Η γερμανική οικονομία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το φυσικό αέριο, το οποίο σχεδόν στο σύνολο αγοράζει από ξένους προμηθευτές. Πάνω από το ήμισυ αυτού προέρχεται από τη Ρωσία. Για χρόνια, η Γερμανία υποτίμησε τον επικίνδυνο βαθμό της εξάρτησής της από το φυσικό αέριο από τη Ρωσία, επειδή ήταν πεπεισμένη ότι οι δύο χώρες είχαν κοινά συμφέροντα. Η απουσία επαρκούς διαφοροποίησης των πηγών εφοδιασμού έχει αποδειχθεί λάθος στην ενεργειακή πολιτική του Βερολίνου. Αυτό ισχυρίζονται αρκετοί, πλην όμως με αυτήν την πολιτική είχε μεγάλα κέρδη. Η Γερμανία είναι ο μεγαλύτερος καταναλωτής φυσικού αερίου στην Ευρώπη και ο όγδοος μεγαλύτερος καταναλωτής φυσικού αερίου στον κόσμο. Αποτελεί το 23% της κατανάλωσης φυσικού αερίου της ΕΕ. Το φυσικό αέριο διαδραματίζει βασικό ρόλο στη γερμανική οικονομία – στο ενεργειακό μείγμα της Γερμανίας είναι το δεύτερο πιο σημαντικό καύσιμο (μετά το πετρέλαιο) . Είναι το κύριο καύσιμο στον βιομηχανικό τομέα και στα νοικοκυριά. Είναι επίσης το σημαντικότερο ως προς τη θέρμανση.
Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία, πάρα πολλά γερμανικά νοικοκυριά χρησιμοποιούν φυσικό αέριο για θέρμανση. Τέλος, το φυσικό αέριο διαδραματίζει ολοένα και πιο σημαντικό ρόλο στον τομέα της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, γεγονός που αντανακλά τον συνεχιζόμενο μετασχηματισμό του ενεργειακού τομέα.
Επί του παρόντος, μόνο το 5% περίπου της ετήσιας ζήτησης φυσικού αερίου της Γερμανίας παρέχεται από την εγχώρια παραγωγή και χρειάζεται να εισάγει το υπόλοιπο 95%.
Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, η Γερμανία εισήγαγε το αέριό της από τη Ρωσία, τη Νορβηγία και την Ολλανδία σε σχεδόν ίσες αναλογίες (η Γερμανία έχει συνδέσεις αγωγών φυσικού αερίου με αυτές τις χώρες). Κατά την τελευταία δεκαετία, οι αναλογίες άρχισαν να αλλάζουν σταδιακά προς όφελος της Ρωσίας, κυρίως λόγω της μείωσης των εισαγωγών φυσικού αερίου από την Ολλανδία και της έναρξης του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 1 το 2011. Το 2020, το ρωσικό αέριο αντιπροσώπευε ήδη το 55% του γερμανικού εισαγωγές φυσικού αερίου.
Με την πολιτική υποστήριξη από το Βερολίνο, η συνεργασία μεταξύ γερμανικών και ρωσικών εταιρειών στον ενεργειακό τομέα, συμπεριλαμβανομένου του τομέα του φυσικού αερίου, συνέχισε να ευδοκιμεί. Ο βιομηχανικός τομέας παρασύρθηκε ιδιαίτερα από την υπόσχεση να αποκτήσει πρόσβαση στα ρωσικά κοιτάσματα φυσικού αερίου και από την προοπτική εισαγωγής φυσικού αερίου σε ελκυστική τιμή. Πολλοί κλάδοι του γερμανικού βιομηχανικού τομέα θεωρούσαν το φθηνό φυσικό αέριο ως προϋπόθεση για να έχουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στις παγκόσμιες αγορές. Δύο συμφωνίες που υπογράφηκαν το 2015 είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα:
Η πρώτη είναι η συμφωνία για την κατασκευή του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2, η άλλη είναι η συμφωνία για ανταλλαγή περιουσιακών στοιχείων μεταξύ της Wintershall (ελεγχόμενη από την BASF) και την Gazprom.
