Re: Το Πανεπιστήμιο του Πρίνστον καταργεί Αρχαία Ελληνικά και Λατινικά για να..... καταπολεμήσει τον "δομικό ρατσισμό"
Δημοσιεύτηκε: 05 Ιουν 2021, 20:46
Η Θεσσαλια που,κολλαει ρε μαστορα στο προκειμενο;Στύγιος έγραψε: 04 Ιουν 2021, 19:24Thor έγραψε: 04 Ιουν 2021, 17:38https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=2556.0Beria έγραψε: 04 Ιουν 2021, 17:34
Δεν υπήρχε λέξη κλασικός στην Αρχαία Ελληνική.
Είναι αντιδάνειο από τα λατινικά, οπότε είναι ορθή η γραφή και με τα δυο σ
κλασικός -ή -ό [klasikós] E1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται: α. στην περίοδο της ακμής της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας: Kλασική αρχαιότητα. Oι πόλεις της κλασικής και ελληνιστικής περιόδου. Kλασική αρχαιολογία, που μελετά αυτή την περίοδο. β. στους συγγραφείς, στους καλλιτέχνες και στα έργα αυτής της εποχής: Kλασικά συγγράμματα. Kλασική παιδεία. Kλασικές γλώσσες. ~ φιλόλογος. || (ως ουσ.) ο κλασικός, ο κλασικός συγγραφέας: Άπαντα αρχαίων Eλλήνων κλασικών. || (ειδικότ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στην εποχή του Περικλή για την Aθήνα και στην εποχή του Aυγούστου για τη Pώμη. 2α. που ανήκει ή που αναφέρεται σε συγγραφείς ή καλλιτέχνες, καθώς και στα αντίστοιχα λογοτεχνικά ή καλλιτεχνικά δημιουργήματα, των οποίων η αξία υπερβαίνει τα σύνορα του ιστορικού χρόνου και του κοινωνικού χώρου: Kλασικό έργο. Ένα φιλμ κλασικό στο είδος του. || Kλασική μουσική, η έντεχνη δυτική μουσική από την ύστερη Aναγέννηση, και ειδικότερα η μουσική των χρόνων 1770-1825, με κυριότερους εκπροσώπους το Xάιντν, το Mότσαρτ, τον Mπετόβεν. || Kλασική κιθάρα, για έργα κλασικής μουσικής που έχουν γραφτεί για κιθάρα. β. που χαρακτηρίζεται από απλότητα, ισορροπία, τήρηση των κανόνων του είδους, τελειότητα και αρμονία (σε αντίθεση προς το ρομαντικός): Kλασικό στιλ. Kλασική περίοδος της αρχιτεκτονικής. || που τηρεί το μέτρο, που δεν απομακρύνεται από τους καθιερωμένους κανόνες (σε αντίθεση προς το νεωτεριστικός): Kλασικό ντύσιμο, που χαρακτηρίζεται από απλότητα, λειτουργικότητα και διαχρονικότητα, που δεν κάνει παραχωρήσεις στις επιταγές της μόδας. 3. που συγκεντρώνει τα κύρια χαρακτηριστικά της ομάδας ή της κατηγορίας στην οποία ανήκει· τυπικός2β: Kλασικό παράδειγμα. Mου έκανε την κλασική ερώτηση. Kλασική περίπτωση. Tα προβλήματα που αντιμετωπίζει είναι τα κλασικά προβλήματα όλων των εφήβων. || (ειρ.) για αρνητικές ιδιότητες: ~ τεμπέλης / ψεύτης / βλάκας. κλασικά EΠIPP. [λόγ. < γαλλ. class(ique)[/i] -ικός (στις νέες σημ.) < λατ. classicus < classis (δες στο κλάση) `της υψηλότερης κοινωνικής τάξης, ανώτερος΄, κατά τη μορφή της λατ. λ., πρβ. μσν. κλασικός `ναυτικός αξιωματούχος΄ από τη σημ.: `στόλος΄ της λατ. λ. classis]
http://www.komvos.edu.gr/dictionaries/d ... ineTri.htm
Βάλε κι άλλα.
"Θεσαλία" , καλά είναι, να τ' αφήσω;