Για κοιτάξτε τώρα ένα παράξενο πράγμα, την Κυριακή του Αγίου Δημητρίου, μια ψυχή από σάς, -είναι εδώ,- δε λέω άνδρας γυναίκα, λέω μόνο μια ψυχή, μετά τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων, είδε λοιπόν γύρω μας, εδώ μέσα στο ναό, να παρευρίσκονται, -η ψυχή εννοεί,- όχι τα μάτια, όχι τα σωματικά μάτια, η ψυχή ένοιωσε την ώρα που έλεγε την ευχή και είχε κλειστά τα μάτια, ότι γέμισε από τους Αποστόλους, τον Πέτρο, τον Παύλο, τον Ιωάννη, τον Ιάκωβο, τον Ανδρέα και άλλους.
Επίσης τον Άγιο Νεκτάριο, τον Άγιο Νικόλαο, τον Άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο, τον Μέγα Βασίλειο, τον Άγιο Χαράλαμπο, και άλλους πολλούς. Επίσης τον Άγιο Γεώργιο, πρώτα βέβαια τον Άγιο Δημήτριο, ήταν και του Αγίου Δημητρίου, τον Άγιο Στέφανο, τον Άγιο Μηνά, τον Άγιο Αρτέμιο και άλλους …
Εκατομμύρια μαρτύρους, μαζί με την Αγία Βαρβάρα, την Αγία Αικατερίνη την Αγία Παρασκευή, την Αγία Ειρήνη και άλλους και άλλους και άλλους …
Επίσης αισθάνθηκε και ολόκληρον τον αόρατο κόσμο, των αγγέλων και αρχαγγέλων, Χερουβείμ και Σεραφείμ, Θρόνων και Κυριοτήτων, και πάνω από όλους την Υπεραγία Θεοτόκο.
Εκείνη τη στιγμή, είδε να φεύγουν από δω μπροστά, κάτι παιδάκια, τα οποία τα αναγνώρισε γιατί ήταν εδώ καθισμένα, Ήταν η Λυδία της Ξένιας, ήταν ο Στέφανος ο δικός μου και ο Μηνάς, ήταν ο Μιχαλάκης του κυρίου Κώστα, και της Θυμίας, ήταν ο Τιμόθεος του κυρίου Λευτέρη, ήταν η Δήμητρα, -πού είναι η Δήμητρα;- , ήταν η Γεωργία της κυρίας Νίκης, ήταν μια Μαρία και άλλοι.
Τα οποία φύγαν όλα μαζί άνοιξε ο χώρος των ανδρών, εν μέσω των αποστόλων πήγαν στο θρόνο του Κυρίου, όπου εκάθητο ο Κύριος και έπεσαν στην αγκαλιά Του.
Τα παιδιά έπεσαν στην αγκαλιά Του, τα παιδάκια, τα άκακα, κάτω από δύο χρονών,
Δε θα θυμώνετε…
Αχ χριστιανοί μου πόσο θάθελα όλοι και εμείς, και σείς και μείς οι λειτουργοί του Υψίστου που σήμερα είμαστε τρείς, ο πατήρ Παναγιώτης, ο πατήρ Αντώνιος και εγώ ο βρωμερός, και ο καθένας χωριστά, να ένοιωθε, να ζήσει, να ζούσε, να βίωνε, με τρόπο καθαρά πνευματικό και ακατάλυπτο – ΟΧΙ ΜΕ ΤΟ ΜΥΑΛΟ – όχι με το νού, όχι με φαντασίες, όχι με ψευδοφάνιες,
όχι με ψευδοκαταστάσεις και ανατριχιάσματα, όχι, αλλά με ουράνια θεωρία, να μπορεί να βλέπει με τα μάτια της ψυχής του, την καρδιά του, να ακουμπά, στο θεανθρώπινο στήθος του Κυρίου μας, εδώ.
βλέπει με τα μάτια της ψυχής του, την καρδιά του, να ακουμπά, στο θεανθρώπινο στήθος του Κυρίου μας, εδώ.
Και στη συνέχεια να καταφιλά, όπως εκείνα τα παιδάκια, που ακουμπούσαν στο στήθος Του, πώς όλα μαζί δεν ξέρω, και ύστερα άρχισαν να του φιλούν τα χεράκια και τα πόδια τα πανάχραντα του Κυρίου,
να μπορούσαμε και μείς νοερά, να το κάνομε αυτό όπως τόκανε στην πραγματικότητα και ο Μέγας Παϊσιος.
Θα αισθανόμασταν τότε ανέκφραστη μακαριότητα, "τι ευτυχία Θεέ μου" θα λέγαμε,
Δεν τα βιώνουμε όμως …
Να γιατί εκκλησιαζόμεθα, να γιατί εκκλησιαζόμαστε, Φύγαν όλοι οι νεαροί στην ηλικία των 14, 15, 16,
Τι πάς εκκλησία, αφού δε καταλαβαίνεις, πώς θα καταλάβει το ξερό σου το κεφάλι;
Αφού δε προσεύχεσαι.
Αφού σε όλη τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας, δε λές Χριστέ μου ελέησέ με, βοήθησέ με το σκοτισμένο μου μυαλό!
Σάμπως το λένε οι γονείς για τα παιδιά;