Re: Ποίηση
Δημοσιεύτηκε: 19 Νοέμ 2019, 20:47
Πάρτε και μια δική μου παπαριά:
Ο Κήπος με τους Εφιάλτες
Ένα σκυλί πελώριο θυμάμαι πως φυλούσε την πύλη.
Τουλάχιστον πελώριο φάνταζε σε μένα,
όπως στεκόταν με τα δόντια να φαίνονται
κι ένα βλέμμα παγωμένο.
Μα εγώ φοβόμουν πιο πολύ τον ιδιοκτήτη,
ποτέ στα μάτια δεν τον είχα κοιτάξει,
όταν με τα παιδιά πηγαίναμε
και προσπαθούσαμε να πηδήσουμε στον κήπο.
Ποτέ δεν είχαμε προσπαθήσει να μπούμε νύχτα,
γιατί ο κήπος έμοιαζε τρομακτικός
και οι θάμνοι θα έσκιζαν τα ρούχα μας,
αν δοκιμάζαμε να σκαρφαλώσουμε.
Έτσι πηγαίναμε να παίξουμε μπάλα
κι αφήναμε τον κήπο, τον σκύλο και τον αφεντικό του,
να ζούνε στον δικό τους κόσμο,
που μάλλον μόνο οι μεγάλοι χωρούσαν.
Μα στον κήπο αυτό ήθελα να μπω,
να βρω το μυστικό του.
Να δω τι ο σκύλος φυλούσε, με τόση πίστη.
Τι ήταν αυτό που ο ιδιοκτήτης με τα γένια, έκρυβε.
Κι έτσι ξεκίνησα ένα βράδυ να εισβάλω
σε εκείνον τον κόσμο που ήθελα τόσο να δω.
Και ήμουν σίγουρος πως κάτι κρυβόταν.
Όμως δεν ξέρω τι περίμενα να βρω.
Ο σκύλος ποτέ δεν κοιμόταν
κι έτσι πήγα από την αθέατη πλευρά του κήπου.
Σκαρφάλωσα στους τεράστιους θάμνους,
που εμένα μού έμοιαζαν για δέντρα.
Έσκισα τα ρούχα μου, ξανά και ξανά.
Όμως δεν μ' ένοιαζε.
Ούτε τον ιδιοκτήτη φοβόμουν πια,
με είχε πιάσει μια έξαψη.
Ξαφνικά πίστεψα ότι ήταν αλλιώς απ' ό,τι φαντάστηκα.
Πως δεν ήταν ο ιδιοκτήτης άγριος ούτε ο σκύλος του.
Σκέφτηκα πως ήμασταν εμείς ανάξιοι να μπούμε στον κήπο,
γι' αυτό και απ' έξω μονάχα κοιτούσαμε.
Όμως εγώ ήμουν αλλιώς,
εγώ είχα πείσμα, εγώ είχα περιέργεια.
Εμένα ο γέρος με τα γένια θα με καταλάβαινε
και θα με προσκαλούσε.
Κι ίσως να χάιδευα κιόλας τον σκύλο,
ίσως τον έβγαζα βόλτα στον κήπο
κι ωραία λουλούδια να έκοβα για την Ειρήνη,
που στα μάτια με κοιτούσε στην τάξη.
Αυτά σκεφτόμουν πριν πέσω,
πριν πέσω στον κήπο με τους άδειους διαδρόμους
και τα στενά, πλακόστρωτα μονοπάτια,
με το συντριβάνι που ακούγαμε κάπου στο βάθος.
Τα χέρια μου σκίστηκαν απ' τα αγκάθια
και τα γόνατά μου μάτωσαν απ' το πέσιμο.
Μα δεν έκλαψα.
Ήμουν πια άντρας.
Τα στενά που υψώνονταν θάμνοι από λουλούδια,
φάνταζαν τοίχοι τεράστιοι.
Κι ο κήπος λαβύρινθος,
κυκλωμένος από πράσινους στύλους, που έφταναν στον ουρανό.
Προχώρησα στα στενά
και δεν ακουγόταν κανένας ήχος.
