Η Μετανάστευση κατά το Διεθνές Δίκαιο, είναι η γεωγραφική μετακίνηση ανθρώπων, είτε μεμονωμένα, είτε ομαδικά και διακρίνεται σε νόμιμη καιπαράνομη.
Νόμιμοι μετανάστες είναι οι «υπήκοοι» τρίτων κρατών, οι οποίοι διαμένουν νόμιμα στο ενωσιακό έδαφος και σαφώς στη χώρα μας, όπως ενδεικτικά για εργασία, σπουδές.
Παράνομοι μετανάστες θεωρούνται οι υπήκοοι τρίτων χωρών, οι οποίοι εισέρχονται στο έδαφος κρατών-μελών της Ε.Ε. με πλαστά ταξιδιωτικά έγγραφα ή ακόμα και χωρίς αυτά.
Σύμφωνα με το θεσμικό πλαίσιο, πρόσφυγας είναι ένα άτομο στο πρόσωπο του οποίου συντρέχουν οι ακάλουθες προυποθέσεις :
Βρίσκεται εκτός της χώρας καταγωγής του ή του τόπου κατοικίας του
Έχει δικαιολογημένο φόβο δίωξης για λόγους φυλής, θρησκείας εθνικότητας, συμμετοχής σε ορισμένη κοινωνική ομάδα ή λόγω πολιτικών πεποιθήσεων
Αδυνατεί ή δεν επιθυμεί να απολαμβάνει την προστασία αυτής της χώρας ή την επιστροφή σ’ αυτήν εξαιτίας αυτού του φόβου δίωξης
Αυτός που διεκδικεί στάτους πρόσφυγα πρέπει να αποδείξει ότι
Ο φόβος του για διώξεις στη χώρα προέλευσής του δεν είναι αφηρημένος και είναι στέρεα θεμελιωμένος
Ο φόβος είναι ενεστώς, πραγματικός, άμεσος και εξατομικευμένος
Υπαρχει εύλογη πιθανότητα να πραγματοποιηθεί ο φόβος του κατά την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής
Οι διώξεις διεξάγονται «αδιακρίτως» σε βάρος της ομάδας που ανήκει και όχι σε βάρος του προσωπικά.
Ως εκ τούτων πρόσφυγας είναι αυτός που προέρχεται είτε από εμπόλεμη ζώνη, είτε από κράτος υπό πλήρη διάλυση
Υπό τα ως άνω δεδομένα ΔΕΝ είναι πρόσφυγας και ΔΕΝ μπορεί να διεκδικήσει στάτους πρόσφυγα
Αυτός που μπορεί να μετακινηθεί μέσα στη χώρα του από επίκινδυνη σε ασφαλή περιοχή. (π.χ. Αφγανιστάν)
Αυτός που ισχυρίζεται αναληθώς ότι προέρχεται από άλλη χώρα, διαφορετική από την πραγματική πατρίδα του
Αυτός που προέρχεται από εμπόλεμη ζώνη όμως κρίνεται επικίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια π.χ. αν είναι μέλος του ISIS προερχόμενος από τον Ιντλίμπ της Συρίας.
Οι επιπρόσθετες προϋποθέσεις για ν΄αναγνωριστεί στάτους πρόσφυγα στον αιτούντα, προκειμένου να τύχει της σχετικής προστασίας είναι οι ακολουθες :
Εισοδος στη χώρα κατευθείαν από τη χώρα, όπου κινδυνεύει, η οποία είναι εμπόλεμη, ή υπό πλήρη διάλυση. Με δεδομένο, ότι όλοι αυτοί που εισέρχονται στην Ελλάδα μεταβαίνουν πρώτα στην Τουρκία τίθεται ζήτημα, εαν η Τουρκια είναι η πρώτη ασφαλής χώρα.

Το ζήτημα έλυσε το ίδιο το Συμβούλιο της Επικρατείας το οποίο με δύο αποφάσεις έκρινε ότι το νομοθετικό πλαίσιο προστασίας της Τουρκίας, ερμηνευόμενο υπό το φώς της Συνθήκης της Γενεύης και των κανόνων του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου, πληροί τις προϋποθέσεις, προκειμένου να κριθεί ότι παρέχει ισοδύναμη προς την προστασία που παρέχεται κατ’ εφαρμογή της Σύμβασης της Γενεύης. Διευκρινίστηκε δε, ότι για να κριθεί, αν μια χώρα παρέχει ισοδύναμη προς τη Σύμβαση της Γενεύης προστασία, δεν απαιτείται αυτή να έχει κυρώσει χωρίς γεωγραφική επιφύλαξη την εν λόγω σύμβαση, δηλαδή να έχει κυρώσει το Πρωτόκολο του 1967 (η Τουρκία δεν το έχει κυρώσει), αλλά να παρέχει προστασία που να πληροί τις θεμελιώδεις αρχές και αξίες που απορρέουν από τη Σύμβαση της Γενεύης, ήτοι να υφίσταται καθεστώς “προσωρινής προστασίας”, που παρέχει νόμιμο δικαίωμα διαμονής απολαμβάνοντας ελεύθερη πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίας υγείας και εκπαίδευσης, δυνατότητα εργασίας υπό καθεστώς όμοιο προς τους πολίτες της Τουρκίας, χωρίς να υφίστανται σε βάρος τους διακρίσεις.
Με την είσοδό τους στη χώρα, εμφάνιση πάραυτα στις Αρχές και δήλωση υποβολής αιτήματος διεθνούς προστασίας
Παροχή επαρκών εξηγήσεων για τους λόγους της παράνομης εισόδου στη χώρα
Επομένως η συντριπτική πλειοψηφία όλων αυτών που εισέρχονται στη χώρα
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ με τη νομική έννοια του θεσμικού πλαισίου, διότι
δεν ήλθαν από χώρες που θεωρούνται εμπόλεμες ή πλήρως διαλυμένα κράτη
η Ελλάδα δεν είναι η πρώτη ασφαλής χώρα

, ακόμη κι αν μετακινήθηκαν απο εμπόλεμη περιοχή
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ, διότι δεν έχουν εισέλθει στη χώρα με νόμιμη άφιξη
Ολοι αυτοί οι άνθρωποι είναι ΠΑΡΑΝΟΜΟΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ
Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί, ότι ουδεμία σχέση υφίσταται μεταξύ παράνομων και παράτυπων μεταναστων, διότι ΠΑΡΑΤΥΠΟΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ είναι αυτοί που εισήλθαν στη χώρα με νόμιμες διαδικασίες και στη συνέχεια παραβίασαν τους κανόνες της άδειας παραμονής, δεν προέβησαν σε έγκαιρη ανανέωση.
Οσοι εισήλθαν παράνομα στη χωρα και δεν είναι πρόσφυγες, σύμφωνα με το θεσμικό πλαίσιο μπορούν να υποβάλουν αίτημα διεθνούς προστασίας, ΜΟΝΟ εφόσον είναι σε θέση να αποδείξουν, ότι διώκονται ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ από το καθεστώς της χώρας καταγωγής τους. Πρέπει δηλαδή
Να αποδείξουν την ταυτότητα τους. Η ταυτοποίηση γίνεται ΜΟΝΟ με γνήσια – έγκυρα έγγραφα, διαβατήριο, ταυτότητα, άδεια οδήγησης, πιστοποιητικά σπουδών ή άδεια εργασίας. Οταν δεν μπορει να γίνει ταυτοποίηση με έγγραφα, διότι έχουν απωλεσθεί, για την πιστοποιηση της χώρας προέλευσής τους ένας εύκολος τρόπος για να επαληθευτεί εάν δηλώνουν αληθή χώρα προέλευσης είναι η γλώσσα, επαλήθευση που δύναται να πραγματοποιηθεί μέσω μεταφραστικών υπηρεσιών.
Να αποδείξουν επαρκώς τους λόγους διώξεώς τους
Μόνο, λοιπόν, αν συντρέχουν οι ως άνω προυποθέσεις στο πρόσωπο των εισερχόμενων στη χώρα ατόμων μπορεί να εξασφαλιστεί γι΄ αυτούς πλαίσιο προστασίας τους.
Επισημειώνεται δε, ότι :
Α. Η Αρμοδιότητα αναγνώρισης
στάτους πρόσφυγα και σχετικής προστασίας
στάτους δικαιούχου επικουρικής προστασίας
της δυνατότητας ή όχι επαναπροώθησης
ανήκει αποκλειστικάστις οιονεί δικαστικές αρχές, δηλαδή τις Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών καιστα αρμόδια Ελληνικά Δικαστήρια
Η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ, δεν έχει κανένα καθοριστικό ρόλο. Οπως ήδη έχει κρίνει το ΣτΕ οι απόψεις της Ύπατης Αρμοστείας για τους Πρόσφυγες, όπως αυτές αποτυπώνονται σε σχετικά κείμενα και εγχειρίδια, δεν είναι σε καμία περίπτωση δεσμευτικές, διότι απλώς εμπεριέχουν προτάσεις για την τήρηση ορισμένης διαδικασίας κατά την εξέταση των αιτημάτων ασύλου και θέτουν με τον τρόπο αυτό “ήπιο” δίκαιο. Μόνες αρμόδιες δε για την ερμηνεία των κρίσιμων κανόνων δικαίου παραμένουν οι οιονεί δικαστικές αρχές, όπως οι Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών και ακολούθως τα Ελληνικά Δικαστήρια. Καμία διάταξη δεν χορηγεί στην Ύπατη Αρμοστεία για τους Πρόσφυγες την εξουσία «αυθεντικής ερμηνείας» της Σύμβασης της Γενεύης,

ούτε, κατά μείζονα λόγο, αναγνωρίζεται στην Ύπατη Αρμοστεία από το Ευρωπαϊκό Δίκαιο η αρμοδιότητα να διατυπώνει δεσμευτικές, για τα εθνικά δικαστήρια και τις διοικητικές αρχές, κρίσεις ως προς το περιεχόμενο των νομικών εννοιών, οι οποίες απαντώνται στα νομοθετήματα (κανονισμοί, οδηγίες) που συγκροτούν το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου.