https://lsj.gr/wiki/τλάω
Greek Monotonic
τλάω:
ριζικός τύπος που δεν απαντά στον ενεστ. (από το οποίο προέρχεται ο παρακ. τέτληκα, ή το ρήμα τολμάω)· μέλ. τλήσομαι, Δωρ. τλάσομαι· Επικ.
αορ. ἐτάλασσα, υποτ.
ταλάσσω· περισσότερο κοινή η χρήση του αορ. βʹ ἔτλην (όπως αν προερχόταν από ενεστ. τλῆμι), Επικ. τλῆν, Δωρ. ἔτλᾱν, γʹ πληθ. ἔτλησαν, Επικ. ἔτλᾰν· προστ. τλῆθι, Δωρ. τλᾶθι· βʹ ενικ. υποτ. τλῇς· ευκτ. τλαίην, γʹ πληθ. τλαῖεν· απαρ. τλῆναι, Επικ. τλήμεναι· μτχ. τλάς, τλᾶσα· παρακ. (με σημασία ενεστ.) τέτληκα, Επικ. αʹ πληθ. τέτλαμεν, προστ. τέτλᾰθι, τετλάτω· ευκτ. τετλαίην· απαρ. τετλάμεναι, τετλάμεν, μτχ. τετληώς, θηλ. τετληυῖα, τετληότος·
I. 1. ανέχομαι, υπομένω δυστυχίες, καρτερώ· με αιτ. πράγμ., ἔτλην οἷ' οὔπω καὶ ἄλλος, σε Ομήρ. Ιλ.· ἔτλην ἀνέρος εὐνήν, και υπέμεινα συνουσία ανδρός, στο ίδ.· τλῆ ὀϊστόν, υπέμεινε να χτυπηθεί από αυτό, στο ίδ.· ἔτλα πένθος, σε Πίνδ. κ.λπ.
2. απόλ., υπομένω, καρτερώ, υποτάσσομαι, σε Όμηρ.· κυρίως στην προστ. τέτλαθι, μῆτερ ἐμή, σε Ομήρ. Ιλ.· τλῆτε, φίλοι, σε Ομήρ. Οδ.· στη μτχ., τετληότι θυμῷ, με καρτερική ψυχή, στο ίδ.· κραδίη τετληυῖα, στο ίδ.
II. με απαρ., τολμώ ή ριψοκινδυνεύω να κάνω κάτι, στο ίδ., σε Πίνδ. κ.λπ.· στους Αττ. ποιητές, τολμώ να κάνω κάτι ενάντια στις πεποιθήσεις ή διαθέσεις μου είτε αγαθές είτε κακές, οπότε, έχω το θάρρος, την αυθάδεια, τη σκληρότητα ή την υπομονή να κάνω κάτι, ἔστεδὴ ἔτλην γεγωνεῖν, ώσπου πήρα το θάρρος να πω, σε Αισχύλ.· ἔτλα ἀλλάξαι, δέχθηκε να ανταλλάξει, σε Σοφ.· οὐδ' ἔτλης ἐφυβρίσαι, ούτε είχες τη σκληρότητα να προσβάλλεις, στον ίδ.· οὐγὰρ ἂν τλαίην ἰδεῖν, δεν θα άντεχα, δεν θα είχα το θάρρος να δω, σε Αριστοφ.
2. με αιτ. πράγμ., αποτολμώ κάτι, δηλ. τολμώ να πράξω κάτι, ἄτλητα τλᾶσα, σε Αισχύλ.· εἰ καὶ τοῦτ' ἔτλη, σε Σοφ.
3. με μτχ., τάδε τέτλαμεν εἰσορόωντες, σε Ομήρ. Οδ.
