Ο νόμος προέβλεπε επίσης ότι οι ναοί που είχαν παραμείνει χριστιανικοί μπορούσαν να επισκευαστούν ή να ανοικοδομηθούν μετά από ειδικἠ άδεια, με προϋπόθεση πως δεν ενοχλούσαν τους μουσουλμάνους και πως δεν αυξάνονταν σε όγκο. Δεν μπορούσαν όμως να οικοδομηθούν νέα κτίρια, εκτός κι αν ο εν λόγω οικισμός ήταν αποκλειστικά χριστιανικός .
Οι σχετικές εγγραφές στους ιεροδικαστικούς κώδικες υποδεικνύουν πως οι αιτήσεις για ανοικοδόμηση ή επισκευή γίνονταν συνήθως δεκτές. Υπάρχουν όμως και γνωμοδοτήσεις που δείχνουν ότι μερικές φορές οι μουσουλμάνοι κάτοικοι –ή κάποιοι ανάμεσά τους– προσπαθούσαν να σταματήσουν ή να ακυρώσουν τέτοιου είδους άδειες.
Αυτό δείχνει η παρακάτω γνωμοδότηση (Çolak, 2008: 91-92), η οποία, όπως υπονοείται από τον τρόπο που είναι διατυπωμένη, ζητήθηκε από ντόπιους μουσουλμάνους που διαφώνησαν με την άδεια του καδή να ανοικοδομηθεί μια ερειπωμένη εκκλησία:
Ερώτηση: Εάν ένας καδής, χωρίς σουλτανική διαταγή, δώσει άδεια να ξαναφτιαχτεί και να επισκευαστεί σε ένα χωριό μια εκκλησία που είναι ερειπωμένη από καιρό κι έχουν μείνει μερικά απομεινάρια του κτιρίου, κι εάν οι άπιστοι επισκευάσουν την εκκλησία και την επεκτείνουν περισσότερο απ’ ό,τι ήταν στο παρελθόν, οι μουσουλμάνοι μπορούν να προκαλέσουν την κατεδάφιση της εν λόγω εκκλησίας; Ας διευκρινιστεί το ζήτημα.
Απάντηση: Μπορούν.
Η αυστηροποίηση του πλαισίου είχε στόχο μάλλον να θέσει την ανέγερση χριστιανικών εκκλησιών υπό τον έλεγχο των αρχών παρά να την εμποδίσει. Τόσο οι γραπτές μαρτυρίες όσο και τα αρχαιολογικά δεδομένα μαρτυρούν ότι ο 16ος αιώνας ήταν εποχή οικοδόμησης ναών και ίδρυσης μονών στα Βαλκάνια και το Αιγαίο. Μόνο στην κεντρική Ελλάδα ιδρύονται πάνω από είκοσι μοναστήρια εκείνη την εποχή (Βογιατζής, 2000: 24).
Κατά κανόνα, η ανέγερση νέων ναών γινόταν υπό το πρόσχημα ότι επρόκειτο για επισκευή παλαιού κτίσματος, που προϋπήρχε της οθωμανικής κατάκτησης αλλά είχε ερειπωθεί. Αυτή η συμβατική δικαιολογία γινόταν δεκτή ακόμα και σε περιπτώσεις που ήταν φανερό πως δεν προϋπήρχε κάποιο κτίσμα. Η ευνοϊκή απόφαση
απαιτούσε συχνά χρόνο και χρήμα, καθώς και διαπραγμάτευση με τους μουσουλμάνους γείτονες
που μπορούσαν να αντιδράσουν. Πιο εύκολα για τους χριστιανούς ήταν τα πράγματα στην ύπαιθρο, ειδικά στην περίπτωση μοναστηριών, που μπορούσαν να εξασφαλίσουν με μεγαλύτερη άνεση τις σχετικές άδειες χωρίς αναγκαστικά την πιστή τήρηση της διαδικασίας (Giakoumis, 2013: 91 κ.ε.). Επιπλέον,
στην ύπαιθρο μπορούσε να υπερκεραστεί η απαγόρευση της χρήσης καμπανών.
Οι περιορισμοί στην οικοδόμηση και την επισκευή εκκλησιών συνεχίστηκαν στους επόμενους αιώνες, άλλοτε με μεγαλύτερη άλλοτε με μικρότερη αυστηρότητα στην εφαρμογή τους. Καταργήθηκαν επίσημα την εποχή των μεταρρυθμίσεων του Τανζιμάτ (1839-76) μαζί με τις άλλες περιοριστικές διατάξεις για τους μη μουσουλμάνους. Η ανέγερση μεγαλοπρεπών ναών και επιβλητικών καμπαναριών κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα σε όλες τις πόλεις της αυτοκρατορίας με ικανό χριστιανικό πληθυσμό, όπως άλλωστε και η οικοδόμηση πολυτελών κατοικιών από τους πλούσιους αστούς, είναι χαρακτηριστικό σημάδι της πολιτικοκοινωνικής και οικονομικής ανόδου και της αυτοπεποίθησης των χριστιανικών ελίτ στην ύστερη οθωμανική περίοδο ( βλ. το παράδειγμα της Μυτιλήνης).
Διαμάχες για την ανέγερση συναγωγών και εκκλησιών
Πηγή: Gradeva, 2012: 159-60.
