!!! DEVELOPMENT MODE !!!
Short Horror Stories - Phorum Edition
Re: Short Horror Stories - Phorum Edition
Μέρος 1ο
Τα νέα δεν ήταν καθόλου καλά … ο Όθωνας, όσο και αν δεν μπορούσε ακόμα να το πιστέψει, ήταν αναγκασμένος να αντιμετωπίσει τη σκληρή πραγματικότητα. Από τη στιγμή που μαθεύτηκε το αιφνιδιαστικό χτύπημα με κάθε είδους ντρόουν και πυραύλους εναντίον του ναυτικού μας αλλά και όλων των βασικών υποδομών της χώρας όλα έτρεξαν με ιλιγγιώδης ρυθμούς…ήδη οι πρώτοι απελπισμένοι με μαδέρια είχαν αρχίσει το πλιάτσικο στα γύρω καταστήματα και τα φαρμακεία ήταν μέσα στις άμεσες προτεραιότητές τους.
Μάζεψε σε μια τσάντα όσα φάρμακα θεώρησε μεγαλύτερης σημασίας και την κοπάνησε από την πίσω πόρτα για να φτάσει όσο πιο γρήγορα σπίτι. Τα ΑΤΜ είχαν ήδη κλειδώσει λίγα λεπτά μετά το διάγγελμα του Ερντογκάν με την επίσημη κήρυξη πολέμου και στη σκέψη του προσπαθούσε απεγνωσμένα να θυμηθεί πόσα μετρητά έχει αφήσει σπίτι εκτός από αυτά του ταμείου. Πριν βγει απ την πόρτα έκανε ένα τελευταίο τσεκ μήπως δούλευε η χρυσή πιστωτική. Και πάλι το pos έβγαλε γενικό σφάλμα.
Με το που μπήκε στο πολυτελές του αυτοκίνητο και έκλεισε την πόρτα ένιωσε μια μεγαλύτερη ασφάλεια. Ξανατηλεφώνησε σπίτι να σιγουρευτεί ότι είναι όλοι καλά και ετοιμάζονται και έβγαλε έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Τη στιγμή που άφηνε το συμπλέκτη είδε την πρώτη σκουρόχρωμη συμμορία με μαύρα τουρμπάνια να στρίβει από τη γωνία. Δυστυχώς τα μάτια του δεν τον γελούσαν…όντως μερικοί κρατούσαν όπλα. Και ένας από αυτούς έδειξε να προσέχει το αστραφτερό SUV που ξεκινούσε…το βλέμμα όμως των υπολοίπων είχε φερμάρει ήδη την τράπεζα…πάει και η θυρίδα.
Μέρος 2ο
Έφτασε σπίτι και με την αδρεναλίνη ακόμα ψηλά φόρτωσαν ότι είχε σημασία στα αυτοκίνητα και βγήκαν χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα στην εθνική. Εκεί ηρέμησε πλέον κάπως και άρχισε να σκέφτεται τι υπάρχει από καβάτζα στο χωριό για να φάνε και αν έχει μείνει καθόλου πετρέλαιο. Θυμήθηκε πως έτυχε χθες και γέμισε τ αμάξια φουλ, όπως πάντα απ το βενζινάδικο του κολλητού και πως στο καπάκι όπως γύρναγε στο σπίτι άκουγε ηδονισμένος στο ράδιο τις εξελίξεις από τη συνάντηση του θεόσταλτου με τον Ερντογκαν… τους ύμνους στα σχόλια του πορτοσάλτε για το πόσο εξαιρετικά προχωρούσαν οι διαπραγματεύσεις για το μοίρασμα και το limit up διψήφιο που έγραψε η σοφοκλέους. “Οι μετοχές» αναφώνησε χτυπώντας το μέτωπό του. Άνοιξε την εφαρμογή στο κινητό. Οι συναλλαγές διακόπηκαν μόλις ο γενικός χτύπησε μείον διψήφιο. «Πάλι καλά» σκέφτηκε. Όταν ξανανοίξει βλέπουμε.
Το σήμα του νέου έκτακτου του σκάι τον έκανε να δυναμώσει…ένας τρομαγμένος δημοσιογράφος ενημέρωνε ότι πρωθυπουργός και ΚΥΣΕΑ είχαν ήδη επιβιβαστεί στο πρωθυπουργικό αεροσκάφος με προορισμό το Παρίσι απ όπου και θα διαχειρίζονταν εξ αποστάσεως την άμυνα της χώρας. Σε ζωντανή σύνδεση από το αεροδρόμιο ο σπύρος υπερασπιζόταν με όλη του την ψυχή τη σημασία του να είναι οι κεφαλές της χώρας σε ασφαλές σημείο. Τα χτυπήματα των τουρκικών ντρόουν συνεχίζονταν σε όλη την επικράτεια και στον Έβρο τα άρματά μας είχαν σχεδόν μείνει τα μισά με το που άρχισαν να κινούνται από σμήνη τουρκικών καμικάζι. Η ανάγκη για διαβουλεύσεις με τους συμμάχους και ο συντονισμός της αντίδρασης των μεγάλων δυνάμεων δια ζώσης ήταν η απόλυτη προτεραιότητα.
Ο σπύρος έκλεισε την καθησυχαστική παρουσία του διαβεβαιώνοντας ότι οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας είχαν τον πλήρη έλεγχο της κατάστασης. Απαίτησε από όλους να πράξουν το πατριωτικό τους καθήκον και έκλεισε με ένα τσιριχτό ΖΗΤΩ ΤΟ ΕΘΝΟΣ. Αμέσως μετά επιβιβάστηκε οικογενειακώς στο δεύτερο αεροσκάφος που έφευγε με άλλες πολιτικές οικογένειες όλων των κομμάτων. Ο Όθωνας ένιωσε μια αυθόρμητη βρισιά να αποκτά δική της βούληση αλλά κρατήθηκε να μην αμαρτήσει προς τον θεόσταλτο. Δεν το έκανε ποτέ ως τώρα και ούτε θα το έκανε. Καπάκι σκέφτηκε τον georgebi να χειροκροτεί κι όλας από κάπου τον σπύρο και κόντεψε να γελάσει. Η υποψία γέλιου όμως κόπηκε σχεδόν αμέσως.
Λίγο πριν ξεκινήσει η ζωντανή σύνδεση με το ευρωκοινοβούλιο όπου ο Αυτιάς θα έβγαζε πύρινο λόγο ενώπιον των ευρωπαϊκών αρχών σαν προσωρινός εκπρόσωπος της χώρας, έσκασε η live σύνδεση από το κέντρο της Αθήνας με τα πρώτα λεηλατημένα ΣΜ και φαρμακεία να καίγονται από μάζες απεγνωσμένων πολιτών …ένα λεπτό μετά διακόπηκε και αυτό από το άλλο live με τις πρώτες ένοπλες συγκρούσεις ισλαμικών ομάδων με αστυνομικούς σε διάφορα μέρη της πρωτεύουσας και αναφορές για νεκρούς. Η καρδιά του σφίχτηκε. «Πως έγιν αυτό γαμώ την πουτάνα μου μέσα σε 24 ώρες»
Μέρος 3ο
Αν ήταν άλλος στη θέση του μπορεί να είχε λυγίσει. Ο Όθωνας όμως ποτέ δεν ήταν έτσι, οι δυσκολίες ποτέ δεν τον γονάτισαν. Ξαναέκανε έναν απολογισμό του εαυτού του. Λεφτά γιοκ, αμάξια γιοκ, μετοχές γιοκ, νοίκια γιοκ, σπίτια γιοκ, θυρίδα γιοκ, κονέ γιοκ…ένιωσε για μια στιγμή σαν ένα μεγάλο κομμάτι του να παύει να υπάρχει. Μία τελευταία προέκταση όμως είχε μείνει σταθερή. Το ρολόι. «Ευτυχώς, έχουμε και κάτι να τραμπάρουμε για τροφή και κανά κουμπούρι»... σκέφτηκε με κάποια μικρή ανακούφιση.
«Δε μασάμε ρε, προχωράμε», είπε σχεδόν χαμογελαστά στην υπόλοιπη οικογένεια κοιτώντας τον καθρέφτη. Χτύπησε με τρυφερότητα το πόδι της ηρωίδας που είχε δίπλα του όλα αυτά τα χρόνια για να της δώσει δύναμη. Και πράγματι έτσι ένιωθε, θα τα κατάφερναν ότι και να έσκαγε. Στα μάτια τους όμως δεν είδε την ίδια σιγουριά που έφερναν ως τότε τα λόγια του.
Πλησίαζαν στο χωριό, τ αμάξια πλέον με λαμπάκι. Το φεγγάρι είχε αρχίσει ν ανατέλλει, μεγάλο ακόμα. Το βλέμμα του Όθωνα ταξίδεψε για μια στιγμή στον ουρανό…ήξερε καλά πλέον ότι κάτι σημαντικό, κάπου βαθιά μέσα, είχε σπάσει…
Βόηθα Χριστέ μου να την παλέψουμε, σκέφτηκε και έσβησε τη μηχανή αποχαιρετώντας άλλο ένα σημαντικό κομμάτι του μέχρι τότε εαυτού του. Τι είχε απομείνει άραγε…
Δεν άργησε να ρθει η αυγή. Στα άυπνα μάτια των συγχωριανών την άλλη μέρα στο καφενείο είδε μια πρώτη εικόνα του νέου Όθωνα. Πήγε μια στιγμή αυθόρμητα, σαν να ταν ο πρώην, να τους πει «προχωράμε» … το ξανασκέφτηκε όμως και έκατσε διακριτικά σε μια γωνιά μακριά από τα πολλά βλέμματα.
Τα νέα δεν ήταν καθόλου καλά … ο Όθωνας, όσο και αν δεν μπορούσε ακόμα να το πιστέψει, ήταν αναγκασμένος να αντιμετωπίσει τη σκληρή πραγματικότητα. Από τη στιγμή που μαθεύτηκε το αιφνιδιαστικό χτύπημα με κάθε είδους ντρόουν και πυραύλους εναντίον του ναυτικού μας αλλά και όλων των βασικών υποδομών της χώρας όλα έτρεξαν με ιλιγγιώδης ρυθμούς…ήδη οι πρώτοι απελπισμένοι με μαδέρια είχαν αρχίσει το πλιάτσικο στα γύρω καταστήματα και τα φαρμακεία ήταν μέσα στις άμεσες προτεραιότητές τους.
Μάζεψε σε μια τσάντα όσα φάρμακα θεώρησε μεγαλύτερης σημασίας και την κοπάνησε από την πίσω πόρτα για να φτάσει όσο πιο γρήγορα σπίτι. Τα ΑΤΜ είχαν ήδη κλειδώσει λίγα λεπτά μετά το διάγγελμα του Ερντογκάν με την επίσημη κήρυξη πολέμου και στη σκέψη του προσπαθούσε απεγνωσμένα να θυμηθεί πόσα μετρητά έχει αφήσει σπίτι εκτός από αυτά του ταμείου. Πριν βγει απ την πόρτα έκανε ένα τελευταίο τσεκ μήπως δούλευε η χρυσή πιστωτική. Και πάλι το pos έβγαλε γενικό σφάλμα.
Με το που μπήκε στο πολυτελές του αυτοκίνητο και έκλεισε την πόρτα ένιωσε μια μεγαλύτερη ασφάλεια. Ξανατηλεφώνησε σπίτι να σιγουρευτεί ότι είναι όλοι καλά και ετοιμάζονται και έβγαλε έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Τη στιγμή που άφηνε το συμπλέκτη είδε την πρώτη σκουρόχρωμη συμμορία με μαύρα τουρμπάνια να στρίβει από τη γωνία. Δυστυχώς τα μάτια του δεν τον γελούσαν…όντως μερικοί κρατούσαν όπλα. Και ένας από αυτούς έδειξε να προσέχει το αστραφτερό SUV που ξεκινούσε…το βλέμμα όμως των υπολοίπων είχε φερμάρει ήδη την τράπεζα…πάει και η θυρίδα.
Μέρος 2ο
Έφτασε σπίτι και με την αδρεναλίνη ακόμα ψηλά φόρτωσαν ότι είχε σημασία στα αυτοκίνητα και βγήκαν χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα στην εθνική. Εκεί ηρέμησε πλέον κάπως και άρχισε να σκέφτεται τι υπάρχει από καβάτζα στο χωριό για να φάνε και αν έχει μείνει καθόλου πετρέλαιο. Θυμήθηκε πως έτυχε χθες και γέμισε τ αμάξια φουλ, όπως πάντα απ το βενζινάδικο του κολλητού και πως στο καπάκι όπως γύρναγε στο σπίτι άκουγε ηδονισμένος στο ράδιο τις εξελίξεις από τη συνάντηση του θεόσταλτου με τον Ερντογκαν… τους ύμνους στα σχόλια του πορτοσάλτε για το πόσο εξαιρετικά προχωρούσαν οι διαπραγματεύσεις για το μοίρασμα και το limit up διψήφιο που έγραψε η σοφοκλέους. “Οι μετοχές» αναφώνησε χτυπώντας το μέτωπό του. Άνοιξε την εφαρμογή στο κινητό. Οι συναλλαγές διακόπηκαν μόλις ο γενικός χτύπησε μείον διψήφιο. «Πάλι καλά» σκέφτηκε. Όταν ξανανοίξει βλέπουμε.
Το σήμα του νέου έκτακτου του σκάι τον έκανε να δυναμώσει…ένας τρομαγμένος δημοσιογράφος ενημέρωνε ότι πρωθυπουργός και ΚΥΣΕΑ είχαν ήδη επιβιβαστεί στο πρωθυπουργικό αεροσκάφος με προορισμό το Παρίσι απ όπου και θα διαχειρίζονταν εξ αποστάσεως την άμυνα της χώρας. Σε ζωντανή σύνδεση από το αεροδρόμιο ο σπύρος υπερασπιζόταν με όλη του την ψυχή τη σημασία του να είναι οι κεφαλές της χώρας σε ασφαλές σημείο. Τα χτυπήματα των τουρκικών ντρόουν συνεχίζονταν σε όλη την επικράτεια και στον Έβρο τα άρματά μας είχαν σχεδόν μείνει τα μισά με το που άρχισαν να κινούνται από σμήνη τουρκικών καμικάζι. Η ανάγκη για διαβουλεύσεις με τους συμμάχους και ο συντονισμός της αντίδρασης των μεγάλων δυνάμεων δια ζώσης ήταν η απόλυτη προτεραιότητα.
Ο σπύρος έκλεισε την καθησυχαστική παρουσία του διαβεβαιώνοντας ότι οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας είχαν τον πλήρη έλεγχο της κατάστασης. Απαίτησε από όλους να πράξουν το πατριωτικό τους καθήκον και έκλεισε με ένα τσιριχτό ΖΗΤΩ ΤΟ ΕΘΝΟΣ. Αμέσως μετά επιβιβάστηκε οικογενειακώς στο δεύτερο αεροσκάφος που έφευγε με άλλες πολιτικές οικογένειες όλων των κομμάτων. Ο Όθωνας ένιωσε μια αυθόρμητη βρισιά να αποκτά δική της βούληση αλλά κρατήθηκε να μην αμαρτήσει προς τον θεόσταλτο. Δεν το έκανε ποτέ ως τώρα και ούτε θα το έκανε. Καπάκι σκέφτηκε τον georgebi να χειροκροτεί κι όλας από κάπου τον σπύρο και κόντεψε να γελάσει. Η υποψία γέλιου όμως κόπηκε σχεδόν αμέσως.
