Αν η Ελληνική εκστρατεία είχε μείνει μόνο στην περιοχή της Σμύρνης
Δημοσιεύτηκε: 16 Σεπ 2020, 13:52
Τι θα γινόταν αν ο Ελληνικός στρατός είχε περιοριστεί μόνο στην ευρύτερη της Σμύρνης και δεν είχε επιδιώξει να εισβάλλει στα ενδότερα της Μικράς Ασίας?
Συνοψίζοντας υπέρ της Μικρασιατικής Εκστρατείας υπάρχουν τα εξής επιχειρήματα:
Ο ακμαίος Ελληνισμός στα εδάφη της Μικράς Ασίας που δικαιολογούσε την στρατιωτική παρουσία.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις ήταν –έστω και με αμφιβολίες- στο πλευρό των Ελλήνων.
Ο Τουρκικός-Οθωμανικός στρατός ήταν σαφώς κατώτερος από τον ελληνικό.
Οι Τούρκοι είναι διχασμένοι και ξεκινούν έναν εμφύλιο με την άνοδο του Κεμάλ.
Δεν υπήρχε κανένα εναλλακτικό σχέδιο προστασίας των χριστιανών στην Μικρά Ασία.
Τέλος σε ξεχωριστή παράγραφο αξίζει να τονιστεί πως ο μοναδικός τρόπος -ιστορικά- να έχεις απόλυτο έλεγχο του Αιγαίου, ήταν να κατέχεις και τις δύο του ακτές. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε σήμερα με τους Τούρκους, είναι η κληρονομιά της αποτυχίας της Μικρασιατικής Εκστρατείας.
Ας δούμε λοιπόν τον αντίλογο. Η κίνηση του Βενιζέλου στο να διεκδικήσει το βιλαέτι της Σμύρνης στις Συνθήκες Ειρήνης των Παρισίων ήταν μια κίνηση μεγάλου ρίσκου η οποία ήταν καταδικασμένη εξ' αρχής για τέσσερις λόγους:
ακόμη κι αν οι Τούρκοι δέχονταν την ελληνική κατοχή της Σμύρνης, η πόλη θα μαράζωνε
χάθηκαν «σιγουράκια» της διαπραγμάτευσης όπως η Κύπρος, η Βόρεια Ήπειρος και εν τέλει η Ανατολική Θράκη
ενδεχόμενη εμπλοκή μόνο της Ιταλίας στη δυτική Μικρά Ασία θα προστάτευε τους χριστιανικούς πληθυσμούς της περιοχής χωρίς να εκθέσει την Ελλάδα
ο Βενιζέλος έπρεπε να δώσει βάση στη δημιουργία ενός Αρμενοποντιακού κράτους ή να επιδιώξει διαύλους επικοινωνίας με τον Κεμάλ
Το πρώτο και βασικότερο επιχείρημα που αρθρώθηκε κατά της κατάληψη της Σμύρνης είχε εκφραστεί από τον Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος είχε αντιληφθεί ότι το ανάγλυφο της Ανατολίας δεν επέτρεπε τη δημιουργία μετώπου στην Μικρά Ασία που να μπορεί να προστατεύεται στρατιωτικά ως μόνιμο σύνορο (πολλές φορές μιλώντας για τη Σμύρνη αγνοούμε πως η Ελλάδα δεν προσάρτησε ποτέ την περιοχή αλλά βρέθηκε εκεί ως εντολοδόχος (mandate) των Μεγάλων Δυνάμεων).
Ωστόσο υπάρχει και ένα δεύτερο εξίσου ενδιαφέρον αντεπιχείρημα, το οποίο είναι καθαρά οικονομικής φύσης και έχει να κάνει με τον οικονομικό μαρασμό που θα βίωνε η πόλη ακόμη και σε περίπτωση που ο Κεμάλ αποδεχόταν την ελληνική διοίκηση.
Ακόμη λοιπόν και στην περίπτωση που η επαναστατική κυβέρνηση του Ατατούρκ δεχόταν τα πεπραγμένα των Σεβρών, η ελληνική κυβέρνηση θα είχε να αντιμετωπίσει τις οικονομικές-κοινωνικές επιπτώσεις αυτής της επιλογής, αφού η πόλη θα μαράζωνε οικονομικά καθώς η όλη της εξαγωγική δύναμη βασιζόταν στις πρώτες ύλες που κατέφθαναν από το εσωτερικό της Ανατολίας. Αν λοιπόν οι Τούρκοι αποδέχονταν τις Συνθήκες, είναι προφανές ότι θα επέλεγαν ένα άλλο λιμάνι της δυτικής Μικράς Ασίας προκειμένου να εξάγουν τις πρώτες ύλες παρακάμπτοντας τα ελληνικά εδάφη. Συνεπώς, οι μικρές παραγωγικές δυνατότητες του βιλαετιού της Σμύρνης θα οδηγούσαν σταδιακά στον οικονομικό μαρασμό της πόλης.