Από τη μια πλευρά, η Γερμανία χρειαζόταν ρωσικό αέριο και, από την άλλη, η Ρωσία ενδιαφερόταν για τα έσοδα από τις εξαγωγές φυσικού αερίου και η Γερμανία ήταν ο μεγαλύτερος Ευρωπαίος πελάτης της. Από την οπτική γωνία του Βερολίνου, αυτή η αλληλεξάρτηση αναμενόταν να διασφαλίσει ότι η Μόσχα δεν χρησιμοποιούσε ποτέ τις εξαγωγές φυσικού αερίου ως εργαλείο για την άσκηση πολιτικής πίεσης, διαφορετικά θα κινδύνευε να χάσει κερδοφόρες εμπορικές επαφές με έναν σημαντικό επιχειρηματικό εταίρο. Επίσης ένα επαναλαμβανόμενο επιχείρημα στη γερμανική συζήτηση τονίζει το γεγονός ότι η Μόσχα δεν έκοψε τις προμήθειες «ακόμη και κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου».
Επίσης, η Γερμανία συμφώνησε και πήρε την απόφασή της να ξεκινήσει ο Nord Stream 2, δηλαδή να διπλασιάσει τη χωρητικότητα του αγωγού φυσικού αερίου της Βαλτικής Θάλασσας. Αν και από τη γερμανική πλευρά, η επένδυση ξεκίνησε στην πραγματικότητα από ιδιωτικές εταιρείες ενέργειας, πραγματοποιήθηκε με πλήρη πολιτική υποστήριξη από τη γερμανική κυβέρνηση. Στην πραγματικότητα, από την αρχή ήταν ξεκάθαρο ότι από τη σκοπιά της Ρωσίας ο κύριος στόχος για τον Nord Stream 2 ήταν η παράκαμψη της Ουκρανίας. Η Γερμανία, από την πλευρά της, είχε τους εξής στόχους:
α)να στραφεί σε μια άμεση και συντομότερη διαδρομή για τις προμήθειες ρωσικού φυσικού αερίου στη Γερμανία
β)να αυξήσει τον ρόλο της ως κεντρικός κόμβος φυσικού αερίου της Ευρώπης.
Από τη σκοπιά της Γερμανίας, η επίτευξη και των δύο αυτών στόχων αναμενόταν να μειώσει το κόστος εισαγωγής φυσικού αερίου και να αυξήσει την ασφάλεια του εφοδιασμού σε περίπτωση πολιτικών κρίσεων στην Ανατολική Ευρώπη.
Η πρόθεση επέκτασης της συνεργασίας για το φυσικό αέριο με τη Ρωσία υποστηρίχθηκε πιο έντονα από τις γερμανικές επιχειρήσεις (ιδίως τις εταιρείες με τη μεγαλύτερη επιρροή όπως η BASF, η E.on/Uniper και η RWE) λόγω του γεγονότος ότι αυτή η συνεργασία απέφερε μεγάλα κέρδη. Αυτές οι εταιρείες είναι γνωστό ότι έχουν σημαντικό αντίκτυπο στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων της γερμανικής κυβέρνησης.
Σε κάθε περίπτωση, η Γερμανία και η βιομηχανία αλλά και ευρύτερα επιχειρήσεις και νοικοκυριά της είχαν μεγάλες και αμοιβαία επωφελείς συναλλαγές με την Ρωσία.
Προμήθεια σε χαμηλές τιμές φυσικού αερίου και όχι μόνο για πλείστες όσες αναγκαίες χρήσεις και που έδινε στον εγχώριο δευτερογενή τομέα μεγάλη ώθηση στην ανταγωνιστικότητα του.
Επιπλέον, συγχρόνως η Γερμανία πωλούσε τεχνολογία ή μηχανήματα ΑΠΕ(ανεμογεννήτριες κλπ.) σε άλλα κράτη βγάζοντας και από εκεί μεγάλο κέρδος.
Παραλλήλως και προ της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία είχαμε και το εξής:
https://energypress.gr/news/protos-o-li ... -ena-hrono
Eν ολίγοις οι γερμανοί και συναλλάσσονταν ορθώς και επιτυχώς με τους ρώσους, και παρουσίαζαν εγχώρια ΑΠΕ που εξήγαγαν με το αζημίωτο, και διατηρούσαν συντηρητικά παραδοσιακές δομές παραγωγής ενέργειας.
Η τακτική αυτή οδήγησε λοιπόν σε μεγάλα κέρδη που δεν θα τα είχαν αλλιώς.
Δεν ήταν θέμα εξάρτησης αλλά αλληλεξάρτησης και ωφελειών που δεν θα προέκυπταν αλλιώς, για αυτό κιόλας επιλέχθηκε αυτή η πολιτική.
Όλα αυτά βέβαια μέχρι τον Φεβρουάριο του 2022.