Chainis έγραψε: 04 Σεπ 2019, 18:28
Οι 4.000 Άγγλοι που ήρθαν και υπήρχαν πριν τα Δεκεμβριανά και ήταν σκορπισμένοι σε όλη την Ελλάδα δεν ήταν πρόβλημα για τον ΕΛΑΣ, μπορούσε να τους αντιμετωπίσει.
Ο αρχικός δισταγμός των πρώτων ημερών είχε να κάνει με τον Β ΠΠ και την συμμαχία με την ΕΣΣΔ και το ότι διπλωματικά ήταν λεπτό ζήτημα.
Αυτό που δεν περίμεναν ήταν όλοι οι άλλοι που ήρθαν μετά κατά την διάρκεια και από αυτούς έχασε.
Οι αστοί πολιτικοί θα δίωκαν τους συνεργάτες των Γερμανών και μόνον αυτούς, όχι όλους τους αντικομουνιστές συλλήβδην όπως ήθελε το ΚΚΕ και εν μέρη το έκανε.
Δεν το ολοκλήρωσε λόγω της ανταρσίας του ΚΚΕ τον Δεκέμβρη όπου υποχρεώθηκε να τους δώσει όπλα για να το αντιμετωπίσει.
Προφανώς έκανε λάθος εκτιμήσεις το ΚΚΕ σε στρατηγικά ζητήματα, αν δεν είχε κάνει το 45 θα ήταν εξουσία.
Προφανώς δεν ήταν πρόβλημα και προφανώς ο ΕΛΑΣ αν ήθελε έμπαινε στην Αθήνα πριν προλάβον οι Αγγλοι να αποβιβάσουν στρατό. Οσον αφορά για τα υπόλοιπα...
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE ... E%BB%CE%AC
[...]Το τέλος της κατοχής και η τιμωρία των δωσιλόγων
[...] ποτέ άλλοτε δεν υπήρχε μια τόσο λεπτή γραμμή ανάμεσα στο αίτημα για εκδίκηση και την έκκληση για δικαιοσύνη, ανάμεσα στην αναρχία και τον νόμο [...]
Σχόλιο του Πολωνού θεωρητικού του θεάτρου Γιαν Κοτ για το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου.[34]
Το Νοέμβριο του 1943 εκδόθηκε στη Μόσχα μία δήλωση των Ρούσβελτ, Τσώρτσιλ και Στάλιν «περί ωμοτήτων» για τη μελλοντική εκδίκαση κατηγοριών εις βάρος Γερμανών για εγκλήματα πολέμου από τους πληγέντες λαούς, που αποτέλεσε τη βάση για την καταδίκη επίσης των συνεργατών των δυνάμεων του Άξονα στις κατακτημένες χώρες.[35] Στο πνεύμα αυτό η εξόριστη κυβέρνηση του Καΐρου ανακοίνωσε τη στέρηση της ελληνικής ιθαγένειας από τα μέλη των δωσιλογικών κυβερνήσεων, ενώ η ΠΕΕΑ εξέδωσε μια νομοθετική πράξη που όριζε την επιβολή της θανατικής ποινής για εσχάτη προδοσία σε όσους συνεργάστηκαν με τους κατακτητές, συμπεριλαμβανομένων των ταγματασφαλιτών.[36] Η αντιπαράθεση μεταξύ αφενός του ΕΑΜ και αφετέρου της εξόριστης κυβέρνησης και των Βρετανών, που από το 1943 θεωρούσαν το ΕΑΜ εμπόδιο για την άσκηση της βρετανικής επιρροής στην Ελλάδα, έκανε τους δεύτερους περισσότερο δεκτικούς στο ενδεχόμενο χρησιμοποίησης των Ταγμάτων Ασφαλείας ως τμήματος του σχεδιαζόμενου εθνικού στρατού ή τουλάχιστον ως μοχλού πίεσης ώστε να συμμετάσχει το ΕΑΜ στην κυβέρνηση εθνικής εθνότητας. Έτσι, τον Ιούνιο έπαψε, μετά από αίτημα του Γεωργίου Παπανδρέου, αρχικά η ρίψη φυλλαδίων και έπειτα η μετάδοση ραδιοφωνικών μηνυμάτων εναντίον των Ταγμάτων, ενώ, παρά τις πιέσεις της ΠΕΕΑ κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για την είσοδό της στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας, ο Παπανδρέου ανέβαλλε τη συμφωνημένη στο Λίβανο καταγγελία τους, ισχυριζόμενος ότι το είχε ήδη πράξει τότε.[37]
Ομιλία του Γεωργίου Παπανδρέου σε καναδικό πολεμικό πλοίο πριν την επιστροφή στην Ελλάδα (1944).
