«Η αγόρευση της εισαγγελέως στην υπόθεση Τοπαλούδη δεν ήταν καλή» – Ποιοι και γιατί διαφώνησαν
Η συνταρακτική αγόρευση της εισαγγελέα μας συγκίνησε, υπήρξαν όμως και οι «αντιδημοφιλείς» ενστάσεις
https://mikropragmata.lifo.gr/social-me ... iafonisan/ Ήταν μια συγκλονιστική αγόρευση. Και πολύ συγκινητική για τους περισσότερους.
Όμως ακούστηκαν και διαφορετικές απόψεις από ανθρώπους που -χωρίς φυσικά να υποστηρίζουν τους κατηγορούμενους- θεώρησαν πως ήταν η εισαγγελέας ήταν από αχρείαστα έως υπερβολικά μεροληπτική από νομικής απόψεως.
Για άλλους λόγους (επειδή επέκρινε τους δικηγόρους) ζήτησε να κινηθεί πειθαρχική διαδικασία για την εισαγγελέα ο Δημήτρης Βερβεσός, πρόεδρος του ΔΣΑ και της Ολομέλειας των Προέδρων Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδας. Η εισαγγελέας είχε πει: «Από τη στιγμή που οι συνήγοροι μπαίνουν στην υπόθεση αρχίζουν τα ψέματα, τα σενάρια για τη συσκότιση της αλήθειας», φράση που μετά τις αντιδράσεις ουσιαστικά πήρε πίσω λέγοντας πως σέβεται τους δικηγόρους.Σε μια προσπάθεια να σταχυολογήσω τις αντιδημοφιλείς απόψεις, τις παρουσιάζω, ουδέτερα, παρακάτω:
Η αγόρευση, όπως μου είπε νομικός μιλώντας με την παράκληση τήρησης ανωνυμίας,δεν ήταν σύμφωνη με το τυπικό της διαδικασίας. Μπορεί να χαροποίησε όλους εμάς, όμως θεσμικά και
νομικά ήταν έως και «επικίνδυνη».
Στη συγκεκριμένη δίκη εξέφρασε το κοινό αίσθημα, αλλά τι θα γινόταν αν κάθε εισαγγελέας αρχίσει -λόγω της απήχησης που είχε η αγόρευση στο κοινό- να φέρεται με τέτοιο πάθος υπέρ ή κατά οποιουδήποτε κατηγορούμενου;
Ο Θανάσης Καμπαγιάννης, δικηγόρος, μέλος της Πολιτικής Αγωγής του αντιφασιστικού κινήματος στη δίκη της Χρυσής Αυγής -ο άνθρωπος που συμβάλλει στο να καταδικαστεί όλη η ηγετική ομάδα της Χρυσής Αυγής, δεχόμενος πως υπήρξαν θετικά σημεία στην αγόρευση, διατυπώνει συγκεκριμένες ενστάσεις:«[…] Πρόκειται για ένα από τα φριχτότερα εγκλήματα στα πρόσφατα ποινικά χρονικά. Και η εισαγγελέας αποκωδικοποίησε και κάποιες κρίσιμες κοινωνικές πτυχές του εγκλήματος: ο πλούτος του ενός κατηγορούμενου, ελληνικής καταγωγής από τη Ρόδο, που “δεν είχε ακούσει ποτέ ένα όχι”, ο συμπληρωματικός ρόλος του δεύτερου, αλβανικής καταγωγής, ως “δολώματος”, η συνάντηση μιας νεαρής φοιτήτριας από την Ορεστιάδα με τα ήθη της ροδίτικης κοινωνίας που ζει εδώ και δεκαετίες στους ρυθμούς του χρήματος και του τουρισμού, η υποτίμηση του γυναικείου φύλου. Όλα αυτά τα στοιχεία ήταν που δημιούργησαν χτες έναν στεναγμό ανακούφισης.
Όμως. Υπάρχει όμως. Για να τα υποστηρίξουμε όλα αυτά,
δεν χρειάζεται να κάνουμε τα στραβά μάτια σε όσα ήταν καταφανώς λαθεμένα. Το θύμα του βιασμού δεν χρειάζεται να είναι “αφίλητη παρθένα” για να στοιχειοθετήσει την υπόθεσή του. Οι χαρακτηρισμοί των κατηγορούμενων ως “τεράτων” απενοχοποιούν τελικά την κοινωνία που τους δημιούργησε: δεν γεννήθηκαν, αλλά γίνανε βιαστές.
