Re: Η κυβέρνηση κάνει το χατήρι του Ερντογάν στη Θράκη
Δημοσιεύτηκε: 21 Νοέμ 2018, 12:41
Η «Μουσουλμανική Μειονότητα της Δυτικής Θράκης»
Ο πληθυσμός της «Μουσουλμανικής Μειονότητας» της Δυτικής Θράκης σήμερα κυμαίνεται μεταξύ 110.000 και 130.000 ατόμων. Τα ποσοστά της μειονότητας επί του συνόλου του πληθυσμού για κάθε νομό είναι: Έβρος: 6-7%. Ροδόπη: 56%-58%. Ξάνθη: 43% - 46%. Και σε ολόκληρη τη Θράκη 34%.
Ο πληθυσμός των «τουρκογενών» ή «τουρκόφωνων» (όπως χαρακτηρίζονται από το ελληνικό κράτος) προέρχεται πιθανόν από διάφορες τουρκόγλωσσες πληθυσμιακές ομάδες οι οποίες εγκαταστάθηκαν στην περιοχή και αναμείχθηκαν με ντόπιους εξισλαμισμένους πληθυσμούς.
Οι Πομάκοι, για την καταγωγή των οποίων υπάρχουν πολλές θεωρίες (αρκετές εκ των οποίων αποτελούν αντιεπιστημονικές προσεγγίσεις με εθνικιστικούς στόχους), προέρχονται πιθανόν από σλαβικούς πληθυσμούς, ο εξισλαμισμός των οποίων άρχισε πριν από την οθωμανική κατάκτηση της περιοχής. Η μητρική γλώσσα των Πομάκων ανήκει στην οικογένεια των σλαβικών γλωσσών με πολλές ομοιότητες με την βουλγαρική και κυρίως τη σλαβομακεδονική. Οι Τσιγγάνοι/Ρομά κατάγονται από νομαδικούς πληθυσμούς που μιλούσαν την ρομανί, αλλά σε κάποια φάση της
ιστορίας τους εξισλαμίστηκαν. Το μεγαλύτερο μέρος τους είχε εγκαταλείψει ήδη πριν τη Συνθήκη της Λωζάννης τη νομαδική ζωή και μητρική τους γλώσσα είχαν γίνει τα τουρκικά. Υπάρχει τέλος και μια ολιγομελής ομάδα (περίπου 1.000 άτομα) αφρικανικής καταγωγής, από Σουδανούς που μεταφέρθηκαν στην περιοχή πιθανόν την εποχή του Μοχάμεντ Άλι. Τα μέλη της είναι κι αυτοί Μουσουλμάνοι και τουρκόφωνοι.
Η θρησκεία του σουνιτικού Ισλάμ της περιοχής, όπως και ολόκληρης της Βαλκανικής, είχε
δεχτεί επιδράσεις από μυστικιστικά θρησκευτικά τάγματα, τα οποία προέρχονταν από την
Ανατολία. Το δόγμα τους είχε πολλά σιιτικά στοιχεία καθώς και κάποια χριστιανικά. Το πιο γνωστό από αυτά στον χώρο των Βαλκανίων ήταν το δόγμα των Μπεκτασήδων, στοιχεία του οποίου εξακολουθούν να επιβιώνουν κυρίως μεταξύ των αγροτικών μουσουλμανικών πληθυσμών της Θράκης. Παρά το γεγονός ότι οι τρεις αυτές εθνοτικές ομάδες έχουν ως κοινό στοιχείο τον σουνιτισμό και κοινή γλώσσα επικοινωνίας τα τούρκικα, υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ τους. Οι τουρκικοί πληθυσμοί κατοικούν κυρίως στις πεδινές αγροτικές περιοχές και στα αστικά
κέντρα, οι Πομάκοι κατοικούν κυρίως στις ορεινές αγροτικές περιοχές και οι Τσιγγάνοι/Ρομά στις παρυφές και στα πιο φτωχά σημεία αστικών και αγροτικών περιοχών. Οι τρεις αυτές εθνοτικές ομάδες καταλαμβάνουν διαφορετικά επίπεδα στο εθνοτικό ιεραρχικό σύστημα της περιοχής, με τους «τουρκογενείς» να καταλαμβάνουν την ανώτερη βαθμίδα και τους Τσιγγάνους/Ρομά την κατώτερη. Οι ιεραρχήσεις αυτές έχουν άμεση σχέση και με διαφορές στο βιοτικό επίπεδο των τριών ομάδων.
Για την «Μουσουλμανική Μειονότητα» της Δυτικής Θράκης το ελληνικό κράτος αναγνώρισε με βάση τη Συνθήκη της Λωζάννης, ένα πλαίσιο δικαιωμάτων, από τα οποία προκύπτει μία ορισμένου βαθμού δυνατότητα μειονοτικής αυτοδιοίκησης: δικαίωμα καθορισμού της
εκπαίδευσης της μειονότητας, διαχείρισης της περιουσίας της (η οποία αποτελεί περιουσία των θρησκευτικών της ιδρυμάτων - βακουφιών), ιδιαίτερο θρησκευτικό οικογενειακό δίκαιο για τα μέλη της μειονότητας (σαρία), δυνατότητα εκλογής θρησκευτικών ηγετών (οι οποίοι αποτελούν και δικαστές με βάση τη σαρία) και εκλογή διαχειριστικής επιτροπής της βακουφικής περιουσίας. Όμως αμέσως μετά το 1923 το ελληνικό κράτος εξάρτησε όλα αυτά τα δικαιώματα από τις διακυμάνσεις των σχέσεων με το τουρκικό κράτος και από την αντιμετώπιση της μειονότητας, ως έναν εν δυνάμει εθνικό κίνδυνο στο εσωτερικό του, από τον οποίο το καλύτερο θα ήταν να μπορούσε να απαλλαγεί. Το σύνολο των πιέσεων και διακρίσεων που επέβαλε εναντίον της μειονότητας, είχαν σαν αποτέλεσμα, 90 χρόνια αργότερα, ο πληθυσμός της να παραμένει αυτός που ήταν το 1923 (ενώ θα έπρεπε, με βάση ένα χαμηλό ρυθμό 2% πληθυσμιακής ανάπτυξης να είναι σήμερα 500.000).
1923-1930: Απομόνωση
Από το 1922 το ελληνικό κράτος έθεσε τον στόχο της αλλαγής του αριθμητικού συσχετισμού μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων στη Θράκη. Εγκαθιστώντας Χριστιανούς πρόσφυγες από την Τουρκία και ωθώντας τους συνήθως να καταλαμβάνουν ακίνητη περιουσία Μουσουλμάνων, ανάγκασε τον μουσουλμανικό πληθυσμό του Έβρου να εγκαταλείψει την περιοχή.
Η περίοδος 1923-1930 χαρακτηρίζεται από την πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων να
εμποδίσουν προσπάθειες εκσυγχρονισμού που είχαν ξεκινήσει μέσα στην μειονότητα και οι οποίες κινούνταν στα πρότυπα του κεμαλικού εκσυγχρονισμού. Η πολιτική του ελληνικού κράτους έβρισκε στήριγμα σε όλα εκείνα τα τμήματα του οθωμανικού καθεστώτος τα οποία μετά την επικράτηση του Κεμάλ είχαν βρει καταφύγιο στη Θράκη (ακόμα και ο ίδιος ο ανώτατος σεϊχουλισλάμης του οθωμανικού κράτους) και σε διάφορες ομάδες οι οποίες είχαν αντιταχθεί στο νέο καθεστώς (κάποιες πολεμώντας μαζί με τα ελληνικά στρατεύματα) και κατέφυγαν κι αυτές στη Θράκη. Όλοι αυτοί, οι συντηρητικοί (muhafazakârlar) όπως χαρακτηρίζονταν, διαμόρφωναν ένα ηγετικό στρώμα μέσα στην μειονότητα, πρόθυμο να συνεργαστεί με το ελληνικό κράτος προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι μεταρρυθμιστές (inkilapçilar) και να διατηρηθεί ο χαρακτήρας του οθωμανικού θρησκευτικού μιλλέτ για τη μειονότητα. Η εκπαίδευση διατήρησε τον αυστηρά θρησκευτικό της χαρακτήρα και μάλιστα διατηρήθηκε το αραβικό αλφάβητο ενώ δεν επιτράπηκε η χρήση του λατινικού. Οι συντηρητικοί συμφώνησαν ακόμα και με την δημιουργία ιδιαίτερων
εκλογικών περιφερειών για την μειονότητα, μέτρο που επέβαλε το κράτος για να ελέγχει τις μειονοτικές ψήφους.
Η αντιμετώπιση αυτή, που αποσκοπούσε στο να κοπεί κάθε δυνατότητα πολιτικής
επικοινωνίας ανάμεσα στη μειονότητα και το σύγχρονο εθνικό τουρκικό κράτος, αναδεικνύοντας και καλλιεργώντας τα προεθνικά - οθωμανικά χαρακτηριστικά της, άλλαξε από το 1930 και μετά. 1930-1950: Προσπάθειες εκσυγχρονισμού.
Το 1930 οι δύο χώρες προχώρησαν στην υπογραφή Συμφώνου Φιλίας. Ο στρατηγικός στόχος των δύο κρατών μετά τον μικρασιατικό πόλεμο δεν ήταν πια η εδαφική επέκταση αλλά η βιομηχανική τους ανάπτυξη. Το «πρόβλημα» των μειονοτήτων μπορούσε σε αυτή τη φάση να παρακαμφθεί και για τις δύο χώρες, προκειμένου να μην ανακύψουν ζητήματα που θα τις υποχρέωναν να παρεκκλίνουν από τους στρατηγικούς τους στόχους.
Έτσι λοιπόν, ο Βενιζέλος σε μια ένδειξη καλής θέλησης επέτρεψε την ίδρυση τουρκικού προξενείου στη Θράκη. Επιπλέον, η ελληνική πλευρά συμφώνησε, όχι μόνο να επιτρέψει τον εκσυγχρονισμό της μειονότητας, αλλά ακόμα και να απελάσει τους συντηρητικούς, «παλαιομουσουλμάνους».
Στην ηγεσία της μειονότητες βρέθηκαν έτσι οι μεταρρυθμιστές ή νεοτεριστές. Οι μεταρρυθμιστικές τους προσπάθειες στόχευαν στον εκσυγχρονισμό της εκπαίδευσης (το αραβικό αλφάβητο αντικαταστάθηκε από το λατινικό στις περισσότερες περιοχές) και στην υποβάθμιση των θρησκευτικών χαρακτηριστικών της μειονότητας, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα, εκείνα τα χαρακτηριστικά, τα οποία μπορούσαν να συμβάλουν στη διαμόρφωση μίας κοσμικής, τουρκικής εθνικής συνείδησης για ολόκληρη την μειονότητα. Από αυτή την εποχή αρχίζει να γενικεύεται και να γίνεται αποδεκτός και από τους επίσημους φορείς του ελληνικού κράτους η χρήση του προσδιορισμού Τούρκος και τουρκικός.
