Πως αντέδρασε ο Ελληνικός λαός στην πρώτη δημόσια εκτέλεση με λαιμητόμο
Δημοσιεύτηκε: 14 Μάιος 2021, 22:47
Μια απο τις συμβουλές που είχε δώσει ο Λουδοβικός της Βαυαρίας στον Γιό του τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του τελευταίου στην Ελλάδα, ήταν να κερδίσει τον σεβασμό και την πειθαρχεία του λαού ενισχύοντας το κύρος της δικαιοσύνης, κάτι που βέβαια στο μυαλό του Λουδοβίκου, δεν υπήρχε άλλος τρόπος να συμβεί, πέρα απο το να είναι αμείλικτος με τους ληστές και να κάνει τις εκτελέσεις τους δημόσιο θέαμα. Γι'αυτό τον σκοπό, στο τέλος του 33, θεσπίστηκαν με νόμο οι δημόσιες εκτελέσεις με λαιμητόμο και έγιναν αμέσως παραγγελία 3 γκιλοτίνες("τζελατίνες" κατα Μακρυγιάννη) που έφτασαν στις αρχές του 34 απο τη Μασσαλία, οι 3 μεταχειρισμένες τζελατίνες, που σύμφωνα με τις πηγές ήταν απαρχαιωμένες και δεν έκοβαν καθόλου καλά, τοποθετήθηκαν στα αντίστοιχα κακουργιοδικεία: μία στο Ναύπλιο, μία στο Μεσολόγγι και μια στη Θήβα.
Την εκτέλεση στη γκιλοτίνα μια συμμορίας 9 ληστών, της πρώτης στην ιστορία του κράτους, περιγράφει ο Χριστόφορος Νέζερ, ο Βαυαρός πρώτος φρούραχος των Αθηνών, οποίος ήταν αυτόπτης μάρτυρας. Σύμφωνα με τον Νέζερ, οι κάτοικοι του Ναυπλίου...και οι θανατοποινίτες πήραν πολύ στραβά το καινούργιο έθιμο της εκτέλεσης στη τζελατίνα, με αποτέλεσμα η πρεμιέρα να είναι επεισοδιακή, με πολλές, πολλές δυσκολίες και ευτράπελα
Την εκτέλεση στη γκιλοτίνα μια συμμορίας 9 ληστών, της πρώτης στην ιστορία του κράτους, περιγράφει ο Χριστόφορος Νέζερ, ο Βαυαρός πρώτος φρούραχος των Αθηνών, οποίος ήταν αυτόπτης μάρτυρας. Σύμφωνα με τον Νέζερ, οι κάτοικοι του Ναυπλίου...και οι θανατοποινίτες πήραν πολύ στραβά το καινούργιο έθιμο της εκτέλεσης στη τζελατίνα, με αποτέλεσμα η πρεμιέρα να είναι επεισοδιακή, με πολλές, πολλές δυσκολίες και ευτράπελα
Η γολέττα έκείνη έφερε την λαιμητόμον και τον δήμιον, να θανατώσωσει τους εν τη ειρκτή της πόλεως από τριών μηνών κρατουμένους και εις θάνατον καταδικασμένους εννέα ληστάς, οίπερ πολλούς είχον φονεύσει και πολλούς βασανίσει. Κατά της θανατικής ποινής ο λαός ουδέν δύνατο να πράξη, αλλ' ο τρόπος της θανατώσεως σφόδρα ηρέθισεν αυτόν. Διότι ύβριν ενόμιζε τον τρόπον εκείνον, προτιμών την διά πυρίτιδος και μολύβδου θανάτωσιν. Κατ' εκείνο του χρόνου οι Έλληνες δεν είχαν ευκρινείς ιδέας περί ληστών και των υπ' αυτών γενομένων κακουργημάτων. Καιτοι τα κακουργήματα ταύτα ήσαν φόνοι και βιαιότητες ,ο λαός όμως δεν εμίσει τους κακούργους, και μάλιστα διότι ου μόνον δεν έβλαπταν τους πένητας, αλλά και πολλάκις έπροστάτευον αυτών.
Ο ληστής δεν έφοβείτο προδοσίαν. Την προδοσίαν εκώλυεν ο φόβος φρικώδους εκδικήσεως, ου μόνον κατά του προδόντος αλλά και κατά πάντων των αυτω οικείων. Αλλως δε υπήρχαν και άλλα συμφέροντα, συνδέοντα λαόν και ληστές. Εν ταις σπείραις τούτων υπηρχον πάντοτε συγγενείς και φίλοι των πολιτών. Η λαιμητόμος έχαρακτηρίζετο ως μηχανή σφαγέως, ο δε δι'αυτής θάνατος ως πάντων επονείδιστότατος. Ο έπαρχος μετά δυσχερείας έπεμψε τρείς πασσέρας, ι να κομίσωσιν εις την γην τα μέρη της λαιμητόμου και τον Γάλλον δήμιον, έκ Μασσαλίας πεμφθέντα, και τους προς στησιν της λαιμητόμου ωρισμένους στρατιώτας του εκ Ναυπλίου λόχου των εργατών. Ουδείς ήθελε ν'ασχοληθή περί εκείνο το έργον.
