Η ερήμωση της Αττικής και ο Φαλμεράυερ
Δημοσιεύτηκε: 28 Ιούλ 2020, 22:06
Όταν ο Jakob Fallmerayer βρίσκεται για πρώτη φορά στην Αθήνα, τους δυο τελευταίους μήνες του 1833, η Αθήνα είναι ένα μισοκατεστραμμένο από τον πόλεμο χωριό, τριακοσίων σπιτιών (ρωμιών και αρβανιτών χριστιανών). Ο Όθωνας θα την επιλέξει για πρωτεύουσα της χώρας, έναν χρόνο αργότερα. Ο γερμανός λόγιος, είναι συμπατριώτης με το βασιλιά και τους βαυαρούς αξιωματούχους. Έχει εκπαιδευτική άδεια και συνοδεύει τον ρώσο στρατηγό κόμη Alexander Ostermann Tolstoi, σε ένα ταξίδι του στην Ανατολή. Έχει εκδώσει δύο βιβλία ιστορίας. Ένα για την αυτοκρατορία της Τραπεζούντας και ένα για τον μεσαιωνικό Μοριά. Η ολιγάριθμη αθηναϊκή διανόηση μαθαίνει ότι ο νεοφερμένος είναι ιστοριογράφος, μα αγνοεί το περιεχόμενο των βιβλίων του και κυρίως εκείνο του δεύτερου έργου του, την εξιστόρηση δηλαδή του αφανισμού των Ελλήνων την περίοδο της αβαροσλαβικής κατοχής της χώρας. Τις μέρες εκείνες του έχει προταθεί ακόμα μια θέση καθηγητή ιστορίας, στο υπό δημιουργία πανεπιστήμιο της Αθήνας. Έτσι λοιπόν ο κύριος Φαλμεράγιερ, είναι ένας καθηγητής με κύρος και η παρέα του επιθυμητή για κάθε Αθηναίο που ασχολείται με τα γράμματα.
Ο Κυριάκος Πιττάκης, παιδί παλιάς αθηναϊκής οικογένειας, με σπουδές στην Ιόνια Ακαδημία και γραμματέας της νεοσύστατης «Αρχαιολογικής Εταιρείας» της Αθήνας, συναναστρέφεται με τον σημαντικό ξένο. Κάποια στιγμή του εκμυστηρεύεται πως έχει στην κατοχή του κάποια παλιά χειρόγραφα, που ανήκαν κάποτε στη μονή των Αγίων Αναργύρων, ένα παλιό αθηναϊκό μοναστήρι, με στοιχεία για την ιστορία της Αθήνας και της γύρω περιοχής. Ο Φαλμεράγιερ ενδιαφέρεται να τα δει και την 1η Δεκεμβρίου ο Πιττάκης του τα παρουσιάζει. Δεν ξέρουμε πόσα και ποια χειρόγραφα έδειξε ο Πιττάκης στον Φαλμεράγιερ. Αναμφίβολα όμως μια σελίδα από αυτά, συγκλονίζει τον γερμανό ιστορικό. Το περιεχόμενό της αξίζει όσο ένας θησαυρός. Ζητάει την άδεια από τον «πολυμαθή Αθηναίο» να αντιγράψει όσα έχει διαβάσει και αφού την παίρνει, μεταφέρει στα χαρτιά του, τα λόγια του άγνωστου συγγραφέα (πιθανόν ενός μορφωμένου μοναχού), όπως αποτυπώνονται στο χειρόγραφο φύλλο Β, σελ. 9-11:
«Κατ’ αυτήν την ιδίαν εκατονταετηρίδα η ελλάς εκατήντησεν ο τόπος των καταδρομών, η Αττική εκατήντησεν έρημος διά τετρακοσίους σχεδόν χρόνους, οι Αθηναίοι μετέφερον τας φαμιλίας των εις την Σαλαμίνα. εκεί ωκοδόμησαν τους οίκους των οι περισσότεροι και εκκλησίας εις το χωρίον Αμβηλάκια καλούμενον, τας οποίας άχρι τούδε καλούν οι εγχώριοι των Αθηναίων. Από τους κατοίκους της Αττικής ολίγοι είχον μείνει εις την Ακρόπολιν και άλλοι τινές εις μερικούς πύργους της πόλεως, καθέ στιγμήν ήρχοντο κλέφται, τους οποίους οι κάτοικοι εκάλουν Φούστας, εκτυπούντο με τους ολίγους εγκατοίκους, άρπαζον όσα και αν εδύναντο, και έφυγον εις τα όρη. Αι οικίαι αι περισσότεραι έπεσον, οι δρόμοι εγέμισαν από δένδρα, και η πόλις κατήντησεν όλη ένα δάσος ελεεινόν, οι λησταί έβαζον φωτιάν εις τα δένδρα, και αυτά καιόμενα κατέκαιον και τας αρχαιότητας, τότε έλαβεν την μαύρην μορφήν το γυμνάσιον του Πτολεμαίου, του οποίου μέρος και εκρήμνισαν, τότε εμαύρισε από τους καπνούς ο Ναός του πανελληνίου Διός και τόσα άλλα εκρημνήσθησαν. Οι Αθηναίοι μην υποφέροντες την υστέρησιν της πατρίδος των απεφάσισαν και έστειλαν εις Κωνσταντινούπολιν ζητούντες ασφάλειαν να επανακάμψουν εις την πατρίδα τους και να κατοικούν ασφαλώς, και επιτυχόντες τούτο επανήλθον και συναχθέντες άρχισαν να καθαρίζουν την πόλιν, και να οικοδομούν τους οίκους των. Τότε πρώτος και ο ιερεύς Δημήτριος Κολοκύνης Αθηναίος πορευθείς εις την Κωνσταντινούπολιν προς τον πατριάρχην Ιωαννίκιον έλαβεν πατριαρχικήν άδειαν να κατεσκευάση εις τας Αθήνας Μοναστήριον των αγίων Αναργύρων. το οποίον επροίκισε με πολλά κτήματα ως εκ του πατριαρχικού γράμματος φανερούται».