Κανένα συντριβάνι δεν έμοιαζε να αντηχεί
ούτε άλλη ζωή να υπάρχει, εκτός από αμίλητα φυτά.
Σαν φρουροί ορθώνονταν ανάμεσα στο μονοπάτι,
που κάπου θα μ' έβγαζε, ήμουνα σίγουρος.
Περπάτησα κι άλλο, στο βάθος,
μέχρι που έφτασα σε μια άκρη.
Ένα πηγάδι, ξέχειλο από νερό.
Κοίταξα μέσα, να δω το φεγγάρι.
Μα δεν είδα κανένα φεγγάρι,
δεν είδα καμμιά αντανάκλαση στα νερά.
Μαύρα ήταν, σαν άβυσσος, σαν πίσσα.
Και γύρισα αργά από την άλλη.
Κι ο σκύλος ήταν εκεί.
Να με κοιτάει με άψυχα μάτια,
να στέκεται 3 μέτρα απ' την γη και να με κοιτάει.
Δεν γάβγισε, δεν κινήθηκε.
Ούτε κι εγώ ούρλιαξα,
όταν στο πλάι του φάνηκαν οι άλλοι.
κι αυτοί ακίνητοι, στοιβαγμένοι σε σωρούς.
Δεν μιλούσαν, μόνο αίμα έσταζε απ' τα στόματά τους,
καθώς τα άνοιγαν να με παρακαλέσουν.
Σπαθιά γύρω μου, που πριν δεν τα είδα.
Και όλοι ζητούσαν να τα σηκώσω,
τέλος να δώσω στο μαρτύριό τους.
Να κόψω το νήμα που δεν ήθελαν να υπάρχει.
Ο Κέρβερος με κοιτούσε με άδεια μάτια.
Με πρόσταζε να υπακούσω.
Να κόψω τα κεφάλια των άτυχων σωρών
και να τα βάλω στο πιάτο, που μπροστά του, τώρα, φαινόταν.
Πήρα τα μάτια μου από το θέαμα
και γύρισα προς το πηγάδι.
Το νερό δεν καθρέφτιζε τίποτα,
παρά το άδειο κενό της νύχτας.
Χωρίς αστέρια και φεγγάρια
ούτε και σύννεφα στον ορίζοντα.
Μόνο κηλίδες, σαν πετρέλαιο, σαν αίμα.
Κι έτρεξα να ξεφύγω από εκείνον τον κήπο,
μα τα μονοπάτια ήταν όλα αδιέξοδα.
Και η πύλη που ο σκύλος φυλούσε -τώρα κατάλαβα-,
ποτέ δεν υπήρξε.
Ούτε ο σκύλος ποτέ υπήρξε
ούτε οι φίλοι μου που παίζαμε μπάλα
ούτε το σχολείο, η Ειρήνη, η δασκάλα.
Κανείς.
Τίποτα δεν υπήρχε,
άλλο απ' τον κήπο,
με τους νεκρούς που όλο πεθαίναν,
το απαίσιο πηγάδι
και τον γέρο με τα γένια,
που τώρα θυμάμαι αχνά,
να μου λέει "στον κήπο μην μπεις,
γιατί τίποτα δεν έχει να δεις.
Καμμιά ομορφιά δεν κρύβει
και κανένα μυστικό".
Μα εγώ ποτέ δεν τα άκουσα αυτά.
Άλλα θυμόμουν στο άδειο μυαλό μου,
γιατί ο ήρωας ήθελα να ήμουν.
Ο διαφορετικός, ο ξεχωριστός.
Ήθελα να ήμουν αυτός,
που δεν θα έμενε για πάντα στο ίδιο χωριό,
που δεν θα ζούσε σαν τους άλλους.
Και τελικά δεν έζησε σαν τους άλλους.
Δεν έζησε καν.
Ακόμα στον κήπο βρίσκεται,
να αναρωτιέται αν πρέπει να μείνει,
στην γωνιά που έχει ζαρώσει και κλαίει
και τόσα χρόνια προσεύχεται να βγει απ' τον κήπο
ή να γυρίσει πίσω.
Να σηκώσει τα σπαθιά
και τα κεφάλια να κόψει,
να αναπαυθούμε όλοι εν ειρήνη.
