Επετειακό
Δημοσιεύτηκε: 30 Οκτ 2021, 15:17
Επειδή με κουράζει να ψάχνω τις σελίδες στο άλλο θέμα, το ανεβάζω εδώ για να μπορώ να συνεχίζω χωρίς συνεχή κοπυπέιστ.
Επετειακό
Αχός βαρύς ακούεται, πολλές μολότωφ πέφτουν.
Μήνα σε γάμο ρίχνονται, μήνα σε χαροκόπι;
Ουδέ σε γάμο ρίχνονται ουδέ σε χαροκόπι.
η Γκόλφω κάνει πόλεμο με όλα και κλεφτρόνια.
Και μπατσαριά επλάκωσε στου άβατου τον πύργο:
“Γκόλφω, καλή μ, Γκόλφω χρυσή μ, Γκόλφω μ αλλοπαρμένη
Γκόλφω μ παράτα τ’ άρματα, δεν είναι εδώ Ζεφύρι
εδώ θα κάμουμε ερμπιενμπί, περίπατους μεγάλους
να πάτε αλλού να στήσετε συλλογικές κουζίνες
κι εμείς θα μαλαμώσουμε τα νέα σας τσαντήρια”.
"Το κέντρο κι αν προσκύνησε, κι αν πάτησαν τη γιάφκα,
η Γκόλφω τις κυρπαντελιές στο σβέρκο δε σηκώνει
χώμα πιάνει στα χέρια της και ήρωα το κάμει”.
Κλειδί στο χέριν άρπαξε, ρομά και όλα κράζει:
"Σκλαβόμπατσοι μη ζήσωμε, παιδιά μ’, μαζί μου ελάτε".
την πίσω πόρτα άνοιξε, κι όλοι καπνός γενήκαν.
Να ξαποστάσουν τα κορμιά τα ατσαλοδεμένα
κι αν λήξει το τριήμερο ξανά μανά αγώνα.
Σαν τα μαντάτα φτάσανε στον Σταβοκαπετάνιο
πως οι ιντυμάδες άφησαν αφύλακτο ταμπούρι
δυο άστραψε, τρεις βρόντηξε, τέσσερις αλυχτούσε
κι όταν του έφυγε ο καημός, φωνή βγάζει μεγάλη
κατάρα δίνει κι ευχή οι σύντροφοι να έρθουν
για θα τους πάρει ο διάολος γονιό άλφα και βήτα
αν του αρχηγού τους τη βουλή τολμήσουν να αψηφήσουν.
Πρώτη φτάνει η Νάιντω, των φέμεν το καμάρι
φόβος και τρόμος των οχτρών, του κάμπου η Μπουμπουλίνα.
-Γεια σου Αίγαγρε των λογισμών
-Γεια σου και σένα Νάιντω.
Ο καπετάν Δαπέργολας που χάθηκε, που είναι;
-Πήρα γραφή του στο τουιτ, περνάει νταλκά μεγάλο
Μεσ’ το ποτάμι το βαθύ, έλουζε τα μαλλιά του
μα πάτησε έναν αχινό΄και του’φυγε η γκλίτσα
κι εκεί που την κυνήγαγε ήρθε ένα δελφίνι
τον άντρακλα λιμπίστηκε και τον παρενοχλούσε.
Τον χάσαμε τον σύντροφο, τον πήρε το ποτάμι.
Σ' όποιο γυαλό κι αν λιάζεται, μ' όποιο χορτάρι βόσκει
γιορτάρες μέρες έρχονται, θα ξανανταμωθούμε.
Κι εκεί που όλα έμοιαζαν να είναι πια χαμένα
και οι καπεταναίοι σκούπιζαν τον τίμιο τον ίδρω
από το έρμο κούτελο το ανεμοδαρμένο
ροβόλησαν απ´ το βορρά οι έμφυλοι εταίροι,
από την Πόλη την Ορθή, που σαν την Πίζα γέρνει
κι ολημερίς τραβολογάν να την στραβώσουν κι άλλο
μέχρι να γίνει ίσωμα για κάθε καμηλιέρη
που την τιμή μας έκανε, να μας εκπολιτίσει
κι αν χέζονται τα ζωντανά, εμείς θα θέμε κι άλλο.
