Η ζωή κάποτε σε εκδικείται
Δημοσιεύτηκε: 14 Μάιος 2018, 19:49
Όλα σ' αυτήν την ζωή πληρώνονται, λέει ο καθ' όλα -ή καθόλου, ανάλογα πως το πάρει κανείς- σοφός λαός μας.
Χθες λοιπόν, με το που πηγαίνω στην δουλειά, πέφτω σε μια πελάτισσα που δεν έχω ξαναδεί. Οκέι, ψωνίζει δεξιά-αριστερά, δεν φαινόταν τίποτα περίεργο. Σε κάποια φάση λέει:
«ξέρεις, εγώ είμαι ποιήτρια». Ωχ! Σκέφτομαι. Κάνε θεέ μου να ντρέπεται!
«Θέλεις να σου πω ένα ποίημα;». Πες όχι! Πες όχι!
«Ναι, πες μου». Να! Μαλάκα!
Αρχίζει και λέει κάτι για θάλασσες και αγρούς και απαγγέλλει με στόμφο.
«Θάλασσα μήπως θέλεις ή ποτάμι;» συνεχίζει με στόμφο. Την κοιτάω εγώ, περιμένοντας με αγωνία τον επόμενο στίχο.
«Θέλεις θάλασσα ή ποτάμι; Τι να σου πω;» Εκεί καταλαβαίνω ότι είναι ερώτηση.
«Θάλασσα προτιμώ». Να δέσω μια πέτρα στο λαιμό μου, πρώτα όμως.
Κι αρχίζει αυτή και απαγγέλλει για την θάλασσα και να κάνει κάτι κινήσεις πέρα δώθε... σαν νεράιδα να το πω; Σαν νύμφη; Σαν μπαλαρίνα; Κι απαγγέλλει με στόμφο τρολαρίσματος. Τελειώνει τέλος πάντων το ποίημα και με ρωτάει αν θέλω έρωτα ή ποτάμι.
Μην τα πολυλογώ, απήγγειλε για τους μετανάστες, για τον έρωτα, για την θάλασσα και για το ποτάμι. Δεν γλύτωσα κανένα. Είπε ότι βγάζει και βιβλίο και αν θα το αγοράσουμε. Πάναΐα μου! Με ρωτούσε συνέχεια εν τω μεταξύ αν μου άρεσαν τα ποιήματά της, που ήταν κάτι μεταξύ «αρνάκι άσπρο και παχύ» και «μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά». Χαρακτηριστικός στίχος από αυτό με τον έρωτα: «άσπρη είναι η αγάπη μου, αγνή σαν περιστέρι. Σαν προβατάκι του αγρού».
Στο τέλος με φίλησε κιόλας. Υπάρχει και βίντεο-ντοκουμέντο, με τις αέρινες κινήσεις των χεριών της, αλλά επειδή είναι CCTV δεν έχω το δικαίωμα να το προβάλλω σε δημόσια μέσα χωρίς την έγκριση της ποιήτριας.
Χθες λοιπόν, με το που πηγαίνω στην δουλειά, πέφτω σε μια πελάτισσα που δεν έχω ξαναδεί. Οκέι, ψωνίζει δεξιά-αριστερά, δεν φαινόταν τίποτα περίεργο. Σε κάποια φάση λέει:
«ξέρεις, εγώ είμαι ποιήτρια». Ωχ! Σκέφτομαι. Κάνε θεέ μου να ντρέπεται!
«Θέλεις να σου πω ένα ποίημα;». Πες όχι! Πες όχι!
«Ναι, πες μου». Να! Μαλάκα!
Αρχίζει και λέει κάτι για θάλασσες και αγρούς και απαγγέλλει με στόμφο.
«Θάλασσα μήπως θέλεις ή ποτάμι;» συνεχίζει με στόμφο. Την κοιτάω εγώ, περιμένοντας με αγωνία τον επόμενο στίχο.
«Θέλεις θάλασσα ή ποτάμι; Τι να σου πω;» Εκεί καταλαβαίνω ότι είναι ερώτηση.
«Θάλασσα προτιμώ». Να δέσω μια πέτρα στο λαιμό μου, πρώτα όμως.
Κι αρχίζει αυτή και απαγγέλλει για την θάλασσα και να κάνει κάτι κινήσεις πέρα δώθε... σαν νεράιδα να το πω; Σαν νύμφη; Σαν μπαλαρίνα; Κι απαγγέλλει με στόμφο τρολαρίσματος. Τελειώνει τέλος πάντων το ποίημα και με ρωτάει αν θέλω έρωτα ή ποτάμι.
Μην τα πολυλογώ, απήγγειλε για τους μετανάστες, για τον έρωτα, για την θάλασσα και για το ποτάμι. Δεν γλύτωσα κανένα. Είπε ότι βγάζει και βιβλίο και αν θα το αγοράσουμε. Πάναΐα μου! Με ρωτούσε συνέχεια εν τω μεταξύ αν μου άρεσαν τα ποιήματά της, που ήταν κάτι μεταξύ «αρνάκι άσπρο και παχύ» και «μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά». Χαρακτηριστικός στίχος από αυτό με τον έρωτα: «άσπρη είναι η αγάπη μου, αγνή σαν περιστέρι. Σαν προβατάκι του αγρού».
Στο τέλος με φίλησε κιόλας. Υπάρχει και βίντεο-ντοκουμέντο, με τις αέρινες κινήσεις των χεριών της, αλλά επειδή είναι CCTV δεν έχω το δικαίωμα να το προβάλλω σε δημόσια μέσα χωρίς την έγκριση της ποιήτριας.