Τρίτη 02 Μαρτίου του 2010
Ο Κήπος με τους Εφιάλτες
Ένα σκυλί πελώριο θυμάμαι πως φυλούσε την πύλη.
Τουλάχιστον πελώριο φάνταζε σε μένα,
όπως στεκόταν με τα δόντια να φαίνονται
κι ένα βλέμμα παγωμένο.
Μα εγώ φοβόμουν πιο πολύ τον ιδιοκτήτη,
ποτέ στα μάτια δεν τον είχα κοιτάξει,
όταν με τα παιδιά πηγαίναμε
και προσπαθούσαμε να πηδήσουμε στον κήπο.
Ποτέ δεν είχαμε προσπαθήσει να μπούμε νύχτα,
γιατί ο κήπος έμοιαζε τρομακτικός
και οι θάμνοι θα έσκιζαν τα ρούχα μας,
αν δοκιμάζαμε να σκαρφαλώσουμε.
Έτσι πηγαίναμε να παίξουμε μπάλα
κι αφήναμε τον κήπο, τον σκύλο και τον αφεντικό του,
να ζούνε στον δικό τους κόσμο,
που μάλλον μόνο οι μεγάλοι χωρούσαν.
Μα στον κήπο αυτό ήθελα να μπω,
να βρω το μυστικό του.
Να δω τι ο σκύλος φυλούσε, με τόση πίστη.
Τι ήταν αυτό που ο ιδιοκτήτης με τα γένια, έκρυβε.
Κι έτσι ξεκίνησα ένα βράδυ να εισβάλω
σε εκείνον τον κόσμο που ήθελα τόσο να δω.
Και ήμουν σίγουρος πως κάτι κρυβόταν.
Όμως δεν ξέρω τι περίμενα να βρω.
Ο σκύλος ποτέ δεν κοιμόταν
κι έτσι πήγα από την αθέατη πλευρά του κήπου.
Σκαρφάλωσα στους τεράστιους θάμνους,
που εμένα μού έμοιαζαν για δέντρα.
Έσκισα τα ρούχα μου, ξανά και ξανά.
Όμως δεν μ' ένοιαζε.
Ούτε τον ιδιοκτήτη φοβόμουν πια,
με είχε πιάσει μια έξαψη.
Ξαφνικά πίστεψα ότι ήταν αλλιώς απ' ό,τι φαντάστηκα.
Πως δεν ήταν ο ιδιοκτήτης άγριος ούτε ο σκύλος του.
Σκέφτηκα πως ήμασταν εμείς ανάξιοι να μπούμε στον κήπο,
γι' αυτό και απ' έξω μονάχα κοιτούσαμε.
Όμως εγώ ήμουν αλλιώς,
εγώ είχα πείσμα, εγώ είχα περιέργεια.
Εμένα ο γέρος με τα γένια θα με καταλάβαινε
και θα με προσκαλούσε.
Κι ίσως να χάιδευα κιόλας τον σκύλο,
ίσως τον έβγαζα βόλτα στον κήπο
κι ωραία λουλούδια να έκοβα για την Ειρήνη,
που στα μάτια με κοιτούσε στην τάξη.
Αυτά σκεφτόμουν πριν πέσω,
πριν πέσω στον κήπο με τους άδειους διαδρόμους
και τα στενά, πλακόστρωτα μονοπάτια,
με το συντριβάνι που ακούγαμε κάπου στο βάθος.
Τα χέρια μου σκίστηκαν απ' τα αγκάθια
και τα γόνατά μου μάτωσαν απ' το πέσιμο.
Μα δεν έκλαψα.
Ήμουν πια άντρας.
Τα στενά που υψώνονταν θάμνοι από λουλούδια,
φάνταζαν τοίχοι τεράστιοι.
Κι ο κήπος λαβύρινθος,
κυκλωμένος από πράσινους στύλους, που έφταναν στον ουρανό.
Προχώρησα στα στενά
και δεν ακουγόταν κανένας ήχος.
Κανένα συντριβάνι δεν έμοιαζε να αντηχεί
ούτε άλλη ζωή να υπάρχει, εκτός από αμίλητα φυτά.
Σαν φρουροί ορθώνονταν ανάμεσα στο μονοπάτι,
που κάπου θα μ' έβγαζε, ήμουνα σίγουρος.
Περπάτησα κι άλλο, στο βάθος,
μέχρι που έφτασα σε μια άκρη.
Ένα πηγάδι, ξέχειλο από νερό.
Κοίταξα μέσα, να δω το φεγγάρι.
Μα δεν είδα κανένα φεγγάρι,
δεν είδα καμμιά αντανάκλαση στα νερά.
Μαύρα ήταν, σαν άβυσσος, σαν πίσσα.
Και γύρισα αργά από την άλλη.
Κι ο σκύλος ήταν εκεί.
Να με κοιτάει με άψυχα μάτια,
να στέκεται 3 μέτρα απ' την γη και να με κοιτάει.
Δεν γάβγισε, δεν κινήθηκε.
Ούτε κι εγώ ούρλιαξα,
όταν στο πλάι του φάνηκαν οι άλλοι.
κι αυτοί ακίνητοι, στοιβαγμένοι σε σωρούς.
Δεν μιλούσαν, μόνο αίμα έσταζε απ' τα στόματά τους,
καθώς τα άνοιγαν να με παρακαλέσουν.
Σπαθιά γύρω μου, που πριν δεν τα είδα.
Και όλοι ζητούσαν να τα σηκώσω,
τέλος να δώσω στο μαρτύριό τους.
Να κόψω το νήμα που δεν ήθελαν να υπάρχει.
Ο Κέρβερος με κοιτούσε με άδεια μάτια.
Με πρόσταζε να υπακούσω.
Να κόψω τα κεφάλια των άτυχων σωρών
και να τα βάλω στο πιάτο, που μπροστά του, τώρα, φαινόταν.
Πήρα τα μάτια μου από το θέαμα
και γύρισα προς το πηγάδι.
Το νερό δεν καθρέφτιζε τίποτα,
παρά το άδειο κενό της νύχτας.
Χωρίς αστέρια και φεγγάρια
ούτε και σύννεφα στον ορίζοντα.
Μόνο κηλίδες, σαν πετρέλαιο, σαν αίμα.
Κι έτρεξα να ξεφύγω από εκείνον τον κήπο,
μα τα μονοπάτια ήταν όλα αδιέξοδα.
Και η πύλη που ο σκύλος φυλούσε -τώρα κατάλαβα-,
ποτέ δεν υπήρξε.
Ούτε ο σκύλος ποτέ υπήρξε
ούτε οι φίλοι μου που παίζαμε μπάλα
ούτε το σχολείο, η Ειρήνη, η δασκάλα.
Κανείς.
Τίποτα δεν υπήρχε,
άλλο απ' τον κήπο,
με τους νεκρούς που όλο πεθαίναν,
το απαίσιο πηγάδι
και τον γέρο με τα γένια,
που τώρα θυμάμαι αχνά,
να μου λέει "στον κήπο μην μπεις,
γιατί τίποτα δεν έχει να δεις.
Καμμιά ομορφιά δεν κρύβει
και κανένα μυστικό".
Μα εγώ ποτέ δεν τα άκουσα αυτά.
Άλλα θυμόμουν στο άδειο μυαλό μου,
γιατί ο ήρωας ήθελα να ήμουν.
Ο διαφορετικός, ο ξεχωριστός.
Ήθελα να ήμουν αυτός,
που δεν θα έμενε για πάντα στο ίδιο χωριό,
που δεν θα ζούσε σαν τους άλλους.
Και τελικά δεν έζησε σαν τους άλλους.
Δεν έζησε καν.
Ακόμα στον κήπο βρίσκεται,
να αναρωτιέται αν πρέπει να μείνει,
στην γωνιά που έχει ζαρώσει και κλαίει
και τόσα χρόνια προσεύχεται να βγει απ' τον κήπο
ή να γυρίσει πίσω.
Να σηκώσει τα σπαθιά
και τα κεφάλια να κόψει,
να αναπαυθούμε όλοι εν ειρήνη.
Τρίτη 02 Μαρτίου του 2010