Φέραν φιρμάνι απ´ την εε, και τα βουνά ηχούνε
από τους νέους θούριους τα τραποτσιφτετέλια
που το πουρνό είναι μιτου, όταν ξυπνάνε μάτσο
κι αν δεν τους κάτσει γκόμενα ή κάτι στο περίπου
κυρπαντελήδες βρίζουνε, φασίστες κοπανάνε
και ύστερα ιδρώνουνε και τρέχουν οι μανάδες
φούτερ να τους φορέσουνε μην τύχει και κρυώσουν
και λήξει άδοξα ο αγών από αγοροσυνάχι.
Ολημερίς κι ολονυχτίς ανοίγουνε ταμπούρια
για φίδια ψάχνουν φθονερά, κεφάλια να πατήσουν
να καθαρίσει ο τόπος τους απ´ το πικροφαρμάκι
να γκρεμιστούν οι σιδεριές στα πορτοπαραθύρια
και να μπορούνε λέφτερα τ´ αρούρια ν´ αλωνίζουν
χωρίς να τσαλακώνουνε την τσάκιση στη βράκα
μήτε να έχουνε βραχνά από τους λαθρομπάτσους
και να απαλλοτριώνουνε σα λέφτεροι αθρώποι
γιατί άλλο δεν αντέχουνε νοικοκυρέων μπότα,
μια γόβα θεν της προκοπής και γκλίτερ στο ματσούκι
το στόρυ ν´ ανεβάζουνε με καθώς πρέπει τρόπο
στου ίντυ τις βουνοκορφές και στου τουίτ τ´ αλώνια
να βλέπουνε οι πρόγονοι, να χαίρεται η ψυχή τους
που γι ´αητούς πηγαίνανε, γυπόκοτες τους βγήκαν.
Επετειακό
Αχός βαρύς ακούεται, πολλές μολότωφ πέφτουν.
Μήνα σε γάμο ρίχνονται, μήνα σε χαροκόπι;
Ουδέ σε γάμο ρίχνονται ουδέ σε χαροκόπι.
η Γκόλφω κάνει πόλεμο με όλα και κλεφτρόνια.
Και μπατσαριά επλάκωσε στου άβατου τον πύργο:
“Γκόλφω, καλή μ, Γκόλφω χρυσή μ, Γκόλφω μ αλλοπαρμένη
Γκόλφω μ παράτα τ’ άρματα, δεν είναι εδώ Ζεφύρι
εδώ θα κάμουμε ερμπιενμπί, περίπατους μεγάλους
να πάτε αλλού να στήσετε συλλογικές κουζίνες
κι εμείς θα μαλαμώσουμε τα νέα σας τσαντήρια”.
"Το κέντρο κι αν προσκύνησε, κι αν πάτησαν τη γιάφκα,
η Γκόλφω τις κυρπαντελιές στο σβέρκο δε σηκώνει
χώμα πιάνει στα χέρια της και ήρωα το κάμει”.
Κλειδί στο χέριν άρπαξε, ρομά και όλα κράζει:
"Σκλαβόμπατσοι μη ζήσωμε, παιδιά μ’, μαζί μου ελάτε".
την πίσω πόρτα άνοιξε, κι όλοι καπνός γενήκαν.
Να ξαποστάσουν τα κορμιά τα ατσαλοδεμένα
κι αν λήξει το τριήμερο ξανά μανά αγώνα.
Σαν τα μαντάτα φτάσανε στον Σταβοκαπετάνιο
πως οι ιντυμάδες άφησαν αφύλακτο ταμπούρι
δυο άστραψε, τρεις βρόντηξε, τέσσερις αλυχτούσε
κι όταν του έφυγε ο καημός, φωνή βγάζει μεγάλη
κατάρα δίνει κι ευχή οι σύντροφοι να έρθουν
για θα τους πάρει ο διάολος γονιό άλφα και βήτα
αν του αρχηγού τους τη βουλή τολμήσουν να αψηφήσουν.
Πρώτη φτάνει η Νάιντω, των φέμεν το καμάρι
φόβος και τρόμος των οχτρών, του κάμπου η Μπουμπουλίνα.
-Γεια σου Αίγαγρε των λογισμών
-Γεια σου και σένα Νάιντω.
Ο καπετάν Δαπέργολας που χάθηκε, που είναι;
-Πήρα γραφή του στο τουιτ, περνάει νταλκά μεγάλο
Μεσ’ το ποτάμι το βαθύ, έλουζε τα μαλλιά του
μα πάτησε έναν αχινό΄και του’φυγε η γκλίτσα
κι εκεί που την κυνήγαγε ήρθε ένα δελφίνι
τον άντρακλα λιμπίστηκε και τον παρενοχλούσε.
Τον χάσαμε τον σύντροφο, τον πήρε το ποτάμι.
Σ' όποιο γυαλό κι αν λιάζεται, μ' όποιο χορτάρι βόσκει
γιορτάρες μέρες έρχονται, θα ξανανταμωθούμε.
Κι εκεί που όλα έμοιαζαν να είναι πια χαμένα
και οι καπεταναίοι σκούπιζαν τον τίμιο τον ίδρω
από το έρμο κούτελο το ανεμοδαρμένο
ροβόλησαν απ´ το βορρά οι έμφυλοι εταίροι,
από την Πόλη την Ορθή, που σαν την Πίζα γέρνει
κι ολημερίς τραβολογάν να την στραβώσουν κι άλλο
μέχρι να γίνει ίσωμα για κάθε καμηλιέρη
που την τιμή μας έκανε, να μας εκπολιτίσει
κι αν χέζονται τα ζωντανά, εμείς θα θέμε κι άλλο.
Φέραν φιρμάνι απ´ την εε, και τα βουνά ηχούνε
από τους νέους θούριους τα τραποτσιφτετέλια
που το πουρνό είναι μιτου, όταν ξυπνάνε μάτσο
κι αν δεν τους κάτσει γκόμενα ή κάτι στο περίπου
κυρπαντελήδες βρίζουνε, φασίστες κοπανάνε
και ύστερα ιδρώνουνε και τρέχουν οι μανάδες
φούτερ να τους φορέσουνε μην τύχει και κρυώσουν
και λήξει άδοξα ο αγών από αγοροσυνάχι.
Ολημερίς κι ολονυχτίς ανοίγουνε ταμπούρια
για φίδια ψάχνουν φθονερά, κεφάλια να πατήσουν
να καθαρίσει ο τόπος τους απ´ το πικροφαρμάκι
να γκρεμιστούν οι σιδεριές στα πορτοπαραθύρια
και να μπορούνε λέφτερα τ´ αρούρια ν´ αλωνίζουν
χωρίς να τσαλακώνουνε την τσάκιση στη βράκα
μήτε να έχουνε βραχνά από τους λαθρομπάτσους
και να απαλλοτριώνουνε σα λέφτεροι αθρώποι
γιατί άλλο δεν αντέχουνε νοικοκυρέων μπότα,
μια γόβα θεν της προκοπής και γκλίτερ στο ματσούκι
το στόρυ ν´ ανεβάζουνε με καθώς πρέπει τρόπο
στου ίντυ τις βουνοκορφές και στου τουίτ τ´ αλώνια
να βλέπουνε οι πρόγονοι, να χαίρεται η ψυχή τους
που γι ´αητούς πηγαίνανε, γυπόκοτες τους βγήκαν.