Συνεπώς, ο Βενιζέλος έπρεπε να στρέψει το βάρος της διαπραγμάτευσης σε δύο πυλώνες: Στην δημιουργία ενός ισχυρού ανεξάρτητου Αρμενοποντιακού κράτους στα σύνορα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με την ΕΣΣΔ προκειμένου να εξασφαλίσει τους χριστιανικούς πληθυσμούς της περιοχής και στην προώθηση των Ιταλών στη δυτική Μικρά Ασία προκειμένου να εκθέσει εκείνους στην στρατιωτική αντιπαράθεση με τους Τούρκους. Παράλληλα αν επεδίωκε τη δημιουργία διαύλων επικοινωνίας με τους επαναστάτες του Κεμάλ θα μπορούσε ενδεχομένως να αποκτήσει ρόλο διαμεσολαβητή, εξασφαλίζοντας έτσι ένα απροσδόκητο σύμμαχο του Ατατούρκ και παράλληλα να δρομολογήσει μια σαφώς καλύτερη λύση για τους Έλληνες από αυτή που δόθηκε στην προκυμαία της Σμύρνης τον Αύγουστο του 1922 και στη Λωζάννη το 1923.Η εν λόγω υπόθεση εργασίας φυσικά θεωρεί δεδομένο ότι η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να σταθεί στη Μικρά Ασία και πως κάποια στιγμή οι ελληνικοί πληθυσμοί της Ανατολίας θα υποχρεώνονταν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους. Ωστόσο η όλη πορεία του εθνικιστικού κινήματος τόσο στην Τουρκία όσο και στην ευρύτερη περιοχή έδειξε πως δεν υπήρχαν πια περιθώρια για πολυεθνικά κράτη.
Επίσης δεν λαμβάνει υπόψιν το μοιραίο αποτέλεσμα των εκλογών του 1920, θεωρώντας πως μια τέτοια διαπραγμάτευση θα μείωνε τους κραδασμούς που θα μπορούσε να προκαλέσει η παλλινόστηση του Κωνσταντίνου αναφορικά με τις σχέσεις της Ελλάδας με τους Συμμάχους.
Συνοψίζοντας υπέρ της Μικρασιατικής Εκστρατείας υπάρχουν τα εξής επιχειρήματα:
Ο ακμαίος Ελληνισμός στα εδάφη της Μικράς Ασίας που δικαιολογούσε την στρατιωτική παρουσία.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις ήταν –έστω και με αμφιβολίες- στο πλευρό των Ελλήνων.
Ο Τουρκικός-Οθωμανικός στρατός ήταν σαφώς κατώτερος από τον ελληνικό.
Οι Τούρκοι είναι διχασμένοι και ξεκινούν έναν εμφύλιο με την άνοδο του Κεμάλ.
Δεν υπήρχε κανένα εναλλακτικό σχέδιο προστασίας των χριστιανών στην Μικρά Ασία.
Τέλος σε ξεχωριστή παράγραφο αξίζει να τονιστεί πως ο μοναδικός τρόπος -ιστορικά- να έχεις απόλυτο έλεγχο του Αιγαίου, ήταν να κατέχεις και τις δύο του ακτές. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε σήμερα με τους Τούρκους, είναι η κληρονομιά της αποτυχίας της Μικρασιατικής Εκστρατείας.