Λίγο πριν ξεκινήσει η ζωντανή σύνδεση με το ευρωκοινοβούλιο όπου ο Αυτιάς θα έβγαζε πύρινο λόγο ενώπιον των ευρωπαϊκών αρχών σαν προσωρινός εκπρόσωπος της χώρας, έσκασε η live σύνδεση από το κέντρο της Αθήνας με τα πρώτα λεηλατημένα ΣΜ και φαρμακεία να καίγονται από μάζες απεγνωσμένων πολιτών …ένα λεπτό μετά διακόπηκε και αυτό από το άλλο live με τις πρώτες ένοπλες συγκρούσεις ισλαμικών ομάδων με αστυνομικούς σε διάφορα μέρη της πρωτεύουσας και αναφορές για νεκρούς. Η καρδιά του σφίχτηκε. «Πως έγιν αυτό γαμώ την πουτάνα μου μέσα σε 24 ώρες»
Μέρος 3ο
Αν ήταν άλλος στη θέση του μπορεί να είχε λυγίσει. Ο Όθωνας όμως ποτέ δεν ήταν έτσι, οι δυσκολίες ποτέ δεν τον γονάτισαν. Ξαναέκανε έναν απολογισμό του εαυτού του. Λεφτά γιοκ, αμάξια γιοκ, μετοχές γιοκ, νοίκια γιοκ, σπίτια γιοκ, θυρίδα γιοκ, κονέ γιοκ…ένιωσε για μια στιγμή σαν ένα μεγάλο κομμάτι του να παύει να υπάρχει. Μία τελευταία προέκταση όμως είχε μείνει σταθερή. Το ρολόι. «Ευτυχώς, έχουμε και κάτι να τραμπάρουμε για τροφή και κανά κουμπούρι»... σκέφτηκε με κάποια μικρή ανακούφιση.
«Δε μασάμε ρε, προχωράμε», είπε σχεδόν χαμογελαστά στην υπόλοιπη οικογένεια κοιτώντας τον καθρέφτη. Χτύπησε με τρυφερότητα το πόδι της ηρωίδας που είχε δίπλα του όλα αυτά τα χρόνια για να της δώσει δύναμη. Και πράγματι έτσι ένιωθε, θα τα κατάφερναν ότι και να έσκαγε. Στα μάτια τους όμως δεν είδε την ίδια σιγουριά που έφερναν ως τότε τα λόγια του.
Πλησίαζαν στο χωριό, τ αμάξια πλέον με λαμπάκι. Το φεγγάρι είχε αρχίσει ν ανατέλλει, μεγάλο ακόμα. Το βλέμμα του Όθωνα ταξίδεψε για μια στιγμή στον ουρανό…ήξερε καλά πλέον ότι κάτι σημαντικό, κάπου βαθιά μέσα, είχε σπάσει…
Βόηθα Χριστέ μου να την παλέψουμε, σκέφτηκε και έσβησε τη μηχανή αποχαιρετώντας άλλο ένα σημαντικό κομμάτι του μέχρι τότε εαυτού του. Τι είχε απομείνει άραγε…
Δεν άργησε να ρθει η αυγή. Στα άυπνα μάτια των συγχωριανών την άλλη μέρα στο καφενείο είδε μια πρώτη εικόνα του νέου Όθωνα. Πήγε μια στιγμή αυθόρμητα, σαν να ταν ο πρώην, να τους πει «προχωράμε» … το ξανασκέφτηκε όμως και έκατσε διακριτικά σε μια γωνιά μακριά από τα πολλά βλέμματα.
- Otto Weininger
- Δημοσιεύσεις: 38340
- Εγγραφή: 31 Μαρ 2018, 00:29
- Τοποθεσία: Schwarzspanierstraße 15
Re: Short Horror Stories - Phorum Edition
Horror Stories λέγεται το νήμα, όχι "Chrisiida Dimoulidou - assistant auditions"
Let them make the first mistake. We make the last move.
Re: Short Horror Stories - Phorum Edition
.
Οττο χωρίς αναφορά στήν Φορουμική " Μυστική Ομάδα Οττο " και χωρίς κουστούμ Ερμενετζίλντο Ζένια δεν υπάρχει
και κρίνεται άκομψη ελλιπης και ανακριβής.....
Βάλτε και καμμιά αγέλη απο λυσσασμένα μαντρόσκυλα και πεταμένα Ξόρκια στην ιστορία και πάμε γιά βραβείο.....
.
Οττο χωρίς αναφορά στήν Φορουμική " Μυστική Ομάδα Οττο " και χωρίς κουστούμ Ερμενετζίλντο Ζένια δεν υπάρχει
και κρίνεται άκομψη ελλιπης και ανακριβής.....
Βάλτε και καμμιά αγέλη απο λυσσασμένα μαντρόσκυλα και πεταμένα Ξόρκια στην ιστορία και πάμε γιά βραβείο.....
.
Ταφόπλακα τού Μέλλοντος τών Παιδιών μας η Γραφειοκρατεία καί οί Συντάξεις άνω τών 400 € ....
Δουλειά δέν έχει ό Διάολος γαμάει τά Παιδιά του .... Έλληνική Λαική Σοφία
Δέν ξέρεις κάν τό Λόγο ..........γιά νά μάς Ύποτάξης .........Σαδιστάκο ...
Δουλειά δέν έχει ό Διάολος γαμάει τά Παιδιά του .... Έλληνική Λαική Σοφία
Δέν ξέρεις κάν τό Λόγο ..........γιά νά μάς Ύποτάξης .........Σαδιστάκο ...
Re: Short Horror Stories - Phorum Edition
Όχι παρακμιακά κόπυ πάστε (όχι αμυγδάλου) με σενιαριακές επιπλοκές παρακαλώ , μαρκήσιους και Παίσιους.
Αν αντιγράφετε, κάντε το ανεπαίσθητα και με χάρη.
Αν αντιγράφετε, κάντε το ανεπαίσθητα και με χάρη.
- Πρετεντέρης
- Δημοσιεύσεις: 13482
- Εγγραφή: 01 Απρ 2018, 14:13
- Phorum.gr user: Φωτιά στα τόπια
- Τοποθεσία: Μακεδονία ξακουστή
Re: Short Horror Stories - Phorum Edition
Βοήθεια
Ο αστυνομικός βρισκόταν σε μια από τις νυχτερινές του βάρδιες, περιπολώντας τους ήσυχους δρόμους της πόλης. Η δουλειά αυτή είχε γίνει ρουτίνα για εκείνον, και η ηρεμία του τοπίου τον έκανε να χαλαρώνει, απολαμβάνοντας την ψευδαίσθηση της τάξης και του ελέγχου.
Ήταν σχεδόν μεσάνυχτα όταν άκουσε κλάματα από ένα στενό δρομάκι. Σταμάτησε το περιπολικό και βγήκε έξω, κρατώντας τον φακό του ψηλά. Εκεί, ανάμεσα στις σκιές, είδε ένα μικρό κοριτσάκι, περίπου 10 ετών, με μακριά ξανθά μαλλιά και ένα λευκό φόρεμα που έμοιαζε να λάμπει στο σκοτάδι.
«Τι συμβαίνει, μικρούλα;» ρώτησε , προσπαθώντας να φανεί καθησυχαστικός.
«Σε παρακαλώ, βοήθησέ με,» απάντησε το κοριτσάκι με τρεμάμενη φωνή. «Η μαμά μου είναι σε κίνδυνο. Πρέπει να έρθεις μαζί μου.»
Δίστασε για μια στιγμή. Το ένστικτό του τον προειδοποιούσε, αλλά η απόγνωση στα μάτια του παιδιού τον έπεισε. «Εντάξει, δείξε μου πού είναι,» είπε τελικά, και το κοριτσάκι άρχισε να τρέχει, οδηγώντας τον σε μια παλιά, εγκαταλελειμμένη βίλα στην άκρη της πόλης.
Η βίλα ήταν σκοτεινή και τρομακτική, με σπασμένα παράθυρα και έναν κήπο γεμάτο αγριόχορτα. Ένιωσε ένα ρίγος να διαπερνά τη σπονδυλική του στήλη, αλλά συνέχισε να ακολουθεί το κοριτσάκι. Η πόρτα έτριξε καθώς την άνοιξε, και ένιωσε την ατμόσφαιρα να βαραίνει, σαν κάτι κακό να είχε ριζώσει σε αυτό το μέρος.
«Είναι μέσα,» είπε το κοριτσάκι, δείχνοντας την είσοδο. «Σε παρακαλώ, βιάσου.»
Ο αστυνομικός μπήκε στη βίλα,με το φως του φακού του να χορεύει στους τοίχους. Οι σκιές έμοιαζαν να κινούνται και να ζωντανεύουν γύρω του.
Προχώρησε προς την καρδιά του σπιτιού, αλλά τα βήματά του σταμάτησαν απότομα καθώς είδε κάτι που τον έκανε να παγώσει. Στην κορυφή μιας σκάλας, άρχισαν να εμφανίζονται οράματα από εγκλήματα που είχε διαπράξει ο ίδιος.
Έβλεπε τον εαυτό του να εκβιάζει έναν έμπορο της αγοράς, απαιτώντας χρήματα για "προστασία". Θυμήθηκε τη σκηνή, όταν ο έμπορος, ένας μεσήλικας άνδρας με οικογένεια, παρακαλούσε με δάκρυα στα μάτια για έλεος. Ο αστυνομικός, ψυχρός και αδίστακτος, τον είχε χτυπήσει, αφήνοντάς τον αιμόφυρτο στο δάπεδο.
Στη συνέχεια, είδε τη σκηνή μιας ληστείας. Ο ίδιος και δύο συνεργοί του είχαν εισβάλει σε ένα σπίτι και είχαν τρομοκρατήσει την οικογένεια. Έδεσαν τους γονείς και ανάγκασαν τα παιδιά να τους δείξουν πού ήταν τα χρήματα και τα κοσμήματα. Τα πρόσωπα των παιδιών ήταν γεμάτα τρόμο, και οι κραυγές τους αντηχούσαν στα αυτιά του.
Τα οράματα συνεχίζονταν αδυσώπητα. Έβλεπε τον εαυτό του να χτυπάει ανελέητα έναν κρατούμενο στο αστυνομικό τμήμα, προσπαθώντας να του αποσπάσει μια ομολογία. Ο κρατούμενος φώναζε και παρακαλούσε για έλεος, αλλά ο ιδιος τον χτυπούσε με τέτοιο μίσος που το πρόσωπό του είχε παραμορφωθεί από τις γροθιές.
Ξαφνικά, άκουσε γέλια πίσω του. Γύρισε και είδε να τον περικυκλώνουν μικρά κοριτσάκια, όλα ντυμένα με λευκά φορέματα και με μακριά μαλλιά. Τα πρόσωπά τους ήταν ανέκφραστα, και τα μάτια τους τον κοίταζαν με ένα άδειο βλέμμα που τον έκανε να ανατριχιάσει.
«Τι θέλετε από μένα;» φώναξε, αλλά τα κοριτσάκια δεν απάντησαν. Άρχισαν να κινούνται γύρω του, οι κινήσεις τους συγχρονισμένες και απόκοσμες. Ένιωσε την καρδιά του να χτυπάει σαν τρελή και άρχισε να υποχωρεί, αλλά κάθε βήμα τον έφερνε πιο κοντά στην τρέλα.
Τα κοριτσάκια άρχισαν να ψιθυρίζουν, οι φωνές τους ενώνοντας σε έναν απόκοσμο ψαλμό που αντηχούσε στους τοίχους της βίλας. Οι εικόνες από τα εγκλήματα του αστυνομικού άρχισαν να ζωντανεύουν γύρω του, και ο ίδιος βρέθηκε ξανά στη σκηνή του κάθε εγκλήματος, αυτή τη φορά ως θύμα.
Έβλεπε τον εαυτό του να δέχεται χτυπήματα από έναν αόρατο αντίπαλο, να ακούει τις φωνές των ανθρώπων που είχε βλάψει να τον καταριούνται και να ζητούν εκδίκηση. Το κορμί του πονούσε, η ψυχή του βασανιζόταν, και κάθε στιγμή έμοιαζε να είναι η τελευταία.
«Δεν μπορεί να είναι αληθινό,» ψιθύρισε, κλείνοντας τα μάτια του, αλλά τα οράματα δεν έσβηναν. Ένιωσε τα πόδια του να τρέμουν, και η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή. Προσπάθησε να κάνει πίσω, αλλά η ισορροπία του χάθηκε. Παραπάτησε και έπεσε κάτω από τις σκάλες, η πτώση του τελειωσε με έναν απαλό αλλά μοιραίο χτύπο.
Ο αστυνομικός άνοιξε τα μάτια του και είδε τα κοριτσάκια να στέκονται πάνω του. Τα πρόσωπά τους είχαν αλλάξει. Τα μάτια τους ήταν κενά και σκοτεινά, και τα στόματά τους στρεβλώθηκαν σε ένα διαβολικό χαμόγελο.
«Τώρα ξέρεις την αλήθεια,» είπε η φωνή ενός από τα κοριτσάκια, που δεν ήταν πλέον παιδική αλλά ψυχρή και απάνθρωπη. «Δεν μπορείς να ξεφύγεις από τις πράξεις σου.»
Ο αστυνομικός ένιωσε το σκοτάδι να τον κατακλύζει, καθώς η ζωή του έσβηνε αργά, και η τελευταία εικόνα που είδε ήταν το διαβολικό γέλιο των κοριτσιών που αντηχούσε στα αυτιά του.
Ο αστυνομικός βρισκόταν σε μια από τις νυχτερινές του βάρδιες, περιπολώντας τους ήσυχους δρόμους της πόλης. Η δουλειά αυτή είχε γίνει ρουτίνα για εκείνον, και η ηρεμία του τοπίου τον έκανε να χαλαρώνει, απολαμβάνοντας την ψευδαίσθηση της τάξης και του ελέγχου.
Ήταν σχεδόν μεσάνυχτα όταν άκουσε κλάματα από ένα στενό δρομάκι. Σταμάτησε το περιπολικό και βγήκε έξω, κρατώντας τον φακό του ψηλά. Εκεί, ανάμεσα στις σκιές, είδε ένα μικρό κοριτσάκι, περίπου 10 ετών, με μακριά ξανθά μαλλιά και ένα λευκό φόρεμα που έμοιαζε να λάμπει στο σκοτάδι.
«Τι συμβαίνει, μικρούλα;» ρώτησε , προσπαθώντας να φανεί καθησυχαστικός.