Καθώς στο ανατολικό μέτωπο η γερμανική γραμμή άμυνας κατέρρεε μπροστά στη ραγδαία προέλαση του Ερυθρού Στρατού ως τη Ρουμανία, πάρθηκε η απόφαση στις 23 Αυγούστου του 1944 να αποχωρήσει από την Πελοπόννησο η 117η μεραρχία και στις 26 από την Ελλάδα τα στρατεύματα της Βέρμαχτ και να μεταβούν στη Γιουγκοσλαβία.[38] Ενώ οι Βρετανοί επιθυμούσαν τη διατήρηση της κατάστασης ως έχει μέχρι την άφιξη δυνάμεών τους και της κυβέρνησης Παπανδρέου και επιδίωκαν να μη περιέλθει γερμανικός οπλισμός στα χέρια των αντιστασιακών,[39] τα δωσιλογικά στοιχεία και ιδιαίτερα τα υπολείμματα της κατοχικής χωροφυλακής και τα τάγματα ασφαλείας βρίσκονταν στο στόχαστρο του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, που, εξαιτίας και της επιθυμίας των υποστηρικτών του για εκδίκηση, ήταν έτοιμος να εμπλακεί σε τακτικές μάχες εναντίον των ταγμάτων.[39] Μετά τη γερμανική αποχώρηση από την Πελοπόννησο η θέση τους ήταν επισφαλής και ο φόβος τους για αντίποινα από τον ΕΛΑΣ ήταν έντονος.[40] Ανακοίνωση της 3ης Σεπτεμβρίου του στρατιωτικού αρχηγού του ΕΛΑΣ, Στέφανου Σαράφη καλούσε τους ταγματασφαλίτες να παραδοθούν στον ΕΛΑΣ με τα όπλα τους ώστε να σώσουν την ζωή τους.[41] Την ίδια μέρα ο Βρετανός αντιστράτηγος Ρόναλντ Σκόμπι έδωσε εντολή στον υφιστάμενό του στην Αθήνα, αντιστράτηγο Παναγιώτη Σπηλιωτόπουλο, να τους συστήσει να λιποτακτήσουν ή να παραδοθούν σε εκείνον με την υπόσχεση ότι θα φυλακίζονταν ως αιχμάλωτοι πολέμου. Η διαταγή, ωστόσο, είτε δεν αφορούσε τους ταγματασφαλίτες της Πελοποννήσου ή αγνοήθηκε από αυτούς.[42] Καθώς είχε προηγηθεί στις 15 Αυγούστου η συμφωνία για τη συμμετοχή εκπροσώπων του ΕΑΜ στην κυβέρνηση, εκδόθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου ασαφές ανακοινωθέν της κυβέρνησης Παπανδρέου που χαρακτήρισε τους ταγματασφαλίτες εγκληματίες κατά της πατρίδας και τους κάλεσε «να εγκαταλείψουν αμέσως» τις θέσεις τους και να έρθουν στην πλευρά των Συμμάχων, ενώ διέταξε τις αντάρτικες οργανώσεις να σταματήσουν την αυτοδικία κατά των δωσίλογων, παρουσιάζοντας την απόδοση δικαιοσύνης ως δικαίωμα του κράτους και όχι «των οργανώσεων και των ατόμων», και υποσχόταν πως «η Εθνική Νέμεσις θα είναι αδυσώπητος».[43] [...]
[...]Γενικά, στο κενό εξουσίας που προέκυψε μετά την αποχώρηση του γερμανικού στρατού, οι αξιωματούχοι του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ προσπάθησαν να επιβάλουν την τάξη αντιστεκόμενοι σε εκκλήσεις για εκδίκηση, όπως συνέβη στη Μυτιλήνη και τη Νάουσα.[81] Βρετανικά τμήματα που αποβιβάστηκαν στην Πελοπόννησο εκείνη την εποχή διαπίστωσαν ότι η εαμική πολιτοφυλακή, που είχε δημιουργηθεί προς το τέλος καλοκαιριού του 1944 για να αναλάβει καθήκοντα αστυνόμευσης που ως τότε διεκπεραίωναν οι αντάρτες και να αντικαταστήσει την απαξιωμένη κατοχική χωροφυλακή, διατηρούσε τον έλεγχο. Μάλιστα στην Πάτρα μέχρι και τον Νοέμβριο πραγματοποιούνταν κοινή αστυνόμευση από Βρετανούς και πολιτοφύλακες του ΕΑΜ.[40] Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες που υπέστησαν λιγότερες καταστροφές κατά τη ναζιστική κατοχή, σημειώθηκαν εκτεταμένα φαινόμενα αντεκδικήσεων: πάνω από 10.000 εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες στη Γαλλία πριν εγκατασταθούν οι κυβερνητικές δυνάμεις και 15.000 στην Ιταλία, ενώ στις Βρυξέλλες λυντσαρίστηκαν δημόσια 265 άνθρωποι.[82][83][...]