«Το μοναστήριον τούτο κατασκεύασεν κοινόβιον, εις ο διέτριψαν άνδρες σοφοί, ότε φιλόσοφος Σαμουήλ, και ο τα του Πλάτωνος υπομνηματίσας Μεθόδιος. τούτων εις λέγω ο ημέτερος προηγούμενος Νικηφόρος ...».
Ο Fallmerayer επιστρέφει στη Γερμανία και δομεί την ακαδημαϊκή πραγματεία του «περί της καταγωγής των σημερινών Ελλήνων», πάνω στη βάση αυτού του αποσπάσματος. Την παρουσιάζει σε ανοικτή συνεδρίαση της Βαυαρικής Ακαδημίας Επιστημών και την τυπώνει το 1835. Τον ίδιο χρόνο θα γίνει τακτικό μέλος της Ακαδημίας. Ωστόσο, προσπαθώντας να ερμηνεύσει κάποια σημεία του χωρίου για την ερήμωση της Αττικής, προβαίνει στα εξής ολισθήματα: Αλλάζει αυθαίρετα το «αυτήν την ίδια εκατονταετηρίδα» της αρχής, με το «Jm Jahrhundert des Justinianus» (στον αιώνα του Ιουστινιανού). Τους κλέφτες που οι κάτοικοι τους ονόμαζαν «Φούστας», υποθέτει που έρχονται από κάποια «Vroustae, μια σλαβική επαρχία του Μοριά». Μη βρίσκοντας πατριάρχη με το όνομα του Ιωαννίκιου τον δέκατο αιώνα, εντοπίζοντας ένα κενό τεσσάρων ετών στη διαδοχή (στην πραγματικότητα το διάστημα 931-933, μεταξύ Τρύφωνος και Θεοφύλακτου), πιθανολογεί την τότε άνοδό του στον πατριαρχικό θρόνο ή ακόμα και τη λανθασμένη ονομασία του Πατριάρχη. Τέλος το μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων το θέλει να ιδρύεται τον δέκατο αιώνα, χωρίς να υπάρχει τέτοια πληροφορία στο χειρόγραφο ή σε άλλη πηγή. Ο Φαλμεράγιερ, χρησιμοποίησε επίσης στην πραγματεία του και προσπάθησε να συνδυάσει στοιχεία από άλλα χειρόγραφα, που του έδειξε ο Πιττάκης, χειρόγραφα όμως που ήταν διαφορετικής προέλευσης από το φύλλο για την ερήμωση της Αττικής. Αυτή την ερήμωση της Αττικής για σχεδόν τέσσερις αιώνες, με εξαίρεση το κάστρο της Αθήνας (Ακρόπολη), την τοποθετεί αυθαίρετα μεταξύ 6ου κα 10ου αιώνα, χωρίς αυτό να θεμελιώνεται στο υλικό που διαθέτει. Έχοντας εκδώσει το δεύτερο τόμο της «ιστορίας της χερσονήσου του Μοριά» (1836) θα ξαναβρεθεί στην Αθήνα, πάλι για ένα δίμηνο, την άνοιξη του 1842, κατά τη διάρκεια μια δεύτερης περιοδείας του στην Ανατολή, σαν ανταποκριτής της εφημερίδας Augsburger Allgemeine Zeitung. Η πρωτεύουσα έχει γίνει τώρα μια μικρή πόλη με περισσότερα από 4.500 σπίτια και ένα πληθυσμό, φερμένο από διάφορα μέρη, που ξεπερνά τις είκοσι χιλιάδες.
