Re: Αυταπάτες ελληνικού εθνικισμού (19ος-αρχές 20ου αιώνα)
Δημοσιεύτηκε: 24 Μαρ 2019, 20:28
Ωραία τα λές για τους Τουρκομάνους. Κανείς δεν θα μπορούσε να τα πεί καλύτερα ! Όπως τα λές είναι και για τους Σιίτες και αυτό υποστηρίζει και το κείμενο. Οι Σιίτες Αλεβίτες Τουρκομάνοι δεν είναι τίποτε άλλο παρά εθνοτικά Τούρκοι.
Το κείμενο του pdf είναι καλό. Όποιος βρεί χρόνο αξίζει να το διαβάσει. Αυτά που έγραφαν τότε συνεχίζονται και σήμερα, π.χ. "ποντιακό αντάρτικο" χαρακτηρίζεται η δράση απαγορευμένων αριστερών κομμάτων και Κούρδων στην Ανατολία από εθνοκεντρικά περιοδικά . Τους ( κοκκινοκέφαλους ) Κιζιλπμασήδες τους ταύτιζαν με τους ομηρικούς "Ερθ(ρίνους". Στην πραγματικότητα είναι μερίδα σιιτών. Οι Γιουρούκοι τι άλλο μπορεί να είναι πέρα από Τούρκοι νομάδες , αντίστοιχοι των δικών μας Σαρακατσάνων ;
Οι Αζέροι θεωρούνται από πολλούς εκτουρκισμένοι γλωσσικά Ιρανοί της Ατροπατηνής Μηδίας που λόγω απώτερης καταγωγής ασπάστηκαν τον σιιτισμό των Περσών επί Σαφαβιδών. Μπορεί βέβαια να ήταν και εξαρχής Τούρκοι που ασπάστηκαν τον σαφαβιδικό σιιτισμό.
-----------------------------------------------------------
Απ' την παραπάνω εργασία :
Η γνωστότερη εκδοχή του σιιτισμού, ό ιρανικός Σιιτισμός τών «δώδεκα ιμάμηδων», είναι στήν πράξη μία «εθνικοποιημένη» θρησκεία, ή οποία πήρε τή σημερινή της έκφραση στα χρόνια τής δυναστείας τών Σαφαβιδών (1502-1722). (...) Ό περιορισμός του όρου «Άλεβήδες» σέ συγκεκριμένα υποσύνολα τοΰ σιιτικοϋ νεφελώματος, καί ακόμη περισσότερο η άποψη πώς είναι κάτι «ξένο» προς τούς καθαυτό Σιίτες, είναι μια συνήθεια μέ ηλικία δύο τό πολύ αιώνων, πού ξεκίνησε άπό τοπικές πολιτικές σκοπιμότητες για να περάσει κατόπιν στό έννοιολογικό οπλοστάσιο τού εύρωπαϊκοΰ ανατολισμού. Γενικά, ό όρος «Άλεβής» διατηρεί για πολλούς Μουσουλμάνους θετικότερους συνειρμούς άπό τον δρο «Σιίτης», κι αρκετές σιιτικές ομάδες επιδίωξαν να τόν οίκειοποιηθοΰν. (...)Στήν Τουρκία, τόν ίδιο δρο οίκειοποιήθηκαν άλλες ομάδες μέ σιιτικές αποκλίσεις, οί όποιες ήθελαν συνειδητά να άποστασιοποιηθοΰν άπδ τδν Σιιτισμό τού Ιράν. Τούς Άλεβήδες αύτούς γιά αιώνες τούς ήξεραν οί συμπατριώτες τους μέ τα ονόματα «Ραφιζήδες» (αιρετικοί) ή «Κιζιλμπάσηδες» (κοκκινοκέφαλοι), λέξεις πού μέ τόν καιρό κατάντησαν εξίσου ύβριστικές. (...) Η προέλευση τού όρου «Κιζιλμπάσηδες» εΐναι γνωστή. Συναντιέται στις ιστορικές πηγές πού αφηγούνται τα γεγονότα τών όθωμανο-σαφαβιδικών πολέμων τού 16ου αιώνα καί χαρακτήριζε τότε «όσους δοξάζουν τό σόι