Αρματολός και οπλαρχηγός του '21. Πολέμησε σε διάφορες μάχες στην Στερεά Ελλάδα. Συμπαθούσε ιδιαίτερα τον Καραϊσκάκη και έσπευσε προσωπικά να τον βοηθήσει το 1823 όταν οι Τούρκοι εισέβαλαν στα Άγραφα. ( Οι υπόλοιποι οπλαρχηγοί - Μητσοκοντογιάννης , Σκαλτσοδήμος , Πανουργιάς , Ανδρούτσος , Γιολδασαίοι , Πεσλής- του έστειλαν κι αυτοί ενισχύσεις .) Το 1827 , με την επικράτηση των Τούρκων στην Στερεά , προχώρησε σε καπάκια με τους Οθωμανούς και αυτοί του έδωσαν πίσω το αρματολίκι του ( Κράβαρα και Λιδωρίκι - δεν κατάφερα να βρω ακριβώς ) . Τα "καπάκια" άλλοι τα έβλεπαν σαν προδοσία κι άλλοι σαν ψευτοσυμφωνίες. Στο παρακάτω spoiler υπάρχει μια ωραιοποιημένη άποψη για τα καπάκια , μια επιστολή του Σαφάκα όπου καταγγέλλει στον Γεώργιο Κουντουριώτη τον Κωλέττη για συνεννοήσεις με τους Τούρκους
και μια απολογητική επιστολή του Σαφάκα στον Κολοκοτρώνη το 1826.
Μερικά πράγματα σχετικά με τα καπάκια των Ρουμελιωτών οπλαρχηγών . Απ' το βιβλίο του Δημητρίου Τσιάμαλου Οι Αρματολοί της Ρουμελης.
Όταν οι Αρματολοί των Αγράφων ( Καραϊσκάκης), του Ασπροποτάμου (Νικολός Στορνάρης) και του Κλινοβού ( Γρηγόρης Λιακατάς) υπέγραφαν με τον Χουρσίτ πασά τη συνθήκη των καπακιών ουσιαστικά <<και οι μεν και ο δε εξαγόραζον τον καιρόν περιμένοντες τα αποτελέσματα των εκστρατειών κατά του Μεσολογγιού, κατά της Ανατολικής Ελλάδος και <της> του Δράμαλη>> χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει σε καμία περίπτωση απαξίωση του Αγώνα και πλήρη υποταγή στο τουρκικό δοβλέτι εκ μέρους των Αρματολών. Απλώς στην αρχή του Αγώνα και κάτω από συγκεχυμένες επαναστατικά συνθήκες η διατήρηση του αρματολικιού βρισκόταν σε προτεραιότητα έναντι του κοινού Αγώνα. Γι’ αυτό μένουν μεν οι προσκυνημένοι οπλαρχηγοί στο αρματολίκι τους σπεύδουν δε να ενισχύσουν το ελληνικό στρατόπεδο με αποστολές στρατιωτικών σωμάτων <<επειδή αυτοί [Καραϊσκάκης, Στορνάρης, Λιακατάς] έχουν Καπάκι εκεί, αν χρειάζονται [στην Ανατολική Ελλάδα] στρατιωτικήν βοήθεια να τους πέμψη [ο Καραϊσκάκης] κ.λ.π.>>. ( Κασομούλης )
Το γεγονός ότι οι οπλαρχηγοί που συνάπτουν καπάκια με τους Τούρκους όχι μόνο δεν απορρίπτουν την Επανάσταση αλλά βοηθούν το ελληνικό στρατόπεδο στις διάφορες μάχες αποστέλλοντας στρατιωτικές ενισχύσεις ή ενισχύσεις άλλου είδους αποδεικνύεται από τις συμπεριφορές του <<προσκυνημένου>> Καραϊσκάκη και του Γώγου Μπακόλα. Ο Καραϊσκάκης, αν και διατελεί υπό το καθεστώς των καπακιών στα Άγραφα, αποστέλλει στρατιωτικές ενισχύσεις (Οκτώβριο 1822) στο ελληνικό στρατόπεδο κατά την πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου. Το ίδιο πράττει και ο <<προσκυνημένος>> Γώγος Μπακόλας, καθώς <<προσφέρει βοήθεια στις επιχειρήσεις των επαναστατών σε περιοχές που γειτονεύουν με τη δική του>>. Επίσης για το ίδιο θέμα πρβλ:<<Ώστε ενωθέντες οι τρεις Καραϊσκάκης, Στορνάρης, Λιακατάς, είχον την αυτήν συμφωνίαν με τον Χουρσίτ πασιά Ρούμελην Βαλισί· […] και ότι επειδή αυτοί έχουν Καπάκι εκεί, αν χρειάζονται στρατιωτικήν βοήθειαν να τους πέμψη…>>. ( Απόσπασμα επιστολής Γ. Καραϊσκάκη προς τον Πανουργιά, παραμονές της εκστρατείας του Ομέρ Βρυώνη στη Στερεά, Νικολάου Κασομούλη, Ενθυμήματα Στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων (1821-1833), ό. π., τόμ. Α΄, σ. 248. )
Πολιτική σκοπιμότητα βλέπουν στα καπάκια και στρατιωτικοί άνδρες της Επανάστασης με εξέχοντα, στην αρχή, ρόλο στα εξουσιαστικά πράγματα
της επαναστατημένης Ελλάδας, όπως είναι ο Δημήτριος Υψηλάντης. Σε επιστολή του προς τον Νικηταρά, το Νοέμβριο του 1822, επαινεί το
ψευτοπροσκύνημα του Οδυσσέα στην Ανατολική Ελλάδα, διότι ο τελευταίος <<πάσχει με διαφόρους απάτας να αργοπορή τους εχθρούς εκεί και να τους καταπείση να επιστρέψουν στο Ζητούνι· ηξεύρεις το πνεύμα του και ταις διαβολιαίς του, ίσως τους απατήσει>>.
Η πρακτική των καπακιών στα χρόνια της Επανάστασης άγγιξε σχεδόν όλους τους οπλαρχηγούς της Ρούμελης. Ιδιαίτερα μετά την πτώση του Μεσολογγίου και με την πολιτική του Κιουταχή να μοιράζει <<απλόχερα προσκυνοχάρτια>> στη Στερεά Ελλάδα δια μέσου των μαυροκορδατικών Τάτση Μαγγίνα και Βασίλη Μπαρλά οι περισσότεροι εντόπιοι οπλαρχηγοί έκλεισαν καπάκια με τους Τούρκους. Εξαίρεση αποτέλεσαν ο Καραϊσκάκης, ο Δ. Μακρής, ο Νάκος Πανουργιάς, ο Δήμος Σκαλτσάς, ο Κριεζώτης και ο Βάσος Μαυροβουνιώτης, που τράβηξαν ο καθένας το δικό του δρόμο για διαφορετικούς λόγους.
Ο Ιωάννης Κωλέττης <<καταδίδεται>> από οπλαρχηγούς της Ρούμελης ότι <<συναλλάσσεται>> με τον Κιουταχή και τους Τούρκους και δίνει σημαντικές πληροφορίες για τον Αγώνα :
<<Έρχομαι να σας φανερώσω ένα μυστήριον, το οποίον επιβουλεύεται σημαντικώς την πατρίδα μας. Το υποκείμενον αυτό είναι άκρος φίλος μου, αλλά φίλον μεγαλύτερον από την πατρίδαν άλλον δεν είναι δίκαιον με φαίνεται να έχωμεν. Ο κύριος Κωλέττης, με λύπην μου το λέγω, έχει συχνάς ανταποκρίσεις με τον Κιουταχήν, δια μέσου ενός συγγενή του οπού είναι εκεί. Κάθε σχέδιον ελληνικόν, κάθε αδυναμία της πατρίδος, είναι αμέσως πηγαιμένον εις τον Κιουταχήν, από μέρους του κυρίου Κωλέττου. Αυτά μας τα βεβαιοί μεθ’ όρκου άνθρωπος σημαντικός, φιλογενής και φιλαλήθης, όστις κατά το παρόν σιωπάται δια να μην μαθευθή και κινδυνεύση, επειδή και πολλάκις πλησιάζει εις πολλάς μυστηριώδους υποθέσεις του Κιουταχή. Ετούτο κύριε μην το νομίσετε διαφορετικά, ή ότι παρακινούμαι από κανένα πάθος εναντίον αυτού του υποκειμένου. Σας ορκίζομαι εις τον Ιησούν Χριστόν, ότι αυτό είναι αληθινόν και εις κάθε καιρόν θέλει το αποδείξω και εμπράκτως. Βάλε βάσιν, εκλαμπρότατε, εις τους λόγους μου, και το υποκείμενον αυτό, ας απομακρυνθή κατά το παρόν από τα πράγματα του έθνους.>> ( Απόσπασμα επιστολής του Ανδρίτσου Σαφάκα προς τον Γεώργιο Κουντουριώτη, 18 Μαρτίου 1827 από το στρατόπεδο Επάχτου, Αρχεία Λ. και Γ. Κουντουριώτη, ό. π., τόμ. 8ος, αρ. 156. )
Εκείνο όμως που λειτουργεί πολλαπλασιαστικά και ενισχύει την νοοτροπία των οπλαρχηγών της Ρούμελης για τη σύναψη καπακιών με τον εχθρό είναι η φημολογία εν είδει Ευρωπαϊκής ειδησεογραφίας που κυκλοφορεί στα μέσα του 1824 μεταξύ των οπλαρχηγών της περιοχής ότι <<εις το Κογκρέσσον της Ευρώπης απεφασίσθη, ότι όσοι τόποι ελευθερώθησαν με τα άρματά των, να μείνουν ελεύθεροι, όσοι δε προσκυνημένοι με καπάκια να δίδουν ένα χαράτζι και μία δεκατιά και όχι άλλο τίποτες και έτζι ήλθε φερμάνι εις τον Ρούμελη και άνοιξε τα μπουγιουρδιά του εις όλα τα βιλαέτια, οπού όποιος θέλει εις αυτόν τον τρόπον, να βάλη καπάκια χωρίς ριέμι και χωρίς τίποτες· μάλιστα ο ελτζής ο Ρώσος προσμένεται εις την πόλιν και ετούτον τον μήνα όλα αυτά βγαίνουσι εις το μεϊδάνι και δια τούτο σας δίδω την είδησιν>>.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες και με δεδομένη την παράδοση των καπακιών ανάμεσα στους οπλαρχηγούς της Ρούμελης και στους Τούρκους δεν είναι
καθόλου παράξενο και δυσερμήνευτο το γεγονός ότι ένας μεγάλος αριθμός οπλαρχηγών της εν λόγω περιοχής προσκύνησε τον Κιουταχή, ύστερα από την πτώση του Μεσολογγίου. Οι πηγές οι αναφερόμενες στο σχετικό γεγονός όλες σχεδόν συγκλίνουν στην αδυσώπητη αναγκαιότητα της σύναψης των καπακιών προκειμένου <<να σώσουν [οι οπλαρχηγοί] τον πτωχόν και τον απηλπισμένον λαόν>>.
<<Ποίος εκ των οπλαρχηγών της Δυτικής και Ανατολικής Ελλάδος δεν επροσκύνησε τότε εις τον Κιουταχήν, δια να ημπορέση να σώση την επαρχίαν του από την επαπειλουμένην παρά του Σατράπου τούτου αιχμαλωσίαν; Όλοι εν γένει εκτός του Μακρύ μόνον απ’ τον Ζυγόν και αν δεν μεταχειριζώμεθα το σόφισμα τούτο προς τον τύραννον ήθελε να υπάρχει σήμερον Στερεά Ελλάς ελευθέρα; * >>.( Απόσπασμα απαντητικής επιστολής του Γεωργίου Πεσλή στον Σωτήρη Κοτζαμάνη, 31 Οκτωβρίου 1843, Αθήνα, Εφημ. <<Αιών>>, 6 Ιανουαρίου 1844, Συλλ. Γ. Βλαχογιάννη, ΣΤ φ15, δελτ. 763, Γ.Α.Κ. )
Απολογητική επιστολή του Ανδρίτσου Σαφάκα προς τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη:
<<Γενναιότατε στρατηγέ και αδελφέ μου.
Προ ημερών με επίτηδες άνθρωπόν μου σας έγραφα παριστάνοντάς σας την κατάστασιν της δυσχερεστάτης πατρίδος μας, της στερεάς Ελλάδος, λοιπόν ο άνθρωπός μου ακόμη δεν επέστρεψεν από αυτού, δια να ιδώ την απόκρισίν σας και ευρίσκομαι εις άκραν ανησυχίαν, όθεν και δια του πατρός μου πάλιν δεν λείπω να σας ειδοποιήσω, ότι τα πράγματα εδώ τρέχουν εις το ίδιον και ημείς προσμένομεν την βοήθειαν του Θεού και του έθνους δια να κάμωμεν το χρέος μας, δια τούτο παρακαλώ να με φανερώσητε τα αυτόθεν και να με οδηγήσητε με όλην την αλήθειαν, συμβουλεύοντάς με πώς να φερθώμεν, μην στοχασθής αδελφέ μου ότι άλλαξα γνώμην, παρά να ηξεύρης ότι είμαι εκείνος ο πατριώτης, όπου με εγνώρισες προ καιρού και κανένας μην ειπή ότι πλανώμεθα εις τα προσωρινά γελάσματα των εχθρών, διότι ο Σαφάκας δεν χάνει τόσους αγώνας και θυσίας, όπου δια την γλυκυτάτην πατρίδα έκαμεν, καλλίτερον προκρίνει τον θάνατον, μα τι να κάμω αδελφέ όπου υποφέρω τόσους πειρασμούς, δια να μην χάσωμεν τόσους Χριστιανούς, όπου ευρίσκονται με πατριωτισμόν και μη δυνάμενοι σήμερον να καταφύγουν εις τα αυτόθι, μάλιστα έχω και τόσα άρματα όπου με ακολουθούν και ακονίζουν τας μαχαίρας των δια τους εχθρούς, προσμένοντας τον καιρόν. Γέροντά μου, όσας γλώσσας όπου ακούεις και μελετούν την κατηγορίαν μας όλας να τας απαντάς και να τους πληροφορής ηξεύροντας τον πατριωτισμόν μου· προς τούτοις σας λέγω την γνώμην μου, και να μοι αποκριθήτε όσον το συντομώτερον, ότι αν καταλαμβάνετε, ότι είναι καμμία ελπίς δια να ελευθερωθή ο εδώ τόπος όπου έπεσεν εις τον ζυγόν, εγώ υποφέρω όλα τα βάσανα και τους πειρασμούς, δια να επιτύχω δια μέσου δυνάμεων να κάμω θυσίας και να αγωνισθώ καθώς και πρότερον, ειδέ και καταλαμβάνετε, ότι δεν υπάρχει καμμία ελπίς, σας παρακαλώ να μοι αναγγείλητε όλην την αλήθειαν, και αμέσως να εύρω καιρόν ν’ απεράσω τα αυτόθεν με όσους πιστούς πατριώτας με ακολουθήσουν, εν τοσούτω και μένω, με όλον το αδελφικόν σέβας.
1826 Αυγούστου 3 Λιδωρίκι
Ο Πατριώτης και αδελφός σας Αντρούτζος Σαφάκας.>>
* Εφημερίδα <<Ο Φίλος του Νόμου>>, 10 Ιουλίου 1825 :
Όχι πόλις, όχι χωρίον, αλλ’ ουδέ καλύβη έμεινεν άκαυστος [στη Στερεά Ελλάδα]. Εμπορεί άραγε μ’ όλα ταύτα να καυχηθή ο Σουλτάνος ότι εξουσίασεν αυτόν τον τόπον; Πολλά μακράν είναι ...
Αν και υποταγμένος, ο Σαφάκας κρατήθηκε αιχμάλωτος των Τούρκων στα Ιωάννινα. Δραπέτευσε όμως και έσπευσε να επιστρέψει στο αρματολίκι του. Τελικά δολοφονήθηκε - ίσως κατ' εντολή του Κοιυταχή - το 1828 από τον αδελφοποιτό του Σωτήριο Στράτο ή Τουρκοσωτηρη που επίσης διεκδικούσε το αρματολίκι του Σαφάκα. Και πράγματι ο Κιουταχής για να τον ανταμείψει του παραχώρησε το αρματολίκι των Αγράφων .