(παρακολουθούμε με κομμένη την ανάσα την συνέχεια)
Κλείσαμε ραντεβού για το βράδυ στο μπαρ της πισίνας. Πήγα στο δωμάτιό μου για να ξεκουραστώ λίγο.
Η νύχτα προβλεπόταν περιπετειώδης.
Έκανα ένα μπάνιο και ξάπλωσα αλλά...
με κρατούσαν απ τα χέρια κι απ τα πόδια,
ένιωθα πανικό, απελπισία, δε μπορούσα να κουνηθώ
ένιωθα πως θα μου έκαναν κακό
μια μεγάλη μαύρη ύλη άρχισε να αναδύεται

μετά συνειδητοποίησα πως δεν αναδυόταν

απλώς ερχόταν απ όλες τις πλευρές ύλη και προστίθενται στο πλάσμα
κοίταξα καλύτερα κι ήταν ένα παιδί με μαύρα μάτια, διαλυμένο
ένα άντρας με μια βαλίτσα στο χέρι
μια γυναίκα χωρίς δόντια ματωμένη
ένας γέρος γυμνος με το δέρμα να κρέμεται και το βλέμμα του τρελού
ένα μωρό με σημάδι από σφαίρα

Πανικός, Πανικός, Πανικός
Ουρλιαχτά, κλάματα, γέλια, μοιρολόγια
Ένας αγρότης μου κόψε τον καρπό σε αργή κίνηση
Ένας γιατρός πλησίαζε μ ένα νυστέρι
Τοκ τοκ τοκ
Παλεύω να λυθώ κι όσο παλεύω, τόσο γελάνε
Τοκ τοκ τοκ
Μυριάδες με μια φωνή μου φωνάζουν
Είμαστε Γίγαντες, Τιτάνες

Τοκ τοκ τοκ
Η ύλη θεριεύει
Τοκ τοκ τοκ
Ουρλιάζω, κλαίω, χτυπιέμαι να ελευθερωθώ
Τοκ τοκ τοκ
Αν δεν κάνω κάτι τώρα θα χαθώ
Τοκ Τοκ τοκ
Φωνάζω, ξεψυχώ
Τοκ τοκ τοκ
ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΙΣΤΕ Ο ΚΥΚΛΩΠΑΣ
ΜΑ ΕΙΜΑΙ Ο ΚΑΝΕΝΑΣ σαν επιθανάτιος ρόγχος
Μπαμ Μπαμ ΜΠΑΜ
Ανοίγω την πόρτα τρέμοντας
Είναι η Γερμανίδα
-Μα καλά δεν μ ακούς τόση ώρα; Σε περίμενα στην πισίνα. Ήρθε η ώρα να φύγουμε