Τα… ξεκουβαλήματα.
Το πανδαιμόνιο και τα ευτράπελα της μετακόμισης της μισής Αθήνας στις αρχές κάθε Σεπτεμβρίου αποτυπώνει ένας άρθρο της εφημερίδας «Πατρίς», το 1930.
«Σεπτέμβριος. Ώρες είνε να είχατε λησμονήσει εκείνο που τον εχαρακτήριζε: Καλέ!... τα ξεκουβαλήματα! Τι φασαρίες, τι αντάρα, τι ξεσηκώματα στις γειτονιές! Ήτο ο μην των μετακομίσεων. Ποιος δεν άλλαζε σπίτι το Σεπτέμβριο; Ποιος δεν είχε κουβαλήματα;
Ο μικροκαταστηματάρχης, του οποίου ο τζίρος είχε ευρυνθή κατά το τρέχον έτος, το Σεπτέμβριο θα μετέφερε τη "σερμαγιά" του εις ένα άλλο ευρύτερο, κεντρικώτερον κατάστημα δια να αφήση το "παλιό" εις κανένα πλανόδιον μικροπωλητήν, ο οποίος πάλι με την σειράν του είχε προοδεύσει εις το αλισιβερίσι του.
Ο οικογενειάρχης του οποίου η οικογένεια από τας αρχάς του έτους είχεν αυξήσει κατά μίαν μονάδα ενώ… "με τη δύναμι του Θεού" ευρίσκετο και "άλλο" στο δρόμο, κατά τον μήνα Σεπτέμβριον εφρόντιζε να βρή και να αλλάξη σπίτι, μολονότι ευτυχισμένο εκείνο που κατείχεν αφού εκεί έγιναν οι γάμοι και οι χαρές.
Άλλοι πάλιν όταν συνέβαινε ν’ αρρωστήσουν μέσα σ’ ένα σπίτι κατά το διαρρεύσαν διάστημα, κατέφευγον στην προχειροτέρα των λύσεων: "ν’ αλλάξουν τον ίσκιο του σπιτιού".
Η γεροντοκόρη, εις τας ανοίξεις της οποίας είχε προστεθή ακόμη ένα φθινόπωρον, έκρινε απαραίτητον να ξεσηκώση ολόκληρον την οικογένειάν της στα ξεκουβαλήματα: "ίσως αλλάξη το γούρι".
Έτσι είχαν και οι παπάδες δουλειά. Μπακράτσια, πετραχείλια, αγιασμούς από ένα σπίτι στ’ άλλο.
Το κάτω της γραφής ο καθείς έπρεπε κάτι να μετακομίση. Εν ανάγκη να μετατοπίση τα υπάρχοντα, να μετακομίση έστω και από το ένα δωμάτιον στο άλλο τα λίγα ή πολλά έπιπλα».
Οι «Παυσανίες» και οι «Θεσιθήρες»
Όταν ζητάμε από τον κ. Σιταρά να ξεχωρίσει μία από τις τόσες πολλές ιστορίες της παλιάς Αθήνας, επιλέγει εκείνη της πλατείας Κλαυθμώνος. Όπως λέει, στην πλατεία Κλαυθμώνος που ήταν το υπουργείο Οικονομικών υπήρχε ένα καφενεδάκι όπου πήγαιναν αυτοί που τους διώχνανε από το Δημόσιο, γιατί τότε ήταν πολύ διαδεδομένα να χάνει κανείς τη θέση του σαν δημόσιος υπάλληλος, δεν υπήρχε η προστασία που υπάρχει σήμερα. Όταν λοιπόν άλλαζε η κυβέρνηση, άλλαζαν σε μεγάλο βαθμό οι υπάλληλοι που δούλευαν στο κράτος. Αυτοί λοιπόν που δούλευαν στο υπουργείο Οικονομικών στην πλατεία Κλαυθμώνος –που λέγεται έτσι γιατί έκλαιγαν κατά κάποιο τρόπο γιατί έχαναν τη θέση τους- εκεί λοιπόν υπήρχε το καφενεδάκι που τους παρηγορούσε πουλώντας πικρό καφέ, δηλαδή καφέ χωρίς ζάχαρη.
Αυτούς τους έλεγαν περιπαικτικά «Παυσανίες», διότι κολλάγανε πολύ εύκολα παρατσούκλια στην παλιά Αθήνα. Οι άλλοι που ήθελαν τη θέση τους λέγονταν «Θεσιθήρες», δηλαδή κυνηγούσαν τις θέσεις αυτών που λέγονταν «Παυσανίες» και που τις έχαναν. Εκεί λοιπόν στην πλατεία Κλαυθμώνος έπεφτε πολύ δάκρυ.
Η «μάχη» για τις δημόσιες τουαλέτες και οι σταυροί στα σπίτια.
Μια άλλη ιστορία που αφηγείται ο συγγραφέας αφορά τις δημόσιες τουαλέτες στην παλιά Αθήνα. Όπως σημειώνει, από το 1880-1890 και μετά το Παρίσι ήταν και η υπ’ αριθμόν μία πρωτεύουσα του κόσμου. Ό,τι λοιπόν γινόταν στο Παρίσι, το έβλεπαν στην Αθήνα και προσπαθούσαν να το αντιγράψουν. Το σύνθημα που έλεγαν ήταν «μαζί με τη Γαλλία για άλλα μεγαλεία». Ένα από αυτά που έβλεπαν είναι ότι υπήρχαν δημόσιες τουαλέτες στο Παρίσι όπου κανείς μπορούσε να κάνει τη φυσική του ανάγκη. Στην Αθήνα δεν υπήρχαν τέτοια πράγματα. Με αφορμή το 1896 που γινόντουσαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες στην Αθήνα, είπαν ότι πρέπει να φέρουν τουλάχιστον καμιά δεκαριά και να τα τοποθετήσουν στην Αθήνα, αφού θα έρχονταν τόσοι ξένοι. Υπήρχαν λοιπόν κάποιες τουαλέτες που ήρθαν από τη Γερμανία και μάλιστα δουλεύανε με λάδι για να καθαρίζονται γιατί δεν υπήρχε τότε τρεχούμενο νερό. Ο δήμος αποφάσισε να τις αντιμετωπίσει σε διάφορα κεντρικά σημεία της Αθήνας και έγινε τότε μεγάλη μάχη για το πού τελικά θα τοποθετηθούν γιατί κανείς δεν τις ήθελε.
Τελικά στήθηκαν κάποιες, μία στη Βαρβάκειο Αγορά, μία προς την Ομόνοια, μία κοντά στην πλατεία Κλαυθμώνος. Μόλις τελείωσαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες τις καταστρέψανε γιατί δεν ήθελαν να έχουν τέτοιο πράγμα κοντά στα σπίτια τους και τα μαγαζιά τους. Η μόνη που αφήσανε –είναι ενδεικτικό αν θέλετε του πώς λειτουργούσαν οι Έλληνες- ήταν αυτή που είχαν βάλει κοντά στο υπουργείο Οικονομικών ούτως ώστε να κάνουν εκεί τη φυσική τους ανάγκη.
Επειδή δεν υπήρχαν αυτές οι τουαλέτες παντού, ο κόσμος πήγαινε όπου υπήρχαν θάμνοι και γωνίες, κυρίως άντρες. Αυτό μύριζε και ενοχλούσε τα σπίτια και επειδή δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα για να το απαγορεύσουν, ζωγραφίζανε σταυρούς έξω από τα σπίτια, οι οποίοι απομάκρυναν τους ευσεβείς και πιστούς Αθηναίους από το να ουρούν.
Καλοκαίρια με καύσωνα στην παλιά Αθήνα.
«Η εφετεινή ζέστη προμηνύεται αγρία και παρομοίαν δεν ενθυμούνται οι παλαιότεροι! Αλλά πως και που λοιπόν να δροσισθή κανείς; Οι Αθηναίοι με τα κολλάρα ξεκούμπωτα, με τα σακκάκια στο χέρι τις περισσότερες φορές, εκστρατεύουν αλλόφρονες εις αναζήτησιν δροσιάς. Αι εξοχικαί εκδρομαί αυξάνονται και πληθύνονται, καλαθούνες, κεφτεδάκια, βραστά αυγά, ψάρια μαρινάτα και δρόμο προς τα πέρατα», έγραφε
«Η Κυριακή του Ελευθέρου Βήματος», το 1926.
Σε άλλο σημείο, το άρθρο ανέφερε: «Αλλά οι περισσότεροι δεν ευπορούν και φυσικά δεν διαθέτουν τα μέσα της υψηλής διασκεδάσεως. Είνε αυτοί που ξημεροβραδυάζονται στο σπητάκι τους, εκεί που οι τοίχοι καίνε σαν φρέσκο παξιμάδι από το πρωί έως το βράδυ εκτεθειμένοι στο κάμα του καλοκαιριού. Εδώ οι άνθρωποι φλέγονται και διψούν, θέλουν δροσιά. Ο πλανόδιος παγοπώλης αναμένεται εις την συνοικίαν σαν Θεός και όταν αντηχήση η φωνή του γίνεται συναγερμός. Ομηρικός αγών διεξάγεται και στις βρυσούλες της γειτονιάς, με τα πάσης φύσεως δοχεία που τοποθετούνται εις ατελεύτητον ουράν. Ο κόσμος αλληλοσυμπλέκεται και όλοι εξαρτώνται από τις ιδιοτροπίες του νεροκράτη…
Πολλοί καταφεύγουν σε μικρά παραλιακά μαγαζάκια στημένα ως είδος παράγκας, τα περισσότερα από Καστέλλας μέχρι Πικροδάφνης. Εδώ η γκαζόζα του πάγου παίρνει και δίνει ενώ η τερψιλαρύγγιος ρετσινούλα υποκαθιστά όλα τα μεγαλεία με την πιπεράτη γεύσι της. Τύφλα νάχουν όσοι έχουν εγκαταστήσει μεγαλοπρεπείς παγωνιέρες στα μέγαρά τους και κάθε πρωί ξεφορτώνει τις στάμνες τους ο κοντοβράκης νερουλάς του Μαρουσιού, ή φθάνουν στο ζεμπίλι οι μποτίλλιες της Σαρίζης και του Βισσύ. Ουζάκι, μπυρίτσα, μεζές και το θερμόμετρον κατεβαίνει υπό το μηδέν. Η ζέστη δεν έχει καμμίαν θέσιν όταν υπερισχύση το κέφι που φέρνει το πιοτό».
https://www.newsbeast.gr/weekend/arthro ... as-athinas
Η σημερινή Κυψέλη και η οδός Πατησίων, στα μέσα του 1800.
