Ο Μακρυγιάννης και ο μύθος γι’ αυτόν.
https://www.antibaro.gr/article/30379
Αναδημοσίευση από τον ιστοχώρο Porta Aurea ( http://www.portaaurea.gr/istoria_melete ... iannis.htm ). Δυστυχώς, έχει χαθεί από τον ιστοχώρο.
Αφορμή για το άρθρο αυτό είναι ο τόμος «Μακρυγιάννης» του καθηγητή Νίκου Θεοτοκά (Ν.Θ.) από τη σειρά «Οι ιδρυτές της Νεότερης Ελλάδας» της εφημερίδας «ΤΑ ΝΕΑ». Ωστόσο εξετάζεται και η κριτική εναντίον του Μακρυγιάννη η οποία έγινε από τον Γεράσιμο Κακλαμάνη στο βιβλίο του
Η Ελλάς ως κράτος δικαίου.
Από τον πρόλογο ο Ν.Θ. ξεκαθαρίζει ότι «ο Μακρυγιάννης είναι πια αξεχώριστος από τον μύθο που έφτιαξαν γι’ αυτόν, για τη δράση του και για τη ζωή του οι ιδεολογίες» («Μακρυγιάννης»-Τα ΝΕΑ, σ. 10). Τέτοια απόφανση προϋποθέτει ότι ενάντια στο μύθο υπάρχει κάποια θεώρηση ξεκομμένη οριστικά από ιδεολογίες, με βάση την οποία μπορεί να κριθεί αντικειμενικά ο Μακρυγιάννης. Και προφανώς ως τέτοια θεώρηση εννοεί τη δική του, στο μέτρο του δυνατού, φυσικά.
Ο Ν.Θ. θεωρεί την αφήγηση του Μακρυγιάννη για την γέννησή του ως κατασκευασμένη βάσει της θέλησης του Μακρυγιάννη να παρουσιαστεί ως «προορισμένος» για κλέφτης και καπετάνιος. Δηλώνει μάλιστα εξαρχής ότι «ελάχιστη σημασία έχει αν τα ιστορούμενα είναι ή όχι αληθινά» («Μακρυγιάννης»-Τα ΝΕΑ, σ. 12)· πράγματι, σημασία έχει μέσα από μία μεταμοντέρνα ερμηνεία της «ελάχιστης σημασίας» να ερμηνεύονται τοτινές συμπεριφορές με βάση το τι πιστεύει ο σημερινός ερμηνευτής ότι επεδίωκαν οι τοτινοί άνθρωποι. Για τον Ν.Θ. είναι «πολύ διαφορετικό» («Μακρυγιάννης»-Τα ΝΕΑ, σ. 11) το να γεννιέται ο Μακρυγιάννης «έξω εις ένα χωράφι…» από το να γεννιέται «εις τον λόγκον…εις την ερημιά»· το («έξω») χωράφι κατά Ν.Θ. θα βρισκόταν μάλλον εντός του χωριού, ενώ ο λόγκος βρίσκεται εκτός. Κι αφού δεν έχει σημασία τι είναι αληθινό, μπορεί καθένας να λέει ό,τι θέλει, για να αποδεικνύει οτιδήποτε συνεπάγεται πως η θεώρησή μας για τον Μακρυγιάννη είναι ένα ψέμα.
Έπειτα ο Ν.Θ. αναφέρεται στο γεγονός του φόνου του πατέρα του Μακρυγιάννη. Αρχικά γράφει ότι «Τα αίτια των φονικών μένουν αδιευκρίνιστα. Θα μπορούσαν να αφορούν σε πιέσεις για εξυπηρέτηση χρεών ή σε τυχαία ληστρική επιδρομή ή, αν και δεν έχουμε σχετικές ενδείξεις, σε “βεντέτα”» («Μακρυγιάννης»-Τα ΝΕΑ, σ. 13), όμως μετά («Μακρυγιάννης»-Τα ΝΕΑ, σ. 15) με βάση το ότι «ο Μακρυγιάννης δεν θέλει ή δεν θεωρεί σημαντικό να κοινολογήσει επακριβώς τις συνθήκες των φονικών» συμπεραίνει ότι η σιωπή αυτή «ενισχύει την υπόθεση ότι, ίσως, υπήρξε κάποιου είδους εμπλοκή του Τριανταφύλλου [πατέρα του Μακρυγιάννη] και των συγγενών του σε λεηλατικές δραστηριότητες κλεφτών, προς τους οποίους ο Τριανταφύλλου συνδεόταν και με σχέσεις “κουμπαριάς” ή και “αδελφοποίησης”». Αρχικά ο Ν.Θ. θεωρεί κατασκευασμένα από τον Μακρυγιάννη χάριν του «κλέφτικου ένδοξου μέλλοντος» τα της γέννησης του Μακρυγιάννη ενώ αργότερα βγάζει λίγο πολύ την οικογένεια του Μακρυγιάννη «κλέφτες». Τελικά κατασκεύασε ή όχι ο Μακρυγιάννης την εκδοχή του κλέφτη για τον εαυτό του; Και κατά πόσο η σιωπή του Μακρυγιάννη, που θα μπορούσε να οφείλεται σε οτιδήποτε εκτός από την αιτία που ο Ν.Θ. υποθέτει, συνεπάγεται την εμπλοκή σε λεηλασίες της οικογένειας του Μακρυγιάννη; Μέσα στην αοριστία και την προφανή ανεπάρκεια των ερμηνειών, ένα ίσως είναι το καλύτερο μέσο για να λέει καθένας ό,τι νομίζει θεωρώντας ότι με ένα ίσως (που τάχα εξακολουθεί να αφήνει ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα) κατατροπώνει την «ιδεολογία», που εμποδίζει να δούμε την αληθινή μορφή του Μακρυγιάννη, κι όχι ότι έτσι κατασκευάζει –με το ίσως– ακόμη μια ιδεολογική θέαση.
Στη συνέχεια εξετάζεται το γεγονός της «θαυματουργικής» διάσωσης του βρέφους Μακρυγιάννη. Πιστός, στα λόγια, στο μη εθνοκεντρικό «δεν έχει σημασία τι είναι αληθινό», αλλά ταυτόχρονα εκφέροντας εμμέσως μια άποψη για την αλήθεια της αφήγησης του Μακρυγιάννη, ο Ν.Θ. δεν νοιάζεται αν όντως θα ήταν πιθανό (εδώ ξεχνάει τα ίσως) να συνέβη ό,τι αναφέρει ο Μακρυγιάννης, δηλαδή όντως μπορεί να εγκαταλείφθηκε αρχικά για να μην προδώσει την ομάδα με το κλάμα του, έπειτα να άλλαξε γνώμη η μητέρα του και, μετά, να διασώθηκε η ομάδα (ανεξάρτητα του αν η διάσωση όλων οφείλεται στο Θεό [«που δεν υπάρχει»] ή στην τυχαία έκβαση των γεγονότων – και ανεξάρτητα από το αν αυτή η διάσωση αποδόθηκε από την μητέρα του Μακρυγιάννη και μετά από τον ίδιο στον Θεό) μαζί με το βρέφος. Αντίθετα, αρκείται στη διαβεβαίωση ότι («Μακρυγιάννης»-Τα ΝΕΑ, σ. 16) «καθώς συμβαίνει στις γραφές και στα παραμύθια, η σωτηρία των πολλών απαιτεί τη θυσία του αθώου και μόνο η παρέμβαση του Θεού μπορεί να αλλάξει τη ροή των πραγμάτων. Έτσι έγινε και στην περίπτωση του “προορισμένου” Μακρυγιάννη. “Η αμαρτία του βρέφους θα μας χάση”, θα πει η μητέρα το και, μετανοώντας, θα γυρίσει να τον πάρει μαζί της, με κίνδυνο της ζωής της. Η δοκιμασία της μάνας, ο “πειρασμός” για την εγκατάλειψη και, εν συνεχεία, η απόφαση για τη σωτηρία του βρέφους, εγγράφονται στη διεκπεραίωση του σχεδίου της Θείας Πρόνοιας για τον “προορισμό” του Μακρυγιάννη». Αφήνοντας το ότι ο Μακρυγιάννης δεν αναφέρει ρητά τέτοιον προορισμό: επειδή πρέπει να αποδειχτεί ότι ο Μακρυγιάννης νόμιζε –αφελώς, εσφαλμένα ή κουτοπόνηρα– ως «προορισμένο» τον εαυτό του, γι’ αυτό οι αφηγήσεις του δεν είναι αληθινές (δεν έχει σημασία, άλλωστε) και το μόνο που έχει σημασία/είναι εφικτό να καταδειχτεί ότι αυτές ταιριάζουν με «προνεοτερικά» μοτίβα. Το ότι ταιριάζουν, όμως, δεν λέει τίποτε, δεν αποδεικνύει εντελώς τίποτε σχετικά με το αν, εκτός της νοηματοδότησης των μοτίβων αυτών, πράγματι η ροή των γεγονότων ήταν εκείνη ή διαφορετική της αφήγησης του Μακρυγιάννη. Έτσι, στο όνομα της καταπολέμησης της «ιδεολογίας» ανακηρύσσεται ως αντικειμενική πραγματικότητα μια άλλη ιδεολογία, η προτεραιότητα της ερμηνείας έναντι της (άγνωστης, φυσικά, στο θέμα μας) αλήθειας.