Τα χρόνια που πέρασαν ήταν περίοδος δημιουργίας της νέας κρατικής ιδεολογίας, της εθνικής συγκρότησης, της θεμελίωσης του ελληνικού εθνικού μύθου, πάνω στο εισαγμένο ευρωπαϊκό ρομαντικό μοντέλο που ήθελε τους Ρωμιούς να κατάγονται από τους αρχαίους Έλληνες. Ο έλληνας εθνικιστής, όπως κάθε νεοφώτιστος είναι φανατικός. Και η Αθήνα είναι τώρα γεμάτη από φανατικούς, αγράμματους ή ημιμαθείς, που μαθαίνουν από τα εθνικά κέντρα, ότι αυτός ο «ανθέλληνας» Φαλμεράγιερ τολμάει να αμφισβητεί την καταγωγή τους από τους σοφούς της αρχαιότητας. Ο Διονύσιος Σουρμελής είναι συμβολαιογράφος στην Αθήνα και συγγραφέας τριών βιβλίων για την ιστορία της πόλης. Στο τρίτο έργο του, τη «συνοπτική κατάσταση», που τυπώνεται τον Φεβρουάριο του 1842, είναι ο πρώτος που ανακαλύπτει τον ξένο εχθρό, τον «κύριον Φαλλμεράυερ» (που αμφισβητεί απροκάλυπτα το βαυαρικής επιλογής ελληνικό εθνικό αφήγημα της ιστορικής συνέχειας) και του ασκεί δευτερεύουσας σημασίας κριτική, σε τρεις υποσημειώσεις. Επανέρχεται όμως την ίδια χρονιά - και ενώ ο Φαλμεράγιερ βρίσκεται στην Αθήνα - με μια δεύτερη συμπληρωμένη επανέκδοση του προαναφερόμενου βιβλίου, γράφοντας περί «πλαστών χειρογράφων πωληθέντων εις αυτόν (τον κύριον Φαλλμεράυερ), καθ' όν τρόπον πωλούνται τα κίβδηλα και επίπλαστα διαμαντικά εις τους απειροκάλους και ευήθεις των ανθρώπων». Κοντολογίς ο Σουρμελής χαρακτηρίζει τον Πιττάκη απατεώνα, τον Φαλμεράγιερ κορόιδο και τα χειρόγραφα πλαστά. Τι άραγε έχει συμβεί. Προφανώς ο Πιττάκης που φιλοδοξεί να αναγνωριστεί σαν κορυφαίος αρχαιολόγος του Έθνους, έχει δεχτεί επίθεση από τη διανόηση της εθνικής κοινότητας, για την κουταμάρα που έκανε το 1833, δείχνοντας στον «ανθέλληνα» τα χειρόγραφα. Και πάνω από όλα εκείνο το φύλλο που περιγράφει την ερήμωση της Αττικής. Ο Πιττάκης προσπαθώντας να τα μαζέψει και να αποκατασταθεί εθνικά, προβαίνει στη μεγάλη απάτη. Διαδίδει πως το φύλλο που έδειξε στο γερμανό, έγραφε πως η Αττική έμεινε έρημος «δια τρεις σχεδόν χρόνους» και όχι «τετρακοσίους» που έγραψε εκείνος. O Φαλμεράγιερ γίνεται έξαλλος όταν μαθαίνει τον πόλεμο λάσπης που έχει εξαπολυθεί εναντίον του και ζητά από τον Πιττάκη να φανερώσει το χειρόγραφο για να φανεί η αλήθεια. Ο τελευταίος όμως αρνείται. Ο Γερμανός Ludwig Ross, έφορος αρχαιοτήτων στην Αθήνα και πρώτος καθηγητής αρχαιολογίας στο Πανεπιστημίου Αθηνών, θα υποστηρίξει (αργότερα και παρότι βρισκόταν σε διαμάχη με τον Φαλμεράγιερ) πως είχε δει και εκείνος το χειρόγραφο φύλλο και έγραφε «τετρακοσίους». Θα περάσουν άλλα έντεκα χρόνια, για να πει δημόσια ο Πιττάκης την δική του εκδοχή για τα χειρόγραφα. Στο έντυπο «Εφημερίς Αρχαιολογική» που εκδίδει ο ίδιος και έχει αρχίσει να δημοσιεύει κάποια κείμενα εθνικής χρησιμότητας με τίτλο «ύλη ίνα χρησιμεύση προν απόδειξιν ότι οι νυν Έλληνές εισιν απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων», γράφει τον Ιούλιο του 1853 τα εξής:
Το 1822 έψαχνε στο υπόγειο ενός πύργου, που βρισκόταν δίπλα στο εκκλησάκι της μητρόπολης Αθηνών και όπου ο αρχιερέας Γρηγόριος είχε μεταφέρει τη βιβλιοθήκη της μονής Καισαριανής. Εκεί βρήκε διάφορα παλιά έντυπα και χειρόγραφα. Από τα χειρόγραφα διάλεξε μερικά που είχαν ιστορικό ενδιαφέρον. Ανάμεσά τους ήταν και τέσσερα φύλλα βενετσιάνικου χαρτιού (που είχαν πάνω τους την εικόνα του Αγίου Μάρκου) με «περικοπές» από την ιστορία της Αθήνας. Και δυο πατριαρχικά έγγραφα το ένα γραμμένο σε μεμβράνη και το άλλο σε «αρχαίο» χαρτί. Αργότερα αγόρασε ένα χειρόγραφο μεταγενέστερης γραφής (από τα προηγούμενα) για την «Ιστορία των Αθηνών».
