https://www.liberal.gr/politiki/o-laos- ... -parelthon
Φυσικά, για όσους γνωρίζουν την μεταπολεμική ιστορία της πατρίδας μας, αυτή η στάση δεν προκαλεί έκπληξη. Σε όλη την περίοδο από το 1953 έως το 1981, το Κέντρο και η Αριστερά αντιπολιτεύτηκαν τις κυβερνήσεις του Ελληνικού Συναγερμού, της ΕΡΕ και της ΝΔ με την ίδια επωδό: «Ο λαός πεινάει» και «ο λαός υποφέρει». Λες και η ελληνική οικονομία είχε το ΑΕΠ της Ελβετίας και οι κυβερνήσεις της κεντροδεξιάς το έβαζαν στην τσέπη αφήνοντας στον ελληνικό λαό ψίχουλα.
Να θυμίσω, ότι όταν τελείωσε ο εμφύλιος, το 1949, η Ελλάδα ήταν κατεστραμμένη χώρα, με κατεδαφισμένες υποδομές, χαλασμένο σιδηροδρομικό δίκτυο, βομβαρδισμένα λιμάνια, κλειστή τη διώρυγα της Κορίνθου, κλπ. Επιπλέον, η δράση του αντάρτικου στην κατοχή και στον εμφύλιο είχε σαν αποτέλεσμα την καταστροφή περίπου χιλίων χωριών και κωμοπόλεων και το πρώτο κύμα αστυφιλίας στην ιστορία της χώρας, από χωρικούς που κατέφυγαν στις πόλεις για να γλυτώσουν τις ζωές τους από τον πόλεμο.
Το μεγαλύτερο μέρος του Σχεδίου Μάρσαλ, δε, αντί να διοχετευτεί σε παραγωγικές επενδύσεις, δαπανήθηκε για να στεγαστούν, τραφούν και νοσηλευτούν οι πρόσφυγες από την επαρχία, ειδικά στην περίοδο του εμφυλίου.
Στις αρχές του 1953, ο Σπύρος Μαρκεζίνης, υπουργός Συντονισμού της κυβέρνησης Παπάγου, κάνει την νομισματική μεταρρύθμιση που άλλαξε την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Υποτίμησε γενναία τη δραχμή έναντι του δολαρίου και έθεσε τη συναλλαγματική ισοτιμία της στις Δρχ 30/$. Η διατήρηση της ισοτιμίας αυτής ήταν ο ακρογωνιαίος λίθος της ελληνικής οικονομικής πολιτικής τα επόμενα 28 χρόνια. Οι αρχές που την εξασφάλισαν ήταν οι ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί και ο χαμηλός πληθωρισμός.
Αυτή δεν ήταν ελληνική ευρεσιτεχνία. Όλες οι χώρες που εξήλθαν κατεστραμμένες από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ακολούθησαν την ίδια ακριβώς οικονομική πολιτική για να ορθοποδήσουν και να αναπτυχθούν. Από την Ιαπωνία και τη Γερμανία ως τη Σιγκαπούρη, την Κορέα και την Ταϊβάν, όλες οι οικονομίες που αρίστευσαν τα τελευταία 80 χρόνια ακολούθησαν ακριβώς την ίδια συνταγή οικονομικής πολιτικής: «Σκληρό» νόμισμα, σφιχτά δημοσιονομικά, χαμηλός πληθωρισμός.
Ο λόγος είναι απλός: Για να ορθοποδήσει η κατεστραμμένη οικονομία μιας ερειπωμένης χώρας – ειδικά αγροτικής - χρειάζεται κεφάλαια, για υποδομές, μηχανήματα, εμπόριο, κλπ. Αυτά τα κεφάλαια μπορούν να έλθουν, εξ ορισμού, μόνο από το εξωτερικό. Όμως, για να εμπιστευτεί κάποιος τα κεφάλαια του στην ελληνική οικονομία του 1955 ή του 1960, δηλαδή να αγοράσει ελληνικά ομόλογα ή να χτίσει εργοστάσιο στην Ελλάδα, πρέπει να είναι σίγουρος ότι δε θα τα χάσει. Δηλαδή, ότι, όταν αποφασίσει να φύγει, μετά από 10 ή 20 ή 30 χρόνια, θα μπορεί να αγοράσει 1 δολάριο με 30 δραχμές. Αλλιώς, δεν έρχεται. Απλά πράγματα.
Η οικονομική πολιτική του Μαρκεζίνη και, κυρίως, του Κωνσταντίνου Καραμανλή ήταν αυτή που οδήγησε στη δημιουργία της βιομηχανικής Ελλάδος, με τις υποδομές και την παραγωγική βάση που εκτόξευσαν το κατά κεφαλήν εισόδημα της χώρας από τα $300 το 1955 στα $3.500 το 1980. Στην περίοδο αυτή, ο ρυθμός μεγέθυνσης του ελληνικού ΑΕΠ ήταν ο δεύτερος ταχύτερος στον κόσμο, μετά την Ιαπωνία. Ακόμη και την περίοδο του στασιμοπληθωρισμού 1974-80, το ΑΕΠ της Ελλάδος μεγεθύνθηκε ταχύτερα από όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και τις ΗΠΑ.
