Σύμφωνα με το Διεθνές Στρατιωτικό Δικαστήριο της Νυρεμβέργης, διεθνές έγκλημα είναι κάθε πράξη που καθολικά αναγνωρίζεται ως έγκλημα μεγίστης διεθνούς σημασίας που για ευνόητους λόγους δεν μπορεί να αφεθεί στην αποκλειστική δικαιοδοσία του κράτους, το οποίο θα είχε τον έλεγχο υπό κανονικές συνθήκες. Στην ευρεία αυτή κατηγορία ανήκουν τα εγκλήματα πολέμου (άρθρο 8 Κατ ΔΠΔ), η γενοκτονία (άρθρο 6 ΚατΔΠΔ), τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας (άρθρα 7-11 Κατ ΔΠΔ) και το έγκλημα της επίθεσης (άρθρο 5 ΚατΔΠΔ), τα οποία και αποτελούν τις σημαντικότερες παραβιάσεις και προσβολές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο δικάζει τα εξής εγκλήματα: α) το έγκλημα της γενοκτονίας, β) τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, γ) τα εγκλήματα πολέμου και δ) το έγκλημα της επίθεσης.
Διαφορές εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας και γενοκτονίας
Η ειδοποιός διαφορά των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας από την γενοκτονία είναι η ύπαρξη γενικού δόλου για την τέλεση των πράξεων. Η υποκειμενική υπόσταση (mens rea) των εγκλημάτων αυτών δεν απαιτεί ο δράστης να έχει γνώση και πρόθεση για το σύνολο των πράξεων που διαπράττει και των λεπτομερειών των σχεδίων αυτών.
Η γενοκτονία χαρακτηρίστηκε ως “έγκλημα των εγκλημάτων” από το ad hoc Δικαστήριο για τη Ρουάντα. Ορίσθηκε δε για πρώτη φορά το 1944 από τον Rafael Lemkin ο οποίος πρότεινε πως η γενοκτονία πρέπει να κατανοηθεί ως σημαίνουσα “ένα συντονισμένο σχέδιο διαφόρων ενεργειών που στοχεύουν στην καταστροφή των βασικών θεμελίων της ζωής των ομάδων με στόχο την καταστροφή της ζωής αυτών και την εκμηδένιση των ίδιων των ομάδων.[7] Οι στόχοι ενός τέτοιου σχεδίου είναι η αποσύνθεση των πολιτικών και κοινωνικών θεσμών, του πολιτισμού, της γλώσσας, των εθνικών φρονημάτων, της θρησκείας και της οικονομικής αυθυπαρξίας, καθώς και η καταστρατήγηση των δικαιωμάτων της προσωπικής ασφάλειας, της ελευθερίας, της υγείας, της αξιοπρέπειας και ακόμα και της ζωής των μελών των ομάδων αυτών.”[8]
Ιστορική διαδρομή
Η κωδικοποίηση των εγκλημάτων πολέμου από τα δικαστήρια, έγινε για πρώτη φορά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι φρικαλεότητες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου οδήγησαν τα Ηνωμένα Έθνη σε μια μακρά και πολύχρονη συζήτηση με σκοπό τη δημιουργία ενός Μόνιμου Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου. Η Δίκη της Νυρεμβέργης με κατηγορούμενους τους Γερμανούς Εθνικοσοσιαλιστές Εγκληματίες Πολέμου αποτέλεσε σταθμό για τη δημιουργία του γνωστού σήμερα Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου που εδρεύει στην Χάγη, τη σύσταση του οποίου συμφώνησαν τελικά το 1998 στη Ρώμη 120 κράτη. Μέχρι τότε οι δράστες των εγκλημάτων πολέμου δικάζονταν από διεθνή ποινικά δικαστήρια που συστήνονταν κατά περίπτωση (ad hoc), όπως στην περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας και της Ρουάντα.[9]
Βεβαίως, ήδη από τη συνθήκη της Βεστφαλίας το 1648, ίσχυε το δόγμα της μη επέμβασης στις υποθέσεις άλλων εθνών. Παρ’ όλ’ αυτά, 300 χρόνια μετά, οι θηριωδίες των ναζί, των συμμάχων και των συνεργατών τους, κρίθηκαν τόσο ειδεχθείς ώστε να προσλαμβάνουν χαρακτήρα εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας και επομένως έπρεπε οι ένοχοί τους να τιμωρηθούν στο πρώτο, στην ιστορία της ανθρωπότητας, διεθνές ποινικό δικαστήριο που στήθηκε γι’ αυτόν τον σκοπό.
Οι δίκες αυτές, που έτυχαν παγκοσμίου ενδιαφέροντος, απέδειξαν για πρώτη φορά στην ιστορία ότι κανείς, ανεξαρτήτως τίτλου, βαθμού ή ιδιότητας, δεν θα μπορούσε να εξαιρεθεί ως υπεύθυνος τέτοιων εγκλημάτων βάσει του διεθνούς δικαίου. Πράγματι, στις Δίκες της Νυρεμβέργης προσήχθησαν σημαντικοί Γερμανοί εγκληματίες πολέμου με τις κατηγορίες της Συνωμοσίας για την Πρόκληση Πολέμου, Εγκλημάτων κατά της Ειρήνης, Εγκλημάτων Πολέμου και Εγκλημάτων κατά της Ανθρωπότητας. Οι δίκες της Νυρεμβέργης ήταν σημαντικές όχι μόνο για την εξέλιξη του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου, αλλά και του δικαίου της ατομικής ποινικής ευθύνης: ήταν η πρώτη φορά που εγκλήματα με διεθνείς συνέπειες που διέπραξε ένα συγκεκριμένο κράτος διώχθηκαν από διεθνές δικαστήριο.
Σημειωτέον, οι διεργασίες παγίωσης της λειτουργίας του διεθνούς ποινικού δικαίου προχώρησαν μετά το 1948 όταν και νομικά προσδιορίστηκε το έγκλημα της γενοκτονίας. Η Σύμβαση περί Γενοκτονίας των Ηνωμένων Εθνών λειτούργησε ως ρηξικέλευθη απάντηση στα εγκλήματα των ναζί και των συνεργατών τους.