Ο εξελληνισμός των Τζάνων του Πόντου τον 6ο μχ αιώνα
Δημοσιεύτηκε: 29 Απρ 2020, 19:28
Όπως θα δείτε και παρακάτω, ο Προκόπιος εξηγεί πως οι Τζάνοι της εποχής του είναι οι Σάννοι του Στράβωνα, τους οποίους ο αρχαίος γεωγράφος ταυτίζει με τους Μάκρωνες της κλασικής περιόδου.
[Στράβων, Γεωγραφικά, 12.3.18]:
Τῆς δὲ Τραπεζοῦντος ὑπέρκεινται καὶ τῆς Φαρνακίας Τιβαρανοί τε καὶ Χαλδαῖοι καὶ Σάννοι͵ οὓς πρότερον ἐκάλουν Μάκρωνας͵ καὶ ἡ μικρὰ Ἀρμενία· καὶ οἱ Ἀππαῖται δέ πως πλησιάζουσι τοῖς χωρίοις τούτοις οἱ πρότερον Κερκῖται. διήκει δὲ διὰ τούτων ὅ τε Σκυδίσης ὄρος τραχύτατον συνάπτον τοῖς Μοσχικοῖς ὄρεσι τοῖς ὑπὲρ τῆς Κολχίδος͵ οὗ τὰ ἄκρα κατέχουσιν οἱ Ἑπτακωμῆται͵ καὶ ὁ Παρυάδρης ὁ μέχρι τῆς μικρᾶς Ἀρμενίας ἀπὸ τῶν κατὰ Σιδήνην καὶ Θεμίσκυραν τόπων διατείνων καὶ ποιῶν τὸ ἑωθινὸν τοῦ Πόντου πλευρόν. εἰσὶ δ᾽ ἅπαντες μὲν οἱ ὄρειοι τούτων ἄγριοι τελέως͵ ὑπερβέβληνται δὲ τοὺς ἄλλους οἱ Ἑπτακωμῆται· τινὲς δὲ καὶ ἐπὶ δένδρεσιν ἢ πυργίοις οἰκοῦσι͵ διὸ καὶ Μοσυνοίκους ἐκάλουν οἱ παλαιοί͵ τῶν πύργων μοσύνων λεγομένων. ζῶσι δ᾽ ἀπὸ θηρείων σαρκῶν καὶ τῶν ἀκροδρύων͵ ἐπιτίθενται δὲ καὶ τοῖς ὁδοιποροῦσι καταπηδήσαντες ἀπὸ τῶν ἰκρίων. οἱ δὲ Ἑπτακωμῆται τρεῖς Πομπηίου σπείρας κατέκοψαν διεξιούσας τὴν ὀρεινήν͵ κεράσαντες κρατῆρας ἐν ταῖς ὁδοῖς τοῦ μαινομένου μέλιτος͵ ὃ φέρουσιν οἱ ἀκρεμόνες τῶν δένδρων· πιοῦσι γὰρ καὶ παρακόψασιν ἐπιθέμενοι ῥαιδίως διεχειρίσαντο τοὺς ἀνθρώπους. ἐκαλοῦντο δὲ τούτων τινὲς τῶν βαρβάρων καὶ Βύζηρες.
O Στράβων, λοιπόν, παρουσιάζει τους ορεσίβιους λαούς της ενδοχώρας της Τραπεζούντας ως «εντελώς άγριους» (εἰσὶ δ᾽ ἅπαντες μὲν οἱ ὄρειοι τούτων ἄγριοι τελέως) και «βάρβαρους» (τούτων τινὲς τῶν βαρβάρων), οι οποίοι ασκούσαν ληστρικό βίο, στήνοντας ενέδρες στους οδοιπόρους (ἐπιτίθενται δὲ καὶ τοῖς ὁδοιποροῦσι καταπηδήσαντες ἀπὸ τῶν ἰκρίων).
Οι Μάκρωνες αναφέρονται από τον Ηρόδοτο (2.104) και, αναλυτικότερα, από τον Ξενοφώντα που ήταν ένας εκ των μυρίων που αναφώνησαν το «θάλαττα! θάλαττα!», όταν επιτέλους αντίκρισαν τον Εύξεινο Πόντο από το όρος Θήχη κοντά στα Σούρμενα του Πόντου. Αφού αναφώνησαν το «θάλαττα!, θάλαττα!», οι μύριοι στη συνέχεια χρειάστηκε να διαβούν μέσα από την χώρα των Μακρώνων για να φτάσουν στην Τραπεζούντα. Οι Μάκρωνες, ντυμένοι με «τρίχινους χιτώνες» και κρατώντας λόγχες, σταμάτησαν τους μύριους Έλληνες για να τους ρωτήσουν με τι σκοπό είχαν εισέλθει στην γη τους και, όταν οι δεύτεροι απάντησαν (χρησιμοποιώντας ως διερμηνέα έναν απελεύθερο Αθηναίο δούλο που τύχαινε να καταγόταν από εκείνα τα μέρη και συμμετείχε στην αποστολή των μυρίων ως πελταστής) πως ο σκοπός τους ήταν ειρηνικός (ήθελαν να φτάσουν στην Τραπεζούντα και από εκεί να σαλπάρουν για την Ελλάδα), ακολούθησε κάποια μορφή όρκου κατά την οποία Έλληνες και βάρβαροι αντάλλαξαν λόγχες.
