όταν δούλευα ντορ του ντορ σε μια εταιρεία e-learning

μου συνέβησαν διάφορα περίεργα
ένα από αυτά συνέβη όταν είχαμε πάει σ ένα σχετικά ορεινό χωριό στην Λακωνία ή την Μεσσηνία, Δίλοφο-Τρίκορφο, δε θυμάμαι ακριβώς το όνομα
πήγαμε λοιπόν με συνάδελφο να κλείσουμε ραντεβού με τους γονείς ενός συγκεκριμένου μαθητή, βρίσκουμε μόνο τον πατέρα, και μας λέει να περιμένουμε και την μητέρα με το παιδί που θα έρχονταν εντός ολίγου
καθόμαστε λοιπόν σ ένα παγκάκι στην αυλή τους, και θαυμάζουμε τον κήπο τους, ήταν ηλιόλουστη μέρα, όλα τριγύρω ήταν πανέμορφα
πιάνουμε κουβέντα με τον πατέρα για να αποσπάσουμε όσο δυνατόν περισσότερες πληροφορίες (συνήθως οι πατεράδες απαντούν πιο εύκολα και είναι λιγότερο καχύποπτοι

), ώστε να μην αφήσουμε τον χρόνο ανεκμετάλλευτο
σε κάποια φάση, σκάει μύτη η γιαγιά την οικογένειας, την οποία μόλις αντίκρυσα, μου βγήκε ένα επιφώνημα τύπου "ααααα", γούρλωσα τα μάτια, και μου ήρθε να την αγκαλιάσω (δεν το έκανα), μα ένιωθα μια απίστευτη οικειότητα
με πλησιάζει και μου λέει "ήρθες! ήρθες, κορίτσι μου! τό ξερα πως θα ρθεις, και σε περίμενα!" και με αγκαλιάζει εκείνη, μου χαιδεύει τα μαλλιά, βουρκώνοντας
εγώ έχω μείνει άφωνη, αισθάνομαι απίστευτη οικειότητα, το πρόσωπό της μου είναι απόλυτα γνώριμο, όλες τις οι εκφράσεις οικείες, μου σκάνε εικόνες από παιδική ηλικία στο σπίτι της γιαγιάς μου, και είμαι σίγουρη ότι είναι κάποια παλιά της φίλη, την οποία πολύ αγαπούσα
της λέω "πώς γίνεται αυτό; έχετε ζήσει ποτέ στην βόρεια ελλάδα; ξέρετε κάποια ΓΜ; από πού σας ξέρω; πώς γίνεται αυτό;;"
μου απαντά πως δεν έχει φύγει ποτέ από το χωριό, πως θα μάθω κάποτε τί σήμαινε αυτή η συνάντηση, και πως θα με ξαναφέρει ο δρόμος στο χωριό τους ενώ αυτή δε θα ζει πια, ενώ συνεχίζει να μου χαιδεύει τα μαλλιά, κλαίγοντας πλέον
ο πατέρας με την συνάδελφο μας κοιτούν αποσβολωμένοι, εγώ αισθάνομαι τρομακτική έκπληξη μα και ζεστασιά, και μετά από λίγο φτάνουν η μητέρα με το πιτσιρίκι, μα κανείς δεν έχει πλέον διάθεση για ψέμματα, και αποχωρούμε με την Α για να συνέλθουμε ψάχνοντας ίσκιο σε κάποια πλατεία