Δείγμα της αντικειμενικότητας του Μακρυγιάννη είναι και η παραδοχή της γενναιότητας του εχθρού. Όταν περιγράφει τη μάχη που έγινε στη θέση Λαγκάδα (Απομνημονεύματα, βιβλίο Α’, κεφάλαιο 2) ο Μακρυγιάννης, παρά την ελληνική νίκη, γράφει ότι και τα δυο μέρη πολέμησαν παλικαρίσια: «Δεν κατηγοριώνται ούτε οι Έλληνες εις την αντρεία, ούτε οι Τούρκοι· σαν λοντάρια πολέμησαν και τα δυό μέρη». Την ίδια στάση έχει περιγράφοντας και μια άλλη μάχη στον Σταυρό στα Τζουμέρκα: «Και τα δυο μέρη πολεμήσαμε αντρείως» (Απομνημονεύματα, Α’, 2). Τι συνιστά για τον Μακρυγιάννη αντικειμενικότητα της ιστορικής συγγραφής, την οποία του την αρνούνται με τον α ή τον β τρόπο σύγχρονοι μελετητές; «Η ιστορία θέλει πατριωτισμό, να ειπής και των φίλωνέ σου και τα καλά και τα κακά, και τοιούτως φωτίζονται οι μεταγενέστεροι οπού θα την διαβάσουν, να μην πέφτουν σε λάθη· και τότε σκηματίζονται τα έθνη. Θα ειπής δια τον Κολοκοτρώνη, του λέγω, και τα καλά του και τα κακά του» (Απομνημονεύματα, Γ’, 4). Είναι ο Μακρυγιάννης που βλέποντας την καταπίεση των απλών χωρικών από ορισμένους οπλαρχηγούς έγραψε «Κι’ από τότε βλέποντας αυτείνη την αρετή, σιχάθηκα το Ρωμαίικον, ότ’ είμαστε ανθρωποφάγοι» (Απομνημονεύματα, Α’, 3). Είναι ο κατά ορισμένους πανεπιστημιακούς “μη αντικειμενικός Μακρυγιάννης” ο οποίος εκθέτει χωρίς να κρύψει τίποτε την σφαγή των Τούρκων του Μωριά και των Τουρκαλβανών στην Πελοπόννησο αναφέροντάς την ως «ανομολόγητον κακόν» : «οι Τούρκοι οι δυστυχισμένοι…αυτό το απάνθρωπον κάμωμα. Και την αυγή πήγαμε όλοι και είδαμε το αμολόγητον κακόν…Εφαρμακωθήκαμεν όλοι · δεν ξέραμεν τι να τους αποκριθούμεν» (Απομνημονεύματα, Α’, 2). Και: «…Ηύρε της Τούρκισσες βαφτισμένες, τους ντόπιους Τούρκους σκοτωμένους, τα τζαμιά τους γκρεμισμένα και κατακοπρισμένα. Τότε αυτός πικράθη πολύ, και Τούρκος θρήσκος…» (Απομνημονεύματα, Α’, 3). Για τον Οδυσσέα Ανδρούτσο γράφει (Α’, 4) «εγώ τον έχω οχτρό γύρευε να με σκοτώση» αλλά και «ήταν ο καλύτερος απ᾿ όλους τους άλλους στρατιωτικούς».
Έπειτα ο Ν.Θ. αναφέρεται στον Μακρυγιάννη ως
τοκογλύφο («Μακρυγιάννης»-Τα ΝΕΑ, σ. 16 «…την τοκογλυφική δραστηριότητα του Μακρυγιάννη») κατά τα χρόνια της παραμονής του στην Άρτα. Δύσκολο, όμως, θα ήταν να παρουσιάζεται ως τοκογλύφος κάποιος ο οποίος αποστρεφόταν πλήρως το πλιάτσικο και τιμωρούσε, ως καπετάνιος, τους άνδρες του όταν πλιατσικολογούσαν τα χωριά από τα οποία περνούσαν. Ακόμα πιο δύσκολο είναι επειδή ο Ν.Θ. αποδίδει πολλά προτερήματα του Μακρυγιάννη, όπως την αποφυγή του πλιάτσικου, καθώς και την επιμονή στην πολιτική διαχείριση των αντιθέσεων («Μακρυγιάννης»-Τα ΝΕΑ, σ. 33) στην ενασχόλησή του με το εμπόριο. Είναι, πράγματι, παράξενο, από τη μια να επιδιώκεται εμμέσως από ορισμένους να αποδειχθεί ότι ήταν το «αστικό πνεύμα» αυτό που έκανε την Επανάσταση (υπαρκτό ακόμη και μέσα στους λαϊκούς αγωνιστές όπως ο Μακρυγιάννης) ενώ από την άλλη να εμφανίζεται ως «τοκογλυφία» το αστικό αυτό πνεύμα: ίσως αυτό να οφείλεται στην επιδίωξη δυο ταυτόχρονων στόχων: και να απομυθοποιηθεί ο Μακρυγιάννης αλλά και να «αποδειχθεί» ακόμη περισσότερο ότι η αστική τάξη κι όχι ο λαός έκαναν το 1821. Ασφαλώς ίδρυσαν τη Φιλική Εταιρεία και συμμετείχαν σε αυτήν πολλοί έμποροι. Αλλά δεν ήταν οι αστοί, όπως εννοούνται αυτοί και ο ρόλος τους στη Δύση, η ψυχή της Επανάστασης.
