Νταρνάκας έγραψε: 28 Ιαν 2019, 01:27
Αυτή η ταύτιση των εθνικών ονομάτων "Ρωμαίος" και "Έλληνας" ήταν κοινός τόπος στους περισσότερους Έλληνες λόγιους του 17ου και 18ου αιώνα. Από επιστολή του Χιώτη ευγενή Κωνσταντίνου Ροδοκανάκι προς τον Κάρολο B της Αγγλίας (του οποίου υπήρξε προσωπικός γιατρός για ένα διάστημα) το 1660, επ' ευκαιρία της παλινόρθωσής του στον θρόνο.
"Πεφύκασιν γαρ οι Έλληνες εύχεσθαι παν αγαθόν τοις των Άγγλων μάλιστα βασιλεύσι, μεμνημένοι του Μεγάλου Κωνσταντίνου, Βριταννού όντος (εδώ αναφέρεται σε μία αγγλική παράδοση που ήθελε τη μητέρα του Κωνσταντίνου Βρετανίδα την οποία είχε γνωρίσει ο πατέρας του όταν υπηρετούσε στη Βρετανία) και των Ελλήνων θεοσεβώς και πατρικώς βασιλεύσαντος. Oυ μην αλλά και παρ' εκείνου Ρωμαίοι μέχρι του νυν τη επιχωριαζούση ημών γλώττη ονομαζόμεθα, διά τιμήν αμέλει μεγίστην άγοντες το παρ' εκείνου τοιούτο επιτεθέν ημίν όνομα".
Και σε λαϊκά στιχουργήματα σύνδεση με την αρχαιότητα. Γράφει ο Ματθαίος Ιωαννίτης στον θρήνο του για την κατάκτηση του Μοριά από τους Τούρκους το 1715 ( Β΄Τουρκοκρατία ) :
Ρωμιόπουλα έβαλαν βουλή εκείνη την ημέρα
στο μετερίζι των Τουρκών να πάρουν την παντιέρα
και παρευθύς εσάλπαραν έξω με τα σκεπέτα
κι ο Σάλας έριξε κοντά κανόνια με σακέτα,
ελάβωσε πολλά απ’ αυτά και σκότωσε στον τόπο
και την αιτία του κακού την έριξε στον κάπο .
(...)
Κλάψε Μωρέα θρήνησον , νύκτα καί την ημέρα,
Το πώς επαραδώθηκες σ’ Αγαρηνού τά χέρια.
Πού είσαι Μωριά υπέρπλουτε , καί πύργε στολισμένε ,
Σ’ Αγαρηνούς καί Χριστιανούς πάντα σου ζηλεμένε ;
(…)
Εις των
Ελλήνων τόν καιρόν ως γράφει η ‘στορία,
Πολλοί πολέμοι εγίνηκαν , απάνω στον Μωρία.
Στό παλαιόν ευρίσκονταν στρατιώταις ανδρειωμένοι,
Από τήν Σπάρταν εύγαιναν άξιοι και παινεμένοι.
Από τήν Σπάρταν εύγηκαν τριακόσια παλικάρια,
Στήν Κόρθον μέσ’ τους
Έλληνες εμπήκαν σαν λεοντάρια.
Όλοι εκεί χαθήκασι παράνας εγλυτώσε,
Τόν είδεν η μητέρα του και αυτόν τόν εσκοτώσε.
Όποιος διά την πατρίδα του , καί την ζωήν του χάνει,
Πρέπει του ωσάν άγιος ολόχρυσο στεφάνι.
Ευρέτε μου την σήμερον κανείν με τόσην γνώσι,
Κανείς διά τήν πατρίδα του , παιδί του να σκοτώση ;
Όλοι έλαβαν θάνατον , να γλύσουν τήν πατρίδα,
Κι ‘εσύ οπίσω γύρισες, καί μοναχόν σε είδα ;
Αυτό σού πρέπει το λοιπόν , καλιάχω νά ποθάνης ,
Γιατί αν δέν είσουν άξιος, δεν έπρεπε να πάνης.
Νά ήτον καί τήν σήμερον εκείνη η προθυμία,
Τώρα Τούρκος δέν έμπαινε να ορίση τόν Μωρία.
Αυτ’ ήτον όλοι στ’ άρματα , πάντα ανδρειωμένοι ,
Και πάντα τους στόν πόλεμον ήτανε μαθημένοι.
Ο Αχιλλεύς από τα Φάρσαλα, Μενέλαος οκτό Άργος,
Αυτ’ ήτανε ο χαλασμός της ξακουστής Τρωάδος.
Αυτοί οι δύο στάθηκαν , τ’ ανήμερα θηρία,
Ο Μενέλαος ήτον γεννητός στό Άργος τού Μωρία.
Μωρέα πού είναι η δόξα σου, καί πού είναι η τιμή σου ;
και
τώρα παραδόθηκες στα χέρια του εχθρού σου ;
(…)