Οι φυσιογνωμιστικοί αφορισμοί και ο Λομπρόζο δεν έχουν θέση σε αγορεύσεις εισαγγελικών λειτουργών μιας φιλελεύθερης έννομης τάξης. Και
η αμφισβήτηση του ρόλου του συνηγόρου υπεράσπισης ως συλλειτουργού της δικαιοσύνης δεν προοιωνίζεται τίποτα καλό για την απονομή της. Το χειρότερο: κάθε δικαστική
ή εισαγγελική υπέρβαση δίνει δυνατότητες στους κατηγορούμενους να θυματοποιηθούν. Και αυτό είναι το τελευταίο που χρειάζεται σ’ αυτή την υπόθεση.
Η μορφή της Ελένης Τοπαλούδη μας στοιχειώνει και ζητάει δικαιοσύνη. Αυτό μόνο προέχει.»
Ο δημοσιογράφος Γιάννης Ανδρουλιδάκης (γνωστός απ’ τις παλιότερες εκπομπές του στο κομματικό ραδιόφωνο “Στο Κόκκινο” έγραψε):
«Ακολουθεί αντιδημοφιλές ποστ, με μία μέρα καθυστέρηση για να κάτσει λίγο η φασαρία, και ρίξτε με στην πυρά.
Η αγόρευση της εισαγγελέως στη δίκη για τη δολοφονία της Ελένης Τοπαλούδη προκάλεσε μια γενική ανακούφιση. Πρώτον, γιατί με όσα έχουμε δει από προτάσεις εισαγγελέων πολύ πρόσφατα υπήρχε ένας εύλογος φόβος και δεύτερον γιατί -ως ένα βαθμό- πολλοί άνθρωποι, ενδεχομένως κυρίως γυναίκες αλλά και άνδρες, διάβασαν πράγματα που θα ήθελαν να έχουν πει και οι ίδιες/οι, ειδικά δεδομένης της χυδαιότητας την οποία επέδειξαν κατά τη διαδικασία οι δύο κατηγορούμενοι (ειδικά ο Κούκουρας) και το περιβάλλον τους.
Ισχυρίζομαι όμως ότι εδώ σταματούν τα καλά νέα. Η αγόρευση ενός εισαγγελέα σε μία δίκη, δεν είναι η τοποθέτηση ενός δημοσίου προσώπου το οποίο προσπαθεί να συμπυκνώσει κοινά σε πολλούς ανθρώπους συναισθήματα. Είναι η τοποθέτηση ενός ανθρώπου που φέρει εξουσία και κρίνεται για τον τρόπο που τη διαχειρίζεται και το κατά πόσο την υπερβαίνει.
Αν οι εισαγγελείς δίκαζαν με βάση το υπερτιμημένο «κοινό περί δικαίου αίσθημα», οι προτάσεις τους θα περιελάμβαναν λιντσαρίσματα, κρεμάλες, παραβιάσεις δικαιωμάτων κ.ά. -αυτά ζητάει συχνά ο κόσμος, και αυτά με μεγάλη προσπάθεια έχουν όσο είναι δυνατόν εξοβελιστεί από το ήδη αντιδραστικό ποινικό σύστημα.
Ένας εισαγγελέας που ξεφεύγει από την αποδεικτική διαδικασία και προχωρά σε εκτεταμένες
αναφορές στο θυμικό και τις απόψεις του είναι κάτι που μου δημιουργεί μεγάλη ανησυχία -ακόμα κι αν η γνώμη μου για τα δύο καθάρματα που δικάζονται είναι ίδια και χειρότερη (αλλά εγώ δεν είμαι εισαγγελέας). Φανταστείτε σε μια οποιαδήποτε άλλη υπόθεση, αμφισβητούμενη ή πολιτική, έναν εισαγγελέα που θα έλεγε ότι: (α) είχε ουσιαστικά αποφασίσει για την υπόθεση πριν την αναλάβει γιατί τον τάραξε, (β) ευχόταν και είχε «διαίσθηση» ότι θα αναλάβει την υπόθεση, (γ) είχε συνδέσει τη ζωή του για πάντα με το θύμα και ήθελε να το αποκαταστήσει, (δ) καλούσε τους συγγενείς του θύματος να μη συγχωρέσουν ποτέ τους κατηγορούμενους και (ε) στο τέλος της δίκης, δεχόταν συγκινημένος ανθοδέσμες και αγκαλιές από τη μία πλευρά των διαδίκων.
Σας εκλιπαρώ, κάντε τα εικόνα όλα αυτά, σε μια δίκη στην οποία δεν δικάζονται δύο ελεεινοί χυδαίοι βιαστές, αλλά κάποιος για τον οποίον υπάρχουν αμφιβολίες αν είναι ένοχος. Και μετά σκεφθείτε ότι ο σεβασμός στο δικαίωμα του δεύτερου για μια δίκαιη και ουδέτερη δίκη είτε θα είναι καθολικός είτε δεν θα υπάρχει καθόλου.
Η εισαγγελέας της δίκης των δολοφόνων της Τοπαλούδη δεν έκανε μία φεμινιστική ή αντιπατριαρχική αγόρευση. Σε μία τέτοια δεν θα είχε χώρο καμία αναφορά σε «αφίλητες παρθένες» -λες και η Τοπαλούδη αποκτούσε το δικαίωμα να πει «όχι» ΕΚΕΙΝΗ τη στιγμή, επειδή συνήθιζε να το κάνει και παλιά και όχι γιατί η άρνησή της ΕΚΕΙΝΗ τη στιγμή αρκούσε. Είναι η αγόρευση μιας εισαγγελέως που θέλει με την αγόρευσή της να αποδώσει δικαιοσύνη, πέρα από τον ρόλο του ουδέτερου κριτή.
Ελπίζω ότι ο Κούκουρας και ο Λουτσάι θα καταδικαστούν όπως πρέπει για το σεξιστικό τους έγκλημα. Ελπίζω επίσης ότι ο πατέρας του Κούκουρα και το περιβάλλον του θα οδηγηθούν στη δικαιοσύνη και θα καταδικαστούν για τις άθλιες προσπάθειές τους να συγκαλύψουν το έγκλημα, να καταστρέψουν πειστήρια και να συκοφαντήσουν τη δολοφονημένη Ελένη (και ως προς αυτό, η εισαγγελέας δείχνει να πράττει τα δέοντα). Ελπίζω όμως επίσης, ότι θα είμαστε σε θέση
σύντομα να υποστηρίζουμε ότι η απόδοση της δικαιοσύνης και ο σεβασμός στο δικαίωμα του θύματος, περνά μέσα από τον σεβασμό των δικαιωμάτων του θύτη και των συνηγόρων του. Αλλιώς, η υπέρβαση εξουσίας που προκαλείται θα γυρίσει με δύναμη πίσω στα πρόσωπα των θυμάτων.
Αυτό που χρειάζεται είναι δικαιοσύνη για την Ελένη, όχι δικαιοσύνη για το κοινό.»
O δημοσιογράφος Κώστα Γιαννακίδης έγραψε εκτός των άλλων: «Το αρ. 332 ΚΠΔ υποχρεώνει τους δικαστικούς λειτουργούς να μεταχειρίζονται τα πρόσωπα που συμμετέχουν στη δίκη κατά τρόπο αμερόληπτο, ευπρεπή, απαθή και ψύχραιμο. Σε περίπτωση παραβίασης της διάταξης ο λειτουργός διαπράττει βαρύ πειθαρχικό αδίκημα.»
«Άλλο η ενσυναίσθηση, αναγκαίο στοιχείο για μια ισορροπημένη δικαστική κρίση, και άλλο η ταύτιση» έγραψε σχετικά ο υφυπουργός Άκης Σκέρτσος, συγκρίνοντας την αγόρευση με λαϊκή απογευματινή παράσταση και εξήγησε τους λόγους που πρέπει να υπάρχει αυτός ο διαχωρισμός:
«Η εμπιστοσύνη στο κράτος δικαίου προϋποθέτει δικαστικούς λειτουργούς που αποφεύγουν τις συναισθηματικές ταυτίσεις ακόμη και με τα θύματα των πιο ειδεχθών εγκλημάτων. Ακριβώς διότι δεν πρέπει να αφήνουν καμία χαραμάδα αμφιβολίας ότι κρίνουν με βάση προσωπικές απόψεις και ευαισθησίες ή με το κατά που δείχνει το “κοινό περί δικαίου αίσθημα”. Κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε άλλωστε σημαντική ανασφάλεια δικαίου.
Τον δικαστικό λειτουργό τον θελουμε ψυχρό και αμερόληπτο πάνω στην έδρα διότι οφείλει να κρίνει ΚΑΙ κόντρα στις προσωπικές του απόψεις, να λαμβάνει ΚΑΙ αντιδημοφιλείς αποφάσεις, πάντα στο πλαίσιο όσων ορίζουν το Σύνταγμα και οι νόμοι. Διαφορετικά ο δρόμος προς τον δικαστικό λαϊκισμό, σε αποφάσεις δηλαδή που χαϊδεύουν την κοινή γνώμη, είναι ορθάνοιχτος και εξαιρετικά ολισθηρός για το κύρος της Δικαιοσύνης και τη λειτουργία του πολιτεύματος.»