εχετλος = o τολμών, ο υπομένων, ο υποφέρων;
ἐτάλασσα = ἐθάλασσα ;
έχει σχέση με την θάλασσα;
Greek (Liddell-Scott)
θάλασσα: θᾰ, μεταγ. Ἀττ. -ττα, ἡ (
ἴσως ἐκ √ΤΡΑΧ,
ταράσσω, ἴδε Κούρτ. σ. 655): - ἡ θάλασσα, Ὅμ., κτλ.· ὁ Ὅμ. θάλασσαν ἴδίως ἐννοεῖ τὴν καλουμένην Μεσόγειον, διότι τὴν ἔξω θάλασσαν καλεῖ ὠκεανόν, ὃν καὶ ὑπολαμβάνει ὡς ποταμόν, οἷον ἐν Ὀδ. Μ. 1· (ὡς οἱ Λατῖνοι ἐκάλουν αὐτὴν nostrum mare), 1. 1, 185., 4. 39, κτλ.· οὕτω, ἡ παρ’ ἡμῖν θάλ. Πλάτ. Φαίδωνι 113Α· ἡ καθ’ ἡμᾶς θάλ. Πολύβ. 1. 3, 9· ἡ ἔσω θάλ. Ἀριστ. π. Κόσμ. 3, 8· ἐνῷ ὁ Ὠκεανὸς εἶνε ἡ ἔξω θάλ., ὁ αὐτ. Μετεωρ. 1. 13, 14, Κόσμ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἢ ἡ Ἀτλαντικὴ θ. αὐτόθι 3, 3, κτλ.· ἡ μεγάλη θ. Πλούτ. ἐν Ἀλεξ. 73· ὡσαύτως, ἁλμυρὰ λίμνη, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 13, 26· - ὡσαύτως εὑρίσκομεν, ἐς θάλασσαν τὴν τοῦ Εὐξείνου πόντου Ἡρόδ. 2. 23· πέλαγος θαλάσσης, ἴδε ἐν λ. πέλαγος· κατὰ θάλασσαν, διὰ θαλάσσης, ἀντίθ. τῷ πεζῇ, διὰ ξηρᾶς, Ἡρόδ. 5. 63· καὶ τῷ κατὰ γῆν Θουκ. 7. 28· κατά τε γῆν καὶ κατὰ θ. Πλάτ. ἐν Μενεξ. 241Α· χέρσον καὶ θ. ἐκπερῶν Αἰσχύλ. Εὐμ. 240· τῆς θ. ἀνθεκτέα ἐστὶ Θουκ. 1. 93· οἱ περὶ τὴν Θ. Ἀριστ. Ι. Ζ. 8. 13, 12· θ. καὶ πῦρ καὶ γυνὴ -τρίτον κακὸν Μένανδ. Μονοστ. 231, πρβλ. 264· - μεταφ., κακῶν θ., πέλαγος δυστυχιῶν, πλῆθος κακῶν, Αἰσχύλ. Θήβ. 758· κοίλη θ., ἐπὶ θεάτρου, Κωμ. Ἀνων. 95α. 2) θαλάσσιον ὕδωρ, θαλάττης πλήρης Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 208Α, Πολύβ. 16. 5, 4· καθόλου, ἁλμυρὸν ὕδωρ, ὡς παρ’ ἡμῖν, Δίφιλ. Σιφν. παρ’ Ἀθην. 121D, πρβλ. Διοσκ. 2. 105. 3) φρέαρ θαλασσίου ὕδατος, ὅπερ ὁ Ποσειδῶν πλήξας τῇ τριαίνῃ κατὰ μέσην τὴν Ἀθήνησι ἀκρόπολιν ἀνέφηνεν, Ἡρόδ. 8. 55· ἡ θάλασσα αὕτη καλεῖται καὶ θ. Ἐρεχθηΐς, Ἀπολλόδ. 3. 14. - Περὶ τοῦ Λακων. τύπου σάλασσα, ἴδε σαλασσομέδων.
ταράσσω = ταλάσσω;
ως άσχετος ρωτάω. μην πυροβολείτε!