Υπήρχαν όμως κάποια ζητήματα απέναντι στα οποία το ελληνικό κράτος δεν υποχωρούσε. Αρνήθηκε και εμπόδισε κάθε προσπάθεια των μεταρρυθμιστών να αντικαταστήσουν το απαρχαιωμένο θρησκευτικό οικογενειακό δίκαιο της σαρία με ένα σύγχρονο κοσμικό και δημοκρατικό και περιόρισε τα αυτοδιοικητικά δικαιώματα της μειονότητας: έτσι ο μουφτής διοριζόταν από κράτος, αντί να εκλέγεται.
Βέβαια, οι «παλαιομουσουλμάνοι», αν και ο ηγετικός τους πυρήνας είχε απελαθεί, συνέχιζαν να αποτελούν μια πολιτική δύναμη, αγκυρωμένη στις πιο υπανάπτυκτες ορεινές, πομακικές περιοχές, όπου συνεχιζόταν η χρήση του αραβικού αλφαβήτου στην εκπαίδευση, βρίσκοντας ενίσχυση επιπλέον, στις διασυνδέσεις τους με τα αστικά κόμματα, στα οποία μπορούσαν να εξασφαλίζουν ένα σημαντικό αριθμό ψήφων. Το ελληνικό κράτος είχε συμφέρον να συντηρηθεί η διαμάχη, προκειμένου να μην μπορεί να αποκτήσει ενιαία χαρακτηριστικά η μειονότητα.
1950-1967: Η «χρυσή εποχή» της μειονότητας
Όμως μετά το 1950 η διαμάχη συντηρητικών και μεταρρυθμιστών παίρνει διαφορετικά
χαρακτηριστικά, καθώς προσδιορίστηκε από τη σύγκρουση των δυο μεγάλων κομμάτων στην Τουρκία, του Δημοκρατικού Κόμματος του Μεντερές και του Λαϊκού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος του Ινονού. Το συντηρητικό φιλοϊσλαμικό κόμμα του Μεντερές το οποίο κερδίζει τις εκλογές το 1950, επαναπροσδιορίζει τα χαρακτηριστικά του τουρκικού έθνους και οι παλαιομουσουλμάνοι της Θράκης μπορούν να βρουν σημεία ταύτισης μ' αυτή την πολιτική. Από την άλλη, μέσα στο κεμαλικό στρατόπεδο αρχίζουν να διαμορφώνονται δυο πτέρυγες, η μία εκ των οποίων κινείται προς την σοσιαλδημοκρατία και η άλλη προς μια πιο συντηρητική εκδοχή του κεμαλισμού και προς τον εθνικισμό. Οι μεταρρυθμιστές της μειονότητας, συνδεόμενοι ούτως ή άλλως κυρίως με τα συντηρητικά ελληνικά κόμματα, θα βρουν περισσότερα σημεία ταύτισης με τη συντηρητική πτέρυγα του κεμαλισμού. Έτσι όμως, ως ένα ορισμένο βαθμό, οι διαφορές μεταρρυθμιστών και
παλαιομουσουλμάνων θα αρχίσουν να αμβλύνονται (ο αριθμός των δεύτερων ούτως ή άλλως μειώνεται συνεχώς).
Η πρώτη φάση αυτής της περιόδου χαρακτηρίζεται από τις προσπάθειες του ελληνικού
καπιταλισμού να σταθεροποιηθεί στο εσωτερικό της χώρας συντρίβοντας το εργατικό κίνημα και να αναβαθμίσει ταυτόχρονα τη θέση του στην παγκόσμια ιμπεριαλιστική αλυσίδα εντασσόμενος στη ΝΑΤΟϊκή συμμαχία. Οι στόχοι αυτοί αναδεικνύουν «εθνικούς» κινδύνους, μεταξύ των οποίων η μειονότητα της Θράκης δεν κατέχει την πρώτη θέση Αντίθετα, η επίτευξη αυτών των στόχων επιβάλουν αναβάθμιση των σχέσων με την Τουρκία και ως εκ τούτου καλή αντιμετώπιση (ή ανοχή) της μειονότητας.
Ο βασικός εχθρός του ελληνικού καπιταλισμού αυτή την περίοδο είναι η Βουλγαρία, μέλος
του αντίπαλου ανατολικού μπλοκ. Το ελληνικό κράτος βλέπει σε αυτή τη φάση τον κίνδυνο να υπάρχει στην πιθανότητα να προσπαθήσει η Βουλγαρία να διεκδικήσει την προστασία των σλαβόφωνων, πομακικών πληθυσμών της Θράκης, καθώς πολύ μεγαλύτερη μειονότητα σλαβόφωνων Μουσουλμάνων (Πομάκων) ζούσε στην βουλγαρική πλευρά. Ο φόβος αυτός τροφοδοτούνταν και από την εμπειρία της συμμετοχής μεγάλου αριθμού σλαβομακεδόνων στο αντάρτικο κατά την περίοδο της κατοχής και του εμφυλίου. Έτσι λοιπόν, προσπαθώντας να αντιμετωπίσει τον «σλάβικο κίνδυνο» (ο οποίος στις εθνικές αφηγήσεις της εποχής ταυτιζόταν με τον «κομουνιστικό κίνδυνο») το ελληνικό κράτος επιχείρησε να εξαλείψει τα σλαβικά χαρακτηριστικά ενός τμήματος της μειονότητας της Θράκης και να αναδείξει τα μουσουλμανικά/τουρκικά. Οι όροι «τουρκικός» και «Τούρκος» γενικεύτηκαν και χρησιμοποιήθηκαν επίσημα από τις ελληνικές κυβερνήσεις, έτσι ώστε να συμπεριλαμβάνουν και να αποδίδονται στους Πομάκους και στους Τσιγγάνους/Ρομά. Στις αρχές της δεκαετίας του '50 το αραβικό αλφάβητο αντικαταστάθηκε σχεδόν παντού από το λατινικό.
Στη δεύτερη όμως φάση αυτής της περιόδου και καθώς έχουν επιτευχθεί οι στρατηγικοί στόχοι του ελληνικού καπιταλισμού, ο άξονας των στρατηγικών του επιδιώξεων αρχίζει να μετατοπίζεται, καθώς αναδεικνύεται το ζήτημα ποιος από τους δύο καπιταλισμούς (ελληνικός και τουρκικός) θα αναδειχθεί στον ισχυρό ιμπεριαλιστικό πόλο της περιοχής, παραγκωνίζοντας τον αντίπαλο. Το ζήτημα της ένωσης με την Κύπρο γίνεται έτσι το βασικό θέμα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, που καταλήγει σε όξυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Όπως αναφέραμε, η όξυνση αυτή οδήγησε στην εκδίωξη ολόκληρης σχεδόν της ελληνικής μειονότητας από την Τουρκία. Δεν έγινε όμως το ίδιο και με την τουρκική μειονότητα της Θράκης.
Όλη αυτή την περίοδο και μέχρι τα τέλη της δεκαετία του '60 η ελληνική πλευρά πίστευε ότι θα μπορούσε να υπάρξει συμφωνία με την Τουρκία στο ζήτημα της «Ένωσης» της Κύπρου με την Ελλάδα και η τουρκική πλευρά κάποιες στιγμές έδειξε σχετική προθυμία γι' αυτό. Φυσικά, η προσάρτηση της Κύπρου από την Ελλάδα έπρεπε αναγκαστικά να εγκριθεί από τους ισχυρούς συμμάχους των δύο χωρών και ως εκ τούτου, η Ελλάδα όφειλε να αποδείξει ότι οι επιδιώξεις της δεν θα οδηγούσαν σε αστάθεια στην περιοχή και σε σύγκρουση των δύο βασικών συμμάχων του ιμπεριαλισμού (Ελλάδας – Τουρκίας). Το βασικότερο πρόβλημα που αντιμετώπιζε η Ελλάδα στο ζήτημα της «Ένωσης», ήταν τα δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων. Πάνω σ' αυτό εστίαζε και η τουρκική πλευρά. Η Ελλάδα λοιπόν, όλη αυτή την περίοδο αγωνιζόταν να αποδείξει, ότι θα σεβαστεί τα δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων, όπως σέβεται και τα δικαιώματα της μειονότητας της Θράκης. Η τακτική αυτή, ακύρωνε το καθεστώς αμοιβαιότητας των δικαιωμάτων των δύο μειονοτήτων (Θράκης - Ισταμπούλ, Ίμβρου, Τενέδου) αναγκάζοντας την ελληνική πλευρά να μην καταφύγει σε αντίποινα για τα Σεπτεμβριανά και για τις απελάσεις του '64.
Φυσικά η ανεκτικότητα της ελληνικής πλευράς είχε όρια. Η όξυνση του ανταγωνισμού με την Τουρκία έθετε ξανά τη μειονότητα της Θράκης στην κατάσταση του εσωτερικού εχθρού, ο οποίος έπρεπε να αντιμετωπιστεί. Η αλλαγή της στάσης του ελληνικού κράτους εκφράστηκε με την προσπάθεια πλήρους απομόνωσης των Πομάκων από την επιρροή των «τουρκογενών». Σε εκείνη τη φάση μπήκαν οι «μπάρες» που απαγόρευαν την πρόσβαση στα ορεινά χωριά των Πομάκων χωρίς ειδική άδεια από τις αρχές. Παρά το γεγονός ότι εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούνται οι όροι τουρκικός και Τούρκος, άρχισαν οι πρώτες προσπάθειες διαχωρισμού των δύο τμημάτων της μειονότητας.
Φυσικά, το σύστημα απομόνωσης των Πομάκων από την υπόλοιπη μειονότητα, είχε σαν βασικό αποτέλεσμα την ακόμα μεγαλύτερη υποβάθμιση των συνθηκών ζωής τους, καθώς η απαγόρευση της ελεύθερης επικοινωνίας έπληττε τις οικονομικές σχέσεις των ορεινών Πομάκων με τα αστικά τμήματα της τουρκικής μειονότητας. Οι πληθυσμοί αυτοί καταδικάστηκαν να στερηθούν την πρόσβαση στο σύστημα της υγεία και της παιδείας.
Η πραγματικά σκληρή γραμμή όμως απέναντι στην μειονότητα θα υιοθετούνταν από την
κυβέρνηση της χούντας λίγα χρόνια αργότερα.
1967-1980: Η σκληρή γραμμή
Την περίοδο της χούντας κορυφώνεται η αντιπαράθεση μεταξύ των τριών χωρών (Ελλάδας, Κύπρου, Τουρκίας) φτάνοντας μέχρι την πολεμική σύγκρουση (εισβολή Ελλάδας – Τουρκίας στην Κύπρο, κίνδυνος γενικευμένου ελληνοτουρκικού πολέμου). Μέσα σ' αυτό το κλίμα πολεμικής έντασης ενεργοποιείται από την χούντα η «αρχή της αμοιβαιότητας» στην αντιμετώπιση των μειονοτήτων των δύο χωρών και ξεκινά μια συστηματική πολιτική καταπίεσης της μειονότητας της Θράκης, η οποία αποσκοπούσε στην εκδίωξή της. Η χούντα δεν προχώρησε στην αλλαγή του νομικού πλαισίου των σχέσεων της μειονότητας με το κράτος, αλλά επιχείρησε μέσα από μια σειρά διοικητικών αποφάσεων και ρυθμίσεων ή με την ενεργοποίηση παλαιότερων νόμων που είχαν θεσπιστεί εναντίον των σλαβομακεδόνων, να δημιουργήσει ένα ασφυκτικό κλίμα, που θα ανάγκαζε τα μέλη της μειονότητας να εγκαταλείψουν την Ελλάδα.
Αυτή η πολιτική εγκαινιάστηκε με επιθετικό τρόπο από τη χούντα, αλλά συνεχίστηκε και εν μέρει συμπληρώθηκε απ' όλες τις κυβερνήσεις μέχρι τα τέλη σχεδόν της δεκαετίας το '80.
Έτσι η χούντα ενεργοποίησε ένα μεταξικό νόμο με βάση τον οποίο απαγόρευε σε άτομα της μειονότητας να αγοράζουν γη και να προβαίνουν σε επέκταση ακινήτων. Το άρθρο 19 του Κώδικα Ιθαγένειας απέκτησε ισχύ και για τη μειονότητα της Θράκης. Το άρθρο αυτό αφαιρούσε την ελληνική ιθαγένεια από «αλλογενείς εγκαταλείποντες το ελληνικό έδαφος άνευ προθέσεως παλιννοστήσεως» και ο κάθε αξιωματούχος του ελληνικού κράτους είχε το δικαίωμα ερμηνείας των προθέσεων των ατόμων που πήγαιναν στο εξωτερικό. Με βάση αυτό το άρθρο έχασαν την ιθαγένεια άνθρωποι οι οποίοι πήγαν για σπουδές ή για επαγγελματικούς λόγους στην Τουρκία,
άλλοι που μετανάστευσαν στη Γερμανία, ή σε άλλες πόλεις και χωριά της Ελλάδας, ακόμα και της Θράκης (αναφέρεται μάλιστα περίπτωση ατόμου που έχασε την ιθαγένεια όταν πήγε... φαντάρος).
Όταν τελικά καταργήθηκε αυτό το ρατσιστικό άρθρο το 1998, είχαν χάσει την ιθαγένειά τους, σύμφωνα με την επίσημη άποψη, περισσότερα από 40.000 άτομα. Παρ' όλο που το άρθρο καταργήθηκε ως άδικο, η κατάργηση δεν είχε αναδρομική ισχύ.
Ταυτόχρονα όλη αυτή την περίοδο πάρθηκαν μια σειρά από αποφάσεις με τις οποίες: Απαγορευόταν η αγορά γης, σπιτιών, γεωργικών μηχανών και αυτοκινήτων. Η παροχή αδειών οδήγησης, επαγγελματικών αδειών, αδειών κατασκευής κατοικίας ή ανέγερσης/επισκευής τζαμιών.
Η παροχή δανείων απ' τις τράπεζες. Το κράτος προχώρησε παράλληλα σε μία συστηματική
πολιτική απαλλοτρίωσης κτημάτων που ανήκαν σε άτομα της μειονότητας με διάφορα προσχήματα, ενώ βοηθιούνταν με δάνεια Έλληνες να αγοράζουν μουσουλμανικά κτήματα. Στους αποφοίτους των τουρκικών πανεπιστημίων το ΔΙΚΑΤΣΑ αρνούνταν να αναγνωρίσει τα πτυχία τους
δημιουργώντας έτσι ένα ολόκληρο στρώμα ανέργων πτυχιούχων μέσα στη μειονότητα. Η εκλογή διαχειριστικής επιτροπής των βακουφιών απαγορεύτηκε και στο εξής οι διαχειριστές διορίζονται (μέχρι σήμερα) από το κράτος. Τα μειονοτικά σχολεία πέρασαν στον έλεγχο του κράτους με στόχο την «αποτουρκοποίηση» της εκπαίδευσης της μειονότητας.
Ταυτόχρονα αυτή την περίοδο απαγορεύτηκε η χρήση των όρων τουρκικός και Τούρκος. Επαγγελματικοί και πολιτιστικοί σύλλογοι που έφεραν τον προσδιορισμό τουρκικός υποχρεώθηκαν να αλλάξουν όνομα ή καταργήθηκαν. Εξαπολύθηκαν νομικές διώξεις εναντίον ατόμων που διακήρυξαν την τουρκική τους ταυτότητα. Οι αποφάσεις οι οποίες απαγορεύουν τη χρήση αυτών των όρων εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι σήμερα.
Έτσι, κατά την περίοδο της χούντας, αλλά και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '80 περίπου, το κράτος ακολούθησε μια σκληρή επιθετική πολιτική εναντίον της μειονότητας. Ο βασικός στόχος ήταν να εξαναγκαστεί ένα μεγάλο τμήμα να εγκαταλείψει την Ελλάδα, όπως είχε κάνει και το τουρκικό κράτος με την ελληνική μειονότητα. Τα αποτελέσματα δεν ήταν τα επιδιωκόμενα, καθώς ο κατά βάση αγροτικός χαρακτήρας της μειονότητας της Θράκης, αλλά και το χαμηλότερο επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης της Τουρκίας, έκαναν δύσκολη την απόφαση της φυγής προς την Τουρκία.
1980-1990: Αντίσταση και αλλαγές
Η πτώση της χούντας, η μεταπολίτευση και η «αλλαγή» του '81 δεν έφεραν ουσιαστικές αλλαγές στην αντιμετώπιση της μειονότητας από το κράτος. Η αίσθηση όμως της δυνατότητας μιας γενικής πολιτικής αλλαγής που επικρατούσε κατά την πρώτη περίοδο της μεταπολίτευσης δεν μπορούσε να μην έχει επίδραση και στη Θράκη. Έτσι από τις αρχές της δεκαετίας του '80 μέσα στη μειονότητα εκδηλώνονται προσπάθειες αντίδρασης στην καταπίεση που είχε υποστεί όλα αυτά τα χρόνια. Οι προσπάθειες αυτές πήραν δύο μορφές, οι οποίες εκδηλώθηκαν παράλληλα ή συμπληρωματικά.
Άτομα των οποίων ο ηγετικός ρόλος μέσα στη μειονότητα βασιζόταν στις σχέσεις που μπορούσαν να έχουν παράλληλα με το τουρκικό κράτος και τα δύο κόμματα εξουσίας στην Ελλάδα (ως πολιτευτές του ΠΑΣΟΚ ή της ΝΔ), επιδίωξαν να αναδείξουν τα προβλήματα της καταπίεσης και του αποκλεισμού, προβάλλοντας ένα μειονοτικό, εθνικιστικό πολιτικό λόγο. Κομβικό στοιχείο αυτού του πολιτικού λόγου ήταν η διακήρυξη της τουρκικής ταυτότητας της μειονότητας. Οι προσπάθειες αυτές κορυφώθηκαν με τις εκλογικές επιτυχίες των ανεξάρτητων μειονοτικών βουλευτών στις εκλογές του '89 - '90.
Ταυτόχρονα όμως οι αντιδράσεις άρχισαν να παίρνουν από τα μέσα της δεκαετίας του '80
και τα χαρακτηριστικά του μαζικού κινήματος διεκδίκησης. Το 1983 έγινε η πρώτη μαζική
διαμαρτυρία μειονοτικών ενάντια στις απαλλοτριώσεις κτημάτων για την Πανεπιστημιούπολη στην Κομοτηνή.
Το 1985 η μειονότητα δεν αποδέχτηκε τον διορισμένο Μουφτή της Κομοτηνής και προέβη
σε εκλογή άλλου Μουφτή τον οποίο δεν αναγνώρισε το ελληνικό κράτος. Το ίδιο έγινε και στην Ξάνθη.
Το 1987 και το 1988 οι πτυχιούχοι τουρκικών πανεπιστημίων, διαμαρτυρόμενοι επειδή τα πτυχία τους δεν αναγνωρίζονταν από το ΔΙΚΑΤΣΑ, πραγματοποίησαν δύο πορείες και απεργία πείνας. Οι κινητοποιήσεις των πτυχιούχων βρήκαν συμπαράσταση από «πλειονοτικούς».
Το 1988 έγιναν δύο μαζικές πορείες διαμαρτυρίας στην Κομοτηνή μετά την τελεσίδικη απόφαση του Αρείου Πάγου να απαγορευτεί ο όρος τουρκικός από τις ενώσεις της μειονότητας.
Στη δεύτερη πορεία ξέσπασαν συγκρούσεις με την αστυνομία και υπήρξαν τραυματισμοί. Ταυτόχρονα, όπως αναφέρθηκε, ξεκίνησαν και οι προσπάθειες για εκλογή ανεξάρτητου μειονοτικού βουλευτή στις εκλογές του '89, καθώς ο εκλογικός νόμος έδινε αυτή τη δυνατότητα. Το ελληνικό κράτος αντιμετώπισε με πανικό αυτή την πιθανότητα και ξεκίνησε σειρά δικαστικών
διώξεων εναντίον του υποψηφίου Αχμέτ Σαδίκ (με κατηγορίες για συκοφαντική δυσφήμηση, διασπορά ψευδών ειδήσεων και πλαστογραφία). Κατά τη διάρκεια των δύο δικών του έγιναν διαδηλώσεις από την μειονότητα.
Ο Αχμέτ Σαδίκ εκλέχτηκε βουλευτής στις εκλογές της 18ης Iουνίου 1989 και αργότερα, στις
εκλογές της 5ης Nοεμβρίου 1989, εκλέχτηκε ο ανεξάρτητος υποψήφιος Mολλά Pοντοπλού με τον συνδυασμού «Eμπιστοσύνη».
Η εκλογή του Ροντοπλού δημιούργησε νέα προβλήματα, καθώς η πιθανότητα σχηματισμού
κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ-ΣΥΝ προϋπέθετε τη στήριξη του Pοντοπλού. Όλα όμως τα κόμματα απέρριψαν αυτή τη πιθανότητα και τελικά σχηματίστηκε η τρικομματική κυβέρνηση Ζολώτα (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΣΥΝ).
Όμως αυτή η πιθανότητα, να αναδειχτεί ένας ανεξάρτητος μειονοτικός βουλευτής σε ρυθμιστικό παράγοντα για το σχηματισμό κυβέρνησης, ήταν κάτι το οποίο δύσκολα μπορούσε να ανεχτεί το ελληνικό κράτος. Ήδη, οι διαμαρτυρίες των μειονοτικών ενάντια στα μέτρα καταπίεσης και αποκλεισμού, είχαν προκαλέσει την κινητοποίηση μηχανισμών του ελληνικού κράτους και της εθνικιστικής δεξιάς. Έγιναν νέες διώξεις εναντίον των Σαδίκ και Ροντοπλού και καταδικάστηκαν σε 18 μήνες φυλάκιση και 3ετή στέρηση των πολιτικών τους δικαιωμάτων. Κατά τη διάρκεια αυτών των δικών (Ιανουάριος 1990) οργανώθηκαν και πάλι μαζικές συγκεντρώσεις από την μειονότητα.
Όμως τώρα οι ελληνικοί εθνικιστικοί κύκλοι, έχοντας εξασφαλισμένη την ανοχή του κρατικού μηχανισμού, αποφάσισαν να δώσουν τη δική τους, «δυναμική» απάντηση στις κινητοποιήσεις της μειονότητας. Στις 29 Ιανουαρίου 1990 οργάνωσαν μια επιθέσεις, με τη μορφή πογκρόμ περιορισμένης κλίμακας, εναντίον της μειονότητας στην Κομοτηνή, καταστρέφοντας καταστήματα, κυνηγώντας και χτυπώντας ανθρώπους και χωρίς οι δυνάμεις καταστολής, οι οποίες ήταν παρούσες, να επέμβουν για να τους σταματήσουν.Παρόμοιο πογκρόμ διοργανώθηκε το Καλοκαίρι του 1990,το 1991 καθώς και το 1996 με αφορμή τα γεγονότα στα Ίμια.
Φυσικά, αυτή η προσπάθεια επίδειξης δύναμης δεν μπορούσε να τρομοκρατήσει τη μειονότητα, μπορούσε όμως να εντείνει την όξυνση και η κατάσταση να ξεφύγει από τον έλεγχο της τρικομματικής κυβέρνησης. Γι' αυτό και άμεσα, στις 31 Ιανουαρίου, πραγματοποιήθηκε έκτακτη σύσκεψη των τριών αρχηγών με τον πρωθυπουργό και όλα τα κόμματα συμφώνησαν να ξεκινήσει μια διαδικασία αλλαγών στην αντιμετώπιση της μειονότητας, δηλαδή να προχωρήσουν στην «κατάργηση των διοικητικών οχλήσεων αι οποίαι όχι μόνο απεδείχθησαν ατελέσφοροι αλλ’ επέτυχαν αντίθετα αποτελέσματα των επιδιωκωμένων και συνάμα μας εκθέτουν διεθνώς». Και έτσι ξεκίνησε η σταδιακή και με αργά βήματα και πισωγυρίσματα αλλαγή της μειονοτικής πολιτικής του ελληνικού κράτους.
Οι αιτίες αυτής της αλλαγής θα πρέπει να αναζητηθούν στον συνδυασμό μιας σειράς παραγόντων οι οποίοι είχαν διαμορφωθεί εκείνη την περίοδο:
Η πολιτική της σκληρής γραμμής είχε φτάσει στα όριά της, αποτυγχάνοντας να δώσει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή να αναγκάσει τη μειονότητα να εγκαταλείψει την Ελλάδα.
Αντίθετα, αυτή η πολιτική βρισκόταν τώρα αντιμέτωπη με μαχητικές αντιδράσεις της μειονότητας, οι οποίες μπορούσαν να γενικευτούν, ακόμα και να βρουν συμπαράσταση από τον προοδευτικό
κόσμο της «πλειονότητας». Στην πραγματικότητα, το ελληνικό κράτος πρώτη φορά βρισκόταν αντιμέτωπο με τέτοιου είδους διαμαρτυρίες.
Στο εξωτερικό διαμορφώνονταν μια εικόνα της Ελλάδας (ρατσιστική πολιτική απέναντι στην μειονότητα), η οποία εξασθενούσε τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούσαν οι ελληνικές κυβερνήσεις σε διπλωματικό επίπεδο εναντίον της Τουρκίας. Επιπλέον, αμαυρώνονταν η εικόνα της ισχυρής και σταθερής ευρωπαϊκής δύναμης, την οποία καλλιεργούσε συστηματικά το ελληνικό κράτος για τον εαυτό του.
Επιπλέον, είχε ήδη ξεκινήσει η κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ και τα μειονοτικά και εθνικά ζητήματα άρχισαν να αποκτούν ξανά μια επικίνδυνη διάσταση στην Ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια. Η Ελλάδα έπρεπε να κλείσει εσπευσμένα ένα μειονοτικό πρόβλημα που θα μπορούσε να πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις, για να αφοσοιωθεί στις προσπάθειες εκμετάλλευσης των νέων δυνατοτήτων που διαμορφώνονταν στα Βαλκάνια για τον ελληνικό καπιταλισμό.
Φυσικά η αλλαγή της μειονοτικής πολιτικής δεν έγινε με κριτήριο τα δικαιώματα της μειονότητας και η βασική επιδίωξη του ελληνικού κράτους ήταν η διατήρηση όσων περισσότερων περιορισμών μπορούσαν να χωρέσουν στο νέο πολιτικό μοντέλο αντιμετώπισης της μειονότητας. Η βασική γραμμή αυτής της πολιτικής εξακολούθησε να είναι η μη αναγνώριση εθνικών χαρακτηριστικών στη μειονότητα και η άρνηση παροχής δικαιωμάτων οποιασδήποτε μορφής μειονοτικής αυτοδιοίκησης. Οι μουφτήδες εξακολούθησαν να διορίζονται αντί να εκλέγονται, το ίδιο και οι διαχειριστικές επιτροπές των βακουφικών περιουσιών. Μάλιστα, οι βακουφικές περιουσίες δεν αναγνωρίζονται ως κοινωφελή ιδρύματα, με αποτέλεσμα να φορολογούνται κανονικά και να έχουν οδηγηθεί σε χρεοκοπία. Η πιο χαρακτηριστική όμως ένδειξη των ορίων αυτής της πολιτικής είναι η κατάργηση του εκλογικού νόμου που έδινε τη δυνατότητα στους
μειονοτικούς να εκλέγουν ανεξάρτητο υποψήφιο (το όριο του 3% για την είσοδο στη βουλή). Αυτό το τελευταίο αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο οι αντιδημοκρατικές πρακτικές που εφαρμόζονται εναντίον των μειονοτήτων πλήττουν σταδιακά το σύνολο των εργαζόμενων μαζών.
Μετά το 1990
Έκτοτε, μπορούμε να πούμε ότι η μειονοτική πολιτική του ελληνικού κράτους συνεχίζει σ' αυτή τη γραμμή, της εντός ορίων ανεκτικότητας. Υπήρξαν σημαντικές θετικές μεταρρυθμίσεις, στο χώρο κυρίως της εκπαίδευσης, και μια σειρά «διοικητικών οχλήσεων» έχουν καταργηθεί. Η συμβολική χειρονομία της αλλαγής της μειονοτικής πολιτικής ήταν η κατάργηση το 1995, της μπάρας που κρατούσε απομονωμένα τα πομακικά ορεινά χωρά καθώς και η κατάργηση του άρθρου 19 το 1998 και η θέσπιση ειδικής ποσόστωσης για τους μουσουλμάνους υποψήφιους των πανελληνίων το 1995 με απόφαση του Γεώργιου Παπανδρέου τότε Υπουργού Παιδείας και μετέπειτα πρωθυπουργού της Ελλάδας.
Παρ' όλ' αυτά, η αλλαγή της μειονοτικής πολιτικής αφορά στην μετατόπιση των κεντρικών
της αξόνων και όχι στη βασική πολιτική αντίληψη του ελληνικού κράτους, σύμφωνα με την οποία οι μη αφομοιώσιμες εθνικές μειονότητες αποτελούν εσωτερικό εχθρό. Γι' αυτό και εξακολουθεί να ισχύει η απαγόρευση της ελεύθερης διακήρυξης της τουρκικής ταυτότητας της μειονότητας.
Επιπλέον, οι προσπάθειες να αντιπαραθέσουν απέναντι στην τουρκική εθνική ταυτότητα (την οποία το ελληνικό κράτος δεν αναγνωρίζει) μια πομακική (και τα τελευταία χρόνια και μία τσιγγάνικη/ρομά) ταυτότητα συνεχίζονται. Πρωταγωνιστές αυτής της εθνικής προσπάθειας είναι το κράτος με τους μηχανισμούς του και κυρίως η ακροδεξιά, επιχειρηματικοί κύκλοι καθώς και διάφορες, αρμόδιες ανά περίσταση, ευρωπαϊκές και εγχώριες ΜΚΟ. Τα επιχειρήματα που προβάλλουν δεν έχουν να κάνουν πια με μετρήσεις των κρανίων των Πομάκων (οι οποίες κατά τις δεκαετίες του '60 και του '70 «αποδείκνυαν» την αρχαιοελληνική καταγωγή των Πομάκων), αλλά με δικαιώματα στη χρήση της μητρικής γλώσσας και στον πολιτισμό (των Πομάκων και των Τσιγγάνων – ποτέ όμως των Τούρκων). Ο κυρίαρχος ισχυρισμός είναι ότι οι Πομάκοι (και δευτερευόντως οι Τσιγγάνοι/Ρομά, επειδή συνήθως τους ξεχνάνε) καταπιέζονται από τον τουρκικό εθνικισμό ή από το τουρκικό προξενείο, ενώ το ελληνικό κράτος κλείνει τα μάτια
μπροστά σ' αυτή την κατάφωρη παραβίαση των δικαιωμάτων τους. Η έξαρση αυτής της προπαγανδιστικής πομακολογίας, έχει μεγάλη παροσία. Η πλειοψηφία όμως των Πομάκων δεν φαίνεται να συγκινείται από τα επιχειρήματα αυτών οι οποίοι μέχρι πριν από λίγα χρόνια τους είχαν μαντρώσει πάνω στα βουνά, καθηλώνοντάς στους σε άθλιες συνθήκες διαβίωσης. Παραπλήσια αποτελέσματα έχει και η ενασχόληση με τους Τσιγγάνους/Ρομά, πολλοί ή και οι περισσότεροι εκ των οποίων έχουν πια ως μητρική τους γλώσσα τα τούρκικα και αδυνατούν να κατανοήσουν την ανάγκη να χρησιμοποιηθεί η ρομανί σε μια εκπαίδευση στην οποία ακόμα και σήμερα δεν έχουν πρόσβαση.
Όλες αυτές οι δραστηριότητες, παρά το γεγονός ότι έχουν την στήριξη του κράτους, δεν αποτελούν εντούτοις την επίσημη γραμμή αντιμετώπισης της μειονότητας. Η επίσημη γραμμή προσπαθεί να παρακάμψει τα ζητήματα των εθνοτικών διαφοροποιήσεων και των εθνικών ταυτοτήτων και να διαμορφώσει (κυρίως μέσω της εκπαίδευσης) ένα στρώμα μειονοτικής ελίτ, η οποία θα αποτελέσει δεξαμενή άντλησης ενός δυναμικού που θα στελεχώσει τις μειονοτικές βαθμίδες του ελληνικού αστικού κράτους. Απαραίτητη βέβαια προϋπόθεση αυτού του σχεδίου είναι η διαμόρφωση μιας εκμοντερνισμένης ελληνικής εθνικής ταυτότητας, η οποία θα στεφανώνεται από την αίσθηση ότι ο φορέας της είναι πολίτης μιας χώρας η οποία ανήκει σε ένα συνασπισμό ισχυρών κρατών (της ΕΕ). Μια τέτοια ταυτότητα, θα μπορούσαν να την αποδεχτούν και τα μέλη της μειονοτικής ελίτ, καθώς δεν θα έθετε ως βασική της προϋπόθεση την ορθόδοξη χριστιανική πίστη.
