Μερικές πληροφορίες για τους Τούρκους , τους Κούρδους , τους Άραβες και τους Αραμαίους της Τουρκίας. Απ' το
σοβαρότατο άρθρο
Το Τουρκικό Μωσαϊκό - Οι εθνοτικοί σχηματισμοί
Σχης (ΤΘ) Χαράλαμπος Λαλούσης
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2012
http://army.gr/sites/default/files/mag_20120101.pdf
Τούρκοι
Οι κάτοικοι της Τουρκίας που αυτοπροσδιορίζονται ως Τούρκοι, σύμφωνα με την επίσημη κρατική εκδοχή του όρου, αγγίζουν το 80% του πληθυσμού. Πληθυσμιακά η Τουρκία το 1927, σύμφωνα με την πρώτη της απογραφή, είχε μόλις πάνω από 10 εκατομμύρια κατοίκους, το 1950 γύρω στα 20 εκατομμύρια, το 1980 45 εκατομμύρια, ενώ σήμερα [ 2012 ] υπολογίζεται περίπου στα 65 εκατομμύρια. Η ηλικιακή δομή του πληθυσμού είναι ουσιαστικά νέα, εφόσον
το 50% είναι κάτω των 19 ετών. Ο μέσος όρος διαβίωσης έχει μετατοπιστεί από 35 χρόνια στη δεκαετία του 1950, στα 60 το 1980, ενώ η παιδική θνησιμότητα ποικίλλει από περιοχή σε περιοχή από το υψηλό 18% (στις δυτικές περιοχές) στο υψηλότερο 25% στις ανατολικές. Η γεωγραφική κινητικότητα από την επαρχία στα αστικά κέντρα, ανάμεσα στις περιφέρειες και ανάμεσα στις πόλεις, θεωρείται μεγάλη συγκριτικά με άλλες χώρες. Οι βασικές μετακινήσεις είναι από Ανατολάς προς Δυσμάς.
Η Κωνσταντινούπολη, η Άγκυρα και η Σμύρνη απορρόφησαν μεταπολεμικά το 40% της εσωτερικής μετανάστευσης. Ανάμεσα στο 1/5 και το 1/6 του πληθυσμού (10-12 εκατομμύρια) κατοικούν στην Κωνσταντινούπολη.
{ Έχουμε ] τρεις κυρίως ομαδοποιήσεις: τους Τούρκους που είναι απόγονοι των παλαιών οθωμανικών κτήσεων επί ευρωπαϊκού εδάφους και μετανάστευσαν ή μεταφέρθηκαν σταδιακά στην Τουρκία με την ανάδυση των Εθνικών Κρατών στα Βαλκάνια, τους Τούρκους της Ανατολίας και τους Τούρκους της Κεντρικής Ασίας (μετανάστες και απόγονοι μεταναστών από την περιοχή του Καυκάσου).
Η ομάδα της Ανατολίας αντιπροσωπεύει
την πιο «γνήσια» φυλετικά εκδοχή του Τούρκου ή τουλάχιστον αυτή υπήρξε η επίσημη άποψη του πρώιμου κεμαλικού κράτους. Τα χαρακτηριστικά που αποδόθηκαν στον Τούρκο της Ανατολίας φυσική αντοχή, παροιμιώδης υπομονή, πείσμα, υπερηφάνεια, φιλόξενη διάθεση, μακροθυμία, αλλά και μοιρολατρία, προβλήθηκαν συχνά σαν τα θεμελιώδη συστατικά της τουρκικής ιδιοσυγκρασίας. Ο γεωγραφικός χώρος εξάπλωσής τους είναι -όπως προδίδει και το όνομά τους- τα υψίπεδα της Ανατολίας όπου ζουν διεσπαρμένοι σε μικρές κοινότητες, χωριά και κωμοπόλεις. Η κύρια απασχόλησή τους είναι η καλλιέργεια της γης και η κτηνοτροφία. Στην ίδια ομάδα θεωρείται ότι ανήκουν και οι κάτοικοι των τουρκικών παραλίων στο Αιγαίο και τη Μαύρη θάλασσα αν και ως προς τα πολιτισμικά τους χαρακτηριστικά δεν ταυτίζονται με τους κατοίκους των υψιπέδων. Η διαφοροποίηση είναι φυσιολογική αν σκεφτεί κανείς τις διαφορετικές πολιτισμικές παραστάσεις στις οποίες εκτίθενται οι πληθυσμοί που διαβιούν κοντά στη θάλασσα. Τα τελευταία χρόνια η εντατικοποίηση της αστικοποίησης, ο εκβιομηχανισμός και η εισαγωγή καταναλωτικών συνηθειών έχουν σε μεγάλο βαθμό ελαττώσει τις τοπικές διαφοροποιήσεις και οι διακρίσεις υφίστανται πλέον σε επίπεδο ταξικό και επαγγελματικό. Η εποχιακή, ωστόσο, μετακίνηση του ορεινού πληθυσμού για την εξασφάλιση βοσκοτόπων παραμένει βασικό χαρακτηριστικό της καθημερινής ζωής στα υψίπεδα. Υπολογίζεται ότι ένα εκατομμύριο περίπου Τούρκοι της Ανατολίας εξακολουθούν να διάγουν ημινομαδικό βίο. Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνονται και 600.000 Yörük. Οι