[Στράβων, Γεωγραφικά, 12.3.18]:
Τῆς δὲ Τραπεζοῦντος ὑπέρκεινται καὶ τῆς Φαρνακίας Τιβαρανοί τε καὶ Χαλδαῖοι καὶ Σάννοι͵ οὓς πρότερον ἐκάλουν Μάκρωνας͵ καὶ ἡ μικρὰ Ἀρμενία· καὶ οἱ Ἀππαῖται δέ πως πλησιάζουσι τοῖς χωρίοις τούτοις οἱ πρότερον Κερκῖται. διήκει δὲ διὰ τούτων ὅ τε Σκυδίσης ὄρος τραχύτατον συνάπτον τοῖς Μοσχικοῖς ὄρεσι τοῖς ὑπὲρ τῆς Κολχίδος͵ οὗ τὰ ἄκρα κατέχουσιν οἱ Ἑπτακωμῆται͵ καὶ ὁ Παρυάδρης ὁ μέχρι τῆς μικρᾶς Ἀρμενίας ἀπὸ τῶν κατὰ Σιδήνην καὶ Θεμίσκυραν τόπων διατείνων καὶ ποιῶν τὸ ἑωθινὸν τοῦ Πόντου πλευρόν. εἰσὶ δ᾽ ἅπαντες μὲν οἱ ὄρειοι τούτων ἄγριοι τελέως͵ ὑπερβέβληνται δὲ τοὺς ἄλλους οἱ Ἑπτακωμῆται· τινὲς δὲ καὶ ἐπὶ δένδρεσιν ἢ πυργίοις οἰκοῦσι͵ διὸ καὶ Μοσυνοίκους ἐκάλουν οἱ παλαιοί͵ τῶν πύργων μοσύνων λεγομένων. ζῶσι δ᾽ ἀπὸ θηρείων σαρκῶν καὶ τῶν ἀκροδρύων͵ ἐπιτίθενται δὲ καὶ τοῖς ὁδοιποροῦσι καταπηδήσαντες ἀπὸ τῶν ἰκρίων. οἱ δὲ Ἑπτακωμῆται τρεῖς Πομπηίου σπείρας κατέκοψαν διεξιούσας τὴν ὀρεινήν͵ κεράσαντες κρατῆρας ἐν ταῖς ὁδοῖς τοῦ μαινομένου μέλιτος͵ ὃ φέρουσιν οἱ ἀκρεμόνες τῶν δένδρων· πιοῦσι γὰρ καὶ παρακόψασιν ἐπιθέμενοι ῥαιδίως διεχειρίσαντο τοὺς ἀνθρώπους. ἐκαλοῦντο δὲ τούτων τινὲς τῶν βαρβάρων καὶ Βύζηρες.
O Στράβων, λοιπόν, παρουσιάζει τους ορεσίβιους λαούς της ενδοχώρας της Τραπεζούντας ως «εντελώς άγριους» (εἰσὶ δ᾽ ἅπαντες μὲν οἱ ὄρειοι τούτων ἄγριοι τελέως) και «βάρβαρους» (τούτων τινὲς τῶν βαρβάρων), οι οποίοι ασκούσαν ληστρικό βίο, στήνοντας ενέδρες στους οδοιπόρους (ἐπιτίθενται δὲ καὶ τοῖς ὁδοιποροῦσι καταπηδήσαντες ἀπὸ τῶν ἰκρίων).
Οι Μάκρωνες αναφέρονται από τον Ηρόδοτο (2.104) και, αναλυτικότερα, από τον Ξενοφώντα που ήταν ένας εκ των μυρίων που αναφώνησαν το «θάλαττα! θάλαττα!», όταν επιτέλους αντίκρισαν τον Εύξεινο Πόντο από το όρος Θήχη κοντά στα Σούρμενα του Πόντου. Αφού αναφώνησαν το «θάλαττα!, θάλαττα!», οι μύριοι στη συνέχεια χρειάστηκε να διαβούν μέσα από την χώρα των Μακρώνων για να φτάσουν στην Τραπεζούντα. Οι Μάκρωνες, ντυμένοι με «τρίχινους χιτώνες» και κρατώντας λόγχες, σταμάτησαν τους μύριους Έλληνες για να τους ρωτήσουν με τι σκοπό είχαν εισέλθει στην γη τους και, όταν οι δεύτεροι απάντησαν (χρησιμοποιώντας ως διερμηνέα έναν απελεύθερο Αθηναίο δούλο που τύχαινε να καταγόταν από εκείνα τα μέρη και συμμετείχε στην αποστολή των μυρίων ως πελταστής) πως ο σκοπός τους ήταν ειρηνικός (ήθελαν να φτάσουν στην Τραπεζούντα και από εκεί να σαλπάρουν για την Ελλάδα), ακολούθησε κάποια μορφή όρκου κατά την οποία Έλληνες και βάρβαροι αντάλλαξαν λόγχες.