παιδακια υπαρχει κι αλλο προβλημα ο Τιμαιος κλπ γραφτηκαν το 360 π.Χ. και η θεογονια του Ηδιοδου το 730π.Χ.
ο Σολωνας οταν πηγε στη Σαιδα τι ακριβως του ειπαν οι ιερεις στα κειμενα τους ηλικιας 10.000 ετων; του ανεφεραν τον Ατλαντα της θεογονιας και για τις Ηρακλειες Στηλες;
δηλαδη συν τοις αλλοις οι Αιγυπτιοι ειχαν τις ελληνικες ονομασιες της ελ μυθολογιας χιλιαδες χρονια πριν καν υπαρξουν οι ελληνες;
καταλαβαινετε οτι ολες αυτες οι ονομασιες ειναι μεταγενεστρερα δημιουργηματα ειτε του Σολωνα ειτε του Πλατωνα;
και ξαναλεω αλλο ο Τιτανας Ατλας και αλλος ο μυθικος βασιλιας της ατλαντιδας,
ο τιτανας Ατλας κρατουσε εφορου ζωης τον ουρανο ως τιμωρια απο το Δια επουδενι δε θα μπορουσε να ειναι κυβερνητης μιας ηπειρου
και κατι ακομη απο το ιδιο λεξικο:
Άτλας:
ᾰτλας: αντος, ὁ, «ἄτολμος· ἀπαθής· καὶ ἡ διϊοῦσα εὐθεῖα ἕως τῶν πόλων» Ἡσύχ.
https://lsj.gr/wiki/%CE%B1%CF%84%CE%BB%CE%B1%CF%82
τλήμων:
1. αυτός που υποφέρει, που πάσχει
2. συνεκδ. υπομονητικός, καρτερόψυχος («οἵαις ἐν πολέμοισι μάχαις τλάμονι ψυχᾷ παρέμεινε», Πίνδ.)
3. τολμηρός, θαρραλέος («ὧδέ τε θαρσαλέοι και τλήμονες», Ομ. Ιλ.)
4. (με κακή σημ.) παράτολμος, απερίσκεπτος («εἰ μὴ τλημονεστάτη γυνὴ πασῶν ἔβλαστε», Σοφ.)
5. δυστυχής, αξιολύπητος, ταλαίπωρος (α. «ποῦ γὰρ ὁ τλήμων αὐτὸν ἄπεστιν;», Σοφ.
β. «ἄλλα εἴμι γὰρ δὴ τλημονεστάτην ὀδόν», Ευρ.)
6. (με περιφρονητική σημ.) αξιοκαταφρόνητος, ελεεινός, άθλιος.
επίρρ... τλημόνως Α
https://lsj.gr/wiki/%CF%84%CE%BB%CE%AE% ... onolingual
τάλας:
άξιος λύπης, δυστυχής, ταλαίπωρος («οἴ 'γὼ τάλαινα συμφορᾱς κακῆς», Αισχύλ.)
μσν.-αρχ.
(με κακή σημ.) άθλιος, ελεεινός (α. «τρόπον τὸν κακομήχανον τῆς γυναικὸς ὁ τάλας»
https://lsj.gr/wiki/%CF%84%CE%AC%CE%BB%CE%B1%CF%82