συνέχεια
Η μελέτη καταπιάνεται με πάρα πολλούς τομείς της οικονομίας, μεταξύ αυτών τον αγροτικό, τα τρόφιμα, συνεπώς και με το ελαιόλαδο. Μετά από διάφορες χιλιοειπωμένες κοινοτυπίες (ότι πρέπει να τυποποιούμε το λάδι μας κ.λπ.), η επίμαχη πρότασή της, που είχε ξεσηκώσει και τη θύελλα των αντιδράσεων είναι η εξής:
«α) Διερεύνηση δυνατότητας ανάπτυξης 4-6 ανταγωνιστικών μονάδων επεξεργασίας και συσκευασίας μεγάλου μεγέθους, π.χ. Δύο ή τρεις μονάδες για ελιές και ελαιόλαδο (πιθανότατα στην Πελοπόννησο ή την Κρήτη, με ικανότητα επεξεργασίας 100 – 150 χιλιάδων τόνων. Δύο ή τρεις μονάδες για πατάτες, ντομάτες και επιλεγμένα φρούτα (π.χ. ροδάκινα, μήλα, σταφύλια, πορτοκάλια), πιθανότατα στην κεντρική ή βόρεια Ελλάδα ή την Πελοπόννησο.
β) Συνέχιση και εντατικοποίηση της ενοποίησης μονάδων για την κατά το δυνατόν μεγαλύτερων σύγχρονων μονάδων γάλακτος.
γ) Ίδρυση της εταιρείας Ελληνικών Τροφίμων (ιδιωτική ή ΣΔΙΤ) με κύριες αρμοδιότητες: Τη συγκέντρωση της παραγωγής μικρών και μεσαίων παραγωγικών μονάδων. Το συντονισμό με τις μονάδες επεξεργασίας και το σχεδιασμό πόρων σε προϊόντα και αγορές. Το σχεδιασμό, τη δημιουργία και τη λειτουργία κατάλληλου μοντέλου εμπορικής παρουσίας στις αγορές. Τη διαχείριση των logistics εντός και εκτός Ελλάδας (συμπεριλαμβανομένων εξαγωγών). Την ανάπτυξη δικτύου λιανέμπορων και χονδρέμπορων στο εξωτερικό».
Μεθόδευση
Ο καθένας που στοιχειωδώς γνωρίζει τους τομείς του ελαιολάδου και της επιτραπέζιας ελιάς, μπορεί να κρίνει πόσο σοβαρές, και πόσο ρεαλιστικές είναι αυτές οι «συμβουλές». Δηλαδή, η δημιουργία 2-3 μεγάλων καθετοποιημένων μονάδων, από την έκθλιψη του ελαιοκάρπου μέχρι τη συσκευασία και στο επόμενο στάδιο να έρχεται μία (και μόνη) εταιρεία (η «Εταιρεία Ελληνικών Τροφίμων») που θα αναλαμβάνει να συγκεντρώνει, να διαχειρίζεται και να διακινεί όλο (;) το ελληνικό λάδι (και ελιές).
Το γεγονός, όμως, ότι η συγκεκριμένη μελέτη παραγγέλθηκε από τόσο ισχυρούς οικονομικοπολιτικούς παράγοντες, παρακάμπτοντας πλήθος άλλων μελετών και υπομνημάτων, που βρίσκονται στα συρτάρια των Υπουργείων και αραχνιάζουν εδώ και πολλά χρόνια, όπως και το ότι επανέρχεται, ίσως κάτι να σημαίνει. Ίσως, λοιπόν, κάποιοι σοβαρολογούν.
Άλλωστε, και με τη χρυσοπληρωμένη από το Υπουργείο Ανάπτυξης «εργαλειοθήκη» του ΟΟΣΑ έτσι έγινε. Μπορεί η συμβολή της να κυκλοφορήσουν τα μείγματα ελαιολάδου με σπορέλαια να μην «πέρασε» (τότε τουλάχιστον), αλλά το γάλα επτά ημερών ήδη είναι στα ράφια των σούπερ μάρκετ.
Τι μπορεί να σημαίνουν;
Το μοντέλο που προτείνει η McKinsey μπορεί να μοιάζει με Σοβιετική Ένωση σε συνθήκες άκρατου νεοφιλελευθερισμού, μπορεί να θυμίζει Όργουελ, όμως ας μην εφησυχάζουν οι θιγόμενοι και ενδιαφερόμενοι, σκεπτόμενοι ότι «αυτά τα πράγματα δεν γίνονται».Όλα γίνονται και μετά βαφτίζονται «μεταρρυθμίσεις». Αεροδρόμια, λιμάνια, γιατί όχι και το «εθνικό μας προϊόν», ο «υγρό χρυσός» μας;
Δεν υπάρχει εδώ ο χώρος και ο χρόνος να καθίσει κανείς να ανασκευάσει στα σοβαρά τα όσα προτείνει η μελέτη. Να τονίσουμε ότι το ελληνικό ελαιόλαδο δεν χρειάζεται, σε υλικοτεχνική υποδομή, ούτε ένα ευρώ. Αρκετά σπαταλήθηκαν επί δεκαετίες. Είναι «δημοσιονομικά ουδέτερο». Αυτό που χρειάζεται είναι ξεκάθαρους κανόνες λειτουργίας και καλής οργάνωσης από τους ελαιοπαραγωγούς έως τους υπουργούς.
Και μία ακόμη διευκρίνιση για τη μελέτη McKinsey: Δεν πρόκειται για μίμηση, αλλά για κακή και λανθασμένη απόπειρα αποτίμησης του ισπανικού μοντέλου. Εκεί παράγονται τεράστιες ποσότητες (μόνη της η Ανδαλουσία έχει πολλαπλάσια ποσότητα από ολόκληρη την Ελλάδα), συγκεντροποιημένη σε συνεταιρισμούς (κοοπερατίβες) των 100-200 χιλιάδων τόνων μαζικής ποιότητας (commodity) και σε μεγάλες ιδιωτικές εταιρείες που κατακλύζουν τις διεθνείς αγορές με χαμηλές τιμές. Και όλοι στηρίζονται στη συμμαχία – συνεταιρισμοί, εταιρείες, (δι)επαγγελματικές οργανώσεις, τράπεζες, περιφερειακές και κεντρική κυβέρνηση,
αξιοποίηση των κοινοτικών επιδοτήσεων, έρευνα στα πανεπιστήμια και σε άλλα πολλά.
Στην Ελλάδα, το βασικό (μοναδικό) πλεονέκτημα που διαθέτουμε είναι η βιοποικιλότητα, το μικροκλίμα σε κάμπους, ραχούλες και νησάκια, που δίνουν αυτές τις κορυφαίες ποιότητες καρπού και λαδιών.
Το ελαιόλαδο, και ιδίως το εξαιρετικά παρθένο, δε είναι μαζικό προϊόν, δεν είναι commodity, και γι’ αυτό το σύγχρονο μάρκετινγκ βασίζεται στην ταυτότητα και στην προσωπικότητά του, στα οργανοληπτικά του χαρακτηριστικά (που οι Ισπανοί αρνούνται τη μέθοδο), στα Ονομασίας Προέλευσης/Γεωγραφικής Ένδειξης, στα Κτήματα (όπως τα κρασιά), κ.ο.κ.
Όλα αυτά θα ισοπεδωθούν, σε περίπτωση εφαρμογής του μοντέλου McKinsey, χωρίς να υπάρχει και το όφελος του «μεγάλου μεγέθους» γιατί η Ελλάδα των διασκορπισμένων 250.000 τόνων ποτέ δεν θα μπορέσει να ανταγωνιστεί – σε αυτό το επίπεδο των χαμηλών τιμών – την Ισπανία των 1,5 εκατ. τόνων.
Το μόνο που θα «επιτύχει» η μέθοδος McKinsey είναι, στον βαθμό που εφαρμοστεί, να οδηγήσει σε αποδεκατισμό των ιδιωτικών και συνεταιριστικών επιχειρήσεων (ελαιοτριβεία, τυποποιητήρια, έμποροι, εξαγωγείς) και σε νέου τύπου «κολλιγοποίηση» των ελαιοπαραγωγών. Ίσως και σε ένα γιγαντιαίο πάρτι σπατάλης των εκατομμυρίων τη επένδυσης, που θα ζήλευε και ο Ηρόστρατος. Παράλληλα, όμως, θα προκαλέσει και ένα γιγαντιαίο κύμα αντιδράσεων, όχι μ όνο από τους χιλιάδες ελαιοτριβείς, τυποποιητές και εμπόρους, που άμεσα καταστρέφονται, αλλά και από τους εκατοντάδες χιλιάδες ελαιοπαραγωγούς, που δεν θέλουν να γίνουν κολίγοι κάποιας «Εταιρείας Ελληνικών Τροφίμων». Τότε θα δούμε ένα άλλο πάρτι, με πολύ ροκ – και νταούλια και πίπιζες και λύρες και αγρίμια και αγριμάκια μου.
Η συγκεκριμένη μελέτη παραγγέλθηκε από ισχυρούς οικονομικοπολιτικούς παράγοντες, παρακάμπτοντας πλήθος άλλων μελετών και υπομνημάτων, που βρίσκονται στα συρτάρια των υπουργείων και αραχνιάζουν εδώ και πολλά χρόνια".
https://www.tharrosnews.gr/news/content ... E%B9%CE%B1