Ο προπάππος του Γιωργάκη Μαυρομιχάλη , συνονόματός του (
Γιωργάκης Καπετανάκης Μαυρομιχάλης ), σώζει άνδρες του Λάμπρου Κατσώνη. Σώζεται επιστολή τους .
Επιστολή συντρόφων του Λάμπρου κατσώνη στις 7 Ιουνίου 1792 που αναφέρει ότι ο καπιτάν Γιωργάκης Μαυρομιχάλης τους πήρε στην Τσίμοβα ( μετέπειτα Αρεόπολη ) "εφρόντισε και δια το εμπάρκο μας" (συνεπώς δεν ακολούθησαν τους άλλους που διέσχισαν την Πελοπόννησο ) :
...εις τον χαλασμόν μας, και την αυτήν ώραν έφθασε ο καπετάν Γιωργάκης Μαυρομιχάλης προστασμένος από την Οθωμανικήν Πόρτα και με του να μην έχει τακάτι από το φόβον της Τουρκίας αλλέως να πράξη, λαβαίνοντας εμείς αυτή την αιχμαλωσία από Τούρκους και από Φρατσέζους, ομοίως και από Κακαβούλια * οπού μας έγδυσαν, ώστε να μας επεριλάβη... μας ετράβηξεν με τρόπον τινάς και μας έφερε εις το χωρίον του... Λοιπόν η Τουρκία μαθαίνοντας, πως εμείς βρισκόμαστε εις τα χέρια του καπετάν Γιωργάκη Μαυρομιχάλη, δεν έχασε καιρό η Τουρκία, αλ' αρμάτωσαν τρία καΐκια δύο μπέηδες με ανθρώπους αρκετούς και προσταγή από τον πασά, δια να παραδώση του Λάμπρου τους ανθρώπους. Όμως αυτός δεν εστάθη τρόπος να παραδώση από όσους ευρεθήκαμεν, μόνον εστάθη αντρείος, αποφασίζοντας και την ιδικήν του ζωήν, και λέγει - εγώ έρχομαι και κρεμάστε με μα από αυτουνούς τους ανθρώπους του Λάμπρου τρόπος δεν είναι να σας παραδώσω μια τρίχα από την κεφαλήν τους-
Βιογραφικό Λεξικό Μανιατών , Σταύρος Καπετανάκης ( πρόεδρος Λακωνικών Σπουδών )
_____________________
*
Κακαβούλια μας έγδυσαν , δηλαδή τους έγδυσαν οι Μεσαμανιάτες ( = Κακαβούληδες )
(...)
Τους ξένους όταν τύχωσι στον τόπο τους να πάγουν,
κουμπάρους τους εκάμνουσι και τους καλούν να φάγουν
και όταν θέλη να εβγή ο ξένος, τον κρατούσι
και ωσάν φίλοι του λαλούν και τόνε νουθετούσι:
«Κουμπάρε», λέγουσιν «ημείς θέλομεν το καλό σου
και τούτα, όπου σου λέγομεν , βάλε τα στο μυαλό σου
και έβγαλε την φέρμελην , γελέκι και ζωνάρι
και το βρακί μπορεί κανείς εχθρός να σου το πάρη,
και να σε γδύσουσι εχθροί, να σου τα πάρουν άλλοι,
ζημίαν φέρνεις εις εμάς και εντροπή μεγάλη
Για τούτο κουμπαρούλη μου, σωστά να σου τα ειπούμε,
και φέσι και πουκάμισο να αφήσης αγαπούμε.
Και τα παπούτσια βγάλε τα , τι χρειάζονται σε σένα;
ετώρα είσαι σίγουρος μη σκιάζεσαι κανέναν.»
Και έτσι τον ταλαίπωρον τον ξένον τον εγδύνουν,
κατάσαρκον οι άσπλαχνοι να τρέχη τον αφήνουν.
Αν τύχη και καμμιά φορά καράβι να ξεπέση
από τις αμαρτίες του

στον τόπο τους να πέση,
Φραντζέσκο, σπανιόλικο, Εγκλέζικο ή άλλο
ή Τούρκικον, Μοσκόβικο , μικρί ή και μεγάλο,
καθένας το μερίδι τους να πάρη , γιέ , θέλει
και τάβλες το μοιράζουσι , καθόλου δεν τους μέλει.
Ανθρώπους δεν εντρέπονται, Θεόν και δεν φοβούνται,
πτωχούς δεν ευσπλαχνίζονται, τους ξένους δεν λυπούνται.
Πολλήν έχουν ωμότητα και θηριογνωμίαν,
δεν έχουν ομοιότητα ανθρώπινην καμμίαν,
Ετούτοι μαγαρίζουσι τον τόπο που πατούνε,
γιατί και τον διάβολον κοντά τους τον βαστούνε.
Αυτοί την Μάνην την λοιπήν την κακονοματίζουν
και όπου πάγουν τ΄όνομα αυτής το μαγαρίζουν.
Γυναίκες, άνδρες, γέροντες και τα μικρά παιδία
δεν έχουσι απάνω τους ανθρώπου μυρωδία.
Με τούτους όποιος γευθή βέβαια μαγαρίζει
και την ψυχή του κόλασε και δεν το εγνωρίζει.,
Μηδέ χαιρετισμόν κανείς δεν πρέπει να τους δίδη
αλλά να φέυγη απ΄αυτούς ωσάν από το φίδι.
Οι Τζιμοβιώτες μοναχά είναι καλοί ανθρώποι,
τους μαρτυρούν τα ήθη τους και οι καλοί τους τρόποι
στο φανερόν πραγματευταί και στον κρυφόν κουρσάροι,
μικρούς, μεγάλους άνεμος και λίχνη να τους πάρη.
Αχάριστοι απάνθρωποι , ψεύτες κατεργαραίοι,
μπαρόνηδες και κόλακες κ΄οι εργαστηριαραίοι.
(...)
( Νικήτας Νηφάκος 1798 )