Οθωμανική κατάκτηση και η ενσωμάτωση των χριστιανικών αρχοντικών στρωμάτων
Σε ένα απόσπασμα ανώνυμου χρονικού της Ηπείρου διαβάζουμε πως, αμέσως μετά από την παράδοση των Ιωαννίνων στους Οθωμανούς το 1430, οι δεκαοκτώ στρατιωτικοί που είχαν αποσταλεί να παραλάβουν το κάστρο και να εγκατασταθούν στην πόλη ζήτησαν να παντρευτούν χριστιανές κοπέλες. Καθώς καμιά δεν τους δεχόταν, έκαναν αίτηση στον σουλτάνο, ο οποίος έδωσε με διαταγή του την άδεια να διαλέξει και να πάρει ο καθένας όποια κοπέλα θέλει. Συγκεντρώθηκαν λοιπόν μια γιορτινή μέρα έξω από τη μητρόπολη, κι όπως οι χριστιανικές οικογένειες έβγαιναν από την εκκλησία, πλησίασαν τις κοπέλες που τους άρεσαν, τις σκέπασαν με το φαρδύ τους μανδύα και τις πήραν από το χέρι, διαλέγοντάς τες έτσι για συζύγους. Οι γονείς τους, γράφει ο ανώνυμος συντάκτης του χρονικού (
Σύνοψις ιστορίας ), έκλαιγαν απαρηγόρητα και οδύρονταν. Μετά από λίγες μέρες, ωστόσο, βλέποντες ανωφελή τα δάκρυα, έπαυσαν τον θρήνον· τινές δε εδοκίμαζαν να παρηγορήσουν εαυτούς, στοχαζόμενοι ότι τάχα και οι Τούρκοι εκείνοι είναι αυθένται και άρχοντες και κατά την τιμήν ουδόλως απ’ αυτούς κατώτεροι. Με τοιαύτας δυστυχείς προφάσεις παρηγορούμενοι, ή την ανάγκην ακολουθούντες, ετοίμασαν καθείς ό τι ήθελε δώσει εις προίκα της θυγατρός αυτού, και την έστειλαν συντροφευμένην με μίαν δούλην και μίαν βυζάστραν, προσθέσαντες και ζευγολατεία [=αγροκτήματα] και λιβάδια και άλλα χαρίσματα.
Και ούτω κατ’ ολίγον εις αύξησιν το ασεβέστατον των Αγαρηνών γένος επροχώρει.
Τα Γιάννενα ήταν μία περίπτωση ανάμεσα σε πολλές. Αντίστοιχους γάμους βρίσκουμε σε όλα τα Βαλκάνια και το Αιγαίο, καθώς επρόκειτο για πρακτική την οποία υποστήριζαν οι Οθωμανοί σουλτάνοι. Η βιογραφία του
Μυτιληνιού αρχιναύαρχου Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα (Hayreddin Barbarossa), ο οποίος ήταν γόνος μεικτού γάμου, με πατέρα έναν μουσουλμάνο σπαχή από τα Γιαννιτσά και μητέρα μια χριστιανή αρχοντοπούλα από τη Μυτιλήνη, μεταφέρει ακριβώς την ίδια εικόνα με το ηπειρωτικό χρονικό. Το σχετικό απόσπασμα της βιογραφίας, πολύτιμο για τις λεπτομέρειές του, διασώζει μεταξύ άλλων τη σουλτανική διαταγή που έλαβαν οι Οθωμανοί στρατιωτικοί που εγκαταστάθηκαν στο κάστρο της Μυτιλήνης ως απάντηση στην αίτησή τους να παντρευτούν ντόπιες κοπέλες. Όπως γίνεται φανερό, ο σουλτάνος δεν άφηνε περιθώρια επιλογής στις οικογένειες των κοριτσιών:
Αν [οι γονείς τους] αρνηθούν να τις δώσουν, [οι νεαροί στρατιωτικοί] να τις πάρουν με τη βία και να τις παντρευτούν πάραυτα· να συναφθεί γαμήλιο συμβόλαιο και να γίνει γάμος σύμφωνα με τον ιερό νόμο· και [οι γονείς τους] να τις παραδώσουν πλήρως και οριστικά σε αυτούς τους άνδρες. Κανείς να μην το εμποδίσει ούτε να αντιταχθεί σε αυτό. Κι αμέσως μετά το φιρμάνι καταλήγει σε μια πρόταση που εξηγεί το σκεπτικό της σουλτανικής απόφασης: «Έτσι, συνηθίζοντας οι μουσουλμάνοι και οι άπιστοι ο ένας τον άλλο και διατηρώντας καλές σχέσεις μεταξύ τους, το κάστρο θα φυλάσσεται καλά»
Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα.