Ο πληθυσμός της «Μουσουλμανικής Μειονότητας» της Δυτικής Θράκης σήμερα κυμαίνεται μεταξύ 110.000 και 130.000 ατόμων. Τα ποσοστά της μειονότητας επί του συνόλου του πληθυσμού για κάθε νομό είναι: Έβρος: 6-7%. Ροδόπη: 56%-58%. Ξάνθη: 43% - 46%. Και σε ολόκληρη τη Θράκη 34%.
Ο πληθυσμός των «τουρκογενών» ή «τουρκόφωνων» (όπως χαρακτηρίζονται από το ελληνικό κράτος) προέρχεται πιθανόν από διάφορες τουρκόγλωσσες πληθυσμιακές ομάδες οι οποίες εγκαταστάθηκαν στην περιοχή και αναμείχθηκαν με ντόπιους εξισλαμισμένους πληθυσμούς.
Οι Πομάκοι, για την καταγωγή των οποίων υπάρχουν πολλές θεωρίες (αρκετές εκ των οποίων αποτελούν αντιεπιστημονικές προσεγγίσεις με εθνικιστικούς στόχους), προέρχονται πιθανόν από σλαβικούς πληθυσμούς, ο εξισλαμισμός των οποίων άρχισε πριν από την οθωμανική κατάκτηση της περιοχής. Η μητρική γλώσσα των Πομάκων ανήκει στην οικογένεια των σλαβικών γλωσσών με πολλές ομοιότητες με την βουλγαρική και κυρίως τη σλαβομακεδονική. Οι Τσιγγάνοι/Ρομά κατάγονται από νομαδικούς πληθυσμούς που μιλούσαν την ρομανί, αλλά σε κάποια φάση της
ιστορίας τους εξισλαμίστηκαν. Το μεγαλύτερο μέρος τους είχε εγκαταλείψει ήδη πριν τη Συνθήκη της Λωζάννης τη νομαδική ζωή και μητρική τους γλώσσα είχαν γίνει τα τουρκικά. Υπάρχει τέλος και μια ολιγομελής ομάδα (περίπου 1.000 άτομα) αφρικανικής καταγωγής, από Σουδανούς που μεταφέρθηκαν στην περιοχή πιθανόν την εποχή του Μοχάμεντ Άλι. Τα μέλη της είναι κι αυτοί Μουσουλμάνοι και τουρκόφωνοι.
Η θρησκεία του σουνιτικού Ισλάμ της περιοχής, όπως και ολόκληρης της Βαλκανικής, είχε
δεχτεί επιδράσεις από μυστικιστικά θρησκευτικά τάγματα, τα οποία προέρχονταν από την
Ανατολία. Το δόγμα τους είχε πολλά σιιτικά στοιχεία καθώς και κάποια χριστιανικά. Το πιο γνωστό από αυτά στον χώρο των Βαλκανίων ήταν το δόγμα των Μπεκτασήδων, στοιχεία του οποίου εξακολουθούν να επιβιώνουν κυρίως μεταξύ των αγροτικών μουσουλμανικών πληθυσμών της Θράκης. Παρά το γεγονός ότι οι τρεις αυτές εθνοτικές ομάδες έχουν ως κοινό στοιχείο τον σουνιτισμό και κοινή γλώσσα επικοινωνίας τα τούρκικα, υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ τους. Οι τουρκικοί πληθυσμοί κατοικούν κυρίως στις πεδινές αγροτικές περιοχές και στα αστικά
κέντρα, οι Πομάκοι κατοικούν κυρίως στις ορεινές αγροτικές περιοχές και οι Τσιγγάνοι/Ρομά στις παρυφές και στα πιο φτωχά σημεία αστικών και αγροτικών περιοχών. Οι τρεις αυτές εθνοτικές ομάδες καταλαμβάνουν διαφορετικά επίπεδα στο εθνοτικό ιεραρχικό σύστημα της περιοχής, με τους «τουρκογενείς» να καταλαμβάνουν την ανώτερη βαθμίδα και τους Τσιγγάνους/Ρομά την κατώτερη. Οι ιεραρχήσεις αυτές έχουν άμεση σχέση και με διαφορές στο βιοτικό επίπεδο των τριών ομάδων.
Για την «Μουσουλμανική Μειονότητα» της Δυτικής Θράκης το ελληνικό κράτος αναγνώρισε με βάση τη Συνθήκη της Λωζάννης, ένα πλαίσιο δικαιωμάτων, από τα οποία προκύπτει μία ορισμένου βαθμού δυνατότητα μειονοτικής αυτοδιοίκησης: δικαίωμα καθορισμού της
εκπαίδευσης της μειονότητας, διαχείρισης της περιουσίας της (η οποία αποτελεί περιουσία των θρησκευτικών της ιδρυμάτων - βακουφιών), ιδιαίτερο θρησκευτικό οικογενειακό δίκαιο για τα μέλη της μειονότητας (σαρία), δυνατότητα εκλογής θρησκευτικών ηγετών (οι οποίοι αποτελούν και δικαστές με βάση τη σαρία) και εκλογή διαχειριστικής επιτροπής της βακουφικής περιουσίας. Όμως αμέσως μετά το 1923 το ελληνικό κράτος εξάρτησε όλα αυτά τα δικαιώματα από τις διακυμάνσεις των σχέσεων με το τουρκικό κράτος και από την αντιμετώπιση της μειονότητας, ως έναν εν δυνάμει εθνικό κίνδυνο στο εσωτερικό του, από τον οποίο το καλύτερο θα ήταν να μπορούσε να απαλλαγεί. Το σύνολο των πιέσεων και διακρίσεων που επέβαλε εναντίον της μειονότητας, είχαν σαν αποτέλεσμα, 90 χρόνια αργότερα, ο πληθυσμός της να παραμένει αυτός που ήταν το 1923 (ενώ θα έπρεπε, με βάση ένα χαμηλό ρυθμό 2% πληθυσμιακής ανάπτυξης να είναι σήμερα 500.000).
1923-1930: Απομόνωση
Από το 1922 το ελληνικό κράτος έθεσε τον στόχο της αλλαγής του αριθμητικού συσχετισμού μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων στη Θράκη. Εγκαθιστώντας Χριστιανούς πρόσφυγες από την Τουρκία και ωθώντας τους συνήθως να καταλαμβάνουν ακίνητη περιουσία Μουσουλμάνων, ανάγκασε τον μουσουλμανικό πληθυσμό του Έβρου να εγκαταλείψει την περιοχή.
Η περίοδος 1923-1930 χαρακτηρίζεται από την πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων να
εμποδίσουν προσπάθειες εκσυγχρονισμού που είχαν ξεκινήσει μέσα στην μειονότητα και οι οποίες κινούνταν στα πρότυπα του κεμαλικού εκσυγχρονισμού. Η πολιτική του ελληνικού κράτους έβρισκε στήριγμα σε όλα εκείνα τα τμήματα του οθωμανικού καθεστώτος τα οποία μετά την επικράτηση του Κεμάλ είχαν βρει καταφύγιο στη Θράκη (ακόμα και ο ίδιος ο ανώτατος σεϊχουλισλάμης του οθωμανικού κράτους) και σε διάφορες ομάδες οι οποίες είχαν αντιταχθεί στο νέο καθεστώς (κάποιες πολεμώντας μαζί με τα ελληνικά στρατεύματα) και κατέφυγαν κι αυτές στη Θράκη. Όλοι αυτοί, οι συντηρητικοί (muhafazakârlar) όπως χαρακτηρίζονταν, διαμόρφωναν ένα ηγετικό στρώμα μέσα στην μειονότητα, πρόθυμο να συνεργαστεί με το ελληνικό κράτος προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι μεταρρυθμιστές (inkilapçilar) και να διατηρηθεί ο χαρακτήρας του οθωμανικού θρησκευτικού μιλλέτ για τη μειονότητα. Η εκπαίδευση διατήρησε τον αυστηρά θρησκευτικό της χαρακτήρα και μάλιστα διατηρήθηκε το αραβικό αλφάβητο ενώ δεν επιτράπηκε η χρήση του λατινικού. Οι συντηρητικοί συμφώνησαν ακόμα και με την δημιουργία ιδιαίτερων
εκλογικών περιφερειών για την μειονότητα, μέτρο που επέβαλε το κράτος για να ελέγχει τις μειονοτικές ψήφους.
Η αντιμετώπιση αυτή, που αποσκοπούσε στο να κοπεί κάθε δυνατότητα πολιτικής
επικοινωνίας ανάμεσα στη μειονότητα και το σύγχρονο εθνικό τουρκικό κράτος, αναδεικνύοντας και καλλιεργώντας τα προεθνικά - οθωμανικά χαρακτηριστικά της, άλλαξε από το 1930 και μετά. 1930-1950: Προσπάθειες εκσυγχρονισμού.
Το 1930 οι δύο χώρες προχώρησαν στην υπογραφή Συμφώνου Φιλίας. Ο στρατηγικός στόχος των δύο κρατών μετά τον μικρασιατικό πόλεμο δεν ήταν πια η εδαφική επέκταση αλλά η βιομηχανική τους ανάπτυξη. Το «πρόβλημα» των μειονοτήτων μπορούσε σε αυτή τη φάση να παρακαμφθεί και για τις δύο χώρες, προκειμένου να μην ανακύψουν ζητήματα που θα τις υποχρέωναν να παρεκκλίνουν από τους στρατηγικούς τους στόχους.
Έτσι λοιπόν, ο Βενιζέλος σε μια ένδειξη καλής θέλησης επέτρεψε την ίδρυση τουρκικού προξενείου στη Θράκη. Επιπλέον, η ελληνική πλευρά συμφώνησε, όχι μόνο να επιτρέψει τον εκσυγχρονισμό της μειονότητας, αλλά ακόμα και να απελάσει τους συντηρητικούς, «παλαιομουσουλμάνους».
Στην ηγεσία της μειονότητες βρέθηκαν έτσι οι μεταρρυθμιστές ή νεοτεριστές. Οι μεταρρυθμιστικές τους προσπάθειες στόχευαν στον εκσυγχρονισμό της εκπαίδευσης (το αραβικό αλφάβητο αντικαταστάθηκε από το λατινικό στις περισσότερες περιοχές) και στην υποβάθμιση των θρησκευτικών χαρακτηριστικών της μειονότητας, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα, εκείνα τα χαρακτηριστικά, τα οποία μπορούσαν να συμβάλουν στη διαμόρφωση μίας κοσμικής, τουρκικής εθνικής συνείδησης για ολόκληρη την μειονότητα. Από αυτή την εποχή αρχίζει να γενικεύεται και να γίνεται αποδεκτός και από τους επίσημους φορείς του ελληνικού κράτους η χρήση του προσδιορισμού Τούρκος και τουρκικός.
Υπήρχαν όμως κάποια ζητήματα απέναντι στα οποία το ελληνικό κράτος δεν υποχωρούσε. Αρνήθηκε και εμπόδισε κάθε προσπάθεια των μεταρρυθμιστών να αντικαταστήσουν το απαρχαιωμένο θρησκευτικό οικογενειακό δίκαιο της σαρία με ένα σύγχρονο κοσμικό και δημοκρατικό και περιόρισε τα αυτοδιοικητικά δικαιώματα της μειονότητας: έτσι ο μουφτής διοριζόταν από κράτος, αντί να εκλέγεται.
Βέβαια, οι «παλαιομουσουλμάνοι», αν και ο ηγετικός τους πυρήνας είχε απελαθεί, συνέχιζαν να αποτελούν μια πολιτική δύναμη, αγκυρωμένη στις πιο υπανάπτυκτες ορεινές, πομακικές περιοχές, όπου συνεχιζόταν η χρήση του αραβικού αλφαβήτου στην εκπαίδευση, βρίσκοντας ενίσχυση επιπλέον, στις διασυνδέσεις τους με τα αστικά κόμματα, στα οποία μπορούσαν να εξασφαλίζουν ένα σημαντικό αριθμό ψήφων. Το ελληνικό κράτος είχε συμφέρον να συντηρηθεί η διαμάχη, προκειμένου να μην μπορεί να αποκτήσει ενιαία χαρακτηριστικά η μειονότητα.
1950-1967: Η «χρυσή εποχή» της μειονότητας
Όμως μετά το 1950 η διαμάχη συντηρητικών και μεταρρυθμιστών παίρνει διαφορετικά
χαρακτηριστικά, καθώς προσδιορίστηκε από τη σύγκρουση των δυο μεγάλων κομμάτων στην Τουρκία, του Δημοκρατικού Κόμματος του Μεντερές και του Λαϊκού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος του Ινονού. Το συντηρητικό φιλοϊσλαμικό κόμμα του Μεντερές το οποίο κερδίζει τις εκλογές το 1950, επαναπροσδιορίζει τα χαρακτηριστικά του τουρκικού έθνους και οι παλαιομουσουλμάνοι της Θράκης μπορούν να βρουν σημεία ταύτισης μ' αυτή την πολιτική. Από την άλλη, μέσα στο κεμαλικό στρατόπεδο αρχίζουν να διαμορφώνονται δυο πτέρυγες, η μία εκ των οποίων κινείται προς την σοσιαλδημοκρατία και η άλλη προς μια πιο συντηρητική εκδοχή του κεμαλισμού και προς τον εθνικισμό. Οι μεταρρυθμιστές της μειονότητας, συνδεόμενοι ούτως ή άλλως κυρίως με τα συντηρητικά ελληνικά κόμματα, θα βρουν περισσότερα σημεία ταύτισης με τη συντηρητική πτέρυγα του κεμαλισμού. Έτσι όμως, ως ένα ορισμένο βαθμό, οι διαφορές μεταρρυθμιστών και
παλαιομουσουλμάνων θα αρχίσουν να αμβλύνονται (ο αριθμός των δεύτερων ούτως ή άλλως μειώνεται συνεχώς).
Η πρώτη φάση αυτής της περιόδου χαρακτηρίζεται από τις προσπάθειες του ελληνικού
καπιταλισμού να σταθεροποιηθεί στο εσωτερικό της χώρας συντρίβοντας το εργατικό κίνημα και να αναβαθμίσει ταυτόχρονα τη θέση του στην παγκόσμια ιμπεριαλιστική αλυσίδα εντασσόμενος στη ΝΑΤΟϊκή συμμαχία. Οι στόχοι αυτοί αναδεικνύουν «εθνικούς» κινδύνους, μεταξύ των οποίων η μειονότητα της Θράκης δεν κατέχει την πρώτη θέση Αντίθετα, η επίτευξη αυτών των στόχων επιβάλουν αναβάθμιση των σχέσων με την Τουρκία και ως εκ τούτου καλή αντιμετώπιση (ή ανοχή) της μειονότητας.
Ο βασικός εχθρός του ελληνικού καπιταλισμού αυτή την περίοδο είναι η Βουλγαρία, μέλος
του αντίπαλου ανατολικού μπλοκ. Το ελληνικό κράτος βλέπει σε αυτή τη φάση τον κίνδυνο να υπάρχει στην πιθανότητα να προσπαθήσει η Βουλγαρία να διεκδικήσει την προστασία των σλαβόφωνων, πομακικών πληθυσμών της Θράκης, καθώς πολύ μεγαλύτερη μειονότητα σλαβόφωνων Μουσουλμάνων (Πομάκων) ζούσε στην βουλγαρική πλευρά. Ο φόβος αυτός τροφοδοτούνταν και από την εμπειρία της συμμετοχής μεγάλου αριθμού σλαβομακεδόνων στο αντάρτικο κατά την περίοδο της κατοχής και του εμφυλίου. Έτσι λοιπόν, προσπαθώντας να αντιμετωπίσει τον «σλάβικο κίνδυνο» (ο οποίος στις εθνικές αφηγήσεις της εποχής ταυτιζόταν με τον «κομουνιστικό κίνδυνο») το ελληνικό κράτος επιχείρησε να εξαλείψει τα σλαβικά χαρακτηριστικά ενός τμήματος της μειονότητας της Θράκης και να αναδείξει τα μουσουλμανικά/τουρκικά. Οι όροι «τουρκικός» και «Τούρκος» γενικεύτηκαν και χρησιμοποιήθηκαν επίσημα από τις ελληνικές κυβερνήσεις, έτσι ώστε να συμπεριλαμβάνουν και να αποδίδονται στους Πομάκους και στους Τσιγγάνους/Ρομά. Στις αρχές της δεκαετίας του '50 το αραβικό αλφάβητο αντικαταστάθηκε σχεδόν παντού από το λατινικό.
Στη δεύτερη όμως φάση αυτής της περιόδου και καθώς έχουν επιτευχθεί οι στρατηγικοί στόχοι του ελληνικού καπιταλισμού, ο άξονας των στρατηγικών του επιδιώξεων αρχίζει να μετατοπίζεται, καθώς αναδεικνύεται το ζήτημα ποιος από τους δύο καπιταλισμούς (ελληνικός και τουρκικός) θα αναδειχθεί στον ισχυρό ιμπεριαλιστικό πόλο της περιοχής, παραγκωνίζοντας τον αντίπαλο. Το ζήτημα της ένωσης με την Κύπρο γίνεται έτσι το βασικό θέμα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, που καταλήγει σε όξυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Όπως αναφέραμε, η όξυνση αυτή οδήγησε στην εκδίωξη ολόκληρης σχεδόν της ελληνικής μειονότητας από την Τουρκία. Δεν έγινε όμως το ίδιο και με την τουρκική μειονότητα της Θράκης.
Όλη αυτή την περίοδο και μέχρι τα τέλη της δεκαετία του '60 η ελληνική πλευρά πίστευε ότι θα μπορούσε να υπάρξει συμφωνία με την Τουρκία στο ζήτημα της «Ένωσης» της Κύπρου με την Ελλάδα και η τουρκική πλευρά κάποιες στιγμές έδειξε σχετική προθυμία γι' αυτό. Φυσικά, η προσάρτηση της Κύπρου από την Ελλάδα έπρεπε αναγκαστικά να εγκριθεί από τους ισχυρούς συμμάχους των δύο χωρών και ως εκ τούτου, η Ελλάδα όφειλε να αποδείξει ότι οι επιδιώξεις της δεν θα οδηγούσαν σε αστάθεια στην περιοχή και σε σύγκρουση των δύο βασικών συμμάχων του ιμπεριαλισμού (Ελλάδας – Τουρκίας). Το βασικότερο πρόβλημα που αντιμετώπιζε η Ελλάδα στο ζήτημα της «Ένωσης», ήταν τα δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων. Πάνω σ' αυτό εστίαζε και η τουρκική πλευρά. Η Ελλάδα λοιπόν, όλη αυτή την περίοδο αγωνιζόταν να αποδείξει, ότι θα σεβαστεί τα δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων, όπως σέβεται και τα δικαιώματα της μειονότητας της Θράκης. Η τακτική αυτή, ακύρωνε το καθεστώς αμοιβαιότητας των δικαιωμάτων των δύο μειονοτήτων (Θράκης - Ισταμπούλ, Ίμβρου, Τενέδου) αναγκάζοντας την ελληνική πλευρά να μην καταφύγει σε αντίποινα για τα Σεπτεμβριανά και για τις απελάσεις του '64.
Φυσικά η ανεκτικότητα της ελληνικής πλευράς είχε όρια. Η όξυνση του ανταγωνισμού με την Τουρκία έθετε ξανά τη μειονότητα της Θράκης στην κατάσταση του εσωτερικού εχθρού, ο οποίος έπρεπε να αντιμετωπιστεί. Η αλλαγή της στάσης του ελληνικού κράτους εκφράστηκε με την προσπάθεια πλήρους απομόνωσης των Πομάκων από την επιρροή των «τουρκογενών». Σε εκείνη τη φάση μπήκαν οι «μπάρες» που απαγόρευαν την πρόσβαση στα ορεινά χωριά των Πομάκων χωρίς ειδική άδεια από τις αρχές. Παρά το γεγονός ότι εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούνται οι όροι τουρκικός και Τούρκος, άρχισαν οι πρώτες προσπάθειες διαχωρισμού των δύο τμημάτων της μειονότητας.
Φυσικά, το σύστημα απομόνωσης των Πομάκων από την υπόλοιπη μειονότητα, είχε σαν βασικό αποτέλεσμα την ακόμα μεγαλύτερη υποβάθμιση των συνθηκών ζωής τους, καθώς η απαγόρευση της ελεύθερης επικοινωνίας έπληττε τις οικονομικές σχέσεις των ορεινών Πομάκων με τα αστικά τμήματα της τουρκικής μειονότητας. Οι πληθυσμοί αυτοί καταδικάστηκαν να στερηθούν την πρόσβαση στο σύστημα της υγεία και της παιδείας.
Η πραγματικά σκληρή γραμμή όμως απέναντι στην μειονότητα θα υιοθετούνταν από την
κυβέρνηση της χούντας λίγα χρόνια αργότερα.
1967-1980: Η σκληρή γραμμή
Την περίοδο της χούντας κορυφώνεται η αντιπαράθεση μεταξύ των τριών χωρών (Ελλάδας, Κύπρου, Τουρκίας) φτάνοντας μέχρι την πολεμική σύγκρουση (εισβολή Ελλάδας – Τουρκίας στην Κύπρο, κίνδυνος γενικευμένου ελληνοτουρκικού πολέμου). Μέσα σ' αυτό το κλίμα πολεμικής έντασης ενεργοποιείται από την χούντα η «αρχή της αμοιβαιότητας» στην αντιμετώπιση των μειονοτήτων των δύο χωρών και ξεκινά μια συστηματική πολιτική καταπίεσης της μειονότητας της Θράκης, η οποία αποσκοπούσε στην εκδίωξή της. Η χούντα δεν προχώρησε στην αλλαγή του νομικού πλαισίου των σχέσεων της μειονότητας με το κράτος, αλλά επιχείρησε μέσα από μια σειρά διοικητικών αποφάσεων και ρυθμίσεων ή με την ενεργοποίηση παλαιότερων νόμων που είχαν θεσπιστεί εναντίον των σλαβομακεδόνων, να δημιουργήσει ένα ασφυκτικό κλίμα, που θα ανάγκαζε τα μέλη της μειονότητας να εγκαταλείψουν την Ελλάδα.
Αυτή η πολιτική εγκαινιάστηκε με επιθετικό τρόπο από τη χούντα, αλλά συνεχίστηκε και εν μέρει συμπληρώθηκε απ' όλες τις κυβερνήσεις μέχρι τα τέλη σχεδόν της δεκαετίας το '80.
Έτσι η χούντα ενεργοποίησε ένα μεταξικό νόμο με βάση τον οποίο απαγόρευε σε άτομα της μειονότητας να αγοράζουν γη και να προβαίνουν σε επέκταση ακινήτων. Το άρθρο 19 του Κώδικα Ιθαγένειας απέκτησε ισχύ και για τη μειονότητα της Θράκης. Το άρθρο αυτό αφαιρούσε την ελληνική ιθαγένεια από «αλλογενείς εγκαταλείποντες το ελληνικό έδαφος άνευ προθέσεως παλιννοστήσεως» και ο κάθε αξιωματούχος του ελληνικού κράτους είχε το δικαίωμα ερμηνείας των προθέσεων των ατόμων που πήγαιναν στο εξωτερικό. Με βάση αυτό το άρθρο έχασαν την ιθαγένεια άνθρωποι οι οποίοι πήγαν για σπουδές ή για επαγγελματικούς λόγους στην Τουρκία,
άλλοι που μετανάστευσαν στη Γερμανία, ή σε άλλες πόλεις και χωριά της Ελλάδας, ακόμα και της Θράκης (αναφέρεται μάλιστα περίπτωση ατόμου που έχασε την ιθαγένεια όταν πήγε... φαντάρος).
Όταν τελικά καταργήθηκε αυτό το ρατσιστικό άρθρο το 1998, είχαν χάσει την ιθαγένειά τους, σύμφωνα με την επίσημη άποψη, περισσότερα από 40.000 άτομα. Παρ' όλο που το άρθρο καταργήθηκε ως άδικο, η κατάργηση δεν είχε αναδρομική ισχύ.
Ταυτόχρονα όλη αυτή την περίοδο πάρθηκαν μια σειρά από αποφάσεις με τις οποίες: Απαγορευόταν η αγορά γης, σπιτιών, γεωργικών μηχανών και αυτοκινήτων. Η παροχή αδειών οδήγησης, επαγγελματικών αδειών, αδειών κατασκευής κατοικίας ή ανέγερσης/επισκευής τζαμιών.
Η παροχή δανείων απ' τις τράπεζες. Το κράτος προχώρησε παράλληλα σε μία συστηματική
πολιτική απαλλοτρίωσης κτημάτων που ανήκαν σε άτομα της μειονότητας με διάφορα προσχήματα, ενώ βοηθιούνταν με δάνεια Έλληνες να αγοράζουν μουσουλμανικά κτήματα. Στους αποφοίτους των τουρκικών πανεπιστημίων το ΔΙΚΑΤΣΑ αρνούνταν να αναγνωρίσει τα πτυχία τους
δημιουργώντας έτσι ένα ολόκληρο στρώμα ανέργων πτυχιούχων μέσα στη μειονότητα. Η εκλογή διαχειριστικής επιτροπής των βακουφιών απαγορεύτηκε και στο εξής οι διαχειριστές διορίζονται (μέχρι σήμερα) από το κράτος. Τα μειονοτικά σχολεία πέρασαν στον έλεγχο του κράτους με στόχο την «αποτουρκοποίηση» της εκπαίδευσης της μειονότητας.
Ταυτόχρονα αυτή την περίοδο απαγορεύτηκε η χρήση των όρων τουρκικός και Τούρκος. Επαγγελματικοί και πολιτιστικοί σύλλογοι που έφεραν τον προσδιορισμό τουρκικός υποχρεώθηκαν να αλλάξουν όνομα ή καταργήθηκαν. Εξαπολύθηκαν νομικές διώξεις εναντίον ατόμων που διακήρυξαν την τουρκική τους ταυτότητα. Οι αποφάσεις οι οποίες απαγορεύουν τη χρήση αυτών των όρων εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι σήμερα.
Έτσι, κατά την περίοδο της χούντας, αλλά και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '80 περίπου, το κράτος ακολούθησε μια σκληρή επιθετική πολιτική εναντίον της μειονότητας. Ο βασικός στόχος ήταν να εξαναγκαστεί ένα μεγάλο τμήμα να εγκαταλείψει την Ελλάδα, όπως είχε κάνει και το τουρκικό κράτος με την ελληνική μειονότητα. Τα αποτελέσματα δεν ήταν τα επιδιωκόμενα, καθώς ο κατά βάση αγροτικός χαρακτήρας της μειονότητας της Θράκης, αλλά και το χαμηλότερο επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης της Τουρκίας, έκαναν δύσκολη την απόφαση της φυγής προς την Τουρκία.
1980-1990: Αντίσταση και αλλαγές
Η πτώση της χούντας, η μεταπολίτευση και η «αλλαγή» του '81 δεν έφεραν ουσιαστικές αλλαγές στην αντιμετώπιση της μειονότητας από το κράτος. Η αίσθηση όμως της δυνατότητας μιας γενικής πολιτικής αλλαγής που επικρατούσε κατά την πρώτη περίοδο της μεταπολίτευσης δεν μπορούσε να μην έχει επίδραση και στη Θράκη. Έτσι από τις αρχές της δεκαετίας του '80 μέσα στη μειονότητα εκδηλώνονται προσπάθειες αντίδρασης στην καταπίεση που είχε υποστεί όλα αυτά τα χρόνια. Οι προσπάθειες αυτές πήραν δύο μορφές, οι οποίες εκδηλώθηκαν παράλληλα ή συμπληρωματικά.
Άτομα των οποίων ο ηγετικός ρόλος μέσα στη μειονότητα βασιζόταν στις σχέσεις που μπορούσαν να έχουν παράλληλα με το τουρκικό κράτος και τα δύο κόμματα εξουσίας στην Ελλάδα (ως πολιτευτές του ΠΑΣΟΚ ή της ΝΔ), επιδίωξαν να αναδείξουν τα προβλήματα της καταπίεσης και του αποκλεισμού, προβάλλοντας ένα μειονοτικό, εθνικιστικό πολιτικό λόγο. Κομβικό στοιχείο αυτού του πολιτικού λόγου ήταν η διακήρυξη της τουρκικής ταυτότητας της μειονότητας. Οι προσπάθειες αυτές κορυφώθηκαν με τις εκλογικές επιτυχίες των ανεξάρτητων μειονοτικών βουλευτών στις εκλογές του '89 - '90.
Ταυτόχρονα όμως οι αντιδράσεις άρχισαν να παίρνουν από τα μέσα της δεκαετίας του '80
και τα χαρακτηριστικά του μαζικού κινήματος διεκδίκησης. Το 1983 έγινε η πρώτη μαζική
διαμαρτυρία μειονοτικών ενάντια στις απαλλοτριώσεις κτημάτων για την Πανεπιστημιούπολη στην Κομοτηνή.
Το 1985 η μειονότητα δεν αποδέχτηκε τον διορισμένο Μουφτή της Κομοτηνής και προέβη
σε εκλογή άλλου Μουφτή τον οποίο δεν αναγνώρισε το ελληνικό κράτος. Το ίδιο έγινε και στην Ξάνθη.
Το 1987 και το 1988 οι πτυχιούχοι τουρκικών πανεπιστημίων, διαμαρτυρόμενοι επειδή τα πτυχία τους δεν αναγνωρίζονταν από το ΔΙΚΑΤΣΑ, πραγματοποίησαν δύο πορείες και απεργία πείνας. Οι κινητοποιήσεις των πτυχιούχων βρήκαν συμπαράσταση από «πλειονοτικούς».
Το 1988 έγιναν δύο μαζικές πορείες διαμαρτυρίας στην Κομοτηνή μετά την τελεσίδικη απόφαση του Αρείου Πάγου να απαγορευτεί ο όρος τουρκικός από τις ενώσεις της μειονότητας.
Στη δεύτερη πορεία ξέσπασαν συγκρούσεις με την αστυνομία και υπήρξαν τραυματισμοί. Ταυτόχρονα, όπως αναφέρθηκε, ξεκίνησαν και οι προσπάθειες για εκλογή ανεξάρτητου μειονοτικού βουλευτή στις εκλογές του '89, καθώς ο εκλογικός νόμος έδινε αυτή τη δυνατότητα. Το ελληνικό κράτος αντιμετώπισε με πανικό αυτή την πιθανότητα και ξεκίνησε σειρά δικαστικών
διώξεων εναντίον του υποψηφίου Αχμέτ Σαδίκ (με κατηγορίες για συκοφαντική δυσφήμηση, διασπορά ψευδών ειδήσεων και πλαστογραφία). Κατά τη διάρκεια των δύο δικών του έγιναν διαδηλώσεις από την μειονότητα.
Ο Αχμέτ Σαδίκ εκλέχτηκε βουλευτής στις εκλογές της 18ης Iουνίου 1989 και αργότερα, στις
εκλογές της 5ης Nοεμβρίου 1989, εκλέχτηκε ο ανεξάρτητος υποψήφιος Mολλά Pοντοπλού με τον συνδυασμού «Eμπιστοσύνη».
Η εκλογή του Ροντοπλού δημιούργησε νέα προβλήματα, καθώς η πιθανότητα σχηματισμού
κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ-ΣΥΝ προϋπέθετε τη στήριξη του Pοντοπλού. Όλα όμως τα κόμματα απέρριψαν αυτή τη πιθανότητα και τελικά σχηματίστηκε η τρικομματική κυβέρνηση Ζολώτα (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΣΥΝ).
Όμως αυτή η πιθανότητα, να αναδειχτεί ένας ανεξάρτητος μειονοτικός βουλευτής σε ρυθμιστικό παράγοντα για το σχηματισμό κυβέρνησης, ήταν κάτι το οποίο δύσκολα μπορούσε να ανεχτεί το ελληνικό κράτος. Ήδη, οι διαμαρτυρίες των μειονοτικών ενάντια στα μέτρα καταπίεσης και αποκλεισμού, είχαν προκαλέσει την κινητοποίηση μηχανισμών του ελληνικού κράτους και της εθνικιστικής δεξιάς. Έγιναν νέες διώξεις εναντίον των Σαδίκ και Ροντοπλού και καταδικάστηκαν σε 18 μήνες φυλάκιση και 3ετή στέρηση των πολιτικών τους δικαιωμάτων. Κατά τη διάρκεια αυτών των δικών (Ιανουάριος 1990) οργανώθηκαν και πάλι μαζικές συγκεντρώσεις από την μειονότητα.
Όμως τώρα οι ελληνικοί εθνικιστικοί κύκλοι, έχοντας εξασφαλισμένη την ανοχή του κρατικού μηχανισμού, αποφάσισαν να δώσουν τη δική τους, «δυναμική» απάντηση στις κινητοποιήσεις της μειονότητας. Στις 29 Ιανουαρίου 1990 οργάνωσαν μια επιθέσεις, με τη μορφή πογκρόμ περιορισμένης κλίμακας, εναντίον της μειονότητας στην Κομοτηνή, καταστρέφοντας καταστήματα, κυνηγώντας και χτυπώντας ανθρώπους και χωρίς οι δυνάμεις καταστολής, οι οποίες ήταν παρούσες, να επέμβουν για να τους σταματήσουν.Παρόμοιο πογκρόμ διοργανώθηκε το Καλοκαίρι του 1990,το 1991 καθώς και το 1996 με αφορμή τα γεγονότα στα Ίμια.
Φυσικά, αυτή η προσπάθεια επίδειξης δύναμης δεν μπορούσε να τρομοκρατήσει τη μειονότητα, μπορούσε όμως να εντείνει την όξυνση και η κατάσταση να ξεφύγει από τον έλεγχο της τρικομματικής κυβέρνησης. Γι' αυτό και άμεσα, στις 31 Ιανουαρίου, πραγματοποιήθηκε έκτακτη σύσκεψη των τριών αρχηγών με τον πρωθυπουργό και όλα τα κόμματα συμφώνησαν να ξεκινήσει μια διαδικασία αλλαγών στην αντιμετώπιση της μειονότητας, δηλαδή να προχωρήσουν στην «κατάργηση των διοικητικών οχλήσεων αι οποίαι όχι μόνο απεδείχθησαν ατελέσφοροι αλλ’ επέτυχαν αντίθετα αποτελέσματα των επιδιωκωμένων και συνάμα μας εκθέτουν διεθνώς». Και έτσι ξεκίνησε η σταδιακή και με αργά βήματα και πισωγυρίσματα αλλαγή της μειονοτικής πολιτικής του ελληνικού κράτους.
Οι αιτίες αυτής της αλλαγής θα πρέπει να αναζητηθούν στον συνδυασμό μιας σειράς παραγόντων οι οποίοι είχαν διαμορφωθεί εκείνη την περίοδο:
Η πολιτική της σκληρής γραμμής είχε φτάσει στα όριά της, αποτυγχάνοντας να δώσει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή να αναγκάσει τη μειονότητα να εγκαταλείψει την Ελλάδα.
Αντίθετα, αυτή η πολιτική βρισκόταν τώρα αντιμέτωπη με μαχητικές αντιδράσεις της μειονότητας, οι οποίες μπορούσαν να γενικευτούν, ακόμα και να βρουν συμπαράσταση από τον προοδευτικό
κόσμο της «πλειονότητας». Στην πραγματικότητα, το ελληνικό κράτος πρώτη φορά βρισκόταν αντιμέτωπο με τέτοιου είδους διαμαρτυρίες.
Στο εξωτερικό διαμορφώνονταν μια εικόνα της Ελλάδας (ρατσιστική πολιτική απέναντι στην μειονότητα), η οποία εξασθενούσε τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούσαν οι ελληνικές κυβερνήσεις σε διπλωματικό επίπεδο εναντίον της Τουρκίας. Επιπλέον, αμαυρώνονταν η εικόνα της ισχυρής και σταθερής ευρωπαϊκής δύναμης, την οποία καλλιεργούσε συστηματικά το ελληνικό κράτος για τον εαυτό του.
Επιπλέον, είχε ήδη ξεκινήσει η κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ και τα μειονοτικά και εθνικά ζητήματα άρχισαν να αποκτούν ξανά μια επικίνδυνη διάσταση στην Ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια. Η Ελλάδα έπρεπε να κλείσει εσπευσμένα ένα μειονοτικό πρόβλημα που θα μπορούσε να πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις, για να αφοσοιωθεί στις προσπάθειες εκμετάλλευσης των νέων δυνατοτήτων που διαμορφώνονταν στα Βαλκάνια για τον ελληνικό καπιταλισμό.
Φυσικά η αλλαγή της μειονοτικής πολιτικής δεν έγινε με κριτήριο τα δικαιώματα της μειονότητας και η βασική επιδίωξη του ελληνικού κράτους ήταν η διατήρηση όσων περισσότερων περιορισμών μπορούσαν να χωρέσουν στο νέο πολιτικό μοντέλο αντιμετώπισης της μειονότητας. Η βασική γραμμή αυτής της πολιτικής εξακολούθησε να είναι η μη αναγνώριση εθνικών χαρακτηριστικών στη μειονότητα και η άρνηση παροχής δικαιωμάτων οποιασδήποτε μορφής μειονοτικής αυτοδιοίκησης. Οι μουφτήδες εξακολούθησαν να διορίζονται αντί να εκλέγονται, το ίδιο και οι διαχειριστικές επιτροπές των βακουφικών περιουσιών. Μάλιστα, οι βακουφικές περιουσίες δεν αναγνωρίζονται ως κοινωφελή ιδρύματα, με αποτέλεσμα να φορολογούνται κανονικά και να έχουν οδηγηθεί σε χρεοκοπία. Η πιο χαρακτηριστική όμως ένδειξη των ορίων αυτής της πολιτικής είναι η κατάργηση του εκλογικού νόμου που έδινε τη δυνατότητα στους
μειονοτικούς να εκλέγουν ανεξάρτητο υποψήφιο (το όριο του 3% για την είσοδο στη βουλή). Αυτό το τελευταίο αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο οι αντιδημοκρατικές πρακτικές που εφαρμόζονται εναντίον των μειονοτήτων πλήττουν σταδιακά το σύνολο των εργαζόμενων μαζών.
Μετά το 1990
Έκτοτε, μπορούμε να πούμε ότι η μειονοτική πολιτική του ελληνικού κράτους συνεχίζει σ' αυτή τη γραμμή, της εντός ορίων ανεκτικότητας. Υπήρξαν σημαντικές θετικές μεταρρυθμίσεις, στο χώρο κυρίως της εκπαίδευσης, και μια σειρά «διοικητικών οχλήσεων» έχουν καταργηθεί. Η συμβολική χειρονομία της αλλαγής της μειονοτικής πολιτικής ήταν η κατάργηση το 1995, της μπάρας που κρατούσε απομονωμένα τα πομακικά ορεινά χωρά καθώς και η κατάργηση του άρθρου 19 το 1998 και η θέσπιση ειδικής ποσόστωσης για τους μουσουλμάνους υποψήφιους των πανελληνίων το 1995 με απόφαση του Γεώργιου Παπανδρέου τότε Υπουργού Παιδείας και μετέπειτα πρωθυπουργού της Ελλάδας.
Παρ' όλ' αυτά, η αλλαγή της μειονοτικής πολιτικής αφορά στην μετατόπιση των κεντρικών
της αξόνων και όχι στη βασική πολιτική αντίληψη του ελληνικού κράτους, σύμφωνα με την οποία οι μη αφομοιώσιμες εθνικές μειονότητες αποτελούν εσωτερικό εχθρό. Γι' αυτό και εξακολουθεί να ισχύει η απαγόρευση της ελεύθερης διακήρυξης της τουρκικής ταυτότητας της μειονότητας.
Επιπλέον, οι προσπάθειες να αντιπαραθέσουν απέναντι στην τουρκική εθνική ταυτότητα (την οποία το ελληνικό κράτος δεν αναγνωρίζει) μια πομακική (και τα τελευταία χρόνια και μία τσιγγάνικη/ρομά) ταυτότητα συνεχίζονται. Πρωταγωνιστές αυτής της εθνικής προσπάθειας είναι το κράτος με τους μηχανισμούς του και κυρίως η ακροδεξιά, επιχειρηματικοί κύκλοι καθώς και διάφορες, αρμόδιες ανά περίσταση, ευρωπαϊκές και εγχώριες ΜΚΟ. Τα επιχειρήματα που προβάλλουν δεν έχουν να κάνουν πια με μετρήσεις των κρανίων των Πομάκων (οι οποίες κατά τις δεκαετίες του '60 και του '70 «αποδείκνυαν» την αρχαιοελληνική καταγωγή των Πομάκων), αλλά με δικαιώματα στη χρήση της μητρικής γλώσσας και στον πολιτισμό (των Πομάκων και των Τσιγγάνων – ποτέ όμως των Τούρκων). Ο κυρίαρχος ισχυρισμός είναι ότι οι Πομάκοι (και δευτερευόντως οι Τσιγγάνοι/Ρομά, επειδή συνήθως τους ξεχνάνε) καταπιέζονται από τον τουρκικό εθνικισμό ή από το τουρκικό προξενείο, ενώ το ελληνικό κράτος κλείνει τα μάτια
μπροστά σ' αυτή την κατάφωρη παραβίαση των δικαιωμάτων τους. Η έξαρση αυτής της προπαγανδιστικής πομακολογίας, έχει μεγάλη παροσία. Η πλειοψηφία όμως των Πομάκων δεν φαίνεται να συγκινείται από τα επιχειρήματα αυτών οι οποίοι μέχρι πριν από λίγα χρόνια τους είχαν μαντρώσει πάνω στα βουνά, καθηλώνοντάς στους σε άθλιες συνθήκες διαβίωσης. Παραπλήσια αποτελέσματα έχει και η ενασχόληση με τους Τσιγγάνους/Ρομά, πολλοί ή και οι περισσότεροι εκ των οποίων έχουν πια ως μητρική τους γλώσσα τα τούρκικα και αδυνατούν να κατανοήσουν την ανάγκη να χρησιμοποιηθεί η ρομανί σε μια εκπαίδευση στην οποία ακόμα και σήμερα δεν έχουν πρόσβαση.
Όλες αυτές οι δραστηριότητες, παρά το γεγονός ότι έχουν την στήριξη του κράτους, δεν αποτελούν εντούτοις την επίσημη γραμμή αντιμετώπισης της μειονότητας. Η επίσημη γραμμή προσπαθεί να παρακάμψει τα ζητήματα των εθνοτικών διαφοροποιήσεων και των εθνικών ταυτοτήτων και να διαμορφώσει (κυρίως μέσω της εκπαίδευσης) ένα στρώμα μειονοτικής ελίτ, η οποία θα αποτελέσει δεξαμενή άντλησης ενός δυναμικού που θα στελεχώσει τις μειονοτικές βαθμίδες του ελληνικού αστικού κράτους. Απαραίτητη βέβαια προϋπόθεση αυτού του σχεδίου είναι η διαμόρφωση μιας εκμοντερνισμένης ελληνικής εθνικής ταυτότητας, η οποία θα στεφανώνεται από την αίσθηση ότι ο φορέας της είναι πολίτης μιας χώρας η οποία ανήκει σε ένα συνασπισμό ισχυρών κρατών (της ΕΕ). Μια τέτοια ταυτότητα, θα μπορούσαν να την αποδεχτούν και τα μέλη της μειονοτικής ελίτ, καθώς δεν θα έθετε ως βασική της προϋπόθεση την ορθόδοξη χριστιανική πίστη.