«Σε παρακαλώ, βοήθησέ με,» απάντησε το κοριτσάκι με τρεμάμενη φωνή. «Η μαμά μου είναι σε κίνδυνο. Πρέπει να έρθεις μαζί μου.»
Δίστασε για μια στιγμή. Το ένστικτό του τον προειδοποιούσε, αλλά η απόγνωση στα μάτια του παιδιού τον έπεισε. «Εντάξει, δείξε μου πού είναι,» είπε τελικά, και το κοριτσάκι άρχισε να τρέχει, οδηγώντας τον σε μια παλιά, εγκαταλελειμμένη βίλα στην άκρη της πόλης.
Η βίλα ήταν σκοτεινή και τρομακτική, με σπασμένα παράθυρα και έναν κήπο γεμάτο αγριόχορτα. Ένιωσε ένα ρίγος να διαπερνά τη σπονδυλική του στήλη, αλλά συνέχισε να ακολουθεί το κοριτσάκι. Η πόρτα έτριξε καθώς την άνοιξε, και ένιωσε την ατμόσφαιρα να βαραίνει, σαν κάτι κακό να είχε ριζώσει σε αυτό το μέρος.
«Είναι μέσα,» είπε το κοριτσάκι, δείχνοντας την είσοδο. «Σε παρακαλώ, βιάσου.»
Ο αστυνομικός μπήκε στη βίλα,με το φως του φακού του να χορεύει στους τοίχους. Οι σκιές έμοιαζαν να κινούνται και να ζωντανεύουν γύρω του.
Προχώρησε προς την καρδιά του σπιτιού, αλλά τα βήματά του σταμάτησαν απότομα καθώς είδε κάτι που τον έκανε να παγώσει. Στην κορυφή μιας σκάλας, άρχισαν να εμφανίζονται οράματα από εγκλήματα που είχε διαπράξει ο ίδιος.
Έβλεπε τον εαυτό του να εκβιάζει έναν έμπορο της αγοράς, απαιτώντας χρήματα για "προστασία". Θυμήθηκε τη σκηνή, όταν ο έμπορος, ένας μεσήλικας άνδρας με οικογένεια, παρακαλούσε με δάκρυα στα μάτια για έλεος. Ο αστυνομικός, ψυχρός και αδίστακτος, τον είχε χτυπήσει, αφήνοντάς τον αιμόφυρτο στο δάπεδο.
Στη συνέχεια, είδε τη σκηνή μιας ληστείας. Ο ίδιος και δύο συνεργοί του είχαν εισβάλει σε ένα σπίτι και είχαν τρομοκρατήσει την οικογένεια. Έδεσαν τους γονείς και ανάγκασαν τα παιδιά να τους δείξουν πού ήταν τα χρήματα και τα κοσμήματα. Τα πρόσωπα των παιδιών ήταν γεμάτα τρόμο, και οι κραυγές τους αντηχούσαν στα αυτιά του.
Τα οράματα συνεχίζονταν αδυσώπητα. Έβλεπε τον εαυτό του να χτυπάει ανελέητα έναν κρατούμενο στο αστυνομικό τμήμα, προσπαθώντας να του αποσπάσει μια ομολογία. Ο κρατούμενος φώναζε και παρακαλούσε για έλεος, αλλά ο ιδιος τον χτυπούσε με τέτοιο μίσος που το πρόσωπό του είχε παραμορφωθεί από τις γροθιές.
Ξαφνικά, άκουσε γέλια πίσω του. Γύρισε και είδε να τον περικυκλώνουν μικρά κοριτσάκια, όλα ντυμένα με λευκά φορέματα και με μακριά μαλλιά. Τα πρόσωπά τους ήταν ανέκφραστα, και τα μάτια τους τον κοίταζαν με ένα άδειο βλέμμα που τον έκανε να ανατριχιάσει.
«Τι θέλετε από μένα;» φώναξε, αλλά τα κοριτσάκια δεν απάντησαν. Άρχισαν να κινούνται γύρω του, οι κινήσεις τους συγχρονισμένες και απόκοσμες. Ένιωσε την καρδιά του να χτυπάει σαν τρελή και άρχισε να υποχωρεί, αλλά κάθε βήμα τον έφερνε πιο κοντά στην τρέλα.
Τα κοριτσάκια άρχισαν να ψιθυρίζουν, οι φωνές τους ενώνοντας σε έναν απόκοσμο ψαλμό που αντηχούσε στους τοίχους της βίλας. Οι εικόνες από τα εγκλήματα του αστυνομικού άρχισαν να ζωντανεύουν γύρω του, και ο ίδιος βρέθηκε ξανά στη σκηνή του κάθε εγκλήματος, αυτή τη φορά ως θύμα.
Έβλεπε τον εαυτό του να δέχεται χτυπήματα από έναν αόρατο αντίπαλο, να ακούει τις φωνές των ανθρώπων που είχε βλάψει να τον καταριούνται και να ζητούν εκδίκηση. Το κορμί του πονούσε, η ψυχή του βασανιζόταν, και κάθε στιγμή έμοιαζε να είναι η τελευταία.
«Δεν μπορεί να είναι αληθινό,» ψιθύρισε, κλείνοντας τα μάτια του, αλλά τα οράματα δεν έσβηναν. Ένιωσε τα πόδια του να τρέμουν, και η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή. Προσπάθησε να κάνει πίσω, αλλά η ισορροπία του χάθηκε. Παραπάτησε και έπεσε κάτω από τις σκάλες, η πτώση του τελειωσε με έναν απαλό αλλά μοιραίο χτύπο.
Ο αστυνομικός άνοιξε τα μάτια του και είδε τα κοριτσάκια να στέκονται πάνω του. Τα πρόσωπά τους είχαν αλλάξει. Τα μάτια τους ήταν κενά και σκοτεινά, και τα στόματά τους στρεβλώθηκαν σε ένα διαβολικό χαμόγελο.
«Τώρα ξέρεις την αλήθεια,» είπε η φωνή ενός από τα κοριτσάκια, που δεν ήταν πλέον παιδική αλλά ψυχρή και απάνθρωπη. «Δεν μπορείς να ξεφύγεις από τις πράξεις σου.»
Ο αστυνομικός ένιωσε το σκοτάδι να τον κατακλύζει, καθώς η ζωή του έσβηνε αργά, και η τελευταία εικόνα που είδε ήταν το διαβολικό γέλιο των κοριτσιών που αντηχούσε στα αυτιά του.
Ζήτω ο Μπαρτζωκισμός!
Re: Short Horror Stories - Phorum Edition
Καλό μαν!Πρετεντέρης έγραψε: 25 Ιουν 2024, 23:24 Βοήθεια
Ο αστυνομικός βρισκόταν σε μια από τις νυχτερινές του βάρδιες, περιπολώντας τους ήσυχους δρόμους της πόλης. Η δουλειά αυτή είχε γίνει ρουτίνα για εκείνον, και η ηρεμία του τοπίου τον έκανε να χαλαρώνει, απολαμβάνοντας την ψευδαίσθηση της τάξης και του ελέγχου.
Ήταν σχεδόν μεσάνυχτα όταν άκουσε κλάματα από ένα στενό δρομάκι. Σταμάτησε το περιπολικό και βγήκε έξω, κρατώντας τον φακό του ψηλά. Εκεί, ανάμεσα στις σκιές, είδε ένα μικρό κοριτσάκι, περίπου 10 ετών, με μακριά ξανθά μαλλιά και ένα λευκό φόρεμα που έμοιαζε να λάμπει στο σκοτάδι.
«Τι συμβαίνει, μικρούλα;» ρώτησε , προσπαθώντας να φανεί καθησυχαστικός.
«Σε παρακαλώ, βοήθησέ με,» απάντησε το κοριτσάκι με τρεμάμενη φωνή. «Η μαμά μου είναι σε κίνδυνο. Πρέπει να έρθεις μαζί μου.»
Δίστασε για μια στιγμή. Το ένστικτό του τον προειδοποιούσε, αλλά η απόγνωση στα μάτια του παιδιού τον έπεισε. «Εντάξει, δείξε μου πού είναι,» είπε τελικά, και το κοριτσάκι άρχισε να τρέχει, οδηγώντας τον σε μια παλιά, εγκαταλελειμμένη βίλα στην άκρη της πόλης.
Η βίλα ήταν σκοτεινή και τρομακτική, με σπασμένα παράθυρα και έναν κήπο γεμάτο αγριόχορτα. Ένιωσε ένα ρίγος να διαπερνά τη σπονδυλική του στήλη, αλλά συνέχισε να ακολουθεί το κοριτσάκι. Η πόρτα έτριξε καθώς την άνοιξε, και ένιωσε την ατμόσφαιρα να βαραίνει, σαν κάτι κακό να είχε ριζώσει σε αυτό το μέρος.
«Είναι μέσα,» είπε το κοριτσάκι, δείχνοντας την είσοδο. «Σε παρακαλώ, βιάσου.»
Ο αστυνομικός μπήκε στη βίλα,με το φως του φακού του να χορεύει στους τοίχους. Οι σκιές έμοιαζαν να κινούνται και να ζωντανεύουν γύρω του.
Προχώρησε προς την καρδιά του σπιτιού, αλλά τα βήματά του σταμάτησαν απότομα καθώς είδε κάτι που τον έκανε να παγώσει. Στην κορυφή μιας σκάλας, άρχισαν να εμφανίζονται οράματα από εγκλήματα που είχε διαπράξει ο ίδιος.
Έβλεπε τον εαυτό του να εκβιάζει έναν έμπορο της αγοράς, απαιτώντας χρήματα για "προστασία". Θυμήθηκε τη σκηνή, όταν ο έμπορος, ένας μεσήλικας άνδρας με οικογένεια, παρακαλούσε με δάκρυα στα μάτια για έλεος. Ο αστυνομικός, ψυχρός και αδίστακτος, τον είχε χτυπήσει, αφήνοντάς τον αιμόφυρτο στο δάπεδο.
Στη συνέχεια, είδε τη σκηνή μιας ληστείας. Ο ίδιος και δύο συνεργοί του είχαν εισβάλει σε ένα σπίτι και είχαν τρομοκρατήσει την οικογένεια. Έδεσαν τους γονείς και ανάγκασαν τα παιδιά να τους δείξουν πού ήταν τα χρήματα και τα κοσμήματα. Τα πρόσωπα των παιδιών ήταν γεμάτα τρόμο, και οι κραυγές τους αντηχούσαν στα αυτιά του.
Τα οράματα συνεχίζονταν αδυσώπητα. Έβλεπε τον εαυτό του να χτυπάει ανελέητα έναν κρατούμενο στο αστυνομικό τμήμα, προσπαθώντας να του αποσπάσει μια ομολογία. Ο κρατούμενος φώναζε και παρακαλούσε για έλεος, αλλά ο ιδιος τον χτυπούσε με τέτοιο μίσος που το πρόσωπό του είχε παραμορφωθεί από τις γροθιές.
Ξαφνικά, άκουσε γέλια πίσω του. Γύρισε και είδε να τον περικυκλώνουν μικρά κοριτσάκια, όλα ντυμένα με λευκά φορέματα και με μακριά μαλλιά. Τα πρόσωπά τους ήταν ανέκφραστα, και τα μάτια τους τον κοίταζαν με ένα άδειο βλέμμα που τον έκανε να ανατριχιάσει.
«Τι θέλετε από μένα;» φώναξε, αλλά τα κοριτσάκια δεν απάντησαν. Άρχισαν να κινούνται γύρω του, οι κινήσεις τους συγχρονισμένες και απόκοσμες. Ένιωσε την καρδιά του να χτυπάει σαν τρελή και άρχισε να υποχωρεί, αλλά κάθε βήμα τον έφερνε πιο κοντά στην τρέλα.
Τα κοριτσάκια άρχισαν να ψιθυρίζουν, οι φωνές τους ενώνοντας σε έναν απόκοσμο ψαλμό που αντηχούσε στους τοίχους της βίλας. Οι εικόνες από τα εγκλήματα του αστυνομικού άρχισαν να ζωντανεύουν γύρω του, και ο ίδιος βρέθηκε ξανά στη σκηνή του κάθε εγκλήματος, αυτή τη φορά ως θύμα.
Έβλεπε τον εαυτό του να δέχεται χτυπήματα από έναν αόρατο αντίπαλο, να ακούει τις φωνές των ανθρώπων που είχε βλάψει να τον καταριούνται και να ζητούν εκδίκηση. Το κορμί του πονούσε, η ψυχή του βασανιζόταν, και κάθε στιγμή έμοιαζε να είναι η τελευταία.
«Δεν μπορεί να είναι αληθινό,» ψιθύρισε, κλείνοντας τα μάτια του, αλλά τα οράματα δεν έσβηναν. Ένιωσε τα πόδια του να τρέμουν, και η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή. Προσπάθησε να κάνει πίσω, αλλά η ισορροπία του χάθηκε. Παραπάτησε και έπεσε κάτω από τις σκάλες, η πτώση του τελειωσε με έναν απαλό αλλά μοιραίο χτύπο.
Ο αστυνομικός άνοιξε τα μάτια του και είδε τα κοριτσάκια να στέκονται πάνω του. Τα πρόσωπά τους είχαν αλλάξει. Τα μάτια τους ήταν κενά και σκοτεινά, και τα στόματά τους στρεβλώθηκαν σε ένα διαβολικό χαμόγελο.
«Τώρα ξέρεις την αλήθεια,» είπε η φωνή ενός από τα κοριτσάκια, που δεν ήταν πλέον παιδική αλλά ψυχρή και απάνθρωπη. «Δεν μπορείς να ξεφύγεις από τις πράξεις σου.»
Ο αστυνομικός ένιωσε το σκοτάδι να τον κατακλύζει, καθώς η ζωή του έσβηνε αργά, και η τελευταία εικόνα που είδε ήταν το διαβολικό γέλιο των κοριτσιών που αντηχούσε στα αυτιά του.
''Μου αρέσουν οι άνθρωποι που φορούν την ψυχή στο πρόσωπό τους'' Jim Morrison
- Πρετεντέρης
- Δημοσιεύσεις: 13482
- Εγγραφή: 01 Απρ 2018, 14:13
- Phorum.gr user: Φωτιά στα τόπια
- Τοποθεσία: Μακεδονία ξακουστή
Re: Short Horror Stories - Phorum Edition
Εφιάλτες
Η Κρίσταλ ξύπνησε για ακόμα μία φορά μέσα στη νύχτα, το κορμί της καλυμμένο από κρύο ιδρώτα. Η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή, και τα χέρια της έτρεμαν καθώς προσπαθούσε να ανακτήσει την ψυχραιμία της. Εδώ και πολλές μέρες, ο ύπνος της είχε γίνει ένα ατέλειωτο μαρτύριο, κάθε βράδυ γεμάτο με εφιάλτες τόσο ζωντανούς που της φαινόταν σχεδόν αδύνατο να ξεχωρίσει την πραγματικότητα από τον εφιάλτη.