Ελαιογραφία Ιταλού καλλιτέχνη (περ. 1580), που φέρει την επιγραφή «Ariadenus Barbarossa», Kunsthistorisches Museum, Βιέννη. Ο Μυτιληνιός ναυτικός, κουρσάρος και –αργότερα– αρχιναύαρχος του οθωμανικού στόλου Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα ήταν γόνος μεικτού γάμου ανάμεσα σε έναν μουσουλμάνο στρατιωτικό από τα Γιαννιτσά και μιας χριστιανής κοπέλας από καλή οικογένεια της Μυτιλήνης.
Η κατακλείδα του φιρμανιού, βάσει του οποίου παντρεύτηκαν οι γονείς του Χαϊρεντίν πασά, όπως και οι γονείς χιλιάδων άλλων Οθωμανών, συμπυκνώνει τον κύριο στόχο της σουλτανικής πολιτικής την εποχή των κατακτήσεων: να στερεώσουν την κυριαρχία τους, ενθαρρύνοντας –ή επιβάλλοντας, όποτε χρειαζόταν– τις καλές σχέσεις ανάμεσα στους δικούς τους ανθρώπους («τα σκλαβάκια μου»

, γράφει η διαταγή, αναφερόμενη στους νεαρούς στρατιωτικούς που ήθελαν να παντρευτούν) και στους ντόπιους πληθυσμούς. Ένα μέσο ήταν κι οι γάμοι. Για να πετύχει όμως αυτή η πολιτική, οι νύφες και οι συγγενείς τους έπρεπε να παραμείνουν χριστιανοί και να μην εξισλαμιστούν. Τα παιδιά, φυσικά,
ανατρέφονταν στο θρήσκευμα του πατέρα, συνέχιζαν όμως να διατηρούν σχέσεις με τους χριστιανούς συγγενείς τους. Οι κοπέλες στα Γιάννενα ήταν αρχοντοπούλες, όπως φαίνεται από τις προίκες που τους έδωσαν οι γονείς τους. Το ίδιο κι η μητέρα του Χαϊρεντίν πασά: ο πατέρας του, γράφει η βιογραφία, διάλεξε για νύφη μια κοπέλα «ξεχωριστή για τα χαρίσματά της, από καλή οικογένεια και με προσήκουσα καταγωγή». Το πρότυπο για τέτοιου είδους γάμους, που ένωναν τα ντόπια χριστιανικά αρχοντικά στρώματα με τους νέους μουσουλμάνους εξουσιαστές, ήταν οι επιγαμίες που είχε συνάψει ο ίδιος ο οθωμανικός οίκος με τους δυναστικούς οίκους των Βαλκανίων. Από τον γάμο του Ορχάν με τη Θεοδώρα Καντακουζηνή το 1346, με τον οποίο επισφραγίστηκε η συμμαχία του Οθωμανού εμίρη με τον διεκδικητή του βυζαντινού θρόνου και μετέπειτα αυτοκράτορα Ιωάννη Καντακουζηνό, μέχρι εκείνον του Μουράτ Β΄ με τη Μάρα Μπράνκοβιτς της Σερβίας το 1435, οι γάμοι των Οθωμανών σουλτάνων ή πριγκίπων με χριστιανές αρχόντισσες χρησίμευσαν ως μηχανισμός σύσφιξης των σχέσεων συμμαχίας ή υποτέλειας. Μέσα από τους μεικτούς γάμους διαμορφώθηκε μια νέα ελίτ, μεικτή θρησκευτικά και υβριδική πολιτισμικά, που διευκόλυνε την ενσωμάτωση των χριστιανικών αρχοντικών στρωμάτων στη νέα αυτοκρατορία. Η ενσωμάτωση αυτή μετεξελίχθηκε σύντομα σε
αφομοίωση μέσα από τη μεταστροφή στο ισλάμ. Μέχρι τα μέσα του 16ου αιώνα η μεγάλη πλειονότητα των ντόπιων αρχοντικών οικογενειών είχε ασπαστεί τη μουσουλμανική θρησκεία.
Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε γιατί το ισλάμ είχε καταρχήν μεγαλύτερες επιτυχίες στα αρχοντικά στρώματα των χριστιανών. Δεν ήταν μόνο η αίγλη και το κύρος που είχε αποκτήσει ως θρησκεία του οθωμανικού δυναστικού οίκου και της νέας άρχουσας τάξης. Όσο προχωρούσε η προσαρμογή των οθωμανικών θεσμών στο χανεφιτικό νομικό πλαίσιο, τόσο
αύξαιναν οι περιορισμοί που αντιμετώπιζαν οι μη μουσουλμάνοι. Ήδη στις αρχές του 16ου αιώνα τα πράγματα είχαν δυσκολέψει πολύ για τους γόνους της παλιάς βαλκανικής αριστοκρατίας. Ο δρόμος για τα κρατικά αξιώματα ήταν κλειστός, αφού αυτά προορίζονταν πλέον είτε για τους δούλους του σουλτάνου (στρατός και διοίκηση) είτε για τους εκ γενετής μουσουλμάνους (δικαστικό σώμα). Η μόνη δυνατότητα για διατήρηση της κοινωνικής τους θέσης ήταν να παραμείνουν μέλη του τιμαριωτικού ιππικού. Ωστόσο,
ενώ τον 15ο αιώνα οι χριστιανοί σπαχήδες ήταν συνηθισμένο φαινόμενο σε αρκετές περιοχές των Βαλκανίων, τον 16ο η ύπαρξή τους «σόκαρε τους ανθρώπους και γινόταν αφορμή ειδικής έρευνας σχετικά με την προέλευσή τους» . Με λίγα λόγια, οι γόνοι των παλιών αρχοντικών οικογενειών βρέθηκαν σταδιακά στο δίλημμα να μείνουν χριστιανοί και να διακινδυνεύσουν να χάσουν τα τιμάριά τους (άρα και να ξεπέσουν στην τάξη των ραγιάδων, των φορολογούμενων υπηκόων) ή να μεταστραφούν στο ισλάμ και να διασφαλίσουν την ανώτερη κοινωνική τους θέση. Οι περισσότεροι, απ’ ό,τι φαίνεται, προτίμησαν το δεύτερο.

Το τελευταίο επεισόδιο αφομοίωσης των χριστιανών αρχόντων παίχτηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1630 όταν,
σύμφωνα με μια ενθύμηση του 1637, «βγήκε προκλάμο [=διαταγή] του Τούρκου [=σουλτάνου], το όσοι Ρωμαίοι είχαν φέουδα [=τιμάρια] να τουρκεύουν και τα παίρνουν, ενάντιο τα χάνουν» . Όπως ξέρουμε από την περίπτωση των Τουρκογιαννιωτών, που εξισλαμίστηκαν εκείνη ακριβώς την εποχή, οι περισσότεροι χριστιανοί τιμαριώτες που είχαν απομείνει (ίσως κι όλοι) προτίμησαν να γίνουν μουσουλμάνοι και να παραμείνουν άρχοντες.
=========================================================================
Παράλληλα με τον εξοθωμανισμό του αστικού χώρου βάδισε και η θρησκευτική μεταστροφή ενός μέρους των κατοίκων. Τα οθωμανικά φορολογικά κατάστιχα που καταγράφουν τα φορολογήσιμα νοικοκυριά μας προσφέρουν αξιόπιστα –αν και όχι απολύτως ακριβή– στοιχεία για την αναλογία μουσουλμάνων και αλλόθρησκων στην οθωμανική επικράτεια. Όπως φαίνεται,
ο εξισλαμισμός είχε ταχύτερη πορεία στις πόλεις όπου εγκαταστάθηκαν μουσουλμάνοι έποικοι, ή σε εκείνες που είχαν κομβική θέση σε οδικούς άξονες. Σε πόλεις όπως τα Σκόπια και το Μοναστήρι ο μουσουλμανικός πληθυσμός είχε γίνει πλειονότητα ήδη λίγο μετά τα μέσα του 15ου αιώνα , ενώ τη δεκαετία του 1520 οι μουσουλμάνοι αποτελούσαν περίπου το 80% του πληθυσμού της Αδριανούπολης, το 90% της Λάρισας και το 65% της Σόφιας, ενώ το Σαράγεβο της Βοσνίας ήταν μια αμιγώς ισλαμική πόλη . Η δυναμική του εξισλαμισμού στον αστικό χώρο φαίνεται και από τα ποσοστά των νέων μουσουλμάνων στο σύνολο του μουσουλμανικού πληθυσμού. Στη Μακεδονία, για παράδειγμα, το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα, περίπου 35% των μουσουλμανικών νοικοκυριών στις πόλεις αποτελούνταν από προσήλυτους πρώτης γενεάς. Μάλιστα, το ποσοστό των νέων μουσουλμάνων είναι πολύ μεγαλύτερο στις μεγάλες πόλεις: 45,2% στα Σκόπια, 40,8 στο Μοναστήρι, 38,6 στη Θεσσαλονίκη και στις Σέρρες.
Από την άλλη, σε περιοχές που δεν παρουσίαζαν μεγάλο στρατηγικό ενδιαφέρον ή δεν γνώρισαν σημαντικές ανακατατάξεις με εισροές ή εκροές πληθυσμών, ο εξισλαμισμός προχωρούσε αργά. Ένα παράδειγμα αποτελεί η
Αθήνα, η οποία τη δεκαετία του 1520, δηλαδή περισσότερο από εξήντα χρόνια μετά την κατάκτηση, δεν είχε παρά μόλις 11 νοικοκυριά μουσουλμάνων φορολογουμένων έναντι 2.286 χριστιανών.
Χαρακτηριστικό είναι πως ακόμα και τον 18ο αιώνα η χριστιανική αθηναϊκή ελίτ, το λεγόμενο «αρχοντολόγιον», είχε πλήρη αίσθηση της συνέχειάς της από τους μεσαιωνικούς χρόνους. Αντίστοιχη είναι και η
περίπτωση των Ιωαννίνων: το 1564, περισσότερο από εκατόν τριάντα χρόνια μετά την παράδοσή της στους Οθωμανούς, η αναλογία μουσουλμανικών και χριστιανικών οικογενειών παρέμενε συντριπτικά υπέρ των δεύτερων: καταγράφονται 50 νοικοκυριά μουσουλμάνων φορολογουμένων και 1.195 νοικοκυριά χριστιανών . Συγκρίσιμη είναι η εικόνα που παρουσιάζουν οι εξελίξεις στην
Τραπεζούντα και τις άλλες πόλεις της πάλαι ποτέ επικράτειας της αυτοκρατορίας των Κομνηνών (1204-1461). Όπως στα Βαλκάνια, έτσι κι εδώ, η διαδικασία εξισλαμισμού έλαβε χώρα την οθωμανική περίοδο. Μετά την κατάκτηση φαίνεται πως το μεγαλύτερο μέρος των ανώτερων στρωμάτων της παλιάς αυτοκρατορίας μετακινήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Άλλοι απ’ αυτούς εξισλαμίστηκαν και μπήκαν στην αυλή του σουλτάνου, όπως οι γιοι του φιλόσοφου Γεώργιου Αμιρούτζη, ενώ άλλοι παρέμειναν χριστιανοί και συγκρότησαν ένα δίκτυο με επιρροή στο πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης . Οι αναγκαστικές μετακινήσεις ενός μέρους του χριστιανικού πληθυσμού της Τραπεζούντας στην Κωνσταντινούπολη τον 16ο αιώνα, σε συνδυασμό με την αποχώρηση ή/και τον εξισλαμισμό των παλαιών χριστιανών αρχόντων, διευκόλυναν την προσχώρηση αρκετών χριστιανών της πόλης στο ισλάμ μετά το πρώτο τέταρτο του 16ου αιώνα, σε βαθμό που τo 1583 η πλειονότητα των κατοίκων αυτής της παραδοσιακής χριστιανικής εστίας να είναι πια μουσουλμάνοι .