τού Σάχη», μέ άλλα λόγια τις τουρκόφωνες φυλές τού ’Αζερμπαϊτζάν καί τής σημερινής άνατολικής Τουρκίας πού πλαισίωσαν τούς Σαφαβίδες, όταν έγκατέστησαν τή θεοκρατική εξουσία τους στό Άρνταμπίλ (1499) καί τό Ταμπρίζ (1502), κι εξακολούθησαν να είναι πονοκέφαλος για τούς ’Οθωμανούς, όταν οί περιοχές αύτές ένσωματώθηκαν στήν αύτοκρατορία τών σουλτάνων από τόν Σελίμ Α' (1514). Στρατιωτικά οί Κιζιλμπάσηδες στήριζαν τούς Σαφαβίδες μέ δυνάμεις έφιππων θωρακοφόρων, πού αντλούσαν τήν ονομασία τους από τά κόκκινα σκουφιά τους· από τήν άποψη τής θρησκείας ήταν ακραίοι Σιίτες, καί γι’ αυτό ενστερνίζονταν τά μεσσιανικά κηρύγματα τών ήγεμόνων τοΰ Άρνταμπίλ καί ειδικά του σάχη ’Ισμαήλ (1480-1524), πού ισχυριζόταν πώς ήταν ένσάρκωση τών ιμάμηδων καί φερέφωνο του Θεού. (...) Ή σχέση τών Κιζιλμπάσηδων μέ τόν ιρανικό Σιιτισμό θά στοιχειώνει για πάντα τις τουρκικές αντιλήψεις σχετικά μέ τήν «αίρεση», ακόμα καί όταν οί Σαφαβίδες θά έχουν έκλείψει, τά σύνορα τών δύο κρατών θά έχουν σταθεροποιηθεί καί ό άρχέγονος Κιζιλμπασισμός θά καταδιώκεται άκόμα καί στό ίδιο τό ’Ιράν. Στό στόμα τού λαού ή λέξη «Κιζιλμπάσηδες» δήλωνε αδιάκριτα τούς Πέρσες καί τούς Άλεβήδες, πού τούς θεωρούσαν μετανάστες άπό τήν Περσία ή έστω από τό ’Αζερμπαϊτζάν, πού συναποκόμισαν καί τήν «εκείθε επικρατούσαν αίρεσιν». (...) οί απώτερες πηγές τού τουρκικού Σιιτισμού θά πρέπει ν' άναζητηθοΰν στό περιβάλλον τού Χατζή Μπεκτάς, καί ίσως να συνδέονται όργανικότερα μέ τούς εποικισμούς των πρώτων Τουρκομάνων, πού έντάθηκαν τόν καιρό των μογγολικών εισβολών. Στήν περίπτωση αύτή ό Σαφαβισμός θά ήταν μόνο μία «παραφυάδα» τού άρχέγονου Ίσλάμ τής Μικρασίας, ένα περιστασιακό «επίχρισμα» μιας ευρύτερης «έτεροδοξίας» μέ σιιτικές άποχρώσεις, ή όποια χαρακτήριζε ολόκληρη τή «λαϊκή θρησκεία» πριν τόν «έκσουννιτισμό» καί «εξαραβισμό» τού κράτους τών Οθωμανών από τούς σουλτάνους τού 16ου αιώνα. Η θεωρία αύτή, πού έπέτρεπε μαζί μέ τ’ άλλα καί τήν ιδιοποίηση τών Κιζιλμπάσηδων από τόν τουρκικό εθνικισμό, δέν έχει όλότελα έκλείψει, μά ως τώρα δέν διαθέτουμε ικανοποιητικά τεκμήρια για τήν παρουσία σιιτικών πληθυσμών στήν προοθωμανική Μικρασία, όπου ό Ίμπν-Μπαττούτα, γιά παράδειγμα, δέν κατάφερε νά βρει καθόλου «αιρετικούς». Είναι πιθανότερο πώς ό Σιιτισμός τών Κιζιλμπάσηδων διαπότισε εκ τών ύστερων καί σταδιακά τό τάγμα τών Μπεκτασήδων, πού δραστηριοποιήθηκε στούς κόλπους τους μέ τήν ενθάρρυνση τού κράτους γιά νά τούς απομονώσει από τήν προπαγάνδα τών Σαφαβιδών. (...)
_____________________________________
Για τους Τουρκομάνους ωραία τα λέει και ο βυζαντινολόγος Αλέξιος Σαββίδης :
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα όμως προβάλλει η παρουσία των πρώτων Τουρκομάνων, κατά τον 11ο αιώνα. Αρχικά, καθώς περιγράφουν πολλές σύγχρονες τους πηγές, έδιναν την εντύπωση άκακων νομάδων/τσοπάνων, που μετακινούνταν από περιοχή σε περιοχή με τις οικογένειες τους, τα υπάρχοντα τους (σκηνές) και τα κοπάδια τους. Ξαφνικά, όμως, όποτε παρουσιαζόταν η ευκαιρία, μεταμορφώνονταν σε άγριους ληστές, που προξενούσαν μεγάλες καταστροφές και λεηλασίες. Οι βυζαντινές ανατολικές επαρχίες στη Μικρά Ασία υπέστησαν πολλές ζημιές απ' αυτές τις επιδρομές, αφού πλήθη Τουρκομάνων είχαν συνοδεύσει τους Σελτζούκους στις πρώτες τους εισβολές εκεί, ως τη μοιραία για το Βυζάντιο μάχη του Μαντζικέρτ, στις 19 (ή 26) Αυγούστου του 1071. Οι πρώτες τουρκομανικές εγκαταστάσεις στην Ανατολία άρχισαν να τοποθετούν τις βάσεις για τη μεταγενέστερη εθνολογική, οικονομική, πολιτική και θρησκευτική μεταμόρφωση της ευρείας τούτης περιοχής, η οποία, μ' αυτόν τον τρόπο, χάθηκε για τον ελληνισμό — μια διαδικασία που περιέγραψε αναλυτικά και γλαφυρά ο Σπύρος Βρυώνης στο κλασικό πια θεωρούμενο σύγγραμμα του για τη διαδικασία εξισλαμισμού της Μικράς Ασίας (1971), μεταφρασμένο πλέον και στα ελληνικά (1996). Αν και οι Σελτζούκοι πραγματοποίησαν πρώτοι τη στρατιωτικοπολιτικοθρησκευτική κατάληψη της Ανατολίας, εντούτοις οι Τουρκομάνοι με τις εγκαταστάσεις τους επέφεραν ακόμα σημαντικότερη — όπως φάνηκε — μεταβολή στα κέντρα οικονομικού βάρους εκείνων των περιοχών, που χαρακτηρίστηκαν από τον κορυφαίο βυζαντινολόγο Γεώργιο Οστρογκόρσκυ (ιδίως κατά την περίοδο ακμής του θεματικού θεσμού εκεί) «σπονδυλική στήλη της βυζαντινής διοίκησης, του στρατεύματος και της άμυνας».
Το φαινόμενο των Τουρκομάνων έχει μελετήσει σε βάθος ο Τούρκος ιστορικός Φαρούκ Συμέρ (Faruk Sûmer), στο πλαίσιο ειδικής ογκώδους μονογραφίας του στα τουρκικά. Βασικό χαρακτηριστικό τους ήταν η σταδιακή τους μεταλλαγή από νομάδες σε ημινομάδες, δηλαδή το status από την αέναη περιπλάνηση και λεηλασία στην καθιέρωση και οργάνωση καταυλισμών, που συχνά παρομοιάζονται με πρωτόλειας μορφής χωριά. Οι Βυζαντινοί, πάντως, στην κυριολεξία, τους αποστρέφονταν. Αποκαλώντας τους «σκηνίτας» ή «άμαξοβίους», «ληστρικον γένος», κλπ., τους θεωρούσαν «εκτός της οικουμένης», «εκτός της ιστορικής εξέλιξης», χωρίς ίχνος πολιτιστικών παραδόσεων, και βέβαια, με χαμηλότατο επίπεδο κοινωνικού βίου, μια και δεν άφησαν πίσω τους ούτε πόλεις, ούτε καν χωριά εν είδει πολιτιστικών μνημείων.
Το κείμενο του pdf είναι καλό. Όποιος βρεί χρόνο αξίζει να το διαβάσει. Αυτά που έγραφαν τότε συνεχίζονται και σήμερα, π.χ. "ποντιακό αντάρτικο" χαρακτηρίζεται η δράση απαγορευμένων αριστερών κομμάτων και Κούρδων στην Ανατολία από εθνοκεντρικά περιοδικά . Τους ( κοκκινοκέφαλους ) Κιζιλπμασήδες τους ταύτιζαν με τους ομηρικούς "Ερθ(ρίνους". Στην πραγματικότητα είναι μερίδα σιιτών. Οι Γιουρούκοι τι άλλο μπορεί να είναι πέρα από Τούρκοι νομάδες , αντίστοιχοι των δικών μας Σαρακατσάνων ;
Οι Αζέροι θεωρούνται από πολλούς εκτουρκισμένοι γλωσσικά Ιρανοί της Ατροπατηνής Μηδίας που λόγω απώτερης καταγωγής ασπάστηκαν τον σιιτισμό των Περσών επί Σαφαβιδών. Μπορεί βέβαια να ήταν και εξαρχής Τούρκοι που ασπάστηκαν τον σαφαβιδικό σιιτισμό.
-----------------------------------------------------------
Απ' την παραπάνω εργασία :
Η γνωστότερη εκδοχή του σιιτισμού, ό ιρανικός Σιιτισμός τών «δώδεκα ιμάμηδων», είναι στήν πράξη μία «εθνικοποιημένη» θρησκεία, ή οποία πήρε τή σημερινή της έκφραση στα χρόνια τής δυναστείας τών Σαφαβιδών (1502-1722). (...) Ό περιορισμός του όρου «Άλεβήδες» σέ συγκεκριμένα υποσύνολα τοΰ σιιτικοϋ νεφελώματος, καί ακόμη περισσότερο η άποψη πώς είναι κάτι «ξένο» προς τούς καθαυτό Σιίτες, είναι μια συνήθεια μέ ηλικία δύο τό πολύ αιώνων, πού ξεκίνησε άπό τοπικές πολιτικές σκοπιμότητες για να περάσει κατόπιν στό έννοιολογικό οπλοστάσιο τού εύρωπαϊκοΰ ανατολισμού. Γενικά, ό όρος «Άλεβής» διατηρεί για πολλούς Μουσουλμάνους θετικότερους συνειρμούς άπό τον δρο «Σιίτης», κι αρκετές σιιτικές ομάδες επιδίωξαν να τόν οίκειοποιηθοΰν. (...)Στήν Τουρκία, τόν ίδιο δρο οίκειοποιήθηκαν άλλες ομάδες μέ σιιτικές αποκλίσεις, οί όποιες ήθελαν συνειδητά να άποστασιοποιηθοΰν άπδ τδν Σιιτισμό τού Ιράν. Τούς Άλεβήδες αύτούς γιά αιώνες τούς ήξεραν οί συμπατριώτες τους μέ τα ονόματα «Ραφιζήδες» (αιρετικοί) ή «Κιζιλμπάσηδες» (κοκκινοκέφαλοι), λέξεις πού μέ τόν καιρό κατάντησαν εξίσου ύβριστικές. (...) Η προέλευση τού όρου «Κιζιλμπάσηδες» εΐναι γνωστή. Συναντιέται στις ιστορικές πηγές πού αφηγούνται τα γεγονότα τών όθωμανο-σαφαβιδικών πολέμων τού 16ου αιώνα καί χαρακτήριζε τότε «όσους δοξάζουν τό σόι τού Σάχη», μέ άλλα λόγια τις τουρκόφωνες φυλές τού ’Αζερμπαϊτζάν καί τής σημερινής άνατολικής Τουρκίας πού πλαισίωσαν τούς Σαφαβίδες, όταν έγκατέστησαν τή θεοκρατική εξουσία τους στό Άρνταμπίλ (1499) καί τό Ταμπρίζ (1502), κι εξακολούθησαν να είναι πονοκέφαλος για τούς ’Οθωμανούς, όταν οί περιοχές αύτές ένσωματώθηκαν στήν αύτοκρατορία τών σουλτάνων από τόν Σελίμ Α' (1514). Στρατιωτικά οί Κιζιλμπάσηδες στήριζαν τούς Σαφαβίδες μέ δυνάμεις έφιππων θωρακοφόρων, πού αντλούσαν τήν ονομασία τους από τά κόκκινα σκουφιά τους· από τήν άποψη τής θρησκείας ήταν ακραίοι Σιίτες, καί γι’ αυτό ενστερνίζονταν τά μεσσιανικά κηρύγματα τών ήγεμόνων τοΰ Άρνταμπίλ καί ειδικά του σάχη ’Ισμαήλ (1480-1524), πού ισχυριζόταν πώς ήταν ένσάρκωση τών ιμάμηδων καί φερέφωνο του Θεού. (...) Ή σχέση τών Κιζιλμπάσηδων μέ τόν ιρανικό Σιιτισμό θά στοιχειώνει για πάντα τις τουρκικές αντιλήψεις σχετικά μέ τήν «αίρεση», ακόμα καί όταν οί Σαφαβίδες θά έχουν έκλείψει, τά σύνορα τών δύο κρατών θά έχουν σταθεροποιηθεί καί ό άρχέγονος Κιζιλμπασισμός θά καταδιώκεται άκόμα καί στό ίδιο τό ’Ιράν. Στό στόμα τού λαού ή λέξη «Κιζιλμπάσηδες» δήλωνε αδιάκριτα τούς Πέρσες καί τούς Άλεβήδες, πού τούς θεωρούσαν μετανάστες άπό τήν Περσία ή έστω από τό ’Αζερμπαϊτζάν, πού συναποκόμισαν καί τήν «εκείθε επικρατούσαν αίρεσιν». (...) οί απώτερες πηγές τού τουρκικού Σιιτισμού θά πρέπει ν' άναζητηθοΰν στό περιβάλλον τού Χατζή Μπεκτάς, καί ίσως να συνδέονται όργανικότερα μέ τούς εποικισμούς των πρώτων Τουρκομάνων, πού έντάθηκαν τόν καιρό των μογγολικών εισβολών. Στήν περίπτωση αύτή ό Σαφαβισμός θά ήταν μόνο μία «παραφυάδα» τού άρχέγονου Ίσλάμ τής Μικρασίας, ένα περιστασιακό «επίχρισμα» μιας ευρύτερης «έτεροδοξίας» μέ σιιτικές άποχρώσεις, ή όποια χαρακτήριζε ολόκληρη τή «λαϊκή θρησκεία» πριν τόν «έκσουννιτισμό» καί «εξαραβισμό» τού κράτους τών Οθωμανών από τούς σουλτάνους τού 16ου αιώνα. Η θεωρία αύτή, πού έπέτρεπε μαζί μέ τ’ άλλα καί τήν ιδιοποίηση τών Κιζιλμπάσηδων από τόν τουρκικό εθνικισμό, δέν έχει όλότελα έκλείψει, μά ως τώρα δέν διαθέτουμε ικανοποιητικά τεκμήρια για τήν παρουσία σιιτικών πληθυσμών στήν προοθωμανική Μικρασία, όπου ό Ίμπν-Μπαττούτα, γιά παράδειγμα, δέν κατάφερε νά βρει καθόλου «αιρετικούς». Είναι πιθανότερο πώς ό Σιιτισμός τών Κιζιλμπάσηδων διαπότισε εκ τών ύστερων καί σταδιακά τό τάγμα τών Μπεκτασήδων, πού δραστηριοποιήθηκε στούς κόλπους τους μέ τήν ενθάρρυνση τού κράτους γιά νά τούς απομονώσει από τήν προπαγάνδα τών Σαφαβιδών. (...)
_____________________________________
Για τους Τουρκομάνους ωραία τα λέει και ο βυζαντινολόγος Αλέξιος Σαββίδης :
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα όμως προβάλλει η παρουσία των πρώτων Τουρκομάνων, κατά τον 11ο αιώνα. Αρχικά, καθώς περιγράφουν πολλές σύγχρονες τους πηγές, έδιναν την εντύπωση άκακων νομάδων/τσοπάνων, που μετακινούνταν από περιοχή σε περιοχή με τις οικογένειες τους, τα υπάρχοντα τους (σκηνές) και τα κοπάδια τους. Ξαφνικά, όμως, όποτε παρουσιαζόταν η ευκαιρία, μεταμορφώνονταν σε άγριους ληστές, που προξενούσαν μεγάλες καταστροφές και λεηλασίες. Οι βυζαντινές ανατολικές επαρχίες στη Μικρά Ασία υπέστησαν πολλές ζημιές απ' αυτές τις επιδρομές, αφού πλήθη Τουρκομάνων είχαν συνοδεύσει τους Σελτζούκους στις πρώτες τους εισβολές εκεί, ως τη μοιραία για το Βυζάντιο μάχη του Μαντζικέρτ, στις 19 (ή 26) Αυγούστου του 1071. Οι πρώτες τουρκομανικές εγκαταστάσεις στην Ανατολία άρχισαν να τοποθετούν τις βάσεις για τη μεταγενέστερη εθνολογική, οικονομική, πολιτική και θρησκευτική μεταμόρφωση της ευρείας τούτης περιοχής, η οποία, μ' αυτόν τον τρόπο, χάθηκε για τον ελληνισμό — μια διαδικασία που περιέγραψε αναλυτικά και γλαφυρά ο Σπύρος Βρυώνης στο κλασικό πια θεωρούμενο σύγγραμμα του για τη διαδικασία εξισλαμισμού της Μικράς Ασίας (1971), μεταφρασμένο πλέον και στα ελληνικά (1996). Αν και οι Σελτζούκοι πραγματοποίησαν πρώτοι τη στρατιωτικοπολιτικοθρησκευτική κατάληψη της Ανατολίας, εντούτοις οι Τουρκομάνοι με τις εγκαταστάσεις τους επέφεραν ακόμα σημαντικότερη — όπως φάνηκε — μεταβολή στα κέντρα οικονομικού βάρους εκείνων των περιοχών, που χαρακτηρίστηκαν από τον κορυφαίο βυζαντινολόγο Γεώργιο Οστρογκόρσκυ (ιδίως κατά την περίοδο ακμής του θεματικού θεσμού εκεί) «σπονδυλική στήλη της βυζαντινής διοίκησης, του στρατεύματος και της άμυνας».
Το φαινόμενο των Τουρκομάνων έχει μελετήσει σε βάθος ο Τούρκος ιστορικός Φαρούκ Συμέρ (Faruk Sûmer), στο πλαίσιο ειδικής ογκώδους μονογραφίας του στα τουρκικά. Βασικό χαρακτηριστικό τους ήταν η σταδιακή τους μεταλλαγή από νομάδες σε ημινομάδες, δηλαδή το status από την αέναη περιπλάνηση και λεηλασία στην καθιέρωση και οργάνωση καταυλισμών, που συχνά παρομοιάζονται με πρωτόλειας μορφής χωριά. Οι Βυζαντινοί, πάντως, στην κυριολεξία, τους αποστρέφονταν. Αποκαλώντας τους «σκηνίτας» ή «άμαξοβίους», «ληστρικον γένος», κλπ., τους θεωρούσαν «εκτός της οικουμένης», «εκτός της ιστορικής εξέλιξης», χωρίς ίχνος πολιτιστικών παραδόσεων, και βέβαια, με χαμηλότατο επίπεδο κοινωνικού βίου, μια και δεν άφησαν πίσω τους ούτε πόλεις, ούτε καν χωριά εν είδει πολιτιστικών μνημείων.