Καθώς η Κρίσταλ σηκώθηκε από το κρεβάτι της, ένιωσε τα πόδια της να τρέμουν. Περπατούσε αργά προς το μπάνιο, τα βήματά της βαριά και ασταθή. Έριξε νερό στο πρόσωπό της, προσπαθώντας να ξυπνήσει πλήρως από τον εφιάλτη που την είχε στοιχειώσει. Ήταν πάντα ο ίδιος: βρισκόταν σε ένα σκοτεινό δάσος, η ομίχλη πυκνή και το φως του φεγγαριού μόλις διακριτό. Ένα αίσθημα απειλής την περιτριγύριζε, ενώ αόρατες δυνάμεις την τραβούσαν προς ένα παλιό, εγκαταλελειμμένο σπίτι.
Την επόμενη μέρα, η Κρίσταλ ένιωθε εξαντλημένη. Στην εργασία της, οι συνάδελφοι την κοίταζαν με ανησυχία. Οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια της και η χλωμή της επιδερμίδα ήταν ενδείξεις ότι κάτι σοβαρό συνέβαινε.
«Είσαι καλά, Κρίσταλ;» τη ρώτησε η φίλη της, η Σάρα, με ανησυχία.
«Όχι, Σάρα, δεν είμαι καλά,» απάντησε η Κρίσταλ, με τη φωνή της σπασμένη από την κούραση. «Δεν μπορώ να κοιμηθώ, κάθε βράδυ έχω εφιάλτες.»
Η Σάρα την κοίταξε σκεπτική. «Ίσως θα έπρεπε να δεις έναν γιατρό. Αυτό δεν είναι φυσιολογικό.»
Η Κρίσταλ κούνησε το κεφάλι της. «Ξέρω, αλλά κάτι μου λέει ότι αυτό που μου συμβαίνει δεν είναι κάτι που ένας γιατρός μπορεί να λύσει.»
«Μήπως να δοκιμάσεις κάτι διαφορετικό; Ίσως κάποιον πνευματιστή;» πρότεινε η Σάρα, με μια ένδειξη ανησυχίας και ενδιαφέροντος στη φωνή της.
Την ίδια νύχτα, η Κρίσταλ προσπάθησε να κοιμηθεί νωρίς, αλλά ο εφιάλτης δεν άργησε να την κυριεύσει ξανά. Αυτή τη φορά, οι λεπτομέρειες ήταν πιο ζωντανές. Ένιωσε τον άνεμο να φυσά δυνατά, τον ήχο των φύλλων να θροΐζουν και το σκοτάδι να την περιβάλλει σαν πέπλο.
Ξαφνικά, βρέθηκε μπροστά στο εγκαταλελειμμένο σπίτι. Οι πόρτες και τα παράθυρα ήταν κλειστά, αλλά μια αόρατη δύναμη την τράβηξε μέσα. Εκεί, στο κέντρο του δωματίου, υπήρχε ένα παλιό ξύλινο τραπέζι. Πάνω του, ένα μικρό κουτί, καλυμμένο με σύμβολα που δεν μπορούσε να αναγνωρίσει.
Τα χέρια της κινήθηκαν μηχανικά, ανοίγοντας το κουτί. Μέσα, είδε μια μικρή κούκλα βουντού, που έμοιαζε καταπληκτικά με την ίδια. Στα πόδια της κούκλας υπήρχαν καρφίτσες, και η Κρίσταλ ένιωσε έναν ξαφνικό πόνο να διαπερνά το κορμί της. Ξύπνησε με μια κραυγή, νιώθοντας τον πόνο ακόμα ζωντανό.
Αποφασισμένη να βρει μια λύση, η Κρίσταλ άρχισε να ερευνά για το βουντού. Διάβασε βιβλία, άρθρα και ιστορίες, προσπαθώντας να καταλάβει τι της συνέβαινε. Η αναζήτησή της την οδήγησε σε μια παλιά γυναίκα, την κυρία Μαρί, που φημολογούνταν ότι γνώριζε τα μυστικά του βουντού.
«Πρέπει να με βοηθήσεις,» της είπε η Κρίσταλ, φτάνοντας στο μικρό, παλιό σπίτι της κυρίας Μαρί. «Έχω εφιάλτες κάθε νύχτα, και νομίζω ότι κάποιος μου έχει κάνει βουντού.»
Η κυρία Μαρί την κοίταξε με σοβαρότητα. «Είσαι σίγουρη για αυτό; Το βουντού είναι μια πολύ ισχυρή μαγεία,.»
Η Κρίσταλ κούνησε το κεφάλι της. «Είδα μια κούκλα που έμοιαζε με μένα, με καρφίτσες στα πόδια. Και όταν την είδα, ένιωσα πόνο.»
Η κυρία Μαρί αναστέναξε και την προσκάλεσε να καθίσει. «Θα χρειαστεί να κάνουμε μια τελετή, για να βρούμε ποιος σου έχει κάνει αυτή τη μαγιά και να την εξουδετερώσουμε.»
Η τελετή ξεκίνησε, και η Κρίσταλ ένιωσε μια παράξενη ενέργεια να γεμίζει το δωμάτιο. Η κυρία Μαρί άναψε κεριά και έψαλλε αρχαία ξόρκια, ενώ η Κρίσταλ έκλεισε τα μάτια της, προσπαθώντας να συγκεντρωθεί. Οι εικόνες από τους εφιάλτες της επανήλθαν στο μυαλό της, αλλά αυτή τη φορά ήταν διαφορετικές. Ένιωσε ότι μπορούσε να τις ελέγξει.
Ξαφνικά, είδε το πρόσωπο ενός ανθρώπου, κρυμμένο στο σκοτάδι. «Ποιος είναι αυτός;» ρώτησε, η φωνή της γεμάτη αγωνία.
Η κυρία Μαρί άνοιξε τα μάτια της και την κοίταξε σοβαρά. «Αυτός είναι ο άνθρωπος που σου έκανε το βουντού. Πρέπει να τον βρεις και να τον αντιμετωπίσεις.»
Η Κρίσταλ ένιωσε την αποφασιστικότητα να γεμίζει την ψυχή της. Έπρεπε να βρει αυτόν τον άνθρωπο και να βάλει ένα τέλος στους εφιάλτες της.
Με τις οδηγίες της κυρίας Μαρί, άρχισε να ψάχνει για τον άγνωστο. Καθώς περνούσαν οι μέρες, η φίλη της, η Σάρα, ήταν πάντα στο πλευρό της, προσπαθώντας να την βοηθήσει.
«Μήπως βρήκες κάτι νέο;» ρωτούσε συχνά η Σάρα.
«Όχι ακόμα, αλλά νιώθω ότι πλησιάζω,» απαντούσε η Κρίσταλ, νιώθοντας την πίεση να αυξάνεται.
"Έλα από το σπίτι μου απόψε. Θα σου κάνει καλό να κάνουμε παρέα".
Μερικές ώρες αργότερα, η Κρίσταλ χτυπούσε το κουδούνι του διαμερίσματος της Σάρα. " Σου έχω ετοιμάσει το συνηθισμένο σου ποτό. Πάω λίγο στην τουαλέτα", είπε η Σάρα.
Η Κρίσταλ πήρα το ποτό και ήπιε τζιν. Περίεργο, το έβρισκε λίγο διαφορετικό στη γεύση. Μάλλον η περιπέτειά της με τους εφιάλτες την είχε μπερδέψει.
Η Κρίσταλ έριξε μια ματια στο διαμέρισμα. Καλό, πλούσιο, μεγαλο. Τότε το πρόσεξε. Πάνω στο κοντι τραπεζάκι μπροστά της είδε ένα κόκκινο σημειωματαριο. Χωρίς να το πολυσκεφτεί, το πήρε στα χέρια της και το άνοιξε. Ήταν γεμάτο με περίεργες σημειώσεις και σκίτσα που της φάνηκαν γνωστά από τους εφιάλτες της.
Το σημειωματαριο περιείχε λεπτομερείς περιγραφές για τις τελετές βουντού, με αναφορές σε σύμβολα και μαγικές λέξεις. Οι σελίδες του ήταν γεμάτες με εικόνες από κούκλες που έμοιαζαν με την Κρίσταλ, καρφωμένες με καρφίτσες σε διάφορα σημεία. Καθώς διάβαζε τις σελίδες, η Κρίσταλ ένιωθε την καρδιά της να σφίγγεται από φόβο και προδοσία. Η σκέψη ότι η φίλη της, η Σάρα, ήταν υπεύθυνη για την απίστευτη οδύνη της την έκανε να νιώσει έναν απίστευτο θυμό.
Η Κρίσταλ ένιωσε το αίμα της να παγώνει. Έβαλε στην τσάντα της το βιβλιαράκι.
"Ηρθα" είπε η Σάρα. Είχε τελειώσει από την τουαλέτα.
«Σάρα, πρέπει να μιλήσουμε".
Η Σάρα ήρθε με ένα χαμόγελο, αλλά όταν είδε το βλέμμα της Κρίσταλ, το χαμόγελο έσβησε. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε, ανησυχώντας.
Η Κρίσταλ την κοίταξε στα μάτια, γεμάτη αγανάκτηση. «Ξέρω ότι εσύ μου έκανες βουντού. Βρήκα αυτό το σημειωματαριο στο σπίτι σου. Γιατί το έκανες;»
Η Σάρα αρχικά αρνήθηκε τα πάντα. «Κρίσταλ, δεν ξέρω για τι μιλάς. Τι σημειωματαριο;»
Η Κρίσταλ τράβηξε το βιβλιαράκι από την τσάντα της και το έδειξε στη Σάρα. «Αυτό εδώ. Είναι γεμάτο με λεπτομέρειες για τις τελετές βουντού και εικόνες από κούκλες που έμοιαζαν με μένα. Δεν μπορείς να το αρνηθείς.»
Η Σάρα κοίταξε το κόκκινο αντικείμενο και μετά γύρισε το βλέμμα της στην Κρίσταλ. «Αυτό είναι μια παρεξήγηση, Κρίσταλ. Δεν είναι αυτό που νομίζεις.»
Η Κρίσταλ ένιωσε την απογοήτευση να την πνίγει. «Μη με κοροϊδεύεις, Σάρα. Ξέρω τι είδα. Εσύ είσαι υπεύθυνη για τους εφιάλτες μου. Πες μου γιατί το έκανες.»
Η Σάρα αναστέναξε βαθιά και το πρόσωπό της σκοτείνιασε. «Καλά λοιπόν, Κρίσταλ. Θα σου πω την αλήθεια. Ναι, εγώ ήμουν αυτή που σου έκανε το βουντού.»
Η Κρίσταλ ένιωσε ένα κύμα θυμού και προδοσίας να την κατακλύζει. «Γιατί; Τι σου έκανα για να αξίζω κάτι τέτοιο;»
Η Σάρα την κοίταξε ψυχρά. «Δεν το κατάλαβες ποτέ, έτσι; Όλη σου τη ζωή τα είχες όλα. Εσύ πήρες την προαγωγή, αποπλανώντας τον διευθυντή μας, ενώ εγώ ήμουν η πιο άξια για αυτήν. Αλλά όχι, εσύ ήσουν πάντα η αγαπημένη, η προνομιούχα. Και εγώ έπρεπε να βλέπω τα όνειρά μου να γκρεμίζονται.»
Η Κρίσταλ ένιωσε την καρδιά της να ραγίζει. «Δεν ήξερα ότι ένιωθες έτσι, Σάρα. Αν ήξερα...»
Η Σάρα σήκωσε το χέρι της, διακόπτοντας την Κρίσταλ. «Τώρα ξέρεις. Και τώρα, δεν έχει σημασία.»
Η Κρίσταλ ένιωσε έναν ξαφνικό πόνο στο στομάχι της και έπιασε την κοιλιά της. «Τι έκανες;»
Η Σάρα χαμογέλασε ψυχρά. «Ήταν εύκολο. Σου έβαλα δηλητήριο στο ποτό που σε κέρασα όταν ήρθες. Θα πεθάνεις σύντομα, Κρίσταλ. Και κανείς δεν θα ξέρει τι συνέβη.»
Η Κρίσταλ ένιωσε τον πόνο να αυξάνεται, καθώς η ζωή της άρχισε να χάνεται. «Πώς... πώς μπορούσες να το κάνεις αυτό; Ήμασταν φίλες.»
Η Σάρα πλησίασε την Κρίσταλ και την κοίταξε με βλέμμα παγωμένο. «Ήμασταν φίλες, αλλά η φιλία μας δεν σήμαινε τίποτα για σένα όταν πήρες την προαγωγή που άξιζα. Τώρα, τουλάχιστον, θα δικαιωθώ.»
Η Κρίσταλ ένιωσε τον κόσμο της να σβήνει, καθώς ο πόνος έγινε αφόρητος. Έπεσε στο πάτωμα, το σώμα της αδύναμο και άψυχο. Τα μάτια της θόλωσαν και η ανάσα της έγινε κοφτή. Ήξερε ότι οι τελευταίες της στιγμές είχαν φτάσει.
Η Σάρα έσκυψε από πάνω της, παρατηρώντας την Κρίσταλ να πεθαίνει με ένα ικανοποιημένο χαμόγελο στα χείλη της. «Αντίο, Κρίσταλ,» είπε απαλά. «Ίσως τώρα καταλάβεις πόσο με πλήγωσες.»
Η Κρίσταλ ξύπνησε για ακόμα μία φορά μέσα στη νύχτα, το κορμί της καλυμμένο από κρύο ιδρώτα. Η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή, και τα χέρια της έτρεμαν καθώς προσπαθούσε να ανακτήσει την ψυχραιμία της. Εδώ και πολλές μέρες, ο ύπνος της είχε γίνει ένα ατέλειωτο μαρτύριο, κάθε βράδυ γεμάτο με εφιάλτες τόσο ζωντανούς που της φαινόταν σχεδόν αδύνατο να ξεχωρίσει την πραγματικότητα από τον εφιάλτη.
Καθώς η Κρίσταλ σηκώθηκε από το κρεβάτι της, ένιωσε τα πόδια της να τρέμουν. Περπατούσε αργά προς το μπάνιο, τα βήματά της βαριά και ασταθή. Έριξε νερό στο πρόσωπό της, προσπαθώντας να ξυπνήσει πλήρως από τον εφιάλτη που την είχε στοιχειώσει. Ήταν πάντα ο ίδιος: βρισκόταν σε ένα σκοτεινό δάσος, η ομίχλη πυκνή και το φως του φεγγαριού μόλις διακριτό. Ένα αίσθημα απειλής την περιτριγύριζε, ενώ αόρατες δυνάμεις την τραβούσαν προς ένα παλιό, εγκαταλελειμμένο σπίτι.
Την επόμενη μέρα, η Κρίσταλ ένιωθε εξαντλημένη. Στην εργασία της, οι συνάδελφοι την κοίταζαν με ανησυχία. Οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια της και η χλωμή της επιδερμίδα ήταν ενδείξεις ότι κάτι σοβαρό συνέβαινε.
«Είσαι καλά, Κρίσταλ;» τη ρώτησε η φίλη της, η Σάρα, με ανησυχία.