Επιπλέον η
αφιλοχρηματία του Μακρυγιάννη φαίνεται, τουλάχιστον μέσα από τα λεγόμενά του, όχι λίγες φορές. Φυσικά, για την αντίληψη που ίσως βάζει σημερινές απόψεις και προσδοκίες σε προνεωτερικούς ανθρώπους (το ωραίο είναι ότι κατά τα άλλα ορισμένοι αναρωτούνται συχνά πού ανακαλύπτουμε ένα νεωτερικό «προϊόν», το ελληνικό έθνος, στους προνεωτερικούς ανθρώπους της Ελλάδας), τα λεγόμενα του Μακρυγιάννη είναι σχεδόν ύποπτα. Ωστόσο διαβάζουμε (Απομνημονεύματα, Α’, 1) «Και έβαλε χρήματα ο Κοράκης και εγώ και αγοράζαμε με τρόπον άρματα και τα κρύβαμε εκεί οπούχαμε το μπαρούτι και εις τα ταβάνια των σπιτιών μας· και αρματώναμε τους Εφτανησιώτες και άλλους και τους δίναμε πολεμοφόδια…»· (Απομνημονεύματα, Α’, 4) «γράφτηκα ότι θέλω δουλέψη την πατρίδα μου με πίστη κι’ αμιστί»· (Απομνημονεύματα, Α’, 5) «έχω ομολογίες παλιές περίπου από σαράντα χιλιάδες γρόσια. Κι’ αφού έχασα όλα αυτά, όταν παίρνεται εσείς μιστόν κάθε μήνα από τους πολίτες»· (Απομνημονεύματα, Α’, 6) «Με είχαν ρωτήσει τι μιστόν θέλω δια τους ανθρώπους και του λόγου μου, να μας πλερώνη η Κυβέρνηση. “Ό,τι πλερώνει και τόσους άλλους και τόσους άλλους οπούχει, ας πλερώνη και τους δικούς μου· εγώ δεν θέλω τίποτας”» και «Με περικάλεσε πολύ η Κυβέρνηση και μόδωσε και χρήματα να μ’ ελκύση. Τους είπα· “Θα πάγω, αλλά θέλω να σας αποδείξω ότι εγώ δεν είμαι πραγματευτής να κάνω πραμάτεια την πατρίδα μου δια χρήματα..». Ο Ν. Θ. γράφει («Μακρυγιάννης»-Τα ΝΕΑ, σ. 28) «Στα Απομνημονεύματά του ο Μακρυγιάννης αποδοκιμάζει τις λεηλασίες αλλά, παράλληλα, τις θεωρεί αναγκαίο παρεπόμενο του πολέμου. Μας λέει, και κάτι ακόμα, που αφορά τον ίδιον και το κουμάντο του. Ότι έλαβε πεντακόσια γρόσια από τα λάφυρα “εις το μερίδιόν του”, που προστέθηκαν στο απόθεμα των μετρητών που κρατούσε “στο κιμέρι του”». Επαναλαμβάνει την άποψη αυτή («Μακρυγιάννης»-Τα ΝΕΑ, σ. 38), ότι την πρακτική του πλιάτσικου «την ανεχόταν ή και τη δικαιολογούσε μόνο εκεί που θεωρούσε ότ δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά». Αντίθετα, ο Μακρυγιάννης γράφει (Απομνημονεύματα, Α’, 3) «Μα την πατρίδα, δεν πήρα εγώ από αυτά μίαν τρίχα. Οι σύντροφοί μου άνοιξαν μίαν κρυψιώνα και μόδωσαν εις το μερίδιόν μου, ως κεφαλή, δυο μερδικά. Τα ξετιμήσαμεν τα δυο μερδικά πεντακόσια γρόσια, κι’ αυτά όποτε αρρώσταινα τ’ άφινα εις την διαθήκη μου να τα δώσουνε ‘σ εκκλησιές». Πώς αποδεικνύεται ότι θεωρεί την λεηλασία αναγκαίο πολεμικό παρεπόμενο, δηλαδή ότι την ανεχόταν ή τη δικαιολογούσε ο Μακρυγιάννης, που γράφει (Απομνημονεύματα, Α’, 3) «σιχάθηκα το Ρωμαίικον, ότ’ είμαστε ανθρωποφάγοι» αποδοκιμάζοντας την λεηλασία, και (Απομνημονεύματα, Α’, 6 για το Μενίδι) όταν εμπόδιζε το πλιάτσικο συγκρουόμενος με τον Γκούρα μη αφήνοντάς τον να πλιατσικολογήσει, και (Απομνημονεύματα, Α’, 6) «δεν άφησα τους ανθρώπους μου να πάρουν μίαν τρίχα. Ένας πήρε ένα σαχάνι να κενώσουμε το φαΐ και τον έδιωξα και το πήγε οπίσου εκεί οπού το πήρε», και «’Σ ένα χωριόν πλησίον εις το Τριπόταμον καμπόσοι απ’ αυτούς γυμνώνουν το χωρίον χωρίς να με στοχάζωνται ως μεγαλύτερόν τους. Φοβήθηκα μη μου γυμνώσουνε και το Σισινόπουλο κι’ άλλους και φανώ ψεύτης κι’ άπιστος»· και (Απομνημονεύματα, Α’, 9) «Γύρευαν ν’ αλιμουργιάσουμεν τα σπίτια των προκρίτων, να τους πιάσουμεν στανικώς, να τους γυμνώσουμεν. Τότε εγώ ‘σ αυτό δεν έκλινα κ’ έβγαλα εξ ιδίων μου και πλέρωσα τους ανθρώπους» (απέτρεψε από το πλιάτσικο τους στρατιωτικούς στην Ύδρα – δεν «ανέχτηκε» ως αναγκαίο το πλιάτσικο των άλλων) είναι μυστήριο. Όσο για τα 500 γρόσια, την κατάληξή τους αναφέρει ο Μακρυγιάννης, όχι όμως κι ο Ν.Θ.
Έπειτα, είναι εσφαλμένο να κατηγορείται ο Μακρυγιάννης επειδή ήταν έμπορος που δάνειζε με τόκο. Ο Θ. Ρηγόπουλος, γραμματικός του Πάνου Κολοκοτρώνη, στο Ημερολόγιό του γράφει πως ο Κολοκοτρώνης είχε φέρει από τα Επτάνησα ένα θησαυρό σε χρυσά νομίσματα. Αυτό το θησαυρό τον απόχτησε από μισθοφορίες, εμπόρια και άλλες δραστηριότητες. Στη Ζάκυνθο λ.χ. τόκιζε χρήματα. Έχει σωθεί ένα συμφωνητικό της 1 Αυγούστου 1818: “Έλαβα από τον καπετάν Θεοδωράκη Κολοκοτρώνη τζικίνια χρυσά βενέτικα εκατό με το διάφορό τους προς δώδεκα τα εκατό” (Κ. Σιμόπουλου, Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του 21, τ. 1, σ. 262).
Ο Ν.Θ. αναφέρει ότι ο Μακρυγιάννης έγινε αρχηγός σε τέσσερα χωριά των Σαλώνων επειδή συστήθηκε από τον αδερφό του «στους καπεταναίους του Ανδρούτσου» («Μακρυγιάννης»-Τα ΝΕΑ, σ. 30) κι έτσι τα κατάφερε «με τη δική τους σύσταση». Όμως ο Μακρυγιάννης αναφέρει ότι (Απομνημονεύματα, Α’, 4) «Θέλησαν και τέσσερα χωριά…να με βάλουν κεφαλή τους…· το φθόνησαν οι άλλοι οι αρχηγοί αυτό, να μην τους λιγοστέψω τον ραγιά τους. Όμως τα χωριά επίμεναν και τα τέσσερα συνφώνως και τα σύναζα…», χωρίς αναφορά στον Καψιμάλη. Μάλιστα ο Ν.Θ. υποστηρίζει ότι ο Μακρυγιάννης γνώριζε για ποιο λόγο κέρδισε τη θέση του αρχηγού στα Σάλωνα, αλλά δεν τον κατέγραψε («Μακρυγιάννης»-Τα ΝΕΑ, σ. 31)· και πάλι έχουμε εικασίες, το βάρος της τεκμηρίωσης των οποίων πέφτει στον Ν.Θ. Άλλωστε ο Μακρυγιάννης είχε αποκτήσει καλή φήμη, τόσο επειδή δεν έπαιρνε μισθό (Απομνημονεύματα, Α’, 4) όσο και γιατί φερόταν καλά στους πρόσφυγες της Άρτας, στους χωρικούς της Βλύχας και στους Καραγκούνηδες του Σπαρτοβουνίου (Απομνημονεύματα, Α’, 3).
Ο Ν.Θ. αναγνωρίζει ότι ο Μακρυγιάννης σε αντίθεση με άλλους καπεταναίους αποστρεφόταν τη λογική του αρματολού και την αρματολική παράδοση («Μακρυγιάννης»-Τα ΝΕΑ, σ. 33-4). Αυτό είναι αλήθεια, προφανώς αναγνωρίζεται ως προϊόν της «δυτικής», εμπορικής δραστηριότητας του Μακρυγιάννη. Ωστόσο, αφήνοντας τη συζητήσιμη άποψη ότι ο Μακρυγιάννης είχε τέτοια πολιτική αντίληψη λόγω των εμπορικών του δραστηριοτήτων, ο Μακρυγιάννης αυτή τη λογική δεν τη συνδύαζε με δυτικιστικές αντιλήψεις· κι ακριβώς το αντίθετο από την λογική «οι αστοί (το αστικό ήθος) έφτιαξαν το ‘21» υποδεικνύει η φανέρωση της πτυχής αυτή του Μακρυγιάννη: ότι ήταν δυνατή μια συναίσθηση νομιμότητας που δεν ήταν εκδυτικισμένη, αλλά ήταν και παραδοσιακή-Ανατολική και υπέρ της συγκρότησης ενός κράτους δικαίου στο οποίο οι τακτικές της Τουρκοκρατίας δε θα είχαν θέση. Όμως ο Ν.Θ. αντιλαμβάνεται την θέση του Μακρυγιάννη ως ένα είδος απόδειξης ότι «μιλάει εδώ ως υποκείμενο της νεωτερικότητας» («Μακρυγιάννης»-Τα ΝΕΑ, σ. 49)· η προσπάθεια να αποδειχθούν «νεωτερικοί» ο Μακρυγιάννης, όπως παλιότερα ο Παπαδιαμάντης, δεν είναι βάσιμη.