Ας δούμε λοιπόν τον αντίλογο. Η κίνηση του Βενιζέλου στο να διεκδικήσει το βιλαέτι της Σμύρνης στις Συνθήκες Ειρήνης των Παρισίων ήταν μια κίνηση μεγάλου ρίσκου η οποία ήταν καταδικασμένη εξ' αρχής για τέσσερις λόγους:
ακόμη κι αν οι Τούρκοι δέχονταν την ελληνική κατοχή της Σμύρνης, η πόλη θα μαράζωνε
χάθηκαν «σιγουράκια» της διαπραγμάτευσης όπως η Κύπρος, η Βόρεια Ήπειρος και εν τέλει η Ανατολική Θράκη
ενδεχόμενη εμπλοκή μόνο της Ιταλίας στη δυτική Μικρά Ασία θα προστάτευε τους χριστιανικούς πληθυσμούς της περιοχής χωρίς να εκθέσει την Ελλάδα
ο Βενιζέλος έπρεπε να δώσει βάση στη δημιουργία ενός Αρμενοποντιακού κράτους ή να επιδιώξει διαύλους επικοινωνίας με τον Κεμάλ
Το πρώτο και βασικότερο επιχείρημα που αρθρώθηκε κατά της κατάληψη της Σμύρνης είχε εκφραστεί από τον Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος είχε αντιληφθεί ότι το ανάγλυφο της Ανατολίας δεν επέτρεπε τη δημιουργία μετώπου στην Μικρά Ασία που να μπορεί να προστατεύεται στρατιωτικά ως μόνιμο σύνορο (πολλές φορές μιλώντας για τη Σμύρνη αγνοούμε πως η Ελλάδα δεν προσάρτησε ποτέ την περιοχή αλλά βρέθηκε εκεί ως εντολοδόχος (mandate) των Μεγάλων Δυνάμεων).
Ωστόσο υπάρχει και ένα δεύτερο εξίσου ενδιαφέρον αντεπιχείρημα, το οποίο είναι καθαρά οικονομικής φύσης και έχει να κάνει με τον οικονομικό μαρασμό που θα βίωνε η πόλη ακόμη και σε περίπτωση που ο Κεμάλ αποδεχόταν την ελληνική διοίκηση.
Ακόμη λοιπόν και στην περίπτωση που η επαναστατική κυβέρνηση του Ατατούρκ δεχόταν τα πεπραγμένα των Σεβρών, η ελληνική κυβέρνηση θα είχε να αντιμετωπίσει τις οικονομικές-κοινωνικές επιπτώσεις αυτής της επιλογής, αφού η πόλη θα μαράζωνε οικονομικά καθώς η όλη της εξαγωγική δύναμη βασιζόταν στις πρώτες ύλες που κατέφθαναν από το εσωτερικό της Ανατολίας. Αν λοιπόν οι Τούρκοι αποδέχονταν τις Συνθήκες, είναι προφανές ότι θα επέλεγαν ένα άλλο λιμάνι της δυτικής Μικράς Ασίας προκειμένου να εξάγουν τις πρώτες ύλες παρακάμπτοντας τα ελληνικά εδάφη. Συνεπώς, οι μικρές παραγωγικές δυνατότητες του βιλαετιού της Σμύρνης θα οδηγούσαν σταδιακά στον οικονομικό μαρασμό της πόλης.
Συνεπώς, ο Βενιζέλος έπρεπε να στρέψει το βάρος της διαπραγμάτευσης σε δύο πυλώνες: Στην δημιουργία ενός ισχυρού ανεξάρτητου Αρμενοποντιακού κράτους στα σύνορα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με την ΕΣΣΔ προκειμένου να εξασφαλίσει τους χριστιανικούς πληθυσμούς της περιοχής και στην προώθηση των Ιταλών στη δυτική Μικρά Ασία προκειμένου να εκθέσει εκείνους στην στρατιωτική αντιπαράθεση με τους Τούρκους. Παράλληλα αν επεδίωκε τη δημιουργία διαύλων επικοινωνίας με τους επαναστάτες του Κεμάλ θα μπορούσε ενδεχομένως να αποκτήσει ρόλο διαμεσολαβητή, εξασφαλίζοντας έτσι ένα απροσδόκητο σύμμαχο του Ατατούρκ και παράλληλα να δρομολογήσει μια σαφώς καλύτερη λύση για τους Έλληνες από αυτή που δόθηκε στην προκυμαία της Σμύρνης τον Αύγουστο του 1922 και στη Λωζάννη το 1923.Η εν λόγω υπόθεση εργασίας φυσικά θεωρεί δεδομένο ότι η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να σταθεί στη Μικρά Ασία και πως κάποια στιγμή οι ελληνικοί πληθυσμοί της Ανατολίας θα υποχρεώνονταν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους. Ωστόσο η όλη πορεία του εθνικιστικού κινήματος τόσο στην Τουρκία όσο και στην ευρύτερη περιοχή έδειξε πως δεν υπήρχαν πια περιθώρια για πολυεθνικά κράτη.
Επίσης δεν λαμβάνει υπόψιν το μοιραίο αποτέλεσμα των εκλογών του 1920, θεωρώντας πως μια τέτοια διαπραγμάτευση θα μείωνε τους κραδασμούς που θα μπορούσε να προκαλέσει η παλλινόστηση του Κωνσταντίνου αναφορικά με τις σχέσεις της Ελλάδας με τους Συμμάχους.