ελλ. βούρλα / μπούρλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. βούρλο, βρούλο < (αρχ. -μσν.) βρού (λ) λον, βρύ (λ) λον, τύποι άγνωστης ετυμολ.]. τον κλέιγανε...
Γάϊδαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ.γάιδαρος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γαϊδάριον < πιθανον αραβική غيذار (ghaydhaar) (αβέβαιη ετυμολογία)... και τον μοιρολογάγανε...
Το νεοελλ. γαϊδούρι < μσν. γαϊδάριον ή κατ' άλλους γαϊδούρι < (καρ)γαδούρι < (βενετ.) cargatore «γομάρι».
Ετυμολογία
Από το borrico («γάιδαρος»), από το λατινικό burricus («μικρό άλογο»), από το burrus («κόκκινο-καφέ»), από τα αρχαία ελληνικά πυρρός (purrhós, «φλόγα χρώματος»), από το πῦρ (pûr, «φωτιά») .
γαία βου ρ / γαϊδούρ < βου μ άρ / γομ άρ < Fομάρ < Bομάρ < Burricus < Βurro < Βurla < Κοροϊδία...