Έπειτα ο Ν.Θ. ερμηνεύοντας την στάση του Μακρυγιάννη κατά τον εμφύλιο περισσότερο συσκοτίζει παρά διαφωτίζει τα πράγματα («Μακρυγιάννης»-Τα ΝΕΑ, σ. 41-42). Δίχως δικαιολογία αρνείται την δικαιολογία του Μακρυγιάννη για την στάση του, μια να είναι με το Εκτελεστικό και μια με το Βουλευτικό (Απομνημονεύματα, Α’, 6): «Ρωτάμε εμείς τι πράγμα είναι αυτή η φατρία (Δεν την ξέραμε εις την πατρίδα μας αυτείνη την λέξη)…Δεν ήξερε κανείς τι να κάμη. Ήμουν άμαθος από τέτοια» ως δήθεν μη διαφωτιστική. Κι όμως, ο Ν.Θ. είχε καταδείξει την μη «αρματολική» πολιτική νοοτροπία του Μακρυγιάννη, την «νομιμόφρονα» προσήλωσή του στον πόλεμο υπέρ του έθνους. Για ποιο λόγο μια τέτοια νοοτροπία συνδυαζόμενη με την έως τότε συναναστροφή του Μακρυγιάννη με καπεταναίους (συναναστροφή που συνεπαγόταν ότι ήταν αμέτοχος σε «νεωτερικές» ή φαναριώτικες πολιτικές ίντριγκες έως τότε) να μην είναι επαρκείς λόγοι που εξηγούν την αμηχανία του να εκλέξει στρατόπεδο και την μεταστροφή του Μακρυγιάννη από το ένα στρατόπεδο στο άλλο, αλλά –κατά Ν.Θ.– η αμηχανία και η μεταστροφή να οφείλονται περισσότερο ή αποκλειστικά στο ζήτημα της μισθοδοσίας των ανδρών του; Επιπλέον ο Μακρυγιάννης, όπως φαίνεται, άλλαζε απόψεις για άτομα. Για τον Κολοκοτρώνη όσο και τον Καποδίστρια (Απομνημονεύματα, πρόλογος) έχει άλλοτε αρνητική άποψη και άλλοτε (Απομνημονεύματα, Επίλογος) αποδίδει τα κατ’ αυτόν αρνητικά τους στην επίδραση του περίγυρου: [Ο Κολοκοτρώνης] «Ήταν καλός πατριώτης, αλλά οι δικές σου [=του Μεταξά] συβουλές όλο σε εφύλιους πόλεμους τον κινούσανε και σε μεγάλη διχόνοια με τους πατριώτες του» και (Απομνημονεύματα, Γ’, 7) «[ο Καποδίστριας] δυο χρόνια μάς κυβέρνησε αγγελικώς, ύστερα, τ’ αδέλφια του φταίγαν, αυτός, δεν ξέρω». Τέτοιος τρόπος σκέψης καθιστά αξιόπιστη την «εκ των υστέρων δικαιολόγηση» και την «αναδρομική» έγνοια του Μακρυγιάννη (λες και δεν γράφτηκαν, έτσι κι αλλιώς, «αναδρομικά» τα Απομνημονεύματα) να εξηγήσει την στάση του. Έπειτα, η άρνηση του Μακρυγιάννη (Απομνημονεύματα, Α’, 6) να «βαρέσει» μαζί με τον Γενναίο το Βουλευτικό πάλι δεν είναι απαραίτητο να βασίζεται στην κατά Ν.Θ. («Μακρυγιάννης»-Τα ΝΕΑ, σ. 43) έγνοια του Μακρυγιάννη να μισθοδοτούνται οι άντρες του, αλλά στην αηδία του για την τακτική του πλιάτσικου από τον Γενναίο και στην αποφυγή της λεηλασίας. Άλλωστε ο Μακρυγιάννης αμέσως (Απομνημονεύματα, Α’, 6) φάνηκε έτοιμος να εγκαταλείψει και την Κυβέρνηση όταν είδε τον Γ. Νοταρά να βασανίζει έναν απλό πολίτη. Και (Απομνημονεύματα, Α’, 6) αντιτάχθηκε στον αέναο εμφύλιο λόγω της διαφωνίας Ζαΐμη-Κουντουριώτη παρά την προσφορά 1000 γροσίων ως μισθού.
Ο Ν.Θ. υποστηρίζει («Μακρυγιάννης»-Τα ΝΕΑ, σ. 72) ότι από ένα σημείο κι έπειτα ο Μακρυγιάννης παραμερίζει τις παλιές έχθρες του με διάφορους καπεταναίους και υποστηρίζει τα δίκαια των αγωνιστών. Πράγματι, ο Μακρυγιάννης υπερασπίστηκε διάφορους στρατιωτικούς ή παρουσιαζόταν ως ουδέτερος όταν του ζητιόταν να κυνηγήσει τους ανυπότακτους στρατιωτικούς. Ωστόσο η συμπάθειά του αυτή δεν ήταν αρκετή ώστε να παρέχει την εύνοιά του σε ληστές όπως ο Γρίβας (Απομνημονεύματα, Γ’, 3): «Τότε όσους ήταν άξιοι δια παλούκι, όλους τους ληστάς, τους σύναξε ο Γρίβας και προστάζει ο Κατζιλέρης ο Αρμασπέρης, διορίζει κ’ εμάς ‘πιτροπή κατά το ριπόρτο του Γρίβα…να τους κάμωμεν αξιωματικούς (…) Εγώ τους είπα: ” Τα χέρια μου και τα δυο να τα κόψετε, υπογραφή δεν βάνω να βαθμολογήσω ληστάς, οπού κάψαν της εθνικές καζάρμες και σκότωσαν και της φυλακές των συνόρων!”». Αυτή είναι η δήθεν έλλειψη αντικειμενικότητας του Μακρυγιάννη.
Τέλος, ο Ν.Θ. δέχεται ότι ο Μακρυγιάννης ήταν μπλεγμένος σε απόπειρα δολοφονίας του Όθωνα και της Αμαλίας («Μακρυγιάννης»-Τα ΝΕΑ, σ. 104): «Έχουν γραφτεί πολλά για να αμφισβητηθεί η αντικειμενικότητα αυτής της δίκης, για να αναιρεθεί το περιεχόμενο των καταθέσεων των μαρτύρων..Ωστόσο η απόφαση φαίνεται πως βασίστηκε σε πραγματικά περιστατικά. Υπήρξαν, δηλαδή, πρόσωπα με κύρος, άνθρωποι τίμιοι και αξιόπιστοι, που κατέθεσαν ότι ο Μακρυγιάννης ήταν μπλεγμένος σε ένα σχέδιο σκοτεινό…Η ιστοριογραφία που φιλοτέχνησε το πορτραίτο του «πατριδοφύλακα» θεώρησε τις κατηγορίες εναντίον του Μακρυγιάννη κατασκευασμένες, τις καταθέσεις των μαρτύρων ψευδείς, την ετυμηγορία του δικαστηρίου διαβλητή και αμφισβητήσιμη. Τα πραγματικά, όμως, περιστατικά δεν φαίνεται να δικαιώνουν τους όψιμους συνηγόρους του Μακρυγιάννη αλλά τους δικαστές». Βέβαια, στους όψιμους συνηγόρους συγκαταλεγόταν ήδη από τα 1907 ο Γιάννης Βλαχογιάννης, ο οποίος χαρακτηρίζει τον δικηγόρο Ν. Στεφανίδη (35 ετών τότε), κύριο μάρτυρα, στην κατάθεση του οποίου βασίστηκαν οι δικαστές, ως «διάσημον ύστερον επί ελευθεροστομία και βωμολοχία», με άλλα λόγια αμφιβόλου ηθικής ποιότητας. Στην ίδια την κατάθεση του Στεφανίδη ο Μακρυγιάννης φέρεται να πιστεύει σε θαυματουργικό θάνατο του Όθωνα λέγοντας στον Στεφανίδη: «…αφού γίνη αυτό το θαύμα, και ο Βασιλεύς και η Βασίλισσα θα τσακισθούν εμπροστά εις την εκκλησίαν ή καθ’ οδό…» αναφέροντας άλλες δύο φορές ως «θαύμα» το θάνατο των βασιλιάδων «μαζί με τα άλογά τους» δίχως να κάνει ποτέ λόγο για εκτέλεση από ανθρώπινο χέρι – πράγμα που συμπίπτει με όσα γράφονται στα Οράματα και θάματα.
Στην απομυθοποίηση του Μακρυγιάννη έχει συμβάλλει παλαιότερα κι ο Γιάννης Κορδάτος. Ωστόσο πέφτει κι αυτός σε αντιφάσεις, αφού στα 1957 γράφει «Όσο κι αν έκανε το φίλο του λαού, ο πόθος του ήταν να πάρει γαλόνια, ν’ αποκτήσει περιουσία και να θεωρείται κι αυτός ένας από τους τρανούς. Έτσι σιγά σιγά άρχισε να μισεί το λαό…» (Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας, τ. Γ’), ενώ στα 1947 («Η λαϊκή μούσα για τους δημοκρατικούς αγώνες του στρατηγού Μακρυγιάννη, εφ. Ελεύθερη Ελλάδα, 7 Φεβρουαρίου): «Βγαλμένος από τα σπλάχνα του λαού δεν ξιπάστηκε από τις τιμές και τις κολακείες που του έκανε ο Όθωνας, και κράτησε πιστά την τιμή του λαϊκού αγωνιστή. Ώς την τελευταία του πνοή στάθηκε κοντά στο λαό και αγωνίστηκε για τις πολιτικές του ελευθερίες».
Πριν από τον Ν. Θεοτοκά αλλά μετά τον Γ. Κορδάτο ο Γεράσιμος Κακλαμάνης (Η Ελλάς ως κράτος δικαίου) επίσης επιχείρησε το «ξεσκέπασμα» του «ολέθριου ρόλου» του
«Μακρυγιαννισμού» (όπως ο ίδιος τον αναφέρει) στη διαμόρφωση της νεοελληνικής συλλογικής νοοτροπίας. Ο Γ.Κ., όπως ο Θεόδωρος Ζιάκας (Έθνος και Παράδοση, σ. 49) παρατηρούσε ήδη το 1993, με την πρότασή του για «διεθνοποίηση» του νεοελληνικού «παρασιτικού» κράτους, μηδενίζει την Νεοελληνική Ιστορία αρνούμενος την αξία της εθνικής μας Επανάστασης, κι αυτό σε συνθήκες που η απειλή της Τουρκοκρατίας ξαναζωντανεύει στην περιοχή μας. Όπως σωστά παρατηρεί ο Θ.Ζ. (Έθνος και Παράδοση, σ. 56), ο Γ.Κ. αντιλαμβανόταν την Ιστορία ως «μια αυστηρή αιτιοκρατική αλυσίδα γεγονότων, οπότε η σημερινή κακοδαιμονία μας πρέπει να αναζητηθεί σε μια ατυχή έκβαση κάποιας “κρίσιμης μάχης” που έλαβε χώρα στο παρελθόν….Για τον Γερ. Κακλαμάνη το παιχνίδι παίχτηκε και χάθηκε επί Καποδίστρια και Όθωνα, όταν ο υποτιθέμενος “μακρυγιαννισμός” τορπίλισσε την προσπάθεια οικοδόμησης κράτους δικαίου». Ο Γ.Κ. ανέλυε την Βαυαροκρατία με βάση τον «Μακρυγιαννισμό» όπως οι θεολόγοι την πραγματικότητα με βάση τη δράση του Σατανά. Η συνωμοσιολογία, χαρακτηριστική μορφή πρωτόγονης και μανιχαϊστικής σκέψης, είναι αναπόφευκτη: «Το ένα τέταρτο του ογκώδους βιβλίου του για την Ελλάδα ως κράτους δικαίου, είναι αφιερωμένο στον υπερφυσικό ρόλο των μυστικών υπηρεσιών στη διαμόρφωση των διεθνών και εσωτερικών σχέσεων», παρατηρεί ο Θ.Ζ. (Έθνος και Παράδοση, σ. 57). Για να καταλάβει κανείς την ποιότητα του υποβάθρου της επίθεσης του Γ.Κ. στον «Μακρυγιαννισμό», ο Γ.Κ., μεταξύ πολλών παρομοίων, ισχυριζόταν (Η Ελλάς ως κράτος δικαίου, σ. 271) ότι λίγο πολύ ότι οι λεηλασίες και αναγκαστικά η καταστροφή των ελληνικών χειρογράφων κατά την πρώτη Άλωση του 1204 και την Φραγκοκρατία ήταν κάτι το πολύ θετικό[1], καθώς έγραφε: «Τα χειρόγραφα [Ψελλού, Φώτιου, Πυθαγόρα, Προσωκρατικών, όπως αναφέρει πριν] τα έσωσαν οι Καταλανοί του Μεσαίωνα και εκδόθηκαν επί τέλους από τις βιβλιοθήκες της Μαδρίτης». Αλλού (Η Ελλάς ως κράτος δικαίου, σ. 69) παρουσίαζε τους Οσμανούς ως ανεκτικούς και τους Έλληνες ως εντελώς άσχετους με την Αρχαιότητα: «Βλέποντας π.χ. τις αναστηλωτικές προσπάθειες των Τούρκων για τα αρχαία μνημεία της Μικράς Ασίας [σημ.: τα οποία οι Τούρκοι παρουσιάζουν πάντα ως αρχαιότητες «Ρωμαϊκές», «της Ανατολίας», «των Εφέσιων» κ.λπ., αλλά ποτέ ως ελληνικά, των Ελλήνων/Βυζαντινών – αλλά αυτό δεν ενοχλούσε τον Γ.Κ.], να καταλάβη μεταξύ των άλλων και το πνεύμα ανοχής που διείπε τις σχέσεις των κατά την προηγούμενη πολυεθνική τους ιστορία, παρατηρώντας δε την ελεεινή κατάσταση των μνημείων του ελληνικού χώρου να καταλάβη ότι οι σημερινοί “Έλληνες” καμμία απολύτως σχέση δεν έχουν με ο,τιδήποτε από το αρχαίο παρελθόν». Επίσης ο Γ.Κ. διεπόταν από μια περίεργη φυλετική-ουσιοκρατική αντίληψη του έθνους γράφοντας (Η Ελλάς ως κράτος δικαίου, σ. 90): «Το νέο κράτος έπρεπε να το λένε βέβαια “Ελλάδα”, δεν υπήρχε όμως κανένα χαρακτηριστικό των “Ελλήνων”, αφού η σύνθεση του πληθυσμού ήταν Αρβανίτες, Τούρκοι, Έλληνες, Βλάχοι, Σλάβοι, Πομάκοι, Γύφτοι κ.λπ.»· «οι μεν γηγενείς ήταν ένα μίγμα αλβανοελληνοσλαβισμού και Τούρκων» (Η Ελλάς ως κράτος δικαίου, σ. 138). Υπήρχαν δηλαδή ουσιοκρατικά νοούμενοι Τούρκοι, Αρβανίτες, Σλάβοι όλοι οι λαοί του Αίμου, κ.λπ, με δικά τους χαρακτηριστικά (φυλετικά; Μάλλον, αλλιώς κι αυτοί θα υποδιαιρούνταν από τον Γ.Κ. σε επί μέρους «φυλές»), αλλά όχι φυσικά Έλληνες με ελληνικά χαρακτηριστικά – αν, πάλι, υπήρχαν, τότε θα είχαν δικά τους, ελληνικά, χαρακτηριστικά και δικαίως θα έπρεπε να λέγεται «Ελλάδα» η χώρα. Άλλωστε οι ακροβασίες περί «μουσουλμανικού Ελληνισμού» απαιτούν μια εξήγηση του τι είναι «Έλληνας», τμήμα του οποίου θα ήταν ο «μουσουλμάνος Έλληνας». Τέλος, σύμφωνα με τον Γ.Κ., το ΕΑΜ ήταν δημιούργημα των Ναζί, «είναι δηλαδή οι ίδιοι οι Ναζί που επιδίωξαν την δημιουργία του ΕΑΜ, που το εχρηματοδότησαν και του προμήθευσαν τα όπλα» (Η Ελλάς…, σ. 217), ενώ ενδεχομένως οι Ιταλοί να μην επιτέθηκαν στην Ελλάδα το 1940 (Η Ελλάς…, σ. 219).
Ο Γ.Κ. υποστήριζε στο βιβλίο τουΤο ανατολικό ζήτημα σήμερα ότι ««Ἕλληνες» ὑπὸ τὴν ἔννοια τοῦ ἑνιαίου λαοῦ, ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα ὡς σήμερα, «ὑπῆρξαν» μόνο στὰ «ἑλληνικὰ συντάγματα» καὶ ποτὲ στὴν πραγματικότητα. Τὸ «Ἕλληνες» εἶναι ἁπλῶς ἕνας πολιτιστικὸς χαρακτηρισμός, πού ἀποτελεῖ τὴν ὑποδομὴ τῆς ἀνατολικῆς Μεσογείου καὶ εἶναι ἄσχετος μὲ ὁποιαδήποτε ἔννοια λαοῦ καὶ φυλῆς. Οἱ Ἕλληνες ὡς φυλὴ -μέσα στὴν ἔννοια τοῦ πολιτιστικοῦ ἑλληνισμοῦ πού λέμε- ὑπῆρξαν ἀνέκαθεν μιὰ ἀσήμαντη μειονότητα. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία. Ἕλληνες σ’ αὐτὴν εἶναι οἱ μορφωμένοι Τοῦρκοι, Σλάβοι, Ρουμάνοι, Ἕλληνες καὶ πιθανὸν καὶ Ἄραβες». Πρόκειται περί μιας απίστευτης ανοησίας: Ποτέ δεν υπήρξαν μορφωμένοι Τούρκοι οι οποίοι να ένοιωσαν Έλληνες. Η “φυλετική” προέλευση, λίγων σχετικά, εξελληνισμένων Σλάβων ή Ρουμάνων δεν συνεπάγεται την ανυπαρξία ενός ελληνικού λαού με ένα ορισμένο βαθμό καταγωγής και συνέχειας από τους αρχαίους Έλληνες. Τέλος, υπάρχουν εκατοντάδες (τουλάχιστον) μαρτυρίες για ελληνικό λαό και Έλληνες από την Αρχαιότητα έως το 1821. Ο Γ. Κακλαμάνης στο ίδιο βιβλίο υποστήριζε ότι «Οι μωαμεθανοί, που ήσαν ως επί το πλείστον Αρβανίτες, παρέμεναν η πλειονότης. Σύμφωνα με τα στοιχεία των ερευνών μας, που μέχρι τώρα δεν έχουν αμφισβητηθή, στο ίδιο το κράτος του Όθωνα τα 2/3 των κατοίκων ήσαν μωαμεθανοί». Όμως, είναι γνωστό ότι στην Πελοπόννησο λίγο πριν το 1821 κατοικούσαν 40.000 Τούρκοι (Μουσουλμάνοι) και 400.000 Χριστιανοί (Έλληνες) ενώ αντίστοιχη ήταν και η κατάσταση στη Ρούμελη, με ελαφρώς περισσότερο ποσοστό μουσουλμανικού πληθυσμού. Τα περί μουσουλμανικού πληθυσμού ως 2/3 του πληθυσμού στην ελεύθερη Ελλάδα του 1832 είναι εντελώς εσφαλμένη άποψη, όπως και τα περί αρβανίτικης πλειονότητας στο ελλαδικό κράτος του 1832 (βλ. γλωσσικό χάρτη Πελοποννήσου του 19ου αιώνα:
http://de.academic.ru/pictures/dewiki/8 ... ethnic.JPG , όπου φαίνεται ότι οι Αρβανίτες ήταν ελάχιστη μειονότητα και φυσικά οι Αρβανίτες που πολέμησαν τους Οθωμανούς δεν ήταν μουσουλμάνοι) όμως σε τόσο καταφανείς ανακρίβειες βασιζόταν ο Γ.Κ. (είχε το θράσος και να ζητά από τους αναγνώστες του να αποδείξουν το αντίθετο αυτονόητο). Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να κατανοείται η κριτική του Γ.Κ. προς τον Μακρυγιάννη.
Επί της ουσίας ο Μακρυγιάννης δεν ήταν προγραμματικά ενάντιος στη νομιμότητα εντός του κράτους: (Απομνημονεύματα, Α’, 6) «Δια την στερέωση της πατρίδος μου και νόμους, δια ‘κείνο πεθαίνω, όχι δια άλλο. Και οι Γύφτοι νάχουν την Κυβέρνησιν, εγώ υποτάζωμαι». Και (Α’, 6) «ποίον έθνος χωρίς διοίκησιν και νόμους ευδοκίμησε και δεν εχάθη; Κ’ εμείς χωρίς νόμους δεν πάμε ομπρός· και δεν μας γνωρίζουν και τ’ άλλα τα έθνη». Επίσης (Γ’, 7) «Μίλησα φρόνιμα σε πολλούς· “δεν είναι καλή η οχλαγωγία· σήμερα το κάνουν αυτεινών κι’ αύριον θα το πάθωμεν εμείς”». Το κράτος δικαίου των Βαυαρών άλλωστε ήταν (Απομνημονεύματα, Γ’, 1) αυτό: «Ο φίλος μου ο Αιντέκ επειράχτη και μόκρινε με πολύ φαρμάκι· “Ό,τι σας λένε αυτό θα κάμετε και γνώμες δεν μπορείτε να δώσετε, ότι η Μπαυαρία έχει τριάντα χιλιάδες μπαγεννέτα και φέρνει εδώ και σας υποτάζει”». Έπειτα ο Γ.Κ. απέκοβε φράσεις του Μ. από το ιστορικό τους πλαίσιο:
«Αν είναι να μείνωμε ημείς νηστικοί, ας πάη στο διάβολο η ελευθερία. Έφαγαν αυτοί, ας φάμε και εμείς τώρα» ώστε να φαντάζουν ακατανόητες και συνεπώς τερατώδεις. Το ιστορικό πλαίσιο είναι η περιφρόνηση και οι διώξεις των αγωνιστών του 1821 και ο πλουτισμός των αυλόδουλων πολιτικών και των ευνοούμενων των Βαυαρών, τα οποία αποσυνέδεαν την ελευθερία από την ευνομία και την ισότητα.
Όσον αφορά στην παραπάνω φράση που αποδίδεται (Η Ελλάς…, σ. 92) από τον Γ.Κ. στον Μακρυγιάννη, ο Γ.Κ. βασίζεται στο έργο του Μ. Γράψα, Ελληνική πολιτική εγκυκλοπαίδεια, τχ. Α’, Η πρώτη εθνική Συνέλευσις 1843-1844 (Αθήναι 1947), σελ. 21, όπου και παρατίθεται αυτή επί λέξει. Το έργο αυτό του Γράψα είναι μια σύντομη περίληψη των συζητήσεων και αγορεύσεων κατά την Α’ εθνοσυνέλευση του 1843-4.
Όμως αφενός στα ίδια πρακτικά διαπιστώνουμε ότι, βάσει απόφασης που ελήφθη κατά τη συνέλευση της 19ης Νοεμβρίου 1844, στα πρακτικά δεν θα αναφερόταν το όνομα του πληρεξούσιου του οποίου η ομιλία θα καταγραφόταν, παρά μόνο η ίδια η ομιλία. Συνεπώς, ακόμη κι αν υπήρχε τέτοια φράση στα ίδια τα πρακτικά, δεν θα μπορούσαμε να γνωρίζουμε εάν είχε ειπωθεί από τον Μακρυγιάννη. Αφετέρου η φράση αυτή δεν υφίσταται στα πρακτικά. Υπάρχει βέβαια στην ΚΣΤ’ συνεδρίαση, της 8ης Ιανουαρίου 1844 το εξής τμήμα της ομιλίας ενός πληρεξούσιου, του οποίου πάλι δεν αναφέρεται το όνομα στα πρακτικά, στο οποίο διαβάζουμε: «Πολλοί όμως από αυτούς [=τους ετερόχθονες] μας ηπάτησαν τόσους χρόνους χαμερπώς και δολίως, και μας ερρόφησαν το αίμά μας, τους αγώνάς μας, τα[ς] θυσίας μας και μας απεμάκρυναν και από τα πράγματα της κοινής μας πατρίδος, μας εκακοσύστεναν ακόμη και εις τον Αρχηγόν του έθνους μας, και επροσπάθησαν να χάσουν και αυτόν και ημάς. πάλιν μολοντούτο η ευσπλαγχνία του θεού ηθέλησε να σώση τον Βασιλέα μας και ημάς και έγεινεν η μεταβολή της 3 Σεπτεμβρίου δια να σωθώμεν και εσώθημε. Τώρα λοιπόν και η ευγενία των ας καθήσουν εις την κοινήν ημών πατρίδα, και ας τηράξουν το έργον των, να τραβήξουν όμως χέρι από τα πράγματα της πατρίδος,
εδούλευσαν αυτοί τόσα χρόνια, να δουλεύσουν και οι Έλληνες του αγώνος άλλα τόσα, και έπειτα εμβαίνουν πάλιν και η ευγενία των, διότι τότε δεν ημπορώ να φαντασθώ εγώ ως Έλλην αγωνιστής, ότι αφού ελευθερώθην από την τυραννίαν του Σουλτάνου έγεινα σκλάβος παντοτεινός του δόλου και της απάτης των τοιούτων, και εις το εξής να παύσουν από κάθε πράγμα».
Το τμήμα αυτό είναι όμοιο με μια επιστολή του Μακρυγιάννη στην εφημερίδα Ανεξάρτητος (φύλλο 67/23-1-1844). Προφανώς το περιεχόμενο αλλά και το ύφος της αποδιδόμενης στον Μακρυγιάννη ρήσης διαφέρει κατά πολύ από το αυτά του παραπάνω λόγου που αναφέρεται στα πρακτικά. Ωστόσο, ο Μακρυγιάννης στα Απομνημονεύματά του (Δ’, 1) φαίνεται να εναντιώνεται στην διαίρεση μεταξύ αυτοχθόνων και ετεροχθόνων την οποία υποστήριξαν άλλοι πληρεξούσιοι στην Συνέλευση: «Θέλουν εις την Συνέλεψη να κομματιάσουνε το Έθνος. Τόκαμαν αυτόχτονας κ’ ετερόχτονας. Και μια διχόνοια, οπού τηράγει ο ένας χριστιανός τον άλλον, οι μέσα με τους έξω, ως Τούρκους όταν τους πολεμούσαμεν. Αυτά ήταν έργα του κυρίου Κωλέτη και των αλλουνών – συνοημένοι και με τον Παλαμήδη και μ’ άλλους», κι αυτό συνηγορεί ακόμη περισσότερο στην άποψη ότι δεν είναι δυνατόν ο Μακρυγιάννης να υποστήριξε όσα η αποδιδόμενη σε αυτόν ρήση λέει. Βλέπουμε ότι ο Μακρυγιάννης δεν συμμαχούσε με τον Παλαμήδη, με τον οποίον όμως τον τσουβαλιάζει ο Γ.Κ. βασιζόμενος στον Μ. Γράψα. Αλλά ακόμη και για τον Παλαμήδη η άποψη των Γ.Κ. και Μ. Γράψα δεν ισχύει βάσει των πρακτικών της Εθνοσυνέλευσης. Οι δυο συγγραφείς ισχυρίστηκαν ότι ο Ρ. Παλαμήδης είπε κατά την Α’ Εθνοσυνέλευση «Ημείς δεν στερούμε τους ετερόχθονας παρά την ενέργειαν της εξουσίας… Ας επιχειρήσωσι ιδιωτικά έργα, ας καλλιεργήσωσι γαίας, ας μετέλθωσι εμπόριον και βιομηχανίας, εις τα Υπουργήματα όμως δεν τους δεχόμεθα… Ας τραβηχθούν δι’ ολίγα χρόνια να κανονίσωμεν ημείς μόνοι την υπηρεσίαν μας. Πρόκειται ΝΑ ΡΙΨΩΜΕΝ ΒΑΛΣΑΜΟΝ εις τας πληγάς μας και όχι τρεμεντίνα». Ωστόσο, στα ίδια τα πρακτικά (ΚΗ’ συνεδρίαση της 11ης Ιανουαρίου 1844) ένας πληρεξούσιος, του οποίου το όνομα επίσης δεν καταγράφτηκε, αναφέρει για τους ετερόχθονες διορισμένους στο Δημόσιο: «Μήτε δι’ αυτούς μήτε δι’ ημάς υπάρχουν χρήματα· αν έχωσιν πατριωτισμόν, ας έλθωσι να συμπράξωμεν ομού προς ενίσχυσιν της γεωργίας, της βιομηχανίας και του εμπορίου». Ενώ στην επόμενη συνεδρίαση (ΚΘ’, 12 Ιανουαρίου 1844) διαβάζουμε το λόγο ενός άλλου πληρεξούσιου: «Δεν αποκλείομεν κανένα, εις πάντας τους από του 1827-1843 ελθόντας αναγνωρίζομεν τα πολιτικά δικαιώματα, την ενέργειαν μόνον της πολιτικής εξουσίας αφαιρούμεν παρ’ αυτών…Νυν δε ότε πρόκειται να θεραπευθώσι τα του έθνους δεινά, δεν ζητούμεν παρ’ αυτών, ειμή επί ολίγον χρόνον ν’ αποσυρθώσι των πραγμάτων, απολαύοντες πάντων των άλλων πολιτικών δικαιωμάτων». Ένας άλλος πληρεξούσιος είπε (Λ’ συνεδρίαση, 13-1-1844) «Αφού λοιπόν οι ετερόχθονες περιεθάλφθησαν επί τοσούτον χρόνον, δεν δικαιούνται και οι αυτόχθονες ήδη ν’ απολαύσουν τουλάχιστον ταύτα;». Κι εδώ τα περιεχόμενα είναι διαφορετικά.
Η επίμαχη φράση του Μακρυγιάννη δεν υπάρχει στα επίσημα πρακτικά, λοιπόν. Υπάρχει, όμως, σε δύο αθηναϊκές εφημερίδες οι οποίες κάλυπταν την εθνοσυνέλευση και παρέθεταν ορισμένους από τους λόγους των πληρεξουσίων. Η πρώτη είναι η εφημερίδα Ο φίλος του λαού, φύλλο 231ο, της 14ης Φεβρουαρίου 1844. Σύμφωνα με αυτήν την εφημερίδα ο Μακρυγιάννης είπε κατά την την συνέλευση της 12ης Ιανουαρίου 1844 μεταξύ άλλων τα εξής, όταν έκανε λόγο για το ζήτημα των ετερόχθονων: «Τί θὰ εἰποῦν αἱ εὐεργέται μας αἱ Δυνάμεις; τοὺς εὐχαριστοῦμεν· δὲν εἴπομεν τὸ ἕν δι’ ἄλλο. Ὅταν ἡμεῖς εἴχαμεν τὴν ἀρχὴν στὸ χέρι, ἦτο πόλεμος, τώρα ἦταν αἱ ἀρχαὶ εἰς αὐτουνούς, ὅπου τέτοιωσαν. Ἂν εἶναι νὰ μείνωμεν ἡμεῖς νηστικοί, ἂς πάγη στὸν διάβολον ἡ ἐλευθερία. Ἔφαγαν αὐτοί, ἂς φάμεν καὶ ἡμεῖς τώρα». Τα ίδια ακριβώς φέρεται να είπε ο Μακρυγιάννης στην συνεδρίαση της 12ης Ιανουαρίου 1844, σύμφωνα με την εφημερίδα Ελπίς, φύλλο 112ο της 29ης Ιανουαρίου 1844. Όμως το ότι έτσι αναφέρουν δυο εφημερίδες δεν σημαίνει ότι πρέπει να δεχτούμε τα γραφόμενά τους, αν δεν διαβάσουμε και τι αναφέρουν οι άλλες εφημερίδες για τον Μακρυγιάννη. Σύμφωνα με την εφημερίδα Ανεξάρτητος, φύλλο 67ο της 23ης Ιανουαρίου 1844, ο Μακρυγιάννης κατά την συνεδρίαση της 12ης Ιανουαρίου 1844 «…εὐχαριστῶν τὰς Εὐρωπαϊκὰς Δυνάμεις δί ὅσα συνετέλεσαν εἰς τὴν ἀνεξαρτησίαν τοῦ ἔθνους, λέγει ὅτι πᾶσα ἀνάγκη νὰ ἱκανοποιηθῶσι καὶ οἱ ἐγχώριοι Ἕλληνες ἐπιεικεῖς δί ὅσας καταδρομὰς ὑπέφεραν, ὅτι θεωρεῖ ὅλους τοὺς Ἕλληνας ὡς ἀδελφοὺς ἀλλ’ ὅτι εἶνε καιρὸς νὰ συμμεθέξωσι καὶ οἱ κατὰ τόσα ἔτη παρηγκωνισμένοι ἐγχώριοι τῆς διοικήσεως τοῦ τόπου των». Σύμφωνα με την εφημερίδα Αθηνά, φύλλο 1088ο της 26 Ιανουαρίου 1844, κατά την συνεδρίαση της 12ης Ιανουαρίου 1844 ο Μακρυγιάννης είπε «…Ἀλλὰ μήπως ἀποβάλλομεν κανένα τῶν συναγωνισθέντων μὲ ἡμᾶς; Ζητοῦμεν μόνον νὰ διορθώσωμεν τὰς καταχρήσεις. Ἂν ἅπαξ ἐμείναμεν νηστικοὶ ἕως τώρα, πάντοτε θὰ μένωμεν;». Σύμφωνα με την εφημερίδα Η Ταχύπτερος Φήμη
, φύλλο 39ο της 17ης Ιανουαρίου 1844, στην συνεδρίαση της 11ης Ιανουαρίου ο Μακρυγιάννης μίλησε «κατὰ τῶν νεηλύδων» χωρίς να δίνονται επιπλέον λεπτομέρειες του λόγου του. Και σύμφωνα με την ίδια εφημερίδα (Η ταχύπτερος φήμη φύλλο 40, 20-1-1844) ο Μακρυγιάννης είπε στην συνεδρίαση της 13ης Ιανουαρίου 1844 «Ὁ προομιλήσας ἀνέφερε τὸν νόμον τῆς Τροιζῆνος, ὁ νόμος ὅμως οὗτος ἐπροσκάλει τοὺς ἀνθρώπους νὰ ἀγωνισθοῦν μὲ ἡμᾶς καὶ ὄχι νὰ κυτάζουν ὅτε ἐκτίζαμεν τὸ σπῆτι μας καὶ τώρα ἀφοῦ ἐδιοίκησαν τόσα χρόνια νὰ ζητοῦν καὶ τώρα· ἔφαγαν ἐκεῖνοι τὸ σφακτὸ καὶ ζητοῦν νὰ κάμουν καὶ τὰ κόκκαλά του ζάκχαρι νὰ τὰ φάγουν· ἂς τὰ ἀφήσουν εἰς ἡμᾶς νὰ τὰ κάμωμεν ζἀκχαρι νὰ τὴν πιοῦμεν διὰ νὰ πάγουν κάτω ἡ χολαῖς». Τι λένε όμως τα επίσημα πρακτικά της συνεδρίασης της 12ης Ιανουαρίου; «εἴμεθα μὲν εὐγνώμονες εἰς τὰς δυνάμεις, διότι ἔσωσαν ἡμᾶς· ἀλλ’ ἡμεῖς οὐδένα ἀπεβάλομεν, οὐδένα διακρίναμεν ἡμῶν αὐτῶν ἐμοιράσαμεν μετὰ τῶν ἄλλων συναδελφῶν τὸν ἄρτον μας ἐν πολέμω πεινῶντες, καὶ γυμνητεύοντες εἴχομεν ἡμεῖς τὰς ἀρχάς, ἐν εἰρήνη τὰς κατέλαβον αὐτοί ἤδη δὲ ὅσοι πολυειδῶς ἠγωνίσθησαν τήκονται ὑπὸ τῆς πείνης. Δὲν ἀποβάλλομεν οὐδένα, ὅλοι ἔτωσαν ἴσοι μὲ ἡμᾶς…ἐπειδὴ ἐκεῖνοι ἐπὶ πολυετίαν κατέσχον τὰ πράγματα πρέπει, ἤδη νὰ παραχωρήσωσι καὶ εἰς ἡμᾶς τοῦτο». Είναι προφανής η διαφορά μεταξύ της αποδιδόμενης φράσης του Μακρυγιάννη στις δύο εφημερίδες και των όσων φέρεται να είπε ο Μακρυγιάννης σύμφωνα με τα επίσημα πρακτικά και τις υπόλοιπες τρεις εφημερίδες. Από τις πέντε εφημερίδες μόνο οι δυο επιβεβαιώνουν την άποψη ότι ο Μακρυγιάννης είπε την φράση που του αποδίδει ο Κακλαμάνης. Η έλλειψη αντικειμενικότητας του Κακλαμάνη και όσων βασίζονται σε αυτόν έγκειται, προφανώς, στο ότι εσκεμμένα αγνοούν τις υπόλοιπες εφημερίδες και τα πρακτικά θεωρώντας ως ακριβή μεταφορά των λεγόμενων του Μακρυγιάννη μόνο όσα λένε δύο από τις πέντε εφημερίδες. Για ποιο λόγο θα έπρεπε να δεχτούμε ότι ο Μακρυγιάννης είπε «Αν είναι να μείνωμε ημείς νηστικοί, ας πάη στο διάβολο η ελευθερία. Έφαγαν αυτοί, ας φάμε και εμείς τώρα»; Είναι ευθύνη όσων ασπάζονται τις απόψεις του Γ. Κακλαμάνη, ο οποίος ανέφερε ότι αυτά υποστήριξε ο Μακρυγιάννης, να αποδείξουν ότι όντως μίλησε έτσι ο Μακρυγιάννης, ότι δηλαδή από τις πέντε (5) διαφορετικές εκδοχές όντως ισχύει αυτή των δυο πρώτων εφημερίδων. Είναι ο Γεράσιμος Κακλαμάνης αυτός ο οποίος υποστήριξε ότι
σίγουρα, βεβαιωμένα, ο Μακρυγιάννης είπε αυτήν την φράση, επομένως ήταν δικό του χρέος κι ευθύνη να το αποδείξει αδιαμφισβήτητα, όπως επίσης είναι χρέος και ευθύνη των υποστηρικτών του Κακλαμάνη να αποδείξουν πέρα από κάθε αμφιβολία ότι ο Μακρυγιάννης είπε αυτή τη φράση. Εάν δεν είναι σε θέση να το κάνουν, τότε
το τι είπε ο Μακρυγιάννης παραμένει αδιευκρίνιστο, πράγμα που -εφόσον ο Κακλαμάνης και οι υποστηρικτές του έθεσαν τέτοιο ζήτημα- καθιστά τη θέση του Κακλαμάνη αμφισβητήσιμη, και η διακήρυξή της ως λίγο-πολύ πιθανής/βέβαιης άποψης του Μακρυγιάννη συνιστά λασπολογία.