Τα τέσσερα φύλλα με τις περικοπές, τα δύο πατριαρχικά γράμματα και το νεότερο χειρόγραφο με την ιστορία της Αθήνας, είναι αυτά που έδειξε στο Φαλμεράγιερ και του έδωσε «τρεις μόνον ώρας» για να αντιγράψει ό,τι τον ενδιέφερε. Στη συνέχεια ο Πιττάκης δημοσιεύει ένα απόσπασμα από τη νεότερη ιστορία της Αθήνας (αυτή που αγόρασε), το περιεχόμενο των τεσσάρων βενετσιάνικων φύλλων και το ένα πατριαρχικό γράμμα που σχετίζεται με το περιεχόμενο του δεύτερου φύλλου (και καθώς φαίνεται ο Φαλμεράγιερ δεν το είδε ποτέ). Το δεύτερο φύλλο είναι το σημαντικό χειρόγραφο που αναφέρεται στην ερήμωση της Αθήνας για τετρακόσια χρόνια. Συγκρίνοντας αυτά που δημοσίευσε ο Πιττάκης, σε σχέση με αυτά που δημοσίευσε ο Φαλμεράγιερ, παρατηρούμε πως ο Πιττάκης προσθέτει ένα τελευταίο κομμάτι με πληροφορίες για τη ζωή των μοναχών και μια ημερομηνία δυσανάγνωστη (χιλιοστώ ... σιοστώ), που υποθέτει πως μπορεί να είναι το έτος 1626. Το σημαντικό όμως είναι πως αλλάζει το «η ελλάς εκατήντησεν ο τόπος των καταδρομών, η Αττική εκατήντησεν έρημος διά τετρακοσίους σχεδόν χρόνους» του Φαλμεράγιερ με το «η Ελλάς κατήντησε τόπος των καταδρομών. η Αττική δ’ έρημος διά τρεις σχεδόν χρόνους». Και σχολιάζει σε υποσημείωση, λες και απευθύνεται σε ηλίθιους:
«Ο Κύριος Φαλλμεράυερ αντέγραψε κατά λάθος το “τρεις σχεδόν χρόνους εις τετρακοσίους σχεδόν χρόνους”, ίσως τούτο να είναι και τυπογραφικόν αμάρτημα».
Μα ο Φαλμεράγιερ ήταν σημαντικός γερμανός λόγιος, δεν ήταν πεταλωτής για να κάνει έξι λάθη αντιγραφής σε δεκαπέντε λέξεις: «ελλάς» αντί «Ελλάς», «εκατήντησεν» αντί «κατήντησε», «ο τόπος» αντί «τόπος», «καταδρομών,» αντί «καταδρομών.», «εκατήντησεν έρημος» αντί «δ’ έρημος» και βέβαια «τρεις» αντί «τετρακοσίους», μια λάθος «λεξούλα» που ακύρωνε όλο το βιβλίο του. Από τις δεκάδες διαφορές που εντόπισα σε όσα δημοσίευσαν οι δυο άντρες είναι φανερό πως ο Πιττάκης έγραψε ξανά το κείμενο, αλλάζοντας τα σημεία στίξης, αντικαθιστώντας μικρά γράμματα με κεφαλαία, γράφοντας τα «Αμβελάκια» ως «Αμπελάκια», το «Κολοκύνης» ως «Κολοκύνθης», το «οι δρόμοι εγέμισαν από δένδρα» σε απλώς «οι δρόμοι εγέμισαν», το «γυμνάσιον του Πτολεμαίου», σε δυσανάγνωστο «Γυμνάσιον του ...», το «τότε πρώτος» σε «τότε πρώτον» και άλλα παρόμοια. Ο Πιττάκης έδειξε λέει το χειρόγραφο που δημοσίευσε στην Αρχαιολογική Εφημερίδα σε αρκετούς ξένους και έλληνες λόγιους. Για να δούνε προφανώς πως έγραφε «τρεις» και όχι «τετρακοσίους» χρόνους και έτσι να βγει ο Φαλμεράγιερ απατεώνας. Ο κορυφαίος γερμανός ιστοριοδίφης Karl Hopf, που είδε το χειρόγραφο που δημοσίευσε στην εφημερίδα του ο Πιττάκης και ξέροντας τον γραφικό χαρακτήρα του, δήλωσε αργότερα κατηγορηματικά πως αυτά ήταν τα γράμματα του αθηναίου αρχαιολόγου, η γραφή ήταν «εκ της ιδίας χειρός του “ελλογίμου” αυτών κτήτορος».