Μέχρι εσπέρας επανήλθον οι τρείς λέμβοι , πολύ δε πλήθος συνήχθη εν τη παραλία ωθούμενον υπό της περιεργείας , του ιδείν την αποβίβασιν της καταχθονίου μηχανής. Αποβάντος του δημίου, ηκούσθη γογγυσμός υπόκωφος και ήδη απηύχοντο πάντες την εκπλήρωσιν της θανατώσεως. Ο δήμιος ήτο σχεδόν τριακοντούτης νεανίας, λίαν ευπροσωπος, ευτόλμως και ατρομήτως πηδήσας εις την γην. Η φρουρά ημών περιέβαλεν αυτόν, διότι ο λαός εφαίνετο λίαν απειλητικός. Ο δήμιος, χάριν της εαυτού ασφαλείας, ήναγκάσθη να διανυκτερεύση παρά τη φρουρά, ότε δε εκ του εγγύς κειμένου καφενείου ηνέχθη αυτώ καφές, ο καφεπώλης, μαθών ότι έπιεν αυτόν ο δήμιος , ηκόντισε κατά γης την κύμβην και έθραυσεν αυτήν.
Η λαιμητόμος τη αυτή νυκτί έστηθη έξω της πόλεως, επί της επιπέδου παραλίας και ήτο ετοίμη εις πλήρωσιν του έργου αυτής, πριν ή έτι ανατείλη ο ήλιος. Τη δευτέρα το πρωί νεκρική σιγή εκάθητο επί παντός του Μεσολογγίου. Ουδέν κατάστημα ήτο ανεωγμένον , ου δεν καφενείον, αλλά και αυτοί οι οικοι των ιδιωτών ήσαν κεκλεισμένοι. Ουδείς εφαίνετο εν τοις παραθύροις. Ο άλλως πολυπραγμονέστατος ελληνικός λαός είχεν αφανισθή από πάσης οδο , από πάσης ρύμης. Τα εν ταις χερσί και τοις ποσί των ληστών σιδηρά δεσμά έδει να κοπώσιν από πρωΐας· αλλ' ούτε κλειθροποιόν,ούτε σιδηρουργόν ηδυνήθησαν να πέμψωσι, προς διάρρηξιν των ήλων . Η θανάτωσις έδει να γείνη περί την εβδόμην ώραν προ μεσημορίας: αλλ' ήλθε και η ενάτη έως oύ αναγκασθή κλειθροποιός τις υπό της χωροφυλακής ν' απαλλάξη τους καταδίκους των θεσμών αυτών Τότε αυτοί εδέθησαν μόνον διά σχοινίων και περιελήφθησαν εν τετραγώνω, σχηματισθέντι υπό των στρατιωτών του ημετέρου τάγματος. Ούτως εγένετο η πορεία εις τον τόπον της θανατώσεως.
Ο δήμιος και οι δύο αυτού βοηθοί, ο μεν Ιταλός, ο δε Σλαύος, ήδη πρεσβύτης ών , ήγον ανά τρεις των καταδίκων, σχοινίοις τας χείρας δεδεμένοις. Ουδαμού, εν ουδεμιά εδώ εφαίνετο άνθρωπος-το Μεσολόγγιον ήτο νεκρόν. Οτε αφίκοντο εις τον τόπον της θανατώσεως , και εισαγγελεύς του κράτους απήγγειλε πάλιν τοις λησταις την καταδίκην αυτών, οίτινες αναισχύντως αυτής ήκουσαν. Και οι εννέα ήσαν ρωμαλέοι νέοι, άγριοι την μορφήν, αφόβως ατενίζοντες εις την λαιμητόμον.
Ο δήμιος παρεσκευάζετο ήδη επί το έργον και έλυε τα
σχοινία του πρώτου εις θάνατον ορισθέντος ληστού· αλλ'ούτος αίφνης ώρμησεν επί του δημίου, όσπερ, μη προβλέσων τοιαύτην προσβολήν, απώλεσε σχεδόν την ισορροπίαςκαι μετά δυσχερείας ημύνατο και μάλιστα διότι οι δύο βοηθοί ηδυνάτουν να συνδράμωσιν αυτώ , αναγκαζόμενοι
ν'αναχαιτίζωσιν από των σχοινίων τους λοιπούς υποδίκους, ινα μη της πάλης μετάσχωσι. Τότε ο λοχαγός ημών προσέταξεν εις απόσπασμα τι να προχωρήση και να περιβάλητους ενόχους, αλλά να μη προσβάλη αυτούς, περιστοιχούν μόνον διά προτεταμένων λογχών. Ούτως ή εκ του τετραγώνου έξοδος ήτο αδύνατος και ούτως εγένετο πράγμα δεινόν και χαλεπόν. Ο έτερος των βοηθών παρέστη τότε τη δημίω και εν κραυγαίς και κατάρας κατέβαλον αμφότεροι τον κακούργον, έδησαν αύθιςαυτόν και είλκυσαν, ανελπίστως ανθιστάμενον, εις τας βαθμίδας του ικριώματος. Εκεί ανύψωσαν αυτόν εις την σανίδα , προσήλωσαν επ' αυτής ισχυρώς δι' ιμάντων το σώμα αυτού και ώθησαν την σανίδα εις τους αύλακας. Ο πέλεκυς έπεσε και εκυλίσθη η κεφαλή εις τον δερμάτινον σάκκον. Ο δήμιος ίστατο κάθιδρως, έχων κατερρακωμένην την ετέραν χειρίδα, ήν εν τη πάλη είχε σχίσει ο ληστής. Οι θεώμενοι έδυσανασχέτουν πάντες.