Yörük είναι τουρκόφωνοι και οργανωμένοι σε νομαδικές φατρίες. Το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού των Yörük εντοπίζεται στις επαρχίες Μανίσα, Μπαλικεσίρ, Κιουτάχεια και ιδιαίτερα στην επαρχία του Εσκί Σεχίρ. Ως προς το θρήσκευμα είναι σουνίτες μουσουλμάνοι, αν και μια υποομάδα τους φαίνεται να ακολουθεί τον αλεβιτισμό. Η υποομάδα αυτή εντοπίζεται κυρίως στο Αφιόν Καραχισάρ, το Εμίρνταγ, το Μπιλετσίκ και το Μποζουγιούκ.
Πάμε στους Τούρκους που είναι απόγονοι των παλαιών οθωμανικών κτήσεων. Η σταδιακή μετακίνησή τους (1878-1924) στη σημερινή τουρκική επικράτεια, υπήρξε αποτέλεσμα της έξωσής τους από τα αναδυόμενα εθνικά κράτη στον βαλκανικό χώρο αλλά και συνέπεια των Βαλκανικών Πολέμων και του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Πολλοί απ’ αυτούς τοποθετήθηκαν από το τουρκικό κράτος στα χωριά που εγκαταλείφθηκαν από τους Έλληνες το 1922. Στις αγροτικές περιοχές που εγκαταστάθηκαν ανέπτυξαν τη γεωργική οικονομία και υιοθέτησαν αντίστοιχο τρόπο ζωής. Μεγάλο τμήμα όμως από αυτούς κατέληξε στα αστικά κέντρα με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη ζωή, τις συνήθειες και τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες. Η Αδριανούπολη, το Τεκίρνταγ, το Κικλαρελί, η Νιγκντέ, το Μπιλετσίκ και η Προύσα αποτελούν τις κυριότερες αστικές τους εστίες. Πληθυσμιακά συγκροτούν τον πιο συμπαγή δημογραφικά πυρήνα των δυτικών τουρκικών παραλίων . οι πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές να βρίσκονται στις δυτικές ακτές με αποκορύφωμα τις βορειοδυτικές. Παρουσιάζει ενδιαφέρον ότι ως προς τα πολιτικά τους χαρακτηριστικά αποτελούν ίσως
την πλέον φιλελεύθερη ομάδα. Η θέση της εγκατάστασής τους έχει συμβάλλει τα μέγιστα σε αυτό καθώς, εξαιτίας του τουρισμού και της έντονης αστικοποίησης των παραλίων,
έρχονται συχνότερα σε επαφή με τα δυτικά πρότυπα. Η εκβιομηχάνιση της περιοχής την μετέτρεψε σε πόλο έλξης ξένων επενδύσεων -ιδιαίτερα γερμανικών κεφαλαίων- και εργατικού δυναμικού με αποτέλεσμα η εργατική τάξη συχνά να υπερεκπροσωπείται. Το κατά κεφαλήν εισόδημα των κατοίκων κυμαίνεται στα 3.800 - 4.000 δολάρια και καταλαμβάνει, ως εκ τούτου, τη δεύτερη υψηλότερη θέση σε ολόκληρη την τουρκική επικράτεια (την πρώτη θέση με κατά κεφαλήν εισόδημα 6.300 δολαρίων καταλαμβάνει η επαρχία Κοτσαελί, που βρίσκεται δίπλα στην επαρχία Κωνσταντινουπόλεως). Το τουρκικό κράτος ακολούθησε μια συνειδητή πολιτική ανάπτυξης της περιοχής που έκτοτε αποτελεί την ευρωπαϊκή βιτρίνα του κράτους. Πρέπει να σημειωθεί ότι σε αυτό είχε συμβάλει και η υπάρχουσα ήδη ευρωπαΐζουσα παράδοση, κληρονομιά των ελληνικών πληθυσμών που είχαν ζήσει στην περιοχή μέχρι το 1922.
