Με τη σημαία των σύγχρονων λαϊκών αναγκών
Φράσεις όπως «επιστροφή στην κανονικότητα», «υγιής επιχειρηματικότητα» και «δίκαιη ανάπτυξη» επανήλθαν ορμητικά στο λεξιλόγιο της κυβέρνησης τη βδομάδα που μας πέρασε, με την επίσκεψη του πρωθυπουργού στην επιχείρηση «Παπαστράτος».
Στην πραγματικότητα, η ομιλία του Αλ. Τσίπρα στους εργαζόμενους και στα στελέχη της επιχείρησης αποτέλεσε μια «πρόβα τζενεράλε» για τα εγκαίνια της ΔΕΘ, το ερχόμενο Σάββατο 9 Σεπτέμβρη.
Εκεί, με ακροατήριο τους εκπροσώπους του κεφαλαίου, ο πρωθυπουργός αναμένεται να κάνει απολογισμό της αντιλαϊκής πολιτικής της κυβέρνησης τον τελευταίο χρόνο, για να στηρίξει το κυβερνητικό «αφήγημα» «βγαίνουμε από την κρίση, με την κοινωνία όρθια».
Ως προς το πρώτο σκέλος, η κυβέρνηση μιλάει για «αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία» από τους επιχειρηματικούς ομίλους και προβάλλει ως πειστήριο τις επενδύσεις που έγιναν το τελευταίο διάστημα (ανάμεσα σ' αυτές και της συγκεκριμένης καπνοβιομηχανίας).
Ως προς το δεύτερο, προσπαθεί να σηκώσει κουρνιαχτό με το νομοσχέδιο που κατέθεσε στις αρχές της βδομάδας στη Βουλή για τα Εργασιακά, για το οποίο ισχυρίζεται ότι βάζει τάχα φραγμούς στην εργοδοτική αυθαιρεσία, με αποσπασματικά μέτρα για την απλήρωτη, αδήλωτη και ανασφάλιστη εργασία.
Ο συνδυασμός των δύο, της βελτίωσης δηλαδή του «επιχειρηματικού κλίματος» μετά από 8 χρόνια καπιταλιστικής κρίσης και 3 αντιλαϊκά μνημόνια και τα «μερεμέτια» στην εργατική νομοθεσία, που δεν αλλάζουν σε τίποτα τις ξεχαρβαλωμένες εργασιακές σχέσεις, προβάλλεται από την κυβέρνηση ως απόδειξη ότι μπορεί τάχα να υπάρξει «δίκαιη ανάπτυξη», που να διασφαλίζει την καπιταλιστική κερδοφορία και ταυτόχρονα τα δικαιώματα των εργαζομένων.
Καταλογίζει μάλιστα στη ΝΔ ότι αδιαφορεί για τα εργατικά - λαϊκά δικαιώματα, η οποία απαντά ότι η ίδια είναι ο αυθεντικός εκπρόσωπος της πολιτικής των επενδύσεων και ότι ο ΣΥΡΙΖΑ τις εμποδίζει.
Ο καβγάς τους γίνεται για το ποιος μπορεί καλύτερα να υπηρετήσει την καπιταλιστική ανάκαμψη, με μέτρα που απαντούν στις ανάγκες του κεφαλαίου, και όχι βέβαια να αποκαταστήσει μισθούς, συντάξεις και δικαιώματα, να ικανοποιήσει σύγχρονες λαϊκές ανάγκες. Γι' αυτό, μπροστά στη ΔΕΘ, στήνουν το γνώριμο κάλπικο δίπολο της αντιπαράθεσης, που αναπαράγει ως «μονόδρομο» την αστική διαχείριση στις διάφορες εκδοχές της και καλλιεργεί κλίμα ανοχής στην πολιτική και στους στόχους του κεφαλαίου.
Ο λαός πληρώνει το μάρμαρο
Στην ομιλία του πρωθυπουργού δεν ήταν τυχαία η αναφορά που έκανε στη σημασία της 2ης «αξιολόγησης» για την «ανάκτηση της εμπιστοσύνης» των επενδυτών και των «αγορών» στην ελληνική οικονομία.
Θυμίζουμε ότι πέρα από τα δημοσιονομικά και τα άλλα αντεργατικά - αντιλαϊκά μέτρα, η 2η «αξιολόγηση» περιελάμβανε επίσης την «προληπτική» νομοθέτηση φορολογικών και αντιασφαλιστικών μέτρων για μετά το 2019, ενώ συνοδεύτηκε και με διακηρύξεις για μελλοντική διευθέτηση του ελληνικού κρατικού χρέους, που επεκτείνει σε βάθος δεκαετιών τις δεσμεύσεις για «ματωμένα» πρωτογενή πλεονάσματα.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όσα συμφωνήθηκαν με τη 2η «αξιολόγηση» συνιστούν ένα 4ο μνημόνιο, στο οποίο προστίθεται η συμπληρωματική συμφωνία με το ΔΝΤ για τη συμμετοχή του στο «πρόγραμμα», με τα δικά της αντιλαϊκά «προαπαιτούμενα».
Πώς παρουσίασε όμως ο Αλ. Τσίπρας στην ομιλία του τη συμφωνία για την ολοκλήρωση της 2ης «αξιολόγησης»; Καταρχήν, ανακοίνωσε ότι «το α' εξάμηνο του 2017, μόνο, είχαμε πάνω από 1 δισεκατομμύριο άμεσες ξένες επενδύσεις. Και το δίμηνο Ιουνίου - Ιουλίου είχαμε τριπλασιασμό, αμέσως μετά, δηλαδή, από την ολοκλήρωση της 2ης αξιολόγησης».
Στη συνέχεια είπε: «Η ολοκλήρωση της 2ης αξιολόγησης και, κυρίως, η δέσμευση των εταίρων μας για έναν αλγόριθμο που κλειδώνει τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους (...) διαμορφώνουν μια προοπτική που εμάς μας ενδιαφέρει που την έχουν χαιρετίσει η πλειοψηφία των επενδυτών έξω από την Ελλάδα και μέσα στην Ελλάδα. Κι αυτό αποκρυσταλλώθηκε, πρώτα και κύρια, με την επιτυχή έξοδο της χώρας, μετά από αρκετά χρόνια, στις αγορές.
(...) Διαμορφώνονται, λοιπόν, σιγά σιγά, οι προϋποθέσεις για την επιστροφή σε σταθερούς, θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Διαμορφώνονται οι προοπτικές ώστε να ξαναγίνει ένας ελκυστικός, επενδυτικός τόπος η Ελλάδα (...) για την οριστική έξοδο από αυτήν τη μακρόχρονη περιπέτεια που πέρασε ο τόπος τα επτά χρόνια της μνημονιακής επιτροπείας».
Επομένως, σύμφωνα με την κυβέρνηση, η 2η «αξιολόγηση», σε συνδυασμό με την υλοποίηση των συμφωνηθέντων από τα προηγούμενα μνημόνια, συνέβαλε στη διαμόρφωση καλύτερων όρων για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
Τι συνέπειες είχε όμως για το λαό; Μείωση των νέων συντάξεων έως και 35%, διατήρηση των κατώτερων μισθών στα 586 και 511 ευρώ μεικτά, διεύρυνση της ευελιξίας στην αγορά εργασίας, ανελέητους φόρους και χαράτσια, πλειστηριασμούς και κατασχέσεις για χρέη στο Δημόσιο, ακόμα μεγαλύτερη εμπορευματοποίηση και ιδιωτικοποίηση του συστήματος Υγείας, πλήρη απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων, δημοσιονομικές περικοπές χωρίς τέλος, για να μπορεί το κράτος να αυξάνει τα προνόμια και να ενισχύει τα «αναπτυξιακά εργαλεία» για το κεφάλαιο.
Η παράθεση αυτών και μόνο, χωρίς να μπει κανείς στη συζήτηση για τα πρόσθετα αντιλαϊκά μέτρα που φέρνει μαζί της η 3η «αξιολόγηση», επαληθεύει ότι οι επενδύσεις, για τις οποίες αντιδικούν κυβέρνηση και ΝΔ, γίνονται κυριολεκτικά στα αποκαΐδια των εργατικών - λαϊκών δικαιωμάτων. Και ότι η ανάκαμψη για την οποία διαγκωνίζονται, είναι ασύμβατη με τις σύγχρονες λαϊκές ανάγκες, που συνθλίβονται στα γρανάζια της καπιταλιστικής κερδοφορίας.