«Όχι, Σάρα, δεν είμαι καλά,» απάντησε η Κρίσταλ, με τη φωνή της σπασμένη από την κούραση. «Δεν μπορώ να κοιμηθώ, κάθε βράδυ έχω εφιάλτες.»
Η Σάρα την κοίταξε σκεπτική. «Ίσως θα έπρεπε να δεις έναν γιατρό. Αυτό δεν είναι φυσιολογικό.»
Η Κρίσταλ κούνησε το κεφάλι της. «Ξέρω, αλλά κάτι μου λέει ότι αυτό που μου συμβαίνει δεν είναι κάτι που ένας γιατρός μπορεί να λύσει.»
«Μήπως να δοκιμάσεις κάτι διαφορετικό; Ίσως κάποιον πνευματιστή;» πρότεινε η Σάρα, με μια ένδειξη ανησυχίας και ενδιαφέροντος στη φωνή της.
Την ίδια νύχτα, η Κρίσταλ προσπάθησε να κοιμηθεί νωρίς, αλλά ο εφιάλτης δεν άργησε να την κυριεύσει ξανά. Αυτή τη φορά, οι λεπτομέρειες ήταν πιο ζωντανές. Ένιωσε τον άνεμο να φυσά δυνατά, τον ήχο των φύλλων να θροΐζουν και το σκοτάδι να την περιβάλλει σαν πέπλο.
Ξαφνικά, βρέθηκε μπροστά στο εγκαταλελειμμένο σπίτι. Οι πόρτες και τα παράθυρα ήταν κλειστά, αλλά μια αόρατη δύναμη την τράβηξε μέσα. Εκεί, στο κέντρο του δωματίου, υπήρχε ένα παλιό ξύλινο τραπέζι. Πάνω του, ένα μικρό κουτί, καλυμμένο με σύμβολα που δεν μπορούσε να αναγνωρίσει.
Τα χέρια της κινήθηκαν μηχανικά, ανοίγοντας το κουτί. Μέσα, είδε μια μικρή κούκλα βουντού, που έμοιαζε καταπληκτικά με την ίδια. Στα πόδια της κούκλας υπήρχαν καρφίτσες, και η Κρίσταλ ένιωσε έναν ξαφνικό πόνο να διαπερνά το κορμί της. Ξύπνησε με μια κραυγή, νιώθοντας τον πόνο ακόμα ζωντανό.
Αποφασισμένη να βρει μια λύση, η Κρίσταλ άρχισε να ερευνά για το βουντού. Διάβασε βιβλία, άρθρα και ιστορίες, προσπαθώντας να καταλάβει τι της συνέβαινε. Η αναζήτησή της την οδήγησε σε μια παλιά γυναίκα, την κυρία Μαρί, που φημολογούνταν ότι γνώριζε τα μυστικά του βουντού.
«Πρέπει να με βοηθήσεις,» της είπε η Κρίσταλ, φτάνοντας στο μικρό, παλιό σπίτι της κυρίας Μαρί. «Έχω εφιάλτες κάθε νύχτα, και νομίζω ότι κάποιος μου έχει κάνει βουντού.»
Η κυρία Μαρί την κοίταξε με σοβαρότητα. «Είσαι σίγουρη για αυτό; Το βουντού είναι μια πολύ ισχυρή μαγεία,.»
Η Κρίσταλ κούνησε το κεφάλι της. «Είδα μια κούκλα που έμοιαζε με μένα, με καρφίτσες στα πόδια. Και όταν την είδα, ένιωσα πόνο.»
Η κυρία Μαρί αναστέναξε και την προσκάλεσε να καθίσει. «Θα χρειαστεί να κάνουμε μια τελετή, για να βρούμε ποιος σου έχει κάνει αυτή τη μαγιά και να την εξουδετερώσουμε.»
Η τελετή ξεκίνησε, και η Κρίσταλ ένιωσε μια παράξενη ενέργεια να γεμίζει το δωμάτιο. Η κυρία Μαρί άναψε κεριά και έψαλλε αρχαία ξόρκια, ενώ η Κρίσταλ έκλεισε τα μάτια της, προσπαθώντας να συγκεντρωθεί. Οι εικόνες από τους εφιάλτες της επανήλθαν στο μυαλό της, αλλά αυτή τη φορά ήταν διαφορετικές. Ένιωσε ότι μπορούσε να τις ελέγξει.
Ξαφνικά, είδε το πρόσωπο ενός ανθρώπου, κρυμμένο στο σκοτάδι. «Ποιος είναι αυτός;» ρώτησε, η φωνή της γεμάτη αγωνία.
Η κυρία Μαρί άνοιξε τα μάτια της και την κοίταξε σοβαρά. «Αυτός είναι ο άνθρωπος που σου έκανε το βουντού. Πρέπει να τον βρεις και να τον αντιμετωπίσεις.»
Η Κρίσταλ ένιωσε την αποφασιστικότητα να γεμίζει την ψυχή της. Έπρεπε να βρει αυτόν τον άνθρωπο και να βάλει ένα τέλος στους εφιάλτες της.
Με τις οδηγίες της κυρίας Μαρί, άρχισε να ψάχνει για τον άγνωστο. Καθώς περνούσαν οι μέρες, η φίλη της, η Σάρα, ήταν πάντα στο πλευρό της, προσπαθώντας να την βοηθήσει.
«Μήπως βρήκες κάτι νέο;» ρωτούσε συχνά η Σάρα.
«Όχι ακόμα, αλλά νιώθω ότι πλησιάζω,» απαντούσε η Κρίσταλ, νιώθοντας την πίεση να αυξάνεται.
"Έλα από το σπίτι μου απόψε. Θα σου κάνει καλό να κάνουμε παρέα".
Μερικές ώρες αργότερα, η Κρίσταλ χτυπούσε το κουδούνι του διαμερίσματος της Σάρα. " Σου έχω ετοιμάσει το συνηθισμένο σου ποτό. Πάω λίγο στην τουαλέτα", είπε η Σάρα.
Η Κρίσταλ πήρα το ποτό και ήπιε τζιν. Περίεργο, το έβρισκε λίγο διαφορετικό στη γεύση. Μάλλον η περιπέτειά της με τους εφιάλτες την είχε μπερδέψει.
Η Κρίσταλ έριξε μια ματια στο διαμέρισμα. Καλό, πλούσιο, μεγαλο. Τότε το πρόσεξε. Πάνω στο κοντι τραπεζάκι μπροστά της είδε ένα κόκκινο σημειωματαριο. Χωρίς να το πολυσκεφτεί, το πήρε στα χέρια της και το άνοιξε. Ήταν γεμάτο με περίεργες σημειώσεις και σκίτσα που της φάνηκαν γνωστά από τους εφιάλτες της.
Το σημειωματαριο περιείχε λεπτομερείς περιγραφές για τις τελετές βουντού, με αναφορές σε σύμβολα και μαγικές λέξεις. Οι σελίδες του ήταν γεμάτες με εικόνες από κούκλες που έμοιαζαν με την Κρίσταλ, καρφωμένες με καρφίτσες σε διάφορα σημεία. Καθώς διάβαζε τις σελίδες, η Κρίσταλ ένιωθε την καρδιά της να σφίγγεται από φόβο και προδοσία. Η σκέψη ότι η φίλη της, η Σάρα, ήταν υπεύθυνη για την απίστευτη οδύνη της την έκανε να νιώσει έναν απίστευτο θυμό.
Η Κρίσταλ ένιωσε το αίμα της να παγώνει. Έβαλε στην τσάντα της το βιβλιαράκι.
"Ηρθα" είπε η Σάρα. Είχε τελειώσει από την τουαλέτα.
«Σάρα, πρέπει να μιλήσουμε".
Η Σάρα ήρθε με ένα χαμόγελο, αλλά όταν είδε το βλέμμα της Κρίσταλ, το χαμόγελο έσβησε. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε, ανησυχώντας.
Η Κρίσταλ την κοίταξε στα μάτια, γεμάτη αγανάκτηση. «Ξέρω ότι εσύ μου έκανες βουντού. Βρήκα αυτό το σημειωματαριο στο σπίτι σου. Γιατί το έκανες;»
Η Σάρα αρχικά αρνήθηκε τα πάντα. «Κρίσταλ, δεν ξέρω για τι μιλάς. Τι σημειωματαριο;»
Η Κρίσταλ τράβηξε το βιβλιαράκι από την τσάντα της και το έδειξε στη Σάρα. «Αυτό εδώ. Είναι γεμάτο με λεπτομέρειες για τις τελετές βουντού και εικόνες από κούκλες που έμοιαζαν με μένα. Δεν μπορείς να το αρνηθείς.»
Η Σάρα κοίταξε το κόκκινο αντικείμενο και μετά γύρισε το βλέμμα της στην Κρίσταλ. «Αυτό είναι μια παρεξήγηση, Κρίσταλ. Δεν είναι αυτό που νομίζεις.»
Η Κρίσταλ ένιωσε την απογοήτευση να την πνίγει. «Μη με κοροϊδεύεις, Σάρα. Ξέρω τι είδα. Εσύ είσαι υπεύθυνη για τους εφιάλτες μου. Πες μου γιατί το έκανες.»
Η Σάρα αναστέναξε βαθιά και το πρόσωπό της σκοτείνιασε. «Καλά λοιπόν, Κρίσταλ. Θα σου πω την αλήθεια. Ναι, εγώ ήμουν αυτή που σου έκανε το βουντού.»
Η Κρίσταλ ένιωσε ένα κύμα θυμού και προδοσίας να την κατακλύζει. «Γιατί; Τι σου έκανα για να αξίζω κάτι τέτοιο;»
Η Σάρα την κοίταξε ψυχρά. «Δεν το κατάλαβες ποτέ, έτσι; Όλη σου τη ζωή τα είχες όλα. Εσύ πήρες την προαγωγή, αποπλανώντας τον διευθυντή μας, ενώ εγώ ήμουν η πιο άξια για αυτήν. Αλλά όχι, εσύ ήσουν πάντα η αγαπημένη, η προνομιούχα. Και εγώ έπρεπε να βλέπω τα όνειρά μου να γκρεμίζονται.»
Η Κρίσταλ ένιωσε την καρδιά της να ραγίζει. «Δεν ήξερα ότι ένιωθες έτσι, Σάρα. Αν ήξερα...»
Η Σάρα σήκωσε το χέρι της, διακόπτοντας την Κρίσταλ. «Τώρα ξέρεις. Και τώρα, δεν έχει σημασία.»
Η Κρίσταλ ένιωσε έναν ξαφνικό πόνο στο στομάχι της και έπιασε την κοιλιά της. «Τι έκανες;»
Η Σάρα χαμογέλασε ψυχρά. «Ήταν εύκολο. Σου έβαλα δηλητήριο στο ποτό που σε κέρασα όταν ήρθες. Θα πεθάνεις σύντομα, Κρίσταλ. Και κανείς δεν θα ξέρει τι συνέβη.»
Η Κρίσταλ ένιωσε τον πόνο να αυξάνεται, καθώς η ζωή της άρχισε να χάνεται. «Πώς... πώς μπορούσες να το κάνεις αυτό; Ήμασταν φίλες.»
Η Σάρα πλησίασε την Κρίσταλ και την κοίταξε με βλέμμα παγωμένο. «Ήμασταν φίλες, αλλά η φιλία μας δεν σήμαινε τίποτα για σένα όταν πήρες την προαγωγή που άξιζα. Τώρα, τουλάχιστον, θα δικαιωθώ.»
Η Κρίσταλ ένιωσε τον κόσμο της να σβήνει, καθώς ο πόνος έγινε αφόρητος. Έπεσε στο πάτωμα, το σώμα της αδύναμο και άψυχο. Τα μάτια της θόλωσαν και η ανάσα της έγινε κοφτή. Ήξερε ότι οι τελευταίες της στιγμές είχαν φτάσει.
Η Σάρα έσκυψε από πάνω της, παρατηρώντας την Κρίσταλ να πεθαίνει με ένα ικανοποιημένο χαμόγελο στα χείλη της. «Αντίο, Κρίσταλ,» είπε απαλά. «Ίσως τώρα καταλάβεις πόσο με πλήγωσες.»
Ζήτω ο Μπαρτζωκισμός!
Re: Short Horror Stories - Phorum Edition
βρε πρετεντέρη, τι σαρα κρίσταλ και πόσο με πληγωσες, φόρουμ εντιτιον λεει το νημα 
- hellegennes
- Δημοσιεύσεις: 45100
- Εγγραφή: 01 Απρ 2018, 00:17
Re: Short Horror Stories - Phorum Edition
Otto Weininger έγραψε: 24 Ιουν 2024, 23:41Η Fata_MorganaΚαι αν δεν μπορούσε να την βοηθήσει σκέφτηκε, τουλάχιστον ας της αφήσει κάτι δικό του.Spoiler
λάτρευε τους βραδινούς περιπάτους της στον Πειραιά. Ο αλμυρός αέρας και οι πολυσύχναστοι δρόμοι της πόλης του λιμανιού της πρόσφεραν μια οικειότητα που την αποφόρτιζε από την ένταση της καθημερινότητας.
Μια Παρασκευή αποφάσισε να τον επισκεφτεί ξανά. Η νύχτα είχε πέσει, αλλά δεν ήταν αργά, αρκετά σκοτεινή όμως για να λάμπουν τα φώτα της πόλης σαν αστέρια πάνω στο νερό. Απόψε, αποφάσισε να περιπλανηθεί στη Φρεαττύδα, μια παραλία λίγο πιο πέρα από το κεντρικό λιμάνι, δίπλα σε μια μαρίνα με σκάφη.
Η παραλία ήταν ήσυχη, ενώ το απαλό κύμα που χτυπούσε την ακτή δημιουργούσε έναν χαλαρωτικό ρυθμό. Η Φάτα περπατούσε στην άμμο, με τις σκέψεις της να παρασύρονται από το καλοκαιρινό αεράκι, καθώς απολάμβανε τη μοναξιά. Ένιωθε γαλήνια μέχρι που άκουσε μια αχνή κραυγή για βοήθεια.
Ερχόταν από την άλλη άκρη της παραλίας, εκεί όπου τα φώτα του μοναδικού beach bar δεν έφταναν. Η καρδιά της χτύπησε πιο γρήγορα. Η φωνή ήταν αδύναμη, σχεδόν απελπισμένη. Η Φάτα αρχικά δίστασε αλλά, καθοδηγούμενη από μια μίξη περιέργειας και ειλικρινούς ενδιαφέροντος , κατευθύνθηκε προς τον ήχο.
Η πηγή των κραυγών την οδήγησε σε μια μικρή, σκοτεινή σπηλιά στην άκρη της παραλίας. Στάθηκε στην είσοδο, κοιτάζοντας μέσα στο απόλυτο σκοτάδι. «Είναι κανείς εκεί;», φώναξε, για να λάβει ως απάντηση έναν σιγανό αντίλαλο. Πριν όμως προλάβει να φωνάξει για δεύτερη φορά, άκουσε ξανά το απελπισμένο κάλεσμα.