Παράλληλα, όμως, με το υψηλό βιοτικό επίπεδο, στις περιφέρειες των αστικών κέντρων της περιοχής (ιδιαίτερα στη Σμύρνη) έχουν αναπτυχθεί τα τελευταία τριάντα χρόνια μεγάλες παραγκουπόλεις, στις οποίες η εθνοτική προέλευση και το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων παρουσιάζει μια εντελώς διαφορετική εικόνα. Πρόκειται, κυρίως, για οικονομικούς
εσωτερικούς μετανάστες από τις νοτιοανατολικές επαρχίες και την καρδιά της Ανατολίας. Μεταξύ των ανθρώπων αυτών (μεγάλο ποσοστό των οποίων είναι Κούρδοι) απαντάται ένα τελείως διαφορετικό σύστημα αξιών περισσότερο συμβατό με τον παραδοσιακό τρόπο ζωής της υπαίθρου. Η θρησκευτικότητα αυτών των ομάδων είναι εντονότερη με αποτέλεσμα και τα πολιτικά τους χαρακτηριστικά να διαφοροποιούνται τείνοντας περισσότερο στον ισλαμισμό και τον συντηρητισμό. Η
δημογραφική αλλοίωση της περιοχής συνεχίζεται και στις μέρες μας, καθώς κατά πάγια κρατική τακτική επιδιώκεται η εγκατάσταση
εκτοπισμένων Κούρδων με τελικό σκοπό των αφομοίωσή τους από το πολιτισμικά και οικονομικά δυναμικότερο τουρκικό στοιχείο των δυτικών παραλίων.
Η τρίτη σημαντικότερη - μετά τους Ευρωπαίους Τούρκους και τους Τούρκους της Ανατολίας - ομάδα του τουρκικού πληθυσμού
με τουρκική εθνική συνείδηση είναι όσοι έχουν κεντροασιατική προέλευση.

Μεταξύ τους περιλαμβάνονται οι
Τουρκομάνοι και οι
Τατάροι της Κριμαίας. Ακριβή δημογραφικά στοιχεία για το μέγεθος του πληθυσμού των Τατάρων δεν υπάρχουν, καθώς κατά πάγια κρατική τακτική οι τουρκόφωνοι σουνιτικοί πληθυσμοί στην Τουρκία δεν καταγράφονται ως προς τα ιδιαίτερα δημογραφικά τους χαρακτηριστικά. Ο ερχομός τους στη σημερινή τουρκική επικράτεια συντελέστηκε κατά κύματα από το 1783 και μετά ως αποτέλεσμα των ρωσσο-τουρκικών συρράξεων. Αρχικά εγκαταστάθηκαν στο βαλκανικό χώρο απ’ όπου εκδιώχθηκαν κατά τα έτη 1877-1878. Σήμερα, έχουν πλέον αφομοιωθεί σε μεγάλο βαθμό, χωρίς όμως να έχουν χάσει πλήρως τη συνείδηση της διαφορετικής τους προέλευσης. Ο πληθυσμός τους αν και γεωγραφικά διεσπαρμένος παρουσιάζει πυκνότερη συγκέντρωση στα χωριά της επαρχίας του Εσκί Σεχίρ (36 περίπου χωριά). Στην επαρχία της Άγκυρας καταγράφεται η ύπαρξη τεσσάρων χωριών και στα Άδανα τριών. Τα τελευταία χρόνια έγιναν προσπάθειες διατήρησης των ιδιαίτερων πολιτισμικών τους χαρακτηριστικών, με τη δημιουργία πολιτιστικών συλλόγων για τη διάδοση των λαϊκών χορών και της παραδοσιακής τους μουσικής, οι προσπάθειες όμως αυτές φαίνεται πως δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα.
Οι
Τουρκομάνοι γεωγραφικά εντοπίζονται στη δυτική και κεντρική Ανατολία. Μεγάλο μέρος του τουρκικού πληθυσμού υποστηρίζει ότι έχει τουρκομανικές ρίζες, πράγμα που δεν πρέπει να θεωρείται απίθανο. Οι γνήσιοι ωστόσο Τουρκομάνοι δεν έχουν όλοι εγκατασταθεί μόνιμα σε συγκεκριμένο χώρο και εξακολουθούν ως ένα βαθμό να διατηρούν τη φυλετική τους οργάνωση και τον ημινομαδικό τους βίο. Ως προς τη θρησκευτικότητά τους διακρίνονται και αυτοί σε δύο ομάδες:
μία ομάδα που ακολουθεί το σουνιτικό δόγμα και μία που πρεσβεύει τον αλεβιτισμό. Είναι πάλι χαρακτηριστικό ότι δεν διαθέτουμε επίσημα δημογραφικά στοιχεία για την πρώτη ομάδα, που αποτελείται από σουνίτες. Αυτό που μπορεί να ειπωθεί με σχετική ασφάλεια είναι ότι μεγάλο μέρος του πληθυσμού τους εντοπίζεται στην περιοχή του Ικονίου.
Μία σημαντική επισήμανση είναι ότι συχνά επικρατεί σύγχυση αναφορικά με την ταυτότητα των σουνιτών Τουρκομάνων και των Yörük, καθώς πολλοί που ανήκουν στη δεύτερη εθνοτική ομάδα έλκουν την καταγωγή τους από τους Τουρκομάνους. Οι τελευταίοι μπορούν συχνά να χαρακτηριστούν ως Yörük, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση ο όρος έχει γενική σημασία που βασίζεται στην ομοιότητα του νομαδικού τρόπου ζωή τους και όχι σε φυλετική συγγένεια (κάτι αντίστοιχο με τον όρο βλάχοι στα ελληνικά που κατά καιρούς χρησιμοποιήθηκε καταχρηστικά για να περιγράψει διαφορετικούς νομαδικούς πληθυσμούς του ελληνικού χώρου). Η διάκριση μεταξύ των αναγνωρισμένων Τουρκομάνων και των χωρικών ή κατοίκων των πόλεων κατά τη διαδικασία της αφομοίωσής τους στηριζόταν μέχρι πρόσφατα στον ημινομαδικό τρόπο ζωής τους, αλλά πλέον με τη σταδιακή εξαφάνιση του εποχιακού νομαδισμού, η διάκριση βασίζεται ολοένα και περισσότερο στην αίσθηση ότι υπάρχει κοινή ιστορία και κοινός ιστορικός δεσμός μεταξύ των μελών της ομάδας.
Στην περίπτωση των αλεβιτών Τουρκομάνων τα στοιχεία για το πληθυσμιακό τους μέγεθος είναι περισσότερα, αλλά δεν βασίζονται σε αξιόπιστες πηγές. Οι εκτιμήσεις για τον αριθμό τους κυμαίνονται μεταξύ οκτώ και δεκαοκτώ εκατομμυρίων.

Ένας παραπάνω λόγος που δεν επιτρέπει να εξάγει κανείς σαφή συμπεράσματα για το πραγματικό μέγεθος του πληθυσμού τους, έχει να κάνει και με τον μυστικιστικό και απόκρυφο χαρακτήρα του δόγματος. Αναφερόμαστε στην παράδοση του takiya σύμφωνα με την οποία επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του αλεβίτη πιστού η αποκάλυψη, ή όχι, της θρησκευτικής του ταυτότητας.
Η πρώτη και μοναδική σοβαρή ανθρωπολογική μελέτη που ασχολείται σε εύρος και αποκλειστικά με την κοινότητα των αλεβί είναι του Altan Gokalp,
Tères rouges et bouches noires, Παρίσι 1980. Ο τουρκολόγος - ισλαμολόγος Altan Gokalp, αναλύοντας το κοινωνικοθρησκευτικό τοπίο της Τουρκίας, τοποθετεί την ετερόδοξη αυτή τάση των
αλεβί ανάμεσα στις τρεις κυρίαρχες συνιστώσες: Πρώτη συνιστώσα, η καθεστωτική λαϊκή - κοσμική - κεμαλική κληρονομιά ρήξης με το οθωμανικό ισλαμικό παρελθόν:
«Η κεμαλική ιδεολογία συνιστά θεσμικά, κοινωνιολογικά, πολιτικά και ιστορικά ένα κεντρικό «παράδειγμα» σε αλληλόδραση με τους δύο άλλους πόλους της κοινωνικο-θρησκευτικής διελκυστίνδας». Δεύτερη συνιστώσα,
η σουνίτικη πλειοψηφία είναι εκείνη η οποία διατρέχεται από τον ισλαμιστικό αναβρασμό και διεκδικεί την επιστροφή στον θρησκευτικό Νόμο, τη Sharia. Προπύργιο του σουνίτικου ισλαμισμού είναι τα αγροτικά βάθη της Ανατολίας (που έμειναν άθικτα από τους εκκοσμικευτικούς κεμαλικούς νόμους από άγνοια και αδράνεια και όχι επειδή αντιστάθηκαν).
Οι αλεβί συγκροτούν την τρίτη συνιστώσα, στην οποία αρκετοί δίνουν βαρύνουσα - ισότιμη - σημασία ως αποτελεσματικό αντίβαρο στον σουνίτικο φονταμενταλισμό. Η κοινότητα των Τούρκων κατά κανόνα, αλλά και των Κούρδων, Αλεβί-Μπεχτασί σιίτικής παράδοσης, διαφέρει σημαντικά από τους πέρσες σιίτες (αν και κατηγορήθηκαν στο παρελθόν ως πράκτορές τους). Με εκατομμύρια πιστών αποτελούν, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του GokaIp, περίπου το 1/4 του συνολικού πληθυσμού της χώρας.
Πρέπει να σημειωθεί ότι ο αλεβιτισμός δεν έχει εθνοτική ταυτότητα. Ακόλουθους του αλεβιτισμού συναντάμε σε πολλές εθνοτικές ομάδες στην Τουρκία (Τουρκομάνους, Κούρδους, Αμπντάλ κ.τ.λ.). Ο αλεβιτισμός στις περισσότερες περιπτώσεις υπερβαίνει τα όρια των εθνοτικών σχηματισμών.
Ένας τούρκος αλεβίτης βρίσκεται πιο κοντά στον κούρδο ομόδοξό του παρά στο σουνίτη ομοεθνή του και το αντίθετο. Δεν είναι μάλιστα καθόλου σπάνιο το φαινόμενο «αφύσικων» σουνιτικών κουρδοτουρκικών συμμαχιών στις περιπτώσεις των διώξεων εναντίον των αλεβιτών συμπατριωτών τους. Ο αλεβιτισμός αποτελεί την τουρκική ερμηνεία του σιιτικού Ισλάμ που συνδέεται με το Ιράν και την περσική ισλαμική εκδοχή. Οι σιίτες ήταν οι οπαδοί του εξάδελφου και γαμπρού του Προφήτη, του Αλί. Το όνομα Αλεβί, άλλωστε, σημαίνει ακριβώς αυτό: ακόλουθος του Αλί. Αμέσως μετά τον θάνατο του Μωάμεθ ξέσπασε διαμάχη για τη διαδοχή του. Ο Αλί υπήρξε ο χαμένος της υπόθεσης, καθώς μαζί με την ελπίδα της διαδοχής έχασε και τη ζωή του. Οι ακόλουθοί του αποσπάστηκαν από τον ισλαμικό σουνιτικό κορμό και αποτέλεσαν έκτοτε τους σιίτες. Το σιιτικό δόγμα υπήρξε η βάση του αλεβιτισμού και τα στοιχεία που διαφοροποιούν το τελευταίο από το σουνιτισμό δεν περιορίζονται μόνο στο δόγμα, αλλά και στην πράξη. Ο αλεβιτισμός αποτελεί και μορφή κοινοτικής οργάνωσης που διαθέτει μηχανισμούς επίλυσης των ενδοκοινοτικών διαφορών. Η ποικιλία των ονομάτων του είναι μεγάλη:
μπεκτασί, κιζιλμπάς, ταχτατζί κ.τ.λ., δεν πρέπει όμως να μας προκαλεί σύγχυση, καθώς όλοι αυτοί οι όροι ανταποκρίνονται απλώς σε ομαδοποιήσεις του ίδιου θρησκευτικού συστήματος που είχε ως εισηγητή του τη μυστηριώδη μορφή του
Χατζή Μπεκτάς. Ο Χατζή Μπεκτάς έζησε κάπου μεταξύ του 13ου και του 14ου αιώνα και τα γνωστά περιστατικά του βίου του αποτελούν ένα μείγμα αντιφατικών παραδόσεων που δεν μας επιτρέπουν να υποστηρίξουμε τίποτε με βεβαιότητα για τη δράση του. Ένα ακόμα στοιχείο διαφοροποίησης του αλεβιτισμού είναι η ιεραρχική του οργάνωση που περιλαμβάνει τέσσερις βαθμίδες μύησης (
ασίκης, δερβίσης, ντεντέ ή μπαμπά και ντεντέμπαμπα). Μέσα στον ίδιο τον αλεβιτισμό υφίσταται η διάκριση μεταξύ
μπεκτασήδων και αλεβιτών μπεκτασήδων. Σύμφωνα με τους δεύτερους, η ιδιότητα του αλεβίτη είναι αποκλειστικά κληρονομική και κανείς έξω από την κοινότητα δεν μπορεί να ενταχθεί στον αλεβιτισμό. Στους αλεβίτες, η τέλεση της θρησκευτικής λειτουργίας γίνεται κρυφά. Για το λόγο αυτό, οι αλεβίτες δεν πάνε αλλά και δεν έχουν τζαμιά. Κάθε άτομο είναι ενσωματωμένο σε ένα δίκτυο αλληλεξαρτήσεων που τα συνδέει ως πραγματικούς κοινωνούς.
Η εσωτερική συνοχή των θρησκευτικών κοινοτήτων εξασφαλίζεται από την ύπαρξη ενός Nτεντέ που είναι ό,τι πιο κοντινό διαθέτουν οι αλεβίτες στο θεσμό του ιερατείου. Εναλλακτική ονομασία για τον Ντεντέ είναι Οτσάκ Ζαντέ. Πρόκειται για τον επικεφαλής μιας «εστίας» πνευματικής δραστηριότητας, μιας συγκεκριμένης κοινότητας αλεβιτών που μπορούν να κατοικούν σε τόπους πολύ απομακρυσμένους από την έδρα του Ντεντέ τους. Αρχηγός της τοπικής κοινωνίας είναι ο Μπαμπά, που μπορεί να ταυτίζεται με τον Ντεντέ, υπό την εξουσία του οποίου συνάπτονται ειδικοί δεσμοί μεταξύ παντρεμένων ζευγαριών που κατά κάποιο τρόπο αδελφοποιούνται. Η παραβατική και η ανήθικη συμπεριφορά ελέγχεται ενδοκοινοτικά μέσω του δικαστικού θεσμού του σοργκού αγινί. Τα παραπτώματα κρίνονται «πρωτοδίκως» από το κοινοτικό αυτό δικαστήριο και εν συνεχεία εξετάζονται μία φορά το χρόνο από την ετήσια συγκέντρωση που ονομάζεται αγίν-ι τσεμ και μπορεί εν ανάγκη να επιβάλει την προσωρινή έξωση των μελών της κοινότητας που αρνούνται να συμμορφωθούν. Πέρα από τη δικαστική λειτουργία στην ιεροτελεστία του αγίν-ι τσεμ (μυστηρίου της ένωσης) εκτυλίσσεται το μυστήριο της «αδελφοποίησης» που προαναφέραμε, κατά το οποίο
δύο νεοφώτιστοι άνδρες μαζί με τις συζύγους τους ενώνονται μυστικιστικά . Η ιεροτελεστία αποτέλεσε το έναυσμα για την επινόηση πολλών συκοφαντιών και ανυπόστατων κατηγοριών που περιλάμβαναν φανταστικές αιμομιξίες, μαγγανείες και ακολασίες.
Τα διαβόητα «μουμ σεντί», τα κοινοτικά όργια στα οποία υποτίθεται ότι επιδίδονται οι αλεβίτες, αποτέλεσαν κοινό τόπο στα σουνιτικά στερεότυπα γι’ αυτούς τους ετερόδοξους μουσουλμάνους. Το παρωνύμιο που τους αποδόθηκε είναι «μουμ σεντιρενλέρ» (αυτοί που σβήνουν τα κεριά και συνεκδοχικά αυτοί που παίρνουν μέρος σε απόκρυφες ιεροτελεστίες). Οι αλεβίτες από την άλλη, εξαιτίας αυτής της συκοφαντικής πρακτικής χαρακτηρίζουν τους σουνίτες με την ονομασία αγκζί καρά, ήτοι «μαύρο στόμα».
Όπως ήταν αναμενόμενο, η εχθρική στάση της σουνιτικής πλειοψηφίας, που εκδηλώθηκε μάλιστα ανοικτά με τη μορφή διώξεων ή ακόμα και σφαγών, ενίσχυσε την κοινοτική αλληλεγγύη των αλεβιτών και αύξησε τη συσπείρωσή τους .
Ο αλεβιτισμός υπήρξε στρατηγικός σύμμαχος του κεμαλισμού κατά τα πρώιμα στάδια των μεταρρυθμίσεων. Οι αρχές του θρησκευτικού κινήματος, προσέγγιζαν κατά παράδοξο τρόπο σε πολλά σημεία το κοινωνικοπολιτικό μοντέλο που επιθυμούσε να επιβάλει ο Κεμάλ. Η βελτιωμένη θέση της γυναίκας, η απόρριψη των υπερσυντηρητικών ηθικών αξιών και των ακραίων εξωτερικών χαρακτηριστικών του Ισλαμισμού, η έννοια της αλληλεγγυότητας ήταν χαρακτηριστικά της βιωμένης θρησκευτικότητας των αλεβιτών που προσαρμόζονταν εύκολα στο κεμαλικό κήρυγμα. Ο κεμαλισμός αποπειράθηκε έντεχνα να εκμεταλλευτεί αυτές τις εκλεκτικές συγγένειες για να εξυπηρετήσει τους σκοπούς του, αλλά σύντομα η σχέση αυτή με τον αλεβιτισμό θυσιάστηκε στο βωμό των εσωτερικών αντιφάσεων του καθεστώτος. Ο Κεμάλ απέδωσε σημασία στη διαμόρφωση μιας νέας εθνικής συνείδησης για το τουρκικό κράτος που οραματιζόταν να δημιουργήσει. Το Έθνος-Κράτος είχε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και ο
σουνιτισμός, ως θρησκευτική εκδήλωση της πλειοψηφίας, επιλέχθηκε ως δομικό στοιχείο της νέας εθνικής ταυτότητας. Ο αλεβιτισμός αποτελούσε λοιπόν απόκλιση, μια παραφωνία που έπρεπε να εκλείψει στο όνομα της αφομοίωσης. Η παρουσία του ακύρωνε το ιδεολόγημα του Έθνους-Κράτους και καθώς είχε εξυπηρετήσει τον σκοπό του ήταν πλέον καιρός να φύγει από τη μέση. Το ιστορικό των διώξεων εναντίον των αλεβιτών χρονολογείται ήδη από τα πρώτα χρόνια της εμφάνισής του και είχε εν μέρει θρησκευτικό και εν μέρει πολιτικό χαρακτήρα.
Για τους ορθόδοξους σουνίτες, οι αλεβίτες είναι «χειρότεροι από τους άπιστους». Το 1513 ο Σουλτάνος Σελίμ Α΄ ο «Τρομερός» βασάνισε και εκτέλεσε 40.000 αλεβίτες ηλικίας από 7 έως 70 ετών. Οι πιο πρόσφατες διώξεις διατηρούν τη θρησκευτική τους βάση, αλλά ενεργοποιούν παράλληλα και άλλα ιδεολογικά αντανακλαστικά του τουρκικού εθνικισμού.
Τα γεγονότα της Σεβάστειας όπου δολοφονήθηκαν σαράντα αλεβίτες κατά τη διάρκεια ποδοσφαιρικού αγώνα, η σφαγή του Καραμάