Ο Νεκρός Τάφος
Δημοσιεύτηκε: 09 Μάιος 2019, 03:57
Πριν 2-3 χρόνια, γύριζα αργά το βράδυ από μια συναυλία. Δεν ξέρω γιατί δεν πήρα ταξί. Ήθελα να περπατήσω. Δεν είχε ο δρόμος αυτοκίνητα. Υπέθεσα ότι θα είχαν φύγει όλοι για τις γιορτές. Έκανε λίγο κρύο κι εγώ δεν φορούσα μπουφάν.
Έβγαλα από την τσέπη μου έναν αναπτήρα και τον άναψα. Πέρασα από πάνω το χέρι μου και το άφησα μερικά δευτερόλεπτα. Αύριο θα είχε φουσκάλες.
Δεν σταμάτησα ούτε όταν εκείνη η σκιά πίσω μου μεγάλωσε.
Έσκυψα μπροστά και μου έπεσε ο αναπτήρας. Τον ψαχούλεψα στο πάτωμα. Θα μου έπεσε σε κάποια ρωγμή του πεζοδρομίου ή κύλησε στην βάση κάποιου παρτεριού. Δεν κατάλαβα ακριβώς.
Μου επιτέθηκε. Ένιωσα έναν οξύ πόνο στο χέρι και ούρλιαξα. Ούρλιαξα; Δεν θυμάμαι, αλήθεια. Μετά η σκιά χάθηκε.
Την ακολούθησα. Χάθηκε ανάμεσα στα κυπαρίσσια, εκεί που δεν έχει φώτα. Την άκουσα να κρύβεται. Την κυνήγησα.
Δεν σταμάτησα να τρέχω ούτε όταν σκόνταψα σε εκείνον τον σταυρό. Είχε σπάσει από κάπου.
Γονάτισα. Έβγαλα το όπλο και σημάδεψα. Απέτυχα. Δοκίμασα ξανά. Θα έπαιρνα όρκο ότι τον χτύπησα. Ήταν σίγουρα νεκρός.
Η σκιά με πλησίαζε. Αυτήν την φορά ένιωσα την απειλή. Τρόμαξα. Σίγουρα ούρλιαξα αλλά δεν θα με άκουγε κανείς. Ήμουν βαθιά τώρα μέσα στα συμμαχικά.
Έσταξε αίμα στο παπούτσι μου. Το καθάρισα με το δάχτυλο και το γεύτηκα. Είχα ξεχάσει την γεύση του.
Πυροβόλησα ξανά. Δεν σταμάτησε να έρχεται καταπάνω μου. Έκανα τον σταυρό μου.
Έφτασα στην άκρη του τοίχου. Με πλησίαζε. Με την πλάτη στον τοίχο, άφησα το σώμα μου να πέσει αργά, κλαίγοντας. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα, πια. Κοίταξα το σπασμένο τακούνι. Είχε τσακιστεί σε ένα μνήμα. Η πρώτη χαζή μου σκέψη ήταν πόσο κόστισε. Τι βλακεία. Δεν θα τα ξαναφορούσα. Ήταν από πάνω μου τώρα. Στα καμμένα χέρια του διέκρινα κόκκινες γραμμές. Τον είχα ακούσει να ουρλιάζει καθώς έτρεχα. Τώρα το αίμα του φώτιζε δεκάδες μνήματα.
Την έφτασα. Καθόταν στην άκρη του τοίχου και έκλαιγε. Έγλειψα τα δάχτυλά μου. Ήταν πλέον μόνη της.
Έβγαλα από την τσέπη μου έναν αναπτήρα και τον άναψα. Πέρασα από πάνω το χέρι μου και το άφησα μερικά δευτερόλεπτα. Αύριο θα είχε φουσκάλες.
Δεν σταμάτησα ούτε όταν εκείνη η σκιά πίσω μου μεγάλωσε.
Έσκυψα μπροστά και μου έπεσε ο αναπτήρας. Τον ψαχούλεψα στο πάτωμα. Θα μου έπεσε σε κάποια ρωγμή του πεζοδρομίου ή κύλησε στην βάση κάποιου παρτεριού. Δεν κατάλαβα ακριβώς.
Μου επιτέθηκε. Ένιωσα έναν οξύ πόνο στο χέρι και ούρλιαξα. Ούρλιαξα; Δεν θυμάμαι, αλήθεια. Μετά η σκιά χάθηκε.
Την ακολούθησα. Χάθηκε ανάμεσα στα κυπαρίσσια, εκεί που δεν έχει φώτα. Την άκουσα να κρύβεται. Την κυνήγησα.
Δεν σταμάτησα να τρέχω ούτε όταν σκόνταψα σε εκείνον τον σταυρό. Είχε σπάσει από κάπου.
Γονάτισα. Έβγαλα το όπλο και σημάδεψα. Απέτυχα. Δοκίμασα ξανά. Θα έπαιρνα όρκο ότι τον χτύπησα. Ήταν σίγουρα νεκρός.
Η σκιά με πλησίαζε. Αυτήν την φορά ένιωσα την απειλή. Τρόμαξα. Σίγουρα ούρλιαξα αλλά δεν θα με άκουγε κανείς. Ήμουν βαθιά τώρα μέσα στα συμμαχικά.
Έσταξε αίμα στο παπούτσι μου. Το καθάρισα με το δάχτυλο και το γεύτηκα. Είχα ξεχάσει την γεύση του.
Πυροβόλησα ξανά. Δεν σταμάτησε να έρχεται καταπάνω μου. Έκανα τον σταυρό μου.
Έφτασα στην άκρη του τοίχου. Με πλησίαζε. Με την πλάτη στον τοίχο, άφησα το σώμα μου να πέσει αργά, κλαίγοντας. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα, πια. Κοίταξα το σπασμένο τακούνι. Είχε τσακιστεί σε ένα μνήμα. Η πρώτη χαζή μου σκέψη ήταν πόσο κόστισε. Τι βλακεία. Δεν θα τα ξαναφορούσα. Ήταν από πάνω μου τώρα. Στα καμμένα χέρια του διέκρινα κόκκινες γραμμές. Τον είχα ακούσει να ουρλιάζει καθώς έτρεχα. Τώρα το αίμα του φώτιζε δεκάδες μνήματα.
Την έφτασα. Καθόταν στην άκρη του τοίχου και έκλαιγε. Έγλειψα τα δάχτυλά μου. Ήταν πλέον μόνη της.