"Βοηθήστε με," η φωνή ικέτευσε ξανά, πιο καθαρά τώρα, ερχόμενη από τα βάθη της σπηλιάς.
Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, η Φάτα μπήκε μέσα, με τα βήματά της να αντηχούν στους υγρούς τοίχους. Η σπηλιά ήταν στενή και σχετικά χαμηλή, ενώ ο αέρας, της άφηνε στα ρουθούνια μια μυρωδιά θαλασσινής αύρας αναμεμειγμένη με μούχλα. Έβγαλε το τηλέφωνό της και χρησιμοποίησε το φακό του για να την καθοδηγήσει. Το φως του, ίσα που διέλυε το σκοτάδι, αποκαλύπτοντας μόνο σκιές και κάποια αιχμηρά σημεία στους βράχους.
Καθώς προχωρούσε, οι κραυγές για βοήθεια γίνονταν πιο δυνατές και πιο επίμονες, ταράζοντας το μυαλό της και φέρνοντάς το σε μια άτυπη κόντρα με το σώμα της που προχωρούσε πιο βαθιά, αντί να γυρίσει πίσω τρέχοντας.
Η σπηλιά τώρα έστριβε και στρεφόταν, σαν λαβύρινθος σχεδιασμένος για να αποπροσανατολίσει. Το αίσθημα ανησυχίας της Φάτας μεγάλωνε με κάθε βήμα. «Πόσο μέσα έχω προχωρήσει άραγε; Λογικά βρίσκομαι κάτω από τον δρόμο, ίσως και κάτω από τα πρώτα παραλιακά σπίτια.», αναρωτήθηκε μέσα της αλλά συνέχισε αποφασισμένη να βρει την πηγή των κραυγών.
Ξαφνικά, βρέθηκε μπροστά σε κάτι που θύμιζε μικρή αίθουσα. Το φως από το τηλέφωνό της φώτισε μια φιγούρα κουλουριασμένη στη γωνία. Ήταν ένας άντρας, τα ρούχα του κουρελιασμένα και το πρόσωπό του αδύνατο. Κοίταξε προς το μέρος της με μεγάλα, τρομαγμένα μάτια. «Ποιος είναι εκεί;» ρώτησε ξέπνοα η φιγούρα.
Η Φάτα έτρεξε προς το μέρος του, αλλά καθώς πλησίαζε, παρατήρησε κάτι περίεργο. Το δέρμα του άντρα φαινόταν σχεδόν διάφανο, τα μάτια του κενά. «Χριστέ μου», σκέφτηκε από μέσα της, ενώ της ξέφυγε και ένα πνιχτό ουρλιαχτό τρόμου. «Τα μάτια του δεν είναι κενά, αλλά δύο άδειες κόγχες.» Πριν προλάβει να του πει ότι θα φέρει βοήθεια, το κρύο χέρι του άρπαξε τον καρπό της. «Είναι πολύ αργά για μένα,» ψιθύρισε με τραχιά φωνή. "Αλλά εσύ μπορείς ακόμα να φύγεις."
Ο πανικός την κυρίευσε. Προσπάθησε να τραβηχτεί μακριά, αλλά η λαβή του άντρα σφίχτηκε. «Ή και όχι», της είπε, με μια ξαφνική χαιρεκακία. «Μείνε μαζί μας εδώ ή έστω άσε μας κάτι δικό σου».
«Είσαι τρελός ;» ούρλιαξε η Φάτα, ενώ όταν ο φακός της φώτισε για τα καλά το πρόσωπο του άνδρα, μια αίσθηση απόλυτου τρόμου έκανε τα μηνίγγια της να χτυπήσουν. Ο άντρας την κοιτούσε με ένα ημίτρελο χαμόγελο με το στόμα του να χάσκει. Εκτός από μάτια, δεν είχε ούτε γλώσσα.
Χωρίς καν να το σκεφτεί, του κατέβασε το κινητό με δύναμη πάνω στο χέρι του που την κρατούσε. Η λαβή του χαλάρωσε και με ένα απότομο τράβηγμα κατάφερε να ελευθερωθεί.
Άρχισε να τρέχει προς την έξοδο, ελπίζοντας να μη χαθεί στις στροφές. Ξαφνικά, οι τοίχοι της σπηλιάς έμοιαζαν να κινούνται και να συστρέφονται, σαν να ζωντάνευαν.
«Άσε μας κάτι δικό σου», η φωνή του άνδρα αντήχησε ξανά, από μακριά αν και τώρα έμοιαζε να ακούγεται από παντού ταυτόχρονα.
Η Φάτα συνέχισε να τρέχει ασθμαίνοντας από την κούραση και την αδρεναλίνη. Η σπηλιά φαινόταν να εκτείνεται ατέλειωτα, το μονοπάτι να στρέφεται και να αλλάζει μπροστά στα μάτια της. Άκουσε ξανά την μυστήρια παράκληση, «άσε μας κάτι δικό σου» μόνο που τώρα ήταν τόσο ψιθυριστά, θαρρείς και η φωνή ήταν μέσα στο κεφάλι της.
Όταν πίστεψε πως δεν θα ξέφευγε ποτέ, είδε το αμυδρό φως της εισόδου μπροστά της. Με μια τελευταία έκρηξη ενέργειας, έτρεξε προς αυτό, βγαίνοντας στην δροσερή νυχτερινή ατμόσφαιρα.
Κατέρρευσε στην άμμο, αναπνέοντας βαριά, ενώ κοίταξε με ανακούφιση τα φώτα του beach bar. Κοίταξε πίσω προς τη σπηλιά, η είσοδός της τώρα δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια μικρή σκοτεινή είσοδος.
Γρήγορα συνειδητοποίησε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Ο αέρας γύρω της έμοιαζε διαφορετικός, πιο βαρύς. Κοίταξε τα χέρια της και συνειδητοποίησε ότι έτρεμαν ανεξέλεγκτα. Η όρασή της θόλωνε και ένιωσε μια παράξενη αίσθηση να την πλημμυρίζει, σαν να την τραβούσε πίσω προς τη σπηλιά.
Η Φάτα σηκώθηκε βιαστικά και κατευθύνθηκε προς τα φώτα του μπαρ της παραλίας, ελπίζοντας να βρει βοήθεια. Καθώς πλησίαζε, είδε ανθρώπους να την κοιτούν με ένα μείγμα σοκ και φόβου. Προσπάθησε να φωνάξει, αλλά η φωνή της βγήκε σαν βραχνή ψιθυριστή.
Κάποιοι πελάτες και ένα γκαρσόνι την πλησίασαν προσεκτικά. "Είσαι καλά;" ρώτησε ένας από αυτούς.
Η Φάτα προσπάθησε να εξηγήσει τι είχε συμβεί, αλλά οι λέξεις δεν έβγαιναν σωστά. Δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Ακατάληπτοι φθόγγοι έβγαιναν από το στόμα της.
Σηκώθηκαν και άλλοι από τα τραπέζια τους να δουν τι συμβαίνει. Κάποιος από το πλήθος την πλησίασε και άλλο, αλλά σταμάτησε απότομα με μια έκφραση τρόμου στο πρόσωπό του. Χωρίς να πει λέξη, γύρισε και άρχισε να τρέχει προς το μπαρ. Τον ακολούθησαν και οι άλλοι, ενώ μια γυναίκα έβγαλε μια στριγκλιά όταν το βλέμμα της συναντήθηκε με της Φάτα.
Συνέχισε να πηγαίνει προς το μέρος του μπαρ, προσπαθώντας μάταια να αρθρώσει μια έστω μια λέξη. Ξαφνικά, γύρισε και είδε το είδωλό της σε ένα μικρό διακοσμητικό καθρέφτη που είχε τοποθετηθεί σε ένα ξύλινο πάσσαλο. Είχε κάποια αυτοκόλλητα πάνω του, αλλά υπήρχε αρκετό τζάμι ακάλυπτο ώστε να δει το φριχτό θέαμα.
Δεν ήταν πλέον η Φάτα Μοργκάνα· ήταν κάτι άλλο εντελώς, μια διαστρεβλωμένη αντανάκλαση του παλιού της εαυτού. Το πρόσωπό της οστεωμένο και βρώμικο, τα μισά μαλλιά της έλειπαν όπως και τα περισσότερα δόντια της. Το δέρμα της ήταν γερασμένο και όπως τεντωνόταν πάνω στα οστά του κρανίου της, έλεγες πως θα σκιστεί από στιγμή σε στιγμή.
«Άσε μας κάτι δικό σου», άκουσε πάλι την φωνή να αντηχεί μέσα στο κεφάλι της.
Αλλαγμένη από το σκοτάδι που κρυβόταν μέσα στη σπηλιά της Φρεαττύδας, η Φάτα κάλυψε το πρόσωπό της και άρχισε να τρέχει μακριά από το beach bar. Μακριά από τα βλέμματα που την κοιτούσαν με τρόμο αλλά και αηδία.
Χωρίς να το καταλάβει, έτρεχε πάλι προς την σκοτεινή πλευρά της παραλίας που βρισκόταν η σπηλιά. Λίγο πριν φτάσει, σταμάτησε και έκατσε δίπλα σε ένα θάμνο. Χώθηκε όσο μέσα του γινόταν.
«Βοήθεια», φώναξε ξαφνικά εντελώς ασυναίσθητα. Κοίταξε πάλι τα χέρια της που τώρα έμοιαζαν γέρικα, σχεδόν μουμιοποιημένα.
«Βόηθεια».
Κάποιος θα την άκουγε. Κάποιος θα ερχόταν να την βοηθήσει.
«Βοήθεια».
Όπως και εκείνη άκουσε την κραυγή, ήλπιζε ότι και κάποιος άλλος θα ακούσει και θα πάει.
«Βοήθεια».
Ναι, σίγουρα κάποιος θα άκουγε.
«Βοήθεια».
Έλα, μαλάκα, πολύ ωραίο.
Τίτλους να βάζετε. Πάρε έναν χαριστικά: Κάτι από Μένα
Ξημέρωσε.
Α, τι ωραία που είναι!
Ήρθε η ώρα να κοιμηθώ.
Κι αν είμαι τυχερός,
θα με ξυπνήσουν μια Δευτέρα παρουσία κατά την θρησκεία.
Μα δεν ξέρω αν και τότε να σηκωθώ θελήσω.
Α, τι ωραία που είναι!
Ήρθε η ώρα να κοιμηθώ.
Κι αν είμαι τυχερός,
θα με ξυπνήσουν μια Δευτέρα παρουσία κατά την θρησκεία.
Μα δεν ξέρω αν και τότε να σηκωθώ θελήσω.
Re: Short Horror Stories - Phorum Edition
σιγα που ηταν ωραίο, σιγα μην εμπαινε η ναιδα σε σπηλια γιατι ακουσε καποιον να ζητάει βοήθεια. Ας ειχε βαλει φώτα και πλακάκια κατω αν ηθελε βοήθεια. Ασε που απο την αρχή φαινόταν οτι θα γινει μαλακια, το στόρι εννοω. Ο Νάνος ωραίος ομως.hellegennes έγραψε: 27 Ιουν 2024, 17:37 Έλα, μαλάκα, πολύ ωραίο.
Τίτλους να βάζετε. Πάρε έναν χαριστικά: Κάτι από Μένα
- hellegennes
- Δημοσιεύσεις: 45100
- Εγγραφή: 01 Απρ 2018, 00:17
Re: Short Horror Stories - Phorum Edition
Μου θύμισε το Χέρι της Μαϊμούς, του Τζέικομπς. Μάλιστα στο διήγημα του Τζέικομπς το ζευγάρι εύχεται για 200 λίρες.Dwarven Blacksmith έγραψε: 25 Ιουν 2024, 12:18Spoiler
Μέρος 1: Ένας Ασυνήθιστος Πελάτης
Η ώρα ήταν περασμένη και οι πελάτες στο φαρμακείο είχαν αραιώσει αισθητά. Ο Otto Weininger καθόταν σταυροπόδι, έχοντας ανοίξει μία εφημερίδα. Δεν ήταν όλες οι σελίδες το ίδιο. Κάποιες ήταν μάλλον αδιάφορες, και τις γύριζε αποφασιστικά. Σε άλλες επέμενε, μουρμουρίζοντας “προχωράμε…” και κουνώντας το κεφάλι σε επιδοκιμασία. Σκεπτικός, στάθηκε σε μια σελίδα που περιείχε μια μεγάλη φωτογραφία της Αφροδίτης Λατινοπούλου, η οποία δεν φαινόταν να ανήκει σε καμία από τις δύο ευδιάκριτες κατηγορίες.
Όταν σήκωσε το κεφάλι του (πόση ώρα είχε περάσει;) ένας άντρας στεκόταν στην άλλη πλευρά της διαχωριστικής τζαμαρίας. Η καρδιά του επιτάχυνε από τον αιφνιδιασμό και ο χρόνος σα να επιβράδυνε - μια ψευδαίσθηση, το δίχως άλλο. Τον ζύγισε. Ύψος 1.83, λευκό πρόσωπο γύρω στα τριάντα. Φορούσε μια βαριά μαύρη καπαρντίνα, με κοστούμι από μέσα - και γραβάτα, σημείωσε με κάποια ανακούφιση. Το σύνολο συμπληρωνόταν από εξίσου σκούρα γάντια και ένα καπέλο. Δυνητικά μεγάλη μυϊκή μάζα, πολλά μέρη να κρυφτεί κάποιο όπλο. Η αποκλιμάκωση δεν ήταν εγγυημένη. Δίπλωσε γρήγορα την εφημερίδα και ασυναίσθητα τα μάτια του πήγαν προς το δεύτερο συρτάρι.
Η αντίδραση του Otto φάνηκε να διασκεδάζει τον άνδρα - ή ίσως απλά αποφάσισε ότι ήταν ώρα να προχωρήσει στο προκείμενο, διότι στο πρόσωπο του σχηματίστηκε ένα ψυχρό χαμόγελο.
“Γειά σας, μήπως έχετε σουμπανοφίλη;”, ρώτησε. Ο λόγος του ήταν χαμηλόφωνος αλλά καθαρός, κρυστάλινος, χωρίς ίχνος οποιασδήποτε προφοράς.
Οι παλμοί του Otto ανέβηκαν κι άλλο. Αυτή ήταν η κωδική φράση για την αγγελία που είχε βάλει στο αποκρυφιστικό φόρουμ: “Μυστικιστικα αντικείμενα, ο δρόμος προς το όνειρο”. Τα αποτελέσματα μέχρι στιγμής ήταν μάλλον φτωχά. Το πιο εντυπωσιακό αντικείμενο που είχε συλλέξει μέχρι τώρα ήταν ένα πικάπ το οποίο έβγαζε τα κρυφά νοήματα από κάθε τραγούδι, δυναμώνοντας ξαφνικά στα πιο επίμαχα και προφητικά σημεία, αλλά χαράσσοντας τους δίσκους στην πορεία. Άλλα ήταν ξεκάθαρα απάτες, αλλά αν οι πωλητές φαίνονταν να πιστεύουν σε αυτά, καμια φορά τα αγόραζε - είναι σημαντικό να κρατάς διασυνδέσεις με κάποια πιο… εκκεντρικά άτομα.
Το άτομο που στεκόταν απέναντι του σίγουρα ικανοποιούσε τον ορισμό του εκκεντρικού.
“‘Χαίρετε, βεβαίως και έχουμε, αλλά είναι συνταγογραφούμενη. Θα πρέπει να μου δείξετε τη… συνταγή.”
Ο άνδρας πλάτυνε κι άλλο το χαμόγελο του, χωρίς αυτό να φτάσει στα μάτια του. Έβαλε το χέρι στην τσέπη και όταν το έβγαλε, κρατούσε ανάμεσα στα δάχτυλα του μαύρου γαντιού ένα μικρό αγαλματίδιο. Οι λεπτομέρειες είχαν φθαρεί από το χρόνο, αλλά το κάποτε λευκό, απροσδιόριστο υλικό σχημάτιζε έναν ελέφαντα που στην άκρη της προβοσκίδας του ισορροπούσε ένα ζάρι. Η βάση ήταν στρογγυλή και φαινόταν σα να έχει δυνατότητα περιστροφής. Κοιτώντας το ο Otto με τη μία αποφάσισε ότι είναι αυθεντικό. Έγνεψε στον άντρα να περάσει το διαχωριστικό και πήγαν στο πίσω δωμάτιο.
“Ενδιαφέρον, τι είναι, κάποιου είδους σύμβολο καλοτυχίας; Και πόσο το δίνεις;”, ρώτησε ο Όττο, προσπαθώντας να μην αφήσει τη λαχτάρα του να φανεί στη φωνή του.
“Κατα κάποιο τρόπο, ναι. Η τιμή του είναι 200 ευρώ” - ο Όττο ήδη έβγαλε το πορτοφόλι του, αλλά ο άντρας συνέχισε: “ εκτός φυσικά αν θέλεις και το ημερολόγιο.”
Ο άνδρας έβαλε το χέρι του σε μια άλλη τσέπη και έβγαλε ένα μικρό δερματόδετο τόμο. Ο Otto ήλπιζε να μην στάζει κυριολεκτικά σάλιο απ’ το στόμα του. “Περιέχει τις παρατηρήσεις του occult ερευνητή που το ανακάλυψε πρώτος. Θα απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις σου, καλύτερα από εμένα. Οφείλω να προειδοποιήσω βέβαια, κάποιες σελίδες δεν είναι σε καλή κατάσταση. Θα είναι δικό σου για…” ο άνδρας ανέφερε μια τιμή που στιγμιαία σόκαρε τον Otto. Αν και δεν του έλειπαν, με αυτά τα λεφτά θα μπορούσε να συμβάλλει σημαντικά στις υπόλοιπες συλλογές του. Το ξεπέρασε γρήγορα όμως. Δεν παίζουν με αυτά τα πράγματα, η πληροφορία είναι δύναμη. Τα χρήματα είναι απλώς χρήματα, μέσο για ένα σκοπό. Για την ακρίβεια, δεν μπορούσε ούτε να ρισκάρει ο άνδρας να φύγει και να το δώσει κάπου αλλού. Παρότι δεν υπήρχαν τόσα μετρητά διαθέσιμα, Otto έβγαλε το ρολόι του, καθώς και 2 άλλα που ήταν προσεκτικά κρυμμένα στο φαρμακείο για τέτοιες περιπτώσεις.
“Πιστεύω αυτά μας καλύπτουν”. Ο άνδρας ακούμπησε το ημερολόγιο και το αγαλματίδιο στον πάγκο, πήρε τα ρολόγια, τα σήκωσε στο ύψος του ματιού του και χαμογέλασε ξανά. “Ω ναι. Χάρηκα για τη συναλλαγή.”. Αυτή τη φορά το χαμόγελο του ήταν ειλικρινές, και στιγμιαία ο Otto αναρωτήθηκε αν έκανε τη σωστή επιλογή.
Ο άνδρας έφυγε, αρνούμενος να δώσει κάποιο όνομα και ο Όττο αμέσως γύρισε την ταμπελίτσα στο ΚΛΕΙΣΤΟ. Ένιωσε ότι έπρεπε να βάλει όλες του τις δυνάμεις για να μην αρπάξει το αγαλματίδιο εδώ και τώρα. Αλλά θα το έκανε σωστά. Το έπιασε με μία πετσέτα, το τύλιξε με μια δεύτερη και το έβαλε σε ένα συρτάρι - με κλειδί φυσικά. Πρώτα θα διάβαζε πολύ προσεκτικά το ημερολόγιο.
Μέρος 2: Ο Ερευνητής
Τις επόμενες μέρες, ο Otto κοιμόταν και ξυπνούσε με μοναδικό του μέλημα πότε θα ξεκλέψει λίγο χρόνο να ασχοληθεί με την ανάγνωση του μικρού τόμου. Ο ερευνητής, όπως αποδείχθηκε, ήταν με την ευρεία έννοια συνάδελφος. Υπέγραφε μόνο ως Μαρτίνος. Αλχημιστής και θεραπευτής, είχε λάβει το αγαλματίδιο ως πληρωμή από μια απελπισμένη μητέρα που είχε ήδη χάσει τις δύο κόρες της - καταδικασμένες για μαγεία - και της οποίας ο μοναδικός γιός ήταν σοβαρά άρρωστος.
Ο Μαρτίνος περιέγραφε αναλυτικά το αγαλματίδιο, περιλαμβάνοντας πολλές λεπτομέρειες που πλέον μόνο αμυδρά φαίνονταν. Η βάση πράγματι περιστρεφόταν, με την προβοσκίδα να δείχνει προς διαφορετικά σύμβολα. Στην αριστερή μεριά είχε το σύμβολο μιας βδέλλας. Στη δεξιά, έναν ήλιο. Όταν το άγγιξε ένιωσε μια σύνδεση, σα να είναι πλέον μέρος του. Αρχικά το άφησε για κάποιες μέρες στον ήλιο, ωστόσο δεν συνέβη τίποτα. Μετά το γύρισε στη βδέλλα. Την επόμενη μέρα ο βοηθός του είχε εξαφανιστεί, παίρνοντας μαζί του μέρος του ακριβού εξοπλισμού του. Ο Μαρτίνος γύρισε το αγαλματίδιο προς τον ήλιο, και ένας επισκεπτόμενος ευγενής προσφέρθηκε να χρηματοδοτήσει την ανακαίνιση του εργαστηρίου, σε αντάλλαγμα για τη θεραπεία του, η οποία ήταν επιτυχής και γρήγορη. Ανακάλυψε ότι εκτός από την κατεύθυνση της περιστροφής έπαιζε ρόλο και η απόσταση, δεν χρειαζόταν δηλαδή να το γυρίζει κάθε φορά στο τέρμα, αλλά με μικρές κινήσεις μπορούσε να ρυθμίζει με ακρίβεια την ισχύ του. Η συσκευή δεν έδινε καλή τύχη από το πουθενά, αλλά απαιτούσε πρώτα μια προκαταβολή κακοτυχίας. Ο Μαρτίνος το ονόμασε Συσσωρευτή Εύνοιας.
Οι επόμενες σελίδες είχαν ενδιαφέρον και ο Όττο τις ρούφαγε με ελάχιστα διαλείμματα. Ο Μαρτίνος έχοντας μάθει πλέον το μηχανισμό, προτιμούσε να εναλλάσει πολλές μέρες μικρής κακοτυχίας με ώρες μεγάλης καλής τύχης. Ωστόσο παρότι τα πλούτη του και η φήμη του μεγάλωναν, ο τόνος του μέσα από τις σελίδες γινόταν όλο και πιο κακοδιάθετος και κυνικός. Ο Μαρτίνος περνούσε τις άτυχες μέρες του κλεισμένος μέσα στο εργαστήριο, περιμένοντας το αναπόφευκτο κοπάνημα του δαχτύλου του ποδιού του σε κάποιο έπιπλο, ή υποφέροντας από λόξυγγα. Οι αναποδιές αυτές ήταν αστείες, μα για τον ίδιο σα να έβλεπε τον κόσμο μέσα από ένα γκρι φίλτρο, περιμένοντας την επόμενη αναλαμπή. Την ίδια στιγμή όμως, αδυνατούσε να φανταστει τη ζωή του ξανά έρμαιο της απόλυτης τυχαιότητας. Μια μέρα καλοτυχίας του όμως γνώρισε την Έλενα, μια πανέμορφη κοπέλα που ήθελε να γίνει βοηθός του, και η οποία γρήγορα τον ερωτεύτηκε, και εκείνος αυτή.
Ο Μαρτίνος πλέον περίμενε τις καλότυχες μέρες του με μεγάλη ανυπομονησία, ενώ οι κακότυχες εξελίχθηκαν σε μια απάνθρωπη φυλακή. Γινόταν όλο και πιο παρανοϊκός, αρνούμενος ακόμα και να φάει, φοβούμενος ένα πιθανό πνίξιμο που θα έκοβε το νήμα της ζωής του. Η Έλενα ανησυχούσε πολύ γι αυτόν και μια μέρα προσπάθησε κλαίγοντας να τον πείσει ότι πρέπει να ξεφορτωθεί το αγαλματίδιο. Ο Μαρτίνος άρχισε πλέον να ανησυχεί ότι μπορεί να το πετάξει κρυφά την ώρα που κοιμάται. Άρχισε να κοιμάται λιγότερο, και οι επόμενες σελίδες ήταν κακογραμμένες, σχισμένες, έβγαζαν όλο και λιγότερο νόημα.
Η τελευταία σελίδα είχε μόνο ένα σκίτσο. Η μορφή μιας όμορφης γυναίκας τραβούσε από το χέρι έναν ισχνό, αξύριστο άντρα. Ο άντρας διέσχιζε το κατώφλι μιας πόρτας προς τα έξω, κοιτώντας τον κόσμο με θαυμασμό σα να τον βλέπει μετά από καιρό. Η γυναίκα είχε φτερά αγγέλου και με το άλλο χέρι κρατούσε την ελαφρώς φουσκωμένη κοιλιά της. Ο Otto χρειάστηκε να πάρει μια βαθιά ανάσα για να επεξεργαστεί τα συναισθήματα του. Τι είχε συμβεί ακριβώς; Κατάφερε η Έλενα να πετάξει το αγαλματίδιο; Ή μήπως ο Μαρτίνος τη σκότωσε σε μια στιγμή παράνοιας; Τα μάτια του Otto περιπλανήθηκαν αργά προς το συρτάρι όπου ήταν κλειδωμένο το επίμαχο αντικείμενο. Αναρωτήθηκε για λίγο αν η πιο σωστή κίνηση ήταν να το πετάξει επιτόπου.
Μέρος 3: Το Σχέδιο
Ο Otto συνέχισε τη ρουτίνα του όπως πριν, σκεφτόταν όμως συνεχώς την ιστορία του μεγάλου ερευνητή. Θα κατάφερνε μήπως έτσι κι αλλιώς όσα είχε καταφέρει κι ακόμα περισσότερα, χωρίς το Συσσωρευτή; Θα γνώριζε ποτέ την Έλενα; Μη μπορώντας να απαντήσει σε αυτά τα ερωτήματα, το μυαλό του Otto στράφηκε προς μια άλλη κατεύθυνση. Ο Μαρτίνος, είτε από την πίστη του είτε από παράλειψη, δεν αναλογίστηκε ποτέ την πιθανότητα ο Συσσωρευτής να λειτουργούσε σε διαφορετικά άτομα, κάνοντας άτυχο το ένα και στη συνέχεια τυχερό κάποιο άλλο. Ο Otto ένιωσε λίγο ένοχος που το σκέφτηκε. Ωστόσο…ποιος λέει ότι πρέπει να είναι άτομα; Ίσως οποιοσδήποτε ζωντανός οργανισμός μπορεί να δεθεί με το Συσσωρευτή.
Με αυτό το συλλογισμό, ο Otto αγόρασε ένα ινδικό χοιρίδιο. “Οι συγγενείς του πολύ πιθανόν να συμμετέχουν ήδη σε κάποιο πολύ χειρότερο πείραμα.”, σκέφτηκε. Πήρε το αγαλματίδιο, και πιάνοντας το ακόμα με την ίδια πετσέτα που το είχε τυλίξει αρχικά, το άφησε στο μικρό κλουβί του, γυρισμένο τέρμα στη βδέλλα. Το χοιρίδιο άγγιξε με τη μύτη του το αντικείμενο, και έκανε πίσω τρομαγμένο. Τις επόμενες μέρες το παρακολουθούσε, αλλά δεν κατάφερε να διακρίνει κάτι ιδιαίτερο στη συμπεριφορά του. Μετάνιωσε που δεν είχε πάρει ένα δεύτερο, ως μέτρο σύγκρισης. Παρ’ όλα αυτά το επόμενο Σάββατο κανόνισε να πάει στο καζίνο. Θα έπαιζε ένα ορισμένο ποσό, δέκα χιλιάδες ευρώ, και ό,τι γίνει.
Το Σάββατο το πρωί, το χοιρίδιο ήταν ορατά εκνευρισμένο και επιθετικό. Όταν ο Otto έβαλε το χέρι του να πιάσει το αγαλματίδιο, τον δάγκωσε χωρίς δισταγμό. Ο Otto κουνούσε το χέρι του πέρα-δώθε πανικόβλητος, αλλά το χοιρίδιο ήταν γατζωμένο σα να εξαρτάται απ’ αυτό η ζωή του. Τελικώς ο Otto άρχισε να το κοπανάει στον πάγκο, και στη συνέχεια να κλείνει ένα ντουλάπι στο σώμα του μικρού τρωκτικού. Αίματα και των δύο είχαν γεμίσει τη διαχωριστική τζαμαρία του φαρμακείου. Ακόμα και όταν ξεψύχησε, τα δόντια του παρέμειναν καρφωμένα στο χέρι του Otto. Ξέροντας ότι τουλάχιστον δεν έχει λύσσα ή κάτι επικίνδυνο, ο Otto έπεσε στο πάτωμα προσπαθώντας να συνέλθει, με την καρδιά του ακόμα να χτυπά δυνατά. Βρήκε τρέμοντας ένα ταναλάκι και επιτέλους ελευθέρωσε το χέρι του από το δάγκωμα.
Εκείνη τη στιγμή, άκουσε το κουδουνάκι της πόρτας του φαρμακείου. Η αίσθηση του έλεγε ότι δεν θα μπορούσε να είναι κανείς άλλος παρά ο μυστηριώδης άνδρας που του πούλησε αρχικά το αγαλματίδιο. Προσπάθησε να σταθεί όρθιος και να δει, αλλά έτρεμε τόσο πολύ που γλίστρησε πάλι στα αίματα και ξανάπεσε στο πάτωμα. Ο άνδρας πέρασε το διαχωριστικό, που είχε μείνει ανοιχτό. Αυτό που μπήκε όμως στο οπτικό του πεδίο τελικά δεν ήταν άνδρας. Ήταν μια μορφή εκτός αυτού του κόσμου, ευγενική, αρχοντική, υπομονετική αλλά ταυτόχρονα σκληρή, αδίστακτη. Το δέρμα του άλλοτε κόκκινο και άλλο αστραφτερό λευκό, αναλόγως… ποιος ξέρει τι.
Ο Otto έδιωξε αυτές τις σκέψεις και αναζήτησε με το βλέμμα του το Συσσωρευτή, τη μόνη του ελπίδα. Κατά σύμπτωση ήταν πεσμένος ακριβώς δίπλα του. Τον έπιασε γρήγορα, νιώθοντας τη σύνδεση, και αμέσως τον γύρισε στον ήλιο. Το πλάσμα άνοιξε διάπλατα τα μάτια του, έκανε ένα βήμα προς τα πίσω και… άρχισε να γελάει. “Otto, Otto, Otto… τι ακριβώς νομίζεις ότι κρατάς;”. Το αγαλματίδιο στα χέρια του Otto διαλύθηκε σε σκόνη, λίγη από την οποία κόλλησε στο ματωμένα του δάχτυλα, αλλά η περισσότερη κύλησε στο πάτωμα. Το πλάσμα τώρα τον κοιτούσε με… οίκτο; “Δεν υπάρχουν μαγικά αντικείμενα Otto. Μόνο Συμφωνίες, αυτοί που τις προσφέρουν, και οι θνητοί που είναι αρκετά απελπισμένοι ή αφελείς για να τις δεχτούν. Το αντικείμενο αυτό ήταν απλά μια συντόμευση, ένα πακέτο όρων. Των οποίων προσπαθώντας να προσπεράσεις το γράμμα, παραβίασες το πνεύμα. Αλλά για αυτό βρίσκομαι εδώ.” Η καρδιά του Otto βούλιαξε, σίγουρος πια για το τέλος του. “Ω, μη φοβάσαι Otto, δεν θα σε τιμωρούσα για κάτι που δεν ήξερες. Δεν θα ήταν σωστό.” Το πλάσμα πήρε μια πληγωμένη έκφραση. “Αλλά κέρδισες την προσοχή μου.”, είπε με ένα ήρεμο πλέον αλλά παιχνιδιάρικο βλέμμα. “Σου έχω μια Συμφωνία που είχε καιρό να προσφερθεί. Τόσο καιρό που θα πρέπει να κάνουμε μερικές τροποποιήσεις…”.
Ξημέρωσε.
Α, τι ωραία που είναι!
Ήρθε η ώρα να κοιμηθώ.
Κι αν είμαι τυχερός,
θα με ξυπνήσουν μια Δευτέρα παρουσία κατά την θρησκεία.
Μα δεν ξέρω αν και τότε να σηκωθώ θελήσω.
Α, τι ωραία που είναι!
Ήρθε η ώρα να κοιμηθώ.
Κι αν είμαι τυχερός,
θα με ξυπνήσουν μια Δευτέρα παρουσία κατά την θρησκεία.
Μα δεν ξέρω αν και τότε να σηκωθώ θελήσω.
- hellegennes
- Δημοσιεύσεις: 45100
- Εγγραφή: 01 Απρ 2018, 00:17
Re: Short Horror Stories - Phorum Edition
Εμένα μού άρεσε περισσότερο από το Φαουστιανό του Νάνου. Του Νάνου είναι περισσότερο νεοβικτωριανό το στυλ με μιας εσάνς χόρορ νουάρ, του Ότο είναι της σχολής του Weird Tales, του αμερικανικού ύφους του πρώτου μισού του 20ου αιώνα.enaon έγραψε: 27 Ιουν 2024, 17:48σιγα που ηταν ωραίο, σιγα μην εμπαινε η ναιδα σε σπηλια γιατι ακουσε καποιον να ζητάει βοήθεια. Ας ειχε βαλει φώτα και πλακάκια κατω αν ηθελε βοήθεια. Ασε που απο την αρχή φαινόταν οτι θα γινει μαλακια, το στόρι εννοω. Ο Νάνος ωραίος ομως.hellegennes έγραψε: 27 Ιουν 2024, 17:37 Έλα, μαλάκα, πολύ ωραίο.
Τίτλους να βάζετε. Πάρε έναν χαριστικά: Κάτι από Μένα
Ξημέρωσε.
Α, τι ωραία που είναι!
Ήρθε η ώρα να κοιμηθώ.
Κι αν είμαι τυχερός,
θα με ξυπνήσουν μια Δευτέρα παρουσία κατά την θρησκεία.
Μα δεν ξέρω αν και τότε να σηκωθώ θελήσω.
Α, τι ωραία που είναι!
Ήρθε η ώρα να κοιμηθώ.
Κι αν είμαι τυχερός,
θα με ξυπνήσουν μια Δευτέρα παρουσία κατά την θρησκεία.
Μα δεν ξέρω αν και τότε να σηκωθώ θελήσω.
- Fata_Morgana
- Δημοσιεύσεις: 5922
- Εγγραφή: 15 Οκτ 2023, 22:11
Re: Short Horror Stories - Phorum Edition
Θα κάνω και εγώ μια προσπάθεια
Μόλις είχε φύγει από το σπιτι της συνάντησης και προχωρούσε για το σπίτι. Μια ησυχία επικρατούσε στον δρόμο. Μαζεύτηκαν όλοι σπίτια τους νωρίς σκέφτηκε. Ανέβαινε τη Διός και σκεπτόταν τις συζητήσεις που έγιναν με τους άλλους . Δεν τα λένε και άσχημα σκέφτηκε. Πλέον η νέα τάξη πραγμάτων αυτά ζητάει. Πως να κάνουμε πίσω;
Καθώς έστριψε στη γωνία είδε φευγαλέα με το μάτι του μια σκιά. Γύρισε απότομα νομίζοντας ότι κάποιος τον ακολουθεί αλλά δεν είδε κανένα. Ένιωσε όμως έντονα την αίσθηση στη πλάτη του ότι κάποιος είναι πίσω του. Κανένα αεράκι θα είναι σκέφτηκε και συνέχισε. Η αίσθηση ότι κάποιος είναι πίσω του παρέμενε.
Όπως την είχε αισθανθεί και παιδί Ένα βράδυ που επέστρεφε από το μπάσκετ. Σχεδόν αισθανόταν κάτι να τον τραβάει χωρίς να υπάρχει κανείς πίσω του. Πάλευε να ξεφύγει. Τα είπε όλα στους γονείς του αλλά κανείς δεν τον πίστευε. Θεώρησαν ήταν μια ιστορία από το παιδικό μυαλό του. Μόνο η γιαγιά του με τα γκρίζα μάτια της, τον κοιτούσε βαθιά στα μάτια και του έγνεφε. Τον σταύρωνε και του έλεγε
"Οττάκο έχεις αγνή ψυχή. Φυλαξέ τη καλά, θα τη γυρέψουν".
Άκουσε ένα θόρυβο και πετάχτηκε στον αέρα. Ήταν ένα καπάκι που έπεσε από τον άνεμο. Γέλασε με τον εαυτό του.
Έφτασε στη πολυκατοικία του. Παλιά και αφημένη στη τύχη της. Αρχοντική όμως,με μαρμάρινα σκαλιά και με θέση που κάποτε βρισκόταν ένας θυρωρός. Το ασανσέρ εκτός λειτουργίας πάλι. Ξεκίνησε να ανεβαίνει από τις σκάλες. Η ίδια αίσθηση ότι κάτι πάει να τον ακουμπήσει στη πλάτη του. Άρχισε να τρέχει να ανέβει τις σκάλες, το φως έσβησε ξαφνικά. Πάγωσε στη θέση του. Η αίσθηση του κάποιος είναι πίσω μου πιο έντονη από ποτέ. Πάλευε να βρει στο κινητό το φακό. Μόλις άναψε τον φακό έψαξε να βρει το διακόπτη στον τοίχο,σήκωσε το φως ψηλά και βλέπει μια μορφή σαν αυτές που έβλεπε στον ύπνο του και πάλευε να ξυπνήσει. Μια γυναίκα με μαύρα μακριά μαλλιά να αιωρείται, με πρόσωπο αυλακωμένο ,χωρίς δόντια και μακριά γλώσσα. Κατευθυνόταν προς τα πάνω του να τον αρπάξει με τα μακριά δάχτυλα. Φώναξε από φοβο και ξεκίνησε να λέει προσευχή, βρήκε το φως στον τοίχο και το άνοιξε. Δεν υπήρχε τίποτα μπροστά του. Προσπαθούσε να συνέλθει. Προσπαθούσε να καταλάβει τι συνέβαινε. Ακούνπησε τη πλάτη του στον τοίχο να νιώσει ασφαλής. Πατούσε συνεχώς τον διακόπτη να μη σβήσει το φως. Πήρε τον φίλο του τηλ. "under, μου συνέβη κάτι περίεργο " δεν πρόλαβε να του εξηγήσει και άκουγε ένα σύρσιμο στα σκαλιά. Κάτι να ανεβαίνει. Φώναξε "είναι κανείς εκεί" δεν πήρε απάντηση. Τα γόνατά του ήθελαν να λυγίσουν. Το σύρσιμο γινόταν όλο και πιο έντονο. ...Στο μυαλό του ερχόταν η φράση της γιαγιάς του.
"Φύλαξε τη ψυχή σου, θα τη γυρέψουν"
Μόλις είχε φύγει από το σπιτι της συνάντησης και προχωρούσε για το σπίτι. Μια ησυχία επικρατούσε στον δρόμο. Μαζεύτηκαν όλοι σπίτια τους νωρίς σκέφτηκε. Ανέβαινε τη Διός και σκεπτόταν τις συζητήσεις που έγιναν με τους άλλους . Δεν τα λένε και άσχημα σκέφτηκε. Πλέον η νέα τάξη πραγμάτων αυτά ζητάει. Πως να κάνουμε πίσω;
Καθώς έστριψε στη γωνία είδε φευγαλέα με το μάτι του μια σκιά. Γύρισε απότομα νομίζοντας ότι κάποιος τον ακολουθεί αλλά δεν είδε κανένα. Ένιωσε όμως έντονα την αίσθηση στη πλάτη του ότι κάποιος είναι πίσω του. Κανένα αεράκι θα είναι σκέφτηκε και συνέχισε. Η αίσθηση ότι κάποιος είναι πίσω του παρέμενε.
Όπως την είχε αισθανθεί και παιδί Ένα βράδυ που επέστρεφε από το μπάσκετ. Σχεδόν αισθανόταν κάτι να τον τραβάει χωρίς να υπάρχει κανείς πίσω του. Πάλευε να ξεφύγει. Τα είπε όλα στους γονείς του αλλά κανείς δεν τον πίστευε. Θεώρησαν ήταν μια ιστορία από το παιδικό μυαλό του. Μόνο η γιαγιά του με τα γκρίζα μάτια της, τον κοιτούσε βαθιά στα μάτια και του έγνεφε. Τον σταύρωνε και του έλεγε
"Οττάκο έχεις αγνή ψυχή. Φυλαξέ τη καλά, θα τη γυρέψουν".
Άκουσε ένα θόρυβο και πετάχτηκε στον αέρα. Ήταν ένα καπάκι που έπεσε από τον άνεμο. Γέλασε με τον εαυτό του.
Έφτασε στη πολυκατοικία του. Παλιά και αφημένη στη τύχη της. Αρχοντική όμως,με μαρμάρινα σκαλιά και με θέση που κάποτε βρισκόταν ένας θυρωρός. Το ασανσέρ εκτός λειτουργίας πάλι. Ξεκίνησε να ανεβαίνει από τις σκάλες. Η ίδια αίσθηση ότι κάτι πάει να τον ακουμπήσει στη πλάτη του. Άρχισε να τρέχει να ανέβει τις σκάλες, το φως έσβησε ξαφνικά. Πάγωσε στη θέση του. Η αίσθηση του κάποιος είναι πίσω μου πιο έντονη από ποτέ. Πάλευε να βρει στο κινητό το φακό. Μόλις άναψε τον φακό έψαξε να βρει το διακόπτη στον τοίχο,σήκωσε το φως ψηλά και βλέπει μια μορφή σαν αυτές που έβλεπε στον ύπνο του και πάλευε να ξυπνήσει. Μια γυναίκα με μαύρα μακριά μαλλιά να αιωρείται, με πρόσωπο αυλακωμένο ,χωρίς δόντια και μακριά γλώσσα. Κατευθυνόταν προς τα πάνω του να τον αρπάξει με τα μακριά δάχτυλα. Φώναξε από φοβο και ξεκίνησε να λέει προσευχή, βρήκε το φως στον τοίχο και το άνοιξε. Δεν υπήρχε τίποτα μπροστά του. Προσπαθούσε να συνέλθει. Προσπαθούσε να καταλάβει τι συνέβαινε. Ακούνπησε τη πλάτη του στον τοίχο να νιώσει ασφαλής. Πατούσε συνεχώς τον διακόπτη να μη σβήσει το φως. Πήρε τον φίλο του τηλ. "under, μου συνέβη κάτι περίεργο " δεν πρόλαβε να του εξηγήσει και άκουγε ένα σύρσιμο στα σκαλιά. Κάτι να ανεβαίνει. Φώναξε "είναι κανείς εκεί" δεν πήρε απάντηση. Τα γόνατά του ήθελαν να λυγίσουν. Το σύρσιμο γινόταν όλο και πιο έντονο. ...Στο μυαλό του ερχόταν η φράση της γιαγιάς του.
"Φύλαξε τη ψυχή σου, θα τη γυρέψουν"
Re: Short Horror Stories - Phorum Edition
Πάντως είναι ωραίο όνομα για τσόντα, τύπε... Σάρα Κρίσταλ...enaon έγραψε: 27 Ιουν 2024, 17:05 βρε πρετεντέρη, τι σαρα κρίσταλ και πόσο με πληγωσες, φόρουμ εντιτιον λεει το νημα![]()
Θα έκανε ωραίο ζευγάρι με τον Τζον Χόστον.
Dein Herz, meine Gier
Ab jetzt gehörst du nur mir
Ab jetzt gehörst du nur mir
- Fata_Morgana
- Δημοσιεύσεις: 5922
- Εγγραφή: 15 Οκτ 2023, 22:11
Re: Short Horror Stories - Phorum Edition
Έλα διαβάστε και τη δικιά μου
Πέρασαν 21 λεπτα και κανείς δεν είπε ιιιιιι σκιάχτηκα.
-
- Παραπλήσια Θέματα
- Απαντήσεις
- Προβολές
- Τελευταία δημοσίευση
-
- 3 Απαντήσεις
- 780 Προβολές
-
Τελευταία δημοσίευση από zteo
-
- 2 Απαντήσεις
- 137 Προβολές
-
Τελευταία δημοσίευση από southern
-
- 9 Απαντήσεις
- 446 Προβολές
-
Τελευταία δημοσίευση από τα ριχνω μέσα
-
- 7 Απαντήσεις
- 274 Προβολές
-
Τελευταία δημοσίευση από Aitwlos