Ητο ήδη μεσημβρία και προσήγαγον τον δεύτερον κακούργον, άνδρα ρωμαλέον και ηλιοκαή, ού κόμη και πώγων αγρίως εις τον άνεμον εφέροντο. Δις έρριψε χαμαι τους βοηθούς: καίτοι δε ήσαν δεδεμέναι αι χείρες αυτού, μετά μεγίστης όμως δεξιότητος έλάκτιε τους ανταγωνιστές και ούτως επί πολύν χρόνον ηδυνήθη ν'αποφεύγη τας προσβολές αυτών, δι' επιτηδείων πηδημάτων . Μόλις μετά ημίσειαν ώραν κατώρθωσεν ο δήμιος να δηση και αυτόν επί της σανίδος. Ούτω παρετάθη ο αγών εκείνος, έχων θεατάς μόνους τους στρατιώτες του τάγματος ημών, υπό το διάπυρον του ηλίου θάλπος.
Γενομένης δέ τρίτης σχεδόν ώρας μετά μεσημβρίαν, ήλθε τελευταίος ο αρχηγός της σπείρας, Πέτρος τούνομα. Ητο περίπου τεσσαρακοντούτης , ουχί δύσμορφος την όψιν. Είχε πελιδνήν την χρόαν, βλοσυρόν και άφοβον το βλέμμα, αγέρωχον δε το ήθος. Οτε ο δήμιος και οi ιδρώτι περιρρεόμενοικαι κεκμηκότες βοηθοί, διότι το μακρός και δυσχερής και προς τους εν απεγνωσμένη αμύνη αντιστάντας κακούργους αγών, ήγγισαν προς τον λήσταρχον, ο Πέτρος απέωσεν αυτούς δι' υπερηφάνου κινήσεως στραφείς δε προς τον εισαγγελέα, είπεν ότι ουδαμώς και αντιστή εάν ο δήμιος μή άψηται αυτού, έως ου τεθή υπό τον πέλεκυν . Ο εισαγγελεύς την δήλωσιν ταύτην ανεκοίνωσε το γάλλω δημίω τη γλώσση αυτού και ο λήσταρχος στερρώ το ποδι και υπερηφάνως επορεύθη εις το ικρίωμα , ανέβη βραδέως τις βαθμίδας, παρετήρησε τον ανηρτημένον αιμοσταγή πέλεκυν και έστη επί της κινητής σανίδος. Ταχέως συνέσχον διά των ιμάντων το σώμα αυτου οι δύο βοηθοί , προσδέσαντες επί της σανίδος: είτα εγένετο ώσις και ερροίβδησεν εν τω λαμπρώ ηλίω, αστράψας ο πέλεκυς, μεθ' ορμής καταβαίνων. Η κεφαλή χωρισθείσα του κορμού , εβυθίσθη εις τον δερμάτινον σάκκον. Fiat justitia!.
Εν τη τελευταία πράξει του εννεαπλού δημοσίου φόνου, εθαυμάσαμεν το ψυχρόν θάρρος προς τον θάνατον τουληστου εκείνου, όσπερ βλοσυρώς αυτόν ήτένισε. Φευ! τοσαύτη του θανάτου καταφρόνησις δεν πρέπει άραγε να υπάρχη εν κρείττονι αγώνι; Αλλ' η ηρωϊκή αύτη πράξις είχε και τούτο το καλόν, ότι δηλαδή επήνεγκε τους θεωμένοις λήθην τινα των αποτροπαίων και τα μάλιστα βδελυκτών σκηνών των προ αυτής θανατώσεων . C'etait un brave! είπεν ο δήμιος απομάσσων τον εαυτου ιδρώτα.
Ούτως έληξεν η πρώτη εν Ελλάδι διά της λαιμητόμου επιβληθείσα θανατική ποινή αλλά το αποτέλεσμα υπήρξε κακόν, διότι η ούτως επιβληθείσα ποινή δεν κατέστησε σεβαστόν το δικαστήριον, παντελώς του σκοπού αποτυχούσα.




