
Το 681 το Βυζάντιο υποχρεώθηκε να αναγνωρίσει την ύπαρξη Βουλγαρικού κράτους σε εδάφη της αυτοκρατορίας, υπό τον χαγάνο Ασπαρούχ. Η αναγνώριση του κράτους αυτού, που είχε δημιουργηθεί στο χώρο μεταξύ του Δούναβη και της οροσειράς του Αίμου με πρωτεύουσα την Πλίσκα συνεπαγόταν συμμαχικές δεσμεύσεις από την πλευρά των Βουλγάρων, οι οποίοι όμως δεν τις τήρησαν. Οι επανειλημμένες επιθέσεις των Βουλγάρων ηγεμόνων (κυρίως επί Κρούμμου) τον 8ο αιώνα παρενοχλούσαν τις βόρειες επαρχίες της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Στις αρχές του 9ου αιώνα τόσο στο Βυζάντιο όσο και στη Βουλγαρία η εξουσία περιήλθε σε δύο ικανότατους ηγεμόνες, τον Νικηφόρο Ά και τον Κρούμο. Η πρώτη επίθεση του Κρούμου χρονολογείται το 808 και περιλάμβανε αιφνιδιαστική επίθεση στην περιοχή του Στρυμόνα. Οι βούλγαροι σκότωσαν το στρατηγό του βυζαντινού θέματος και λεηλάτησαν το στρατόπεδο και την περιοχή. Οι στρατηγικοί στόχοι των Βούλγαρων ήταν η οργάνωση επιθέσεων σε βυζαντινά αστικά κέντρα της βαλκανικής. Προς την κατεύθυνση αυτή, την άνοιξη του 809 οι Βούλγαροι κατέλαβαν τη Σερδική (Σόφια). Η αντίδραση από την Κωνσταντινούπολη ήταν ανοργάνωτη και αποτυχημένη. Ο Νικηφόρος προσπάθησε να αποκρύψει την αποτυχία από το λαό διαδίδοντας την είδηση ότι «γιόρτασε το Πάσχα στην αυλή του Βούλγαρου ηγεμόνα».
Τον Ιούνιο του 811 όταν οι Βυζαντινοί έφτασαν στο οχυρό Μαρκέλλες, ο Κρούμος φαίνεται ότι, επειδή διαπίστωσε το μεγάλο όγκο του βυζαντινού στρατεύματος, ζήτησε ειρήνη. Από τον Θεοφάνη μαθαίνουμε ότι, όταν οι βυζαντινοί έφτασαν στο οχυρό Μαρκέλλες, ένα στρατηγικό σημείο και σταυροδρόμι οδών προς τα βόρεια, ο Κρούμος ζήτησε ειρήνη από τον αυτοκράτορα λέγοντας: «νίκησες, πάρε ό,τι σού αρέσει και φύγε ειρηνικά από τη χώρα».
Οι Βούλγαροι δεν περίμεναν την βυζαντινή εκστρατεία. Η ολιγωρία όμως του Νικηφόρου τους έδωσε τη δυνατότητα να οργανωθούν και να κλείσουν κάποιες διαβάσεις προς το εσωτερικό. Ο Νικηφόρος αγνόησε τις προτάσεις του Κρούμου και αποφάσισε να προσχωρήσει προς το εσωτερικό, περνώντας μέσα από δύσβατες περιοχές με κλεισούρες στα περάσματα του Αίμου που χώριζαν τη Θράκη από τη Βόρεια Βουλγαρία. Η αυτομόληση ενός συμβούλου του αυτοκράτορα, του Βυζάντιου, που έφυγε από το στρατόπεδο και πήγε στον Κρούμο παίρνοντας μαζί του χρυσάφι, θεωρήθηκε κακός οιωνός.
Ο βυζαντινός στρατός εύκολα κατέλαβε την Πλίσκα, την πρωτεύουσα του χαγανάτου με τους στρατιώτες να προχωρούν σε λεηλασίες και καταστροφές. Ο Κρούμος, μετά την απόρριψη της ειρήνης από το Νικηφόρο, κατέλαβε και έφραξε με ξύλινες οχυρώσεις όλες τις διόδους διαφυγής των Βυζαντινών, δηλαδή τις στενωπούς της Μοισίας. Οι βυζαντινοί εισήλθαν στην περιοχή ανυποψίαστοι. Όταν στις 24 Ιουλίου οι στρατηγοί συνειδητοποίησαν τι είχε συμβεί, ήταν αργά για να αντιδράσουν. Υπήρξαν σκέψεις για άμεση επίθεση, ο Νικηφόρος όμως αρνήθηκε καθώς δεν υπήρχε δυνατότητα διαφυγής «ακόμα κι αν μπορούσαν να πετάξουν». Τελικά μετά από μια καλά σχεδιασμένη επιχείρηση (25 Ιουλίου) οι Βούλγαροι τσάκισαν στην κυριολεξία τους εισβολείς. Εισήλθαν μάλιστα στη σκηνή του αυτοκράτορα και τον εξόντωσαν μαζί με τους επιτελείς του. Οι Βούλγαροι αποκόμισαν επίσης πολλά λάφυρα Ο Κρούμος κρέμασε σε έναν πάσαλο για αρκετές μέρες το κρανίο του Νικηφόρου και στη συνέχεια το περιέβαλε με άργυρο, κατασκευάζοντας ένα κύπελλο. Ο χρονογράφος Θεοφάνης, που είναι αρνητικός απέναντι στον Νικηφόρο, γράφει ότι για όσους έχασαν τη ζωή τους σε αυτήν την εκστρατεία, ο θάνατος του Νικηφόρου ήταν μια παρηγοριά.
