Ρέ παίδες πολύ απαιτητικοί γίνατε !
https://www.greek-language.gr/greekLang/index.htmlΛΗΜΜΑ
εἶδος
ουσιαστικό
-ους
τό
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
1. η εμφάνιση, η εξωτερική μορφή, το σχήμα, το παρουσιαστικό, αυτό που φαίνεται |για έμψυχα και άψυχα |η ομορφιά του προσώπου, η ωραία μορφή, το παράστημα |με γεν. ονόματος ο ίδιος ο άνθρωπος 2. ο τύπος, το είδος, η κατηγορία, η ιδιαίτερη φύση, το στοιχείο διαφοροποίησης ενός πράγματος ή κατάστασης |ο τρόπος σκέψης, ο τρόπος ενέργειας, η μέθοδος, οι συνθήκες 3. ταξινόμηση, διαίρεση γένους ή είδους |επιστήμη |ιδέα, σκέψη, πρότυπο, αρχέτυπο |ΠΛ |το σχήμα, η μορφή, σε αντίθεση προς την κυρίως ύλη |ΑΡΙΣΤ |η φύση , η ουσία |ύφος |ρητορική
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
< ΕΙΔΟΣ >
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
Ο26
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
ουσιαστικά: εἴδωλον 'ομοίωμα, εικόνα, φάντασμα', εἰδωλοποιΐα 'σχηματισμός εικόνων', εἰδωλοποιός
ρήματα: εἰδωλοποιέω 'πλάθω είδωλο, σχηματίζω εικόνα', εἴδομαι 'εμφανίζομαι, μοιάζω', διαείδομαι 'εμφανίζομαι, μοιάζω'
επίθετα: εἰδάλιμος 'όμορφος, ευπρεπής', εἰδεχθής 'ασχημόμορφος, δυσώδης, σαπρός', εἰδοποιός 'χαρακτηριστικός', εἰδωλοποιϊκός, εἰδωλουργικός 'σχετικός με την κατασκευή ειδώλων', εὐειδής 'αυτός που έχει ωραία μορφή', θεοειδής 'όμοιος με θεό', ἀεροειδής
επιρρήματα: εἰδεχθῶς
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
ουσιαστικά: εἰδέχθεια 'απωθητική όψη', εἰδομαλίδης 'αυτός που καλλωπίζει την όψη του', εἰδοποιία 'ιδιαίτερη φύση κάποιου πράγματος, περίσταση, απεικόνιση', εἰδοποίημα, εἰδοποίησις, ὁ εἰδοφόρος 'το μέρος του τύμβου που είχε την εικόνα ή το ομοίωμα του νεκρού', εἰδύλλιον 'σύντομο, ιδιαίτερα επεξεργασμένο περιγραφικό ποίημα', εἰδωλεῖον ή εἰδώλιον 'ναός με είδωλα', εἰδωλογραφία 'η ζωγραφιά των ειδώλων', εἰδωλόθυτον 'αυτό που θυσιάζεται προς τιμή των ειδώλων', εἰδωλολατρεία, εἰδωλολάτρης, εἰδωλοποίησις 'ανάπλαση των εικόνων στη σκέψη', εἰδότης 'η ποιότητα που έχει κάτι για να αποτελεί ένα είδος'
ρήματα: εἰδαίνομαι 'εξομοιώνομαι', εἰδοποιέω 'αναπαριστώ, απεικονίζω', εἰδοφορέω 'αναπαριστάνω γενικά σύμφωνα με το είδος', εἰδωλολατρέω, εἰδωλοπλαστέω 'σχηματίζω, δίνω μορφή σε κάτι'
επίθετα: εἰδικός, εἰδωλικός 'μυθολογικός', εἰδωλόμορφος 'αυτός που έχει τη μορφή του ειδώλου', εἰδωλόπλαστος 'φαντασιώδης', εἰδωλοφανής 'όμοιος με είδωλο', εἰδωλοχαρής 'αυτός που χαίρεται με τα είδωλα', φιλείδωλος 'αυτός που αγαπάει τα είδωλα', κατείδωλος 'γεμάτος είδωλα', ἀγαθοειδής, ἀγγελοειδής, ἀγκιστροειδής, ἀγκυροειδής, αἰγλοειδής, αἰθεροειδής, αἱματοειδής, ἀλλαντοειδής, ἀλλοειδής, ἀμυγδαλοειδής, ἀμφιβληστροειδής, ἀνδροειδής, ἀνηθοειδής, ἀνθρακοειδής, ἀνθρωποειδής, ἀπειροειδής, ἀραχνοειδής, ἀστροειδής, ἀτμοειδής, αὐγοειδής, βροντοειδής
επιρρήματα: εἰδικῶς, εἰδωλολατρικῶς
ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
Επιτομή Λεξικού Κριαρά %ειδ%
ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
ειδίκευσις, ειδικεύω, ειδικολόγος, ειδικομαθείς, ειδικοποιέω, ειδικοποίησις, ειδικότης, ειδογραφικός, ειδολογέω, ειδολογικός, ειδολογικώς, ειδολογισμός, ειδοποιητήριον, ειδοποιϊκός, ειδοπώλαι 'έμποροι', ειδυλλιακός, ειδυλλιακότης, ειδυλλιογραφία, ειδυλλιογραφικός, ειδυλλιογράφος, ειδυλλιόφιλος, ειδυλλιώδης, ειδωλέμπορος, ειδωλίδιον, ειδωλοθρησκεία, ειδωλόθρησκος, ειδωλολατρεύω, ειδωλολατρικός, ειδωλολατρισμός, ειδωλολογία, ειδωλοπορθητής, ειδωλοσκόπιον, ειδωλόσπαρτος
ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
Λεξικό Γεωργακά %ειδ%
Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής %ειδ%
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
Πόντ. τα είδοτα 'έπιπλα, συσκευές, πράγματα, περιουσία, κατοχή, τα γυναικεία γεννητικά όργανα', Πόντ. είδωλο, είδελο, γιούδωλον, γιούδουλον 'φάντασμα, πολύ αδύνατος άνθρωπος, πολύ άσχημος άνθρωπος', Κάρπαθ. γείωλο 'φάντασμα, πολύ αδύνατος άνθρωπος, πολύ άσχημος άνθρωπος', Ήπ. ούδουλου, γιούδουλου 'μορφασμός μικρού παιδιού'
Ελπίζω να μή ζητήσετε τίποτα άλλο.
