Ανίκητος έγραψε: 23 Ιουν 2024, 10:52
2
Δεν δυσκολεύτηκε τόσο να εντοπίσει, να χτυπήσει και να ανοίξει τη δρύινη πόρτα με την πινακίδα, όσο να αφουγκραστεί από πίσω της το αγενές παράγγελμα:
"Ναιαι!", ή "περάστε!", ή κάτι τέτοιο.
Παλιομοδίτικο γραφείο, μοκέτα μπορντό, μαυρισμένη - και μπαρόκ ταπετσαρία, άπλυτη. Πολυκαιρισμένα, όλα.
Διασπαρμένο από αντίκες και βαλσαμωμένα ζώα, που πρόσθεταν κι άλλο βάρος σε αυτό των χοντρών τόμων.
Τα ράφια στις σκαλιστές βιβλιοθήκες είχαν σκεβρώσει και καμφθεί, σαν ένα μειδίαμα απέναντι στο χρόνο.
Γέμιζε τον αέρα ο καπνός με μυρωδιά έντονη, από φίνο πούρο, ο βαριεστημένος στη διευθυντική καρέκλα ασπροντυμένος ξερακιανός τύπος.
Ας πούμε, σιτεμένος μεσήλικας.
"Εσείς είστε λοιπόν! Η ..."
"Ναι. Εγώ είμαι η ... Αυτή είμαι!"
Της μίλησε σαν τσατισμένος, αλλά ήταν η αλλοίωση στη φωνή από το πολύχρονο κάπνισμα.
Με μούτρο πιο βλοσυρό κι από το ύφος του, της έδειξε μια πολυθρόνα να καθίσει.
Πονήρεψε κάπως καθώς η φούστα του ταγιέρ σηκωνόταν, όσο να εμφανιστούν τα λυγισμένα γόνατα μέσα από τη λεπτή αλλά αδιαφανή ύφανση.
Από την επισκέπτριά του κοιτούσε τώρα να πάρει πόντους, μάτι από το καλσόν δηλαδή, αλλά για να σκιστούν... ο πόθος του θα έμενε άτολμος.
Το συνειδητοποίησε, κάλμαρε και συνέχισε να τηρεί τις αποστάσεις, ίσως και πιο αγενής.
"Μεταχειριστήκατε πολύ πλάγια μέσα για να έρθετε μέχρι εδώ."
"Δεν νομίζω πως ζήτησα κάτι που απαγορεύεται."
Εκείνη απάντησε χωρίς κανένα ενδιαφέρον για το πώς την κοιτούσε. Παρότι δεν ένιωθε άνετα.
Αυτός ήταν απλώς το τελευταίο εμπόδιο πριν το σκοπό της.
Είχε λάβει τις εντολές του και δεν θα τολμούσε τίποτα περισσότερο.
Το θέμα ήταν καθαρά τυπικό.
Συνεχίζεται
3
"Οφείλω να σας προειδοποιήσω ότι πρόκειται για τον πιο επικίνδυνο τρόφιμο και θα αναλάβετε την ευθύνη για ό,τι σας συμβεί!"
"Ευχαριστώ για την προειδοποίηση, όπως καταλάβατε όμως, επιμένω να τον επισκεπτώ."
Δεν τον ένοιαζε τι θα πάθει εκείνη, φοβόταν μην κάνει καμιά καταγγελία για κακομεταχείριση και έβρισκε μπελάδες.
Χτύπησε ένα κουμπί ανάμεσα στα ξυλόγλυπτα και από ένα βραχνό ηχείο ακούστηκε μια φωνή να περιμένει πρόσταγμα.
"Με ζητήσατε κύριε διευθυντά;"
"Μάλιστα. Θα συνοδεύσεις μια κυρία στο είκοσι τέσσερα."
"Στον...;"
"Ναι, σε εκείνον. Πάρε και άλλους δυο μαζί σου, τον Προκοπίου και τον Ανατόλυ."
"Έρχομαι στο γραφείο σας!"
Δυο ψηλοί γεροδεμένοι άνδρες το επόμενο λεπτό άνοιξαν την πόρτα και κοίταξαν καλά την επισκέπτρια.
Από πίσω τους ένας πιο αγύμναστος, με στολή νοσηλευτή και ένα δερμάτινο βαλιτσάκι στο χέρι.
"Ακολουθήστε."
Οι θόρυβοι στο διάδρομο άρχισαν να πυκνώνουν. Μαζί με τα βήματα του προσωπικού, το τακουνάκι της επισκέπτριας ερέθιζε τις κρυμμένες υπάρξεις σε μικρά κελιά πίσω από κλειστές, βαριές σιδερόπορτες. Από μικρές θυρίδες, χαραμάδες και κλειδαρότρυπες τα βλέμματα είχαν κολλήσει πάνω της. Όσοι δεν μπορούσαν να δουν, σκουντούσαν ή χτυπούσαν τους τοίχους με κραυγές χωρίς λόγια, βγάζοντας λαρυγγισμούς και μουγκρίσματα, που ήθελαν να τραβήξουν την προσοχή της.
Τα χτυπήματα μέσα στους θαλάμους άρχισαν να ακούγονται πιο πυκνά και δυνατά. Το άρωμά της ξεχώριζε στον μουχλιασμένο αέρα, τους αφηνίαζε. Αντί για τα μάτια τους ήθελαν τώρα να περάσουν τις γλώσσες τους και τα πέη τους. Κι όταν οι συνοδοί μεσολαβούσαν, άρχιζαν το φτύσιμο, ροχάλες, ένας δοκίμασε να κατουρήσει πάνω τους κι ανάμεσα από τα σίδερα.
Κι εκείνη στρίγγλισε από την τρομάρα. Ένα χέρι κοκαλιάρικο, χωρούσε από τα ανοίγματα και την έπιασε, την άρπαξε, την τραβούσε στο μέρος της με λαχτάρα. Ο Ανατόλυ έπρεπε να επέμβει και τραβώντας ανάποδα στην κλείδωση, το κρακ της εξάρθρωσης άλλαξε τον αλαλαγμό της λαχτάρας, σε ουρλιαχτό οδύνης. Οι τρόφιμοι σιώπησαν για μια στιγμή, από ένστικτο.
"Βλέπετε σε τι καταστάσεις μας φέρνετε."
Αγνόησε την παρατήρηση, αν και τα είχε χρειαστεί.
Συνεχίζεται.