Όπως δείχνει το παράδειγμα της Τραπεζούντας, η διπλή διαδικασία εξοθωμανισμού/εξισλαμισμού του αστικού χώρου, η οποία ξεκίνησε αμέσως μετά την κατάκτηση με τη
μετατροπή του ναού της Παναγίας Χρυσοκεφάλου σε τζαμί, αναθερμάνθηκε την εποχή του πουριτανικού κινήματος των καντιζαντελήδων ( [ => πολύ φανατικοί μουσουλμάνοι ] τρίτο τέταρτο του 17ου αιώνα). Κατά την περίοδο εκείνη, η αναδιατύπωση της ισλαμικής ταυτότητας με όρους «επιστροφής στις ρίζες» και η επιβεβαίωση της μουσουλμανικής υπεροχής έναντι των ζιμμήδων συνδυάστηκε με διακοινοτικές εντάσεις και κατέληξε σε ένα
δεύτερο κύμα «οικιστικού εξισλαμισμού». Έτσι,
μεταξύ των ετών 1665 και 1674, ο μητροπολιτικός ναός του Αγίου Φιλίππου καταλήφθηκε από τους μουσουλμάνους της Τραπεζούντας και μετατράπηκε σε τζαμί, παρά το ότι αρχικά ο καδής είχε επιδικάσει τον ναό στους χριστιανούς. Το γεγονός βιώθηκε τραυματικά από τους χριστιανούς, όπως φαίνεται από σχετική έμμετρη διήγηση που ελεεινολογεί τη βεβήλωση του ιερού χώρου και τη μεταστροφή του στο ισλάμ .
Αντίστοιχη κίνηση, και μάλιστα σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα, ήταν η
έξωση των Εβραίων κατοίκων από τη συνοικία Εμίνονου της Κωνσταντινούπολης μετά την πυρκαγιά του 1660 και η ανέγερση εκεί τζαμιού με πρωτοβουλία της βασιλομήτορος . Από τους Εβραίους, άλλωστε, προέρχεται το μοναδικό παράδειγμα μαζικού εξισλαμισμού μη μουσουλμάνων του αστικού χώρου εκείνη την εποχή. Πρόκειται για τους οπαδούς του
μεσσιανικού κινήματος του Σαμπατάι Σεβί (Sabbatai Sevi), ο οποίος προσχώρησε στο ισλάμ το 1666. Ο Σαμπατάι, ένας χαρισματικός ιεροκήρυκας, είχε αναγνωριστεί ως μεσσίας

, ως ο αναμενόμενος σωτήρας του εβραϊκού λαού, και, όπως ήθελαν οι φήμες που κυκλοφορούσαν, επρόκειτο να γίνει κύριος του κόσμου. Η διδασκαλία του συντάραξε τους Εβραίους ολόκληρης της Ευρώπης, αλλά προκάλεσε σάλο και ανάμεσα στις άλλες θρησκευτικές ομάδες της αυτοκρατορίας, σε μια εποχή που οι μεσσιανικές προσδοκίες ήταν πολύ διαδεδομένες . Η ανησυχία που προκάλεσε στις οθωμανικές αρχές το κήρυγμα και το πλήθος των οπαδών του
οδήγησε στη σύλληψή του και τελικά στο να τεθεί στο δίλημμα του εξισλαμισμού ή του θανάτου. Ο Σαμπατάι επέλεξε την αλλαξοπιστία
και τον ακολούθησαν οι πολυάριθμοι οπαδοί του στη Θεσσαλονίκη και αλλού. Το γεγονός πως η αναταραχή που προκάλεσε η διδασκαλία του χωνεύτηκε μέσω του εξισλαμισμού είναι απολύτως ενδεικτικό για τον ρόλο της θρησκευτικής μεταστροφής ως μηχανισμού ενσωμάτωσης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Από την άλλη μεριά, το ίδιο ενδεικτικό, για τα όρια της ενσωμάτωσης αυτή τη φορά, είναι ότι οι εξισλαμισμένοι οπαδοί του Σαμπατάι, οι λεγόμενοι
ντονμέδες (dönme), αποτέλεσαν τη βάση για τη συγκρότηση μιας υβριδικής πολιτισμικής ομάδας, η οποία συνδύαζε την ενδογαμία με τον θρησκευτικό συγκρητισμό,
αντιμετωπιζόταν με δυσπιστία από τους υπόλοιπους μουσουλμάνους κι ήταν απολύτως διακριτή μέχρι την ύστερη οθωμανική εποχή .
ΕΛΕΝΗ ΓΚΑΡΑ ( Επίκουρη Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Αιγαίου )
ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΖΕΔΟΠΟΥΛΟΣ ( Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών )
Χριστιανοί και μουσουλμάνοι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία .Θεσμικό πλαίσιο και κοινωνικές δυναμικές ( 2015 ).