Για μένα είναι ξεκάθαρο πως ο Πιττάκης προβαίνει σε αυτή την εθνική κίνηση, για να καλύψει την κουζουλάδα που έκανε στα νιάτα του, δείχνοντας αυτό το 400 (τετρακοσίους) στον Φαλμεράγιερ και προκαλώντας ζημιά στο εθνικό αφήγημα. Για όσους αμφιβάλουν, να επισημάνω πως η χάλκευση και η παραχάραξη θα γίνει τρόπος ζωής για την ιθαγενή διανόηση, προκειμένου να «μοιάσει» το έθνος στους αρχαίους. Κορυφαία παραδείγματα: η κρατική επιχείρηση για τον εξελληνισμό των ονομάτων των οικισμών και των τοπωνυμίων της χώρας και το εθνικό κίνημα για τον καθαρισμό της γλώσσας. Διαχρονικές προσπάθειες, στις οποίες στρατεύθηκαν γενιές δασκάλων, φιλολόγων και πανεπιστημιακών. Η άποψη που επικράτησε στον χώρο της ελληνικής εθνικής ιστοριογραφίας, για το τι τελικά έγινε τότε, είναι η συμφέρουσα εθνικά θέση, πως όπως δηλαδή και να έχει το πράγμα, το «τετρακοσίους χρόνους» είναι το λάθος και το «τρεις» είναι το σωστό. Η Αθήνα μπορεί να έμεινε έρημη τρεις χρόνους – και μάλιστα το διάστημα μετά την αναχώρηση του Μοροζίνι από την Αθήνα το 1688 – αλλά μέχρι εκεί. Αλλιώς κινδυνεύει η ιστορική μας συνέχεια.
http://www.lithoksou.net/p/i-erimosi-ti ... almeragier
Ο Κυριάκος Πιττάκης, παιδί παλιάς αθηναϊκής οικογένειας, με σπουδές στην Ιόνια Ακαδημία και γραμματέας της νεοσύστατης «Αρχαιολογικής Εταιρείας» της Αθήνας, συναναστρέφεται με τον σημαντικό ξένο. Κάποια στιγμή του εκμυστηρεύεται πως έχει στην κατοχή του κάποια παλιά χειρόγραφα, που ανήκαν κάποτε στη μονή των Αγίων Αναργύρων, ένα παλιό αθηναϊκό μοναστήρι, με στοιχεία για την ιστορία της Αθήνας και της γύρω περιοχής. Ο Φαλμεράγιερ ενδιαφέρεται να τα δει και την 1η Δεκεμβρίου ο Πιττάκης του τα παρουσιάζει. Δεν ξέρουμε πόσα και ποια χειρόγραφα έδειξε ο Πιττάκης στον Φαλμεράγιερ. Αναμφίβολα όμως μια σελίδα από αυτά, συγκλονίζει τον γερμανό ιστορικό. Το περιεχόμενό της αξίζει όσο ένας θησαυρός. Ζητάει την άδεια από τον «πολυμαθή Αθηναίο» να αντιγράψει όσα έχει διαβάσει και αφού την παίρνει, μεταφέρει στα χαρτιά του, τα λόγια του άγνωστου συγγραφέα (πιθανόν ενός μορφωμένου μοναχού), όπως αποτυπώνονται στο χειρόγραφο φύλλο Β, σελ. 9-11:
«Κατ’ αυτήν την ιδίαν εκατονταετηρίδα η ελλάς εκατήντησεν ο τόπος των καταδρομών, η Αττική εκατήντησεν έρημος διά τετρακοσίους σχεδόν χρόνους, οι Αθηναίοι μετέφερον τας φαμιλίας των εις την Σαλαμίνα. εκεί ωκοδόμησαν τους οίκους των οι περισσότεροι και εκκλησίας εις το χωρίον Αμβηλάκια καλούμενον, τας οποίας άχρι τούδε καλούν οι εγχώριοι των Αθηναίων. Από τους κατοίκους της Αττικής ολίγοι είχον μείνει εις την Ακρόπολιν και άλλοι τινές εις μερικούς πύργους της πόλεως, καθέ στιγμήν ήρχοντο κλέφται, τους οποίους οι κάτοικοι εκάλουν Φούστας, εκτυπούντο με τους ολίγους εγκατοίκους, άρπαζον όσα και αν εδύναντο, και έφυγον εις τα όρη. Αι οικίαι αι περισσότεραι έπεσον, οι δρόμοι εγέμισαν από δένδρα, και η πόλις κατήντησεν όλη ένα δάσος ελεεινόν, οι λησταί έβαζον φωτιάν εις τα δένδρα, και αυτά καιόμενα κατέκαιον και τας αρχαιότητας, τότε έλαβεν την μαύρην μορφήν το γυμνάσιον του Πτολεμαίου, του οποίου μέρος και εκρήμνισαν, τότε εμαύρισε από τους καπνούς ο Ναός του πανελληνίου Διός και τόσα άλλα εκρημνήσθησαν. Οι Αθηναίοι μην υποφέροντες την υστέρησιν της πατρίδος των απεφάσισαν και έστειλαν εις Κωνσταντινούπολιν ζητούντες ασφάλειαν να επανακάμψουν εις την πατρίδα τους και να κατοικούν ασφαλώς, και επιτυχόντες τούτο επανήλθον και συναχθέντες άρχισαν να καθαρίζουν την πόλιν, και να οικοδομούν τους οίκους των. Τότε πρώτος και ο ιερεύς Δημήτριος Κολοκύνης Αθηναίος πορευθείς εις την Κωνσταντινούπολιν προς τον πατριάρχην Ιωαννίκιον έλαβεν πατριαρχικήν άδειαν να κατεσκευάση εις τας Αθήνας Μοναστήριον των αγίων Αναργύρων. το οποίον επροίκισε με πολλά κτήματα ως εκ του πατριαρχικού γράμματος φανερούται».
«Το μοναστήριον τούτο κατασκεύασεν κοινόβιον, εις ο διέτριψαν άνδρες σοφοί, ότε φιλόσοφος Σαμουήλ, και ο τα του Πλάτωνος υπομνηματίσας Μεθόδιος. τούτων εις λέγω ο ημέτερος προηγούμενος Νικηφόρος ...».
Ο Fallmerayer επιστρέφει στη Γερμανία και δομεί την ακαδημαϊκή πραγματεία του «περί της καταγωγής των σημερινών Ελλήνων», πάνω στη βάση αυτού του αποσπάσματος. Την παρουσιάζει σε ανοικτή συνεδρίαση της Βαυαρικής Ακαδημίας Επιστημών και την τυπώνει το 1835. Τον ίδιο χρόνο θα γίνει τακτικό μέλος της Ακαδημίας. Ωστόσο, προσπαθώντας να ερμηνεύσει κάποια σημεία του χωρίου για την ερήμωση της Αττικής, προβαίνει στα εξής ολισθήματα: Αλλάζει αυθαίρετα το «αυτήν την ίδια εκατονταετηρίδα» της αρχής, με το «Jm Jahrhundert des Justinianus» (στον αιώνα του Ιουστινιανού). Τους κλέφτες που οι κάτοικοι τους ονόμαζαν «Φούστας», υποθέτει που έρχονται από κάποια «Vroustae, μια σλαβική επαρχία του Μοριά». Μη βρίσκοντας πατριάρχη με το όνομα του Ιωαννίκιου τον δέκατο αιώνα, εντοπίζοντας ένα κενό τεσσάρων ετών στη διαδοχή (στην πραγματικότητα το διάστημα 931-933, μεταξύ Τρύφωνος και Θεοφύλακτου), πιθανολογεί την τότε άνοδό του στον πατριαρχικό θρόνο ή ακόμα και τη λανθασμένη ονομασία του Πατριάρχη. Τέλος το μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων το θέλει να ιδρύεται τον δέκατο αιώνα, χωρίς να υπάρχει τέτοια πληροφορία στο χειρόγραφο ή σε άλλη πηγή. Ο Φαλμεράγιερ, χρησιμοποίησε επίσης στην πραγματεία του και προσπάθησε να συνδυάσει στοιχεία από άλλα χειρόγραφα, που του έδειξε ο Πιττάκης, χειρόγραφα όμως που ήταν διαφορετικής προέλευσης από το φύλλο για την ερήμωση της Αττικής. Αυτή την ερήμωση της Αττικής για σχεδόν τέσσερις αιώνες, με εξαίρεση το κάστρο της Αθήνας (Ακρόπολη), την τοποθετεί αυθαίρετα μεταξύ 6ου κα 10ου αιώνα, χωρίς αυτό να θεμελιώνεται στο υλικό που διαθέτει. Έχοντας εκδώσει το δεύτερο τόμο της «ιστορίας της χερσονήσου του Μοριά» (1836) θα ξαναβρεθεί στην Αθήνα, πάλι για ένα δίμηνο, την άνοιξη του 1842, κατά τη διάρκεια μια δεύτερης περιοδείας του στην Ανατολή, σαν ανταποκριτής της εφημερίδας Augsburger Allgemeine Zeitung. Η πρωτεύουσα έχει γίνει τώρα μια μικρή πόλη με περισσότερα από 4.500 σπίτια και ένα πληθυσμό, φερμένο από διάφορα μέρη, που ξεπερνά τις είκοσι χιλιάδες.
Τα χρόνια που πέρασαν ήταν περίοδος δημιουργίας της νέας κρατικής ιδεολογίας, της εθνικής συγκρότησης, της θεμελίωσης του ελληνικού εθνικού μύθου, πάνω στο εισαγμένο ευρωπαϊκό ρομαντικό μοντέλο που ήθελε τους Ρωμιούς να κατάγονται από τους αρχαίους Έλληνες. Ο έλληνας εθνικιστής, όπως κάθε νεοφώτιστος είναι φανατικός. Και η Αθήνα είναι τώρα γεμάτη από φανατικούς, αγράμματους ή ημιμαθείς, που μαθαίνουν από τα εθνικά κέντρα, ότι αυτός ο «ανθέλληνας» Φαλμεράγιερ τολμάει να αμφισβητεί την καταγωγή τους από τους σοφούς της αρχαιότητας. Ο Διονύσιος Σουρμελής είναι συμβολαιογράφος στην Αθήνα και συγγραφέας τριών βιβλίων για την ιστορία της πόλης. Στο τρίτο έργο του, τη «συνοπτική κατάσταση», που τυπώνεται τον Φεβρουάριο του 1842, είναι ο πρώτος που ανακαλύπτει τον ξένο εχθρό, τον «κύριον Φαλλμεράυερ» (που αμφισβητεί απροκάλυπτα το βαυαρικής επιλογής ελληνικό εθνικό αφήγημα της ιστορικής συνέχειας) και του ασκεί δευτερεύουσας σημασίας κριτική, σε τρεις υποσημειώσεις. Επανέρχεται όμως την ίδια χρονιά - και ενώ ο Φαλμεράγιερ βρίσκεται στην Αθήνα - με μια δεύτερη συμπληρωμένη επανέκδοση του προαναφερόμενου βιβλίου, γράφοντας περί «πλαστών χειρογράφων πωληθέντων εις αυτόν (τον κύριον Φαλλμεράυερ), καθ' όν τρόπον πωλούνται τα κίβδηλα και επίπλαστα διαμαντικά εις τους απειροκάλους και ευήθεις των ανθρώπων». Κοντολογίς ο Σουρμελής χαρακτηρίζει τον Πιττάκη απατεώνα, τον Φαλμεράγιερ κορόιδο και τα χειρόγραφα πλαστά. Τι άραγε έχει συμβεί. Προφανώς ο Πιττάκης που φιλοδοξεί να αναγνωριστεί σαν κορυφαίος αρχαιολόγος του Έθνους, έχει δεχτεί επίθεση από τη διανόηση της εθνικής κοινότητας, για την κουταμάρα που έκανε το 1833, δείχνοντας στον «ανθέλληνα» τα χειρόγραφα. Και πάνω από όλα εκείνο το φύλλο που περιγράφει την ερήμωση της Αττικής. Ο Πιττάκης προσπαθώντας να τα μαζέψει και να αποκατασταθεί εθνικά, προβαίνει στη μεγάλη απάτη. Διαδίδει πως το φύλλο που έδειξε στο γερμανό, έγραφε πως η Αττική έμεινε έρημος «δια τρεις σχεδόν χρόνους» και όχι «τετρακοσίους» που έγραψε εκείνος. O Φαλμεράγιερ γίνεται έξαλλος όταν μαθαίνει τον πόλεμο λάσπης που έχει εξαπολυθεί εναντίον του και ζητά από τον Πιττάκη να φανερώσει το χειρόγραφο για να φανεί η αλήθεια. Ο τελευταίος όμως αρνείται. Ο Γερμανός Ludwig Ross, έφορος αρχαιοτήτων στην Αθήνα και πρώτος καθηγητής αρχαιολογίας στο Πανεπιστημίου Αθηνών, θα υποστηρίξει (αργότερα και παρότι βρισκόταν σε διαμάχη με τον Φαλμεράγιερ) πως είχε δει και εκείνος το χειρόγραφο φύλλο και έγραφε «τετρακοσίους». Θα περάσουν άλλα έντεκα χρόνια, για να πει δημόσια ο Πιττάκης την δική του εκδοχή για τα χειρόγραφα. Στο έντυπο «Εφημερίς Αρχαιολογική» που εκδίδει ο ίδιος και έχει αρχίσει να δημοσιεύει κάποια κείμενα εθνικής χρησιμότητας με τίτλο «ύλη ίνα χρησιμεύση προν απόδειξιν ότι οι νυν Έλληνές εισιν απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων», γράφει τον Ιούλιο του 1853 τα εξής:
Το 1822 έψαχνε στο υπόγειο ενός πύργου, που βρισκόταν δίπλα στο εκκλησάκι της μητρόπολης Αθηνών και όπου ο αρχιερέας Γρηγόριος είχε μεταφέρει τη βιβλιοθήκη της μονής Καισαριανής. Εκεί βρήκε διάφορα παλιά έντυπα και χειρόγραφα. Από τα χειρόγραφα διάλεξε μερικά που είχαν ιστορικό ενδιαφέρον. Ανάμεσά τους ήταν και τέσσερα φύλλα βενετσιάνικου χαρτιού (που είχαν πάνω τους την εικόνα του Αγίου Μάρκου) με «περικοπές» από την ιστορία της Αθήνας. Και δυο πατριαρχικά έγγραφα το ένα γραμμένο σε μεμβράνη και το άλλο σε «αρχαίο» χαρτί. Αργότερα αγόρασε ένα χειρόγραφο μεταγενέστερης γραφής (από τα προηγούμενα) για την «Ιστορία των Αθηνών».
Τα τέσσερα φύλλα με τις περικοπές, τα δύο πατριαρχικά γράμματα και το νεότερο χειρόγραφο με την ιστορία της Αθήνας, είναι αυτά που έδειξε στο Φαλμεράγιερ και του έδωσε «τρεις μόνον ώρας» για να αντιγράψει ό,τι τον ενδιέφερε. Στη συνέχεια ο Πιττάκης δημοσιεύει ένα απόσπασμα από τη νεότερη ιστορία της Αθήνας (αυτή που αγόρασε), το περιεχόμενο των τεσσάρων βενετσιάνικων φύλλων και το ένα πατριαρχικό γράμμα που σχετίζεται με το περιεχόμενο του δεύτερου φύλλου (και καθώς φαίνεται ο Φαλμεράγιερ δεν το είδε ποτέ). Το δεύτερο φύλλο είναι το σημαντικό χειρόγραφο που αναφέρεται στην ερήμωση της Αθήνας για τετρακόσια χρόνια. Συγκρίνοντας αυτά που δημοσίευσε ο Πιττάκης, σε σχέση με αυτά που δημοσίευσε ο Φαλμεράγιερ, παρατηρούμε πως ο Πιττάκης προσθέτει ένα τελευταίο κομμάτι με πληροφορίες για τη ζωή των μοναχών και μια ημερομηνία δυσανάγνωστη (χιλιοστώ ... σιοστώ), που υποθέτει πως μπορεί να είναι το έτος 1626. Το σημαντικό όμως είναι πως αλλάζει το «η ελλάς εκατήντησεν ο τόπος των καταδρομών, η Αττική εκατήντησεν έρημος διά τετρακοσίους σχεδόν χρόνους» του Φαλμεράγιερ με το «η Ελλάς κατήντησε τόπος των καταδρομών. η Αττική δ’ έρημος διά τρεις σχεδόν χρόνους». Και σχολιάζει σε υποσημείωση, λες και απευθύνεται σε ηλίθιους:
«Ο Κύριος Φαλλμεράυερ αντέγραψε κατά λάθος το “τρεις σχεδόν χρόνους εις τετρακοσίους σχεδόν χρόνους”, ίσως τούτο να είναι και τυπογραφικόν αμάρτημα».
Μα ο Φαλμεράγιερ ήταν σημαντικός γερμανός λόγιος, δεν ήταν πεταλωτής για να κάνει έξι λάθη αντιγραφής σε δεκαπέντε λέξεις: «ελλάς» αντί «Ελλάς», «εκατήντησεν» αντί «κατήντησε», «ο τόπος» αντί «τόπος», «καταδρομών,» αντί «καταδρομών.», «εκατήντησεν έρημος» αντί «δ’ έρημος» και βέβαια «τρεις» αντί «τετρακοσίους», μια λάθος «λεξούλα» που ακύρωνε όλο το βιβλίο του. Από τις δεκάδες διαφορές που εντόπισα σε όσα δημοσίευσαν οι δυο άντρες είναι φανερό πως ο Πιττάκης έγραψε ξανά το κείμενο, αλλάζοντας τα σημεία στίξης, αντικαθιστώντας μικρά γράμματα με κεφαλαία, γράφοντας τα «Αμβελάκια» ως «Αμπελάκια», το «Κολοκύνης» ως «Κολοκύνθης», το «οι δρόμοι εγέμισαν από δένδρα» σε απλώς «οι δρόμοι εγέμισαν», το «γυμνάσιον του Πτολεμαίου», σε δυσανάγνωστο «Γυμνάσιον του ...», το «τότε πρώτος» σε «τότε πρώτον» και άλλα παρόμοια. Ο Πιττάκης έδειξε λέει το χειρόγραφο που δημοσίευσε στην Αρχαιολογική Εφημερίδα σε αρκετούς ξένους και έλληνες λόγιους. Για να δούνε προφανώς πως έγραφε «τρεις» και όχι «τετρακοσίους» χρόνους και έτσι να βγει ο Φαλμεράγιερ απατεώνας. Ο κορυφαίος γερμανός ιστοριοδίφης Karl Hopf, που είδε το χειρόγραφο που δημοσίευσε στην εφημερίδα του ο Πιττάκης και ξέροντας τον γραφικό χαρακτήρα του, δήλωσε αργότερα κατηγορηματικά πως αυτά ήταν τα γράμματα του αθηναίου αρχαιολόγου, η γραφή ήταν «εκ της ιδίας χειρός του “ελλογίμου” αυτών κτήτορος».
Για μένα είναι ξεκάθαρο πως ο Πιττάκης προβαίνει σε αυτή την εθνική κίνηση, για να καλύψει την κουζουλάδα που έκανε στα νιάτα του, δείχνοντας αυτό το 400 (τετρακοσίους) στον Φαλμεράγιερ και προκαλώντας ζημιά στο εθνικό αφήγημα. Για όσους αμφιβάλουν, να επισημάνω πως η χάλκευση και η παραχάραξη θα γίνει τρόπος ζωής για την ιθαγενή διανόηση, προκειμένου να «μοιάσει» το έθνος στους αρχαίους. Κορυφαία παραδείγματα: η κρατική επιχείρηση για τον εξελληνισμό των ονομάτων των οικισμών και των τοπωνυμίων της χώρας και το εθνικό κίνημα για τον καθαρισμό της γλώσσας. Διαχρονικές προσπάθειες, στις οποίες στρατεύθηκαν γενιές δασκάλων, φιλολόγων και πανεπιστημιακών. Η άποψη που επικράτησε στον χώρο της ελληνικής εθνικής ιστοριογραφίας, για το τι τελικά έγινε τότε, είναι η συμφέρουσα εθνικά θέση, πως όπως δηλαδή και να έχει το πράγμα, το «τετρακοσίους χρόνους» είναι το λάθος και το «τρεις» είναι το σωστό. Η Αθήνα μπορεί να έμεινε έρημη τρεις χρόνους – και μάλιστα το διάστημα μετά την αναχώρηση του Μοροζίνι από την Αθήνα το 1688 – αλλά μέχρι εκεί. Αλλιώς κινδυνεύει η ιστορική μας συνέχεια.
http://www.lithoksou.net/p/i-erimosi-ti ... almeragier
