιστράτων, υπογραμμίζει και ο Βεντήρης. "Δεν είναι όμως σε θέση και να το ερμηνεύσει, αφού αρνείται ότι η δράση τους «ανταπεκρίνετο εις οικονομικός ανάγκας ή εθνικούς σκοπούς μιας ώρισμένης όμ[οι]ογενους τάξεως, όπως συμβαίνει εις Ιταλίαν και Γερμανίαν» και θέλει να πιστεύει ότι: «Ήσαν τεχνητόν πολιτικόν όργανον, ξένον προς την φυσιολογικήν μορφήν της νεοελληνικής κοινωνίας. Απόστημα και όχι σώμα κοινωνικόν». Μόνον η πολιτική σκοπιμότητα εξηγεί την αιφνίδια εθελοτυφλία του στο σημείο αυτό. Πράγματι, η αντίθετη παραδοχή θα οδηγούσε σε συμπεράσματα δυσάρεστα και δυσοίωνα για τούς Φιλελευθέρους.
σελ. 138-140
[Λείπει η δεύτερη διαφορά]
3.
Η τρίτη και ασφαλώς κρισιμότερη διαφορά ανάγεται στο ασύμβατο μοναρχισμού και φασισμού. Ο «μοναρχο-φασισμός» είναι εξαρχής καταδικασμένος να μείνει ατελής και ανολοκλήρωτος φασισμός. Παρά τις όποιες συγκυριακές συμπτώσεις και συγκλίσεις, σε τελευταία ανάλυση μοναρχισμός και φασισμός αποτελούν ριζικά ασύμβατα συστήματα. Με άλλα λόγια, δεν μπορεί κανείς να είναι ταυτόχρονα μοναρχικός και φασίστας, με την πλήρη σημασία και των δύο όρων. Η ιστορική εμπειρία χωρών όπως η Ιταλία, η Γερμανία και η Ισπανία επιβεβαιώνει απόλυτα αυτή τη διάγνωση. Ίσως μάλιστα είναι τόσο προφανής ώστε, όπως φαίνεται, δεν απασχόλησε ιδιαίτερα τις ατέρμονες συζητήσεις περί φασισμού. Το ασύμβατο μοναρχισμού και φασισμού προκύπτει από τρεις τουλάχιστον αλληλένδετους λόγους:
(α) Ως επαναστατική ή πάντως ανατρεπτική δύναμη, ο φασισμός περιφρονεί βαθύτατα και απορρίπτει όχι απλώς την κοινοβουλευτική δημοκρατία, αλλά όλους συλλήβδην τούς παραδοσιακούς πολιτικούς θεσμούς, ως ιστορικά ξεπερασμένους. Κατεξοχήν ισχύει το ίδιο για τον αρχαιότερο, πού είναι η κληρονομική βασιλεία. (Ότι ο φασισμός απορρίπτει την ζώσα παράδοση δεν τον εμποδίζει βέβαια να μυθοποιήσει εκ των υστέρων ένα κατασκευασμένο απώτερο παρελθόν, είτε πρόκειται για την αρχαία Ρώμη στην Ιταλία, είτε για τον Μεσαίωνα στη Γερμανία.)
(β) Ως ολοκληρωτικό σύστημα, ο φασισμός είναι αδύνατο να ενσωματώσει ή να συμφιλιωθεί με το ανεξέλεγκτο της βασιλικής εξουσίας, οσοδήποτε συρρικνωμένης. Κάτι τέτοιο θα ήταν θεωρητικά εφικτό μόνο αν συνέπιπτε ο φορέας της με τον αρχηγό τού φασιστικού κινήματος. Αυτό όμως καταρχήν αποκλείεται για τον επόμενο λόγο.
(γ) Ως χαρισματικό κίνημα, ο φασισμός συνεπάγεται ως ηγέτη έναν «υπεράνθρωπο» οπωσδήποτε αυτοδημιούργητο - στον αντίποδα ακριβώς τού τυχαίου δικαιούχου τής εξ αίματος νόμιμης διαδοχής, πού είναι συμφυής με την κληρονομική βασιλεία. Ακόμη και στην περίπτωση του Κωνσταντίνου, πού απέκτησε και προσωπικό χάρισμα ως νικηφόρος «Στρατηλάτης», φαίνεται αναπόφευκτο να υπερισχύει η θεσμική, βασιλική ιδιότητα, αφού είναι εκείνη πού εμπεριέχει και εγγυάται τη διάρκεια και κατά τούτο υπερέχει συντριπτικά. Θεωρητικά, μόνον η έγκαιρη έξοδος από το δεσμευτικό πλαίσιο τού βασιλικού θεσμού θα επέτρεπε σε κάποιον σαν τον Κωνσταντίνο να γίνει αληθινός Führer φασιστικών προδιαγραφών. Κάτι τέτοιο όμως υπήρξε και στην Ελλάδα και παντού αδιανόητο. Έτσι, η δεδομένη θέση τού ίδιου τού βασιλιά ως χαρισματικού αρχηγού απέτρεψε τελικά το ενδεχόμενο να μετεξελιχθούν οι Επίστρατοι σε ολοκληρωμένο (και ολοκληρωτικό) φασιστικό κίνημα, όπως οι Ιταλοί ή Γερμανοί ομόλογοί τους.
Το ίδιο ζήτημα φωτίζει και την προσωπική περίπτωση τού Ιωάννη Μεταξά, αν υπήρξε όντως οργανωτής των Επιστράτων, όπως φαίνεται πολύ πιθανό. Μπορεί να επηρεάστηκε από Γερμανικά πρότυπα, αλλά είχε την ιδιοφυία να τα εφαρμόσει πολύ πριν από τούς ίδιους τούς Γερμανούς. Ίσως λοιπόν θα έπρεπε να αναγνωρισθεί όχι μόνον ως εφευρέτης τού φασισμού στην Ελλάδα, αλλά και ως πρωτοπόρος διεθνώς. Αντίθετα με ό,τι νομίζεται, πρωτοστάτησε στο πρώτο φασιστικό εγχείρημα είκοσι ολόκληρα χρόνια πριν από την 4η Αυγούστου, που κατά τούτο κακώς θεωρείται σκέτη αντιγραφή και απομίμηση ξένων προτύπων. Ωστόσο, η προσωπική τραγωδία τού Μεταξά ήταν ότι τα δημιουργήματα του παρέμειναν μοιραία ανολοκλήρωτα, τόσο στην πρώτη φάση (οι Επίστρατοι) όσο και στη δεύτερη (η ΕΟΝ), εφ’ όσον ο ίδιος παρέμεινε δέσμιος του μοναρχισμού. Δεν είναι λίγα τα σημεία του Ημερολογίου του πού μπορούν να ερμηνευθούν με το πρίσμα αυτό.
Παραμένει βέβαια η υπέρτατη ειρωνεία πού επισημάνθηκε ήδη στην αρχή αυτής τής μελέτης: ότι οι Επίστρατοι και ο Μεταξάς ήσαν αυτοί που υλοποίησαν πρώτοι το όραμα τού Βενιζέλου - εναντίον του. Αν οι Επίστρατοι υπήρξαν η πρώτη μαζική οργάνωση στην Ελλάδα, αξίζει ν' αναρωτηθεί κανείς αν αυτό είναι τυχαίο - «συμπτωματικό» με την έννοια τής σύμπτωσης ή μήπως με εκείνη του συμπτώματος; Ασφαλώς δεν είναι μόνο θέμα προθέσεων, αφού την πρόθεση δημιουργίας μαζικού κόμματος πρώτος εξήγγειλε ο Βενιζέλος το 1910 (και δεν υπάρχει κανείς λόγος ν' αμφισβητήσουμε την ειλικρίνεια του).
Η ελληνική περίπτωση, καθώς και άλλες, υποβάλλουν τη σκέψη ότι ο στρατός δεν αποτελεί πρότυπο ειδικά και μόνο για τον φασιστικό τύπο οργάνωσης, όπως θέλει ο Duverger, αλλά γενικά για το μαζικό κόμμα. Ήδη από το 1910 ο Michels υπογράμμιζε πόσο το κόμμα αυτό συγγενεύει με τη στρατιωτική οργάνωση, έχοντας μάλιστα τότε υπ' όψη του τη σοσιαλδημοκρατία και όχι το φασισμό. Αν είναι έτσι, φαίνεται απολύτως φυσικό πρώτη μαζική πολιτική οργάνωση στην Ελλάδα να ήσαν οι Επίστρατοι.
σελ. 145-147