Όμως, σε όλη την περίοδο 1955-63 και 1974-81, η μόνιμη επωδός της αντιπολίτευσης ήταν ότι «ο λαός πεινάει». Αποκορύφωμα ήταν η απερίγραπτη εκείνη δημαγωγική πομφόλυγα του Γεωργίου Παπανδρέου ότι «όταν οι στατιστικές ευημερούν, ο λαός υποφέρει», από βήματος Βουλής, σε απάντηση στον Κωνσταντίνο Καραμανλή όταν ο τελευταίος του υπενθύμισε τις επιδόσεις της οικονομίας. Ο Παπανδρέου εγκαλούσε την κυβέρνηση της ΕΡΕ γιατί, 10 χρόνια μετά τη λήξη του εμφυλίου σε μια ισοπεδωμένη χώρα, το βιοτικό επίπεδο του ελληνικού λαού δεν ήταν συγκρίσιμο με αυτό της Ελβετίας, της Σουηδίας ή των ΗΠΑ...
Η ελληνική οικονομία σταμάτησε να είναι παγκόσμια πρωταθλήτρια ανάπτυξης απότομα, το 1982. Ο λόγος ήταν η εγκατάλειψη της δημοσιονομικής πολιτικής του 1955-80, ο ακατάσχετος δανεισμός που μετατράπηκε σε ιδιωτική κατανάλωση και, ουσιαστικά, η αποβιομηχάνιση της χώρας.
Ο μέσος ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ την περίοδο 1982-90 ήταν σχεδόν μηδενικός (0,6%). Παράλληλα, η Ελλάδα εισέπραττε κάθε χρόνο από την ΕΟΚ κονδύλια για υποδομές, εκσυγχρονισμό και μεταρρυθμίσεις (που δεν έγιναν ποτέ...) ίσα με περίπου το 5% του ΑΕΠ. Αυτό σημαίνει ότι η οικονομική πολιτική σε όλη τη δεκαετία του 1980 είχε σαν αποτέλεσμα την καταστροφή οικονομικής αξίας ίσης με περίπου το 5% του ΑΕΠ κάθε χρόνο.
Εάν δεν υπήρχαν τα ευρωπαϊκά κονδύλια (5% του ΑΕΠ ετησίως), η ελληνική οικονομία το 1990 θα είχε συρρικνωθεί κατά περίπου 35% σε σχέση με το 1981, δηλαδή θα είχε χάσει τόσο προϊόν όσο την περίοδο 2010-15, όταν χρεωκόπησε.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 η Ελλάδα είχε εφτά (7) εργοστάσια συναρμολόγησης και παραγωγής οχημάτων – αυτοκινήτων, φορτηγών, λεωφορείων. Τα λεωφορεία που κυκλοφορούσαν σε ελβετικές πόλεις είχαν κατασκευασθεί στο Αιγάλεω και εξάγονταν από την Ελλάδα στην Ελβετία. Το 1990 λειτουργούσε ακόμη μόνο ένα εργοστάσιο συναρμολόγησης αυτοκινήτων.
Το 1981 η δραχμή ισοδυναμούσε με 2 ισπανικές πεσέτες. Το 1990 η ισοτιμία είχε αντιστραφεί: Μια πεσέτα αγόραζε 2 δραχμές.
Ενώ συνέβαιναν αυτά στην Ελλάδα, δε, η οικονομία των δυτικών χωρών ανθούσε, με ταχείς ρυθμούς ανάπτυξης, ύστερα από το ξεπέρασμα της δεύτερης πετρελαϊκής κρίσης. Το 1980 η τιμή του πετρελαίου (σε τιμές 2023) ήταν $129 το βαρέλι. Τον Ιανουάριο 1986 ήταν $75 και τον Ιούλιο είχε βυθισθεί στα $28 το βαρέλι, όπου και παρέμεινε σχεδόν μέχρι το 1990. Η Ελλάδα δε συμμετείχε στην οικονομική ανάπτυξη που συνεπάγετο η κατάρρευση των τιμών ενέργειας λόγω της οικονομικής πολιτικής που ακολουθήθηκε εκείνη την περίοδο.
Όποια «ευημερία» αισθάνθηκαν οι Έλληνες τη δεκαετία του 1980, προήλθε αποκλειστικά από την εκτίναξη του δημοσίου χρέους: Από 22% το 1981 σε 81% το 1990. Στην περίοδο αυτή η Ελλάδα δανείστηκε €160 δισεκατομμύρια (σε όρους σημερινής αγοραστικής αξίας). Με άλλα λόγια, δανειζόμασταν για να καταναλώνουμε, ενώ καταστρέφαμε την παραγωγική μας βάση. Τόσο απλά.
Ας αναλογισθούν τα παραπάνω όσοι μπαίνουν στον πειρασμό να τείνουν ευήκοα ώτα στις δημαγωγικές φούσκες της αντιπολίτευσης όσον αφορά στην οικονομική κατάσταση του μέσου Έλληνα και στις επιδόσεις της κυβέρνησης όσον αφορά στην οικονομία. Η χώρα εδώ και 5,5 χρόνια επανήλθε σε ορθολογική οικονομική διαχείριση που εγγυάται ότι, μεσομακροπρόθεσμα, η Ελλάδα θα συγκλίνει και θα ξεπεράσει τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αντιπολίτευση αντιπολιτεύεται με όρους 1960 και υπόσχεται επιστροφή στο 1982-90.
Ευτυχώς, από ό,τι φαίνεται, ο μέσος Έλληνας ψηφοφόρος δεν εντυπωσιάζεται πια από παραδοξολογίες και υποσχέσεις άνευ αντικρίσματος. Για να παραφράσω τον Καβάφη
«Οι Αλεξανδρινοί ένιωθαν βέβαια που ήσαν λόγια αυτά και θεατρικά [...]
μόλο που βέβαια ήξευραν τι άξιζαν αυτά, τι κούφια λόγια ήσανε αυτές οι βασιλείες».