Μια παλαιότερη διαταγή, του 1708, περιγράφει τα προβλήματα που αντιμετώπισαν οι
εβραίοι του καζά της Νικόπολης (Niğbolu) στη Βουλγαρία, στην προσπάθειά τους να λάβουν άδεια για να επισκευάσουν τη συναγωγή τους (kilise) στη συνοικία (mahalle) Παλαιό Λουτρό (Atik
Hamam). Μετά από αίτηση (arz) του πρώην καδή της πόλης το 1692/1693, τους είχε επιτραπεί να προχωρήσουν στις απαραίτητες επισκευές, αλλά μέχρι το 1707 δεν είχαν καταφέρει να το πράξουν εξαιτίας της παρέμβασης κάποιων οργάνων της εκτελεστικής εξουσίας (ehl-i örf) που δεν κατονομάζονται. Αυτός ήταν και ο λόγος για την έκδοση ακόμα μίας διαταγής «προς απαγόρευση της τυραννικής συμπεριφοράς που παραβιάζει τον ιερό νόμο».
Φαίνεται ότι κάποια αντίστοιχη παρέμβαση είχε εμποδίσει και τους
κατοίκους της Κοζάνης να εφαρμόσουν την άδεια που είχαν λάβει το 1701. Μετά από ένα μπουγιουρντί (buyuruldu) κι ένα φιρμάνι (ferman), που εκδόθηκαν αντίστοιχα τον Ιανουάριο και τον Αύγουστο του 1721, μπόρεσαν να
εκτελέσουν το μεγαλύτερο μέρος των επισκευών στους μήνες που ακολούθησαν.
Κάποια στιγμή πριν από το 1698, μετά από αυτοψία που διεξήγαγε ένας κρατικός επιθεωρητής (mübaşir) και υπό τον όρο ότι δεν επρόκειτο να γίνουν αλλαγές ή βελτιώσεις των κτιρίων,
οι κάτοικοι του χωριού Ορτάκιοϊ ή Βουλγαροχωριό (σημερινό Ivaylovgrad στη Βουλγαρία) είχαν λάβει άδεια να επισκευάσουν τις δύο εκκλησίες που βρίσκονταν «στα χέρια τους» από την εποχή της κατάκτησης. Κατά τα φαινόμενα, οι ντόπιοι μουσουλμάνοι υποπτεύθηκαν ότι ο όρος αυτός δεν είχε τηρηθεί και προκάλεσαν μια νέα επιθεώρηση, η οποία ανακάλυψε ότι είχαν γίνει αλλαγές. Η κατάσταση δεν έδινε ιδιαίτερες ελπίδες για άμεση λύση, κι οι χριστιανοί στράφηκαν και πάλι στον σουλτάνο.
Μια παρόμοια περίπτωση εμφανίζεται
στη Βάρνα. Σύμφωνα με την αίτηση (mahzar) των ντόπιων ουλεμάδων [προς τον σουλτάνο], κάποιοι
αρμένιοι έμποροι προσπάθησαν να χτίσουν μια νέα εκκλησία. Οι ντόπιοι μουσουλμάνοι διαμαρτυρήθηκαν αναφέροντας τα εξής: α) οι εν λόγω αρμένιοι έμποροι είχαν εγκατασταθεί στη συνοικία Αμπντουραχμάν εφέντη μόλις 20 με 30 χρόνια πριν, όπου αγόρασαν ένα σπίτι που το χρησιμοποιούσαν ως ξενώνα (misafırhane)· β) ισχυριζόμενοι ότι αυτό ήταν στα παλιά χρόνια εκκλησία, απέκτησαν σουλτανική διαταγή και ιεροδικαστική απόφαση (hüccet) για να κάνουν επισκευές· και γ) με τη βοήθεια ψευδομαρτύρων, έλαβαν έγγραφο ότι το κτίριο ήταν παλιά
εκκλησία και το χρησιμοποίησαν για να χτίσουν μια νέα εκκλησία. Οι ουλεμάδες της Βάρνας στήριξαν τη διαμαρτυρία τους σε δύο γεγονότα. Καταρχήν, αμφισβήτησαν την «παλαιότητα» της εκκλησίας, η οποία προφανώς δεν χρονολογούνταν από την εποχή της κατάκτησης της
πόλης. Η δεύτερη ένσταση αφορούσε την τοποθεσία της εκκλησίας, ανάμεσα σε δύο τζαμιά. Για το τι έγινε μετά μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε, αλλά
μια άλλη περίπτωση, από την Καβάρνα (Kavarna), υποδεικνύει μια από τις πιθανές εκβάσεις. Όπως φαίνεται, οι ντόπιοι
χριστιανοί ισχυρίζονταν ότι κατείχαν από παλιά «έναν τόπο εκκλησίας» στη μουσουλμανική συνοικία κι έκτισαν εκεί έναν ναό. Τότε οι μουσουλμάνοι έλαβαν διαταγή που ενέκρινε την καταστροφή του. Οι χριστιανοί έχτισαν πάλι μια εκκλησία κι ένα μετόχι στο σημείο.

Οι μουσουλμάνοι αντέδρασαν προμηθευόμενοι έναν φετβά κι έστειλαν αίτηση διαμαρτυρίας στον σουλτάνο, ζητώντας την καταστροφή του. Δεν γνωρίζουμε πόσον καιρό διήρκεσε αυτό το πήγαινε-έλα.
ΕΛΕΝΗ ΓΚΑΡΑ ( Επίκουρη Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Αιγαίου )
ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΖΕΔΟΠΟΥΛΟΣ ( Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών )
Χριστιανοί και μουσουλμάνοι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία .Θεσμικό πλαίσιο και κοινωνικές δυναμικές ( 2015 ).
Βλ. και τις σχετικές μαρτυρίες του Κανέλλου Δεληγιάννη για την Πελοπόννησο :
viewtopic.php?f=24&t=12494&p=1683058#p1547948
viewtopic.php?f=24&t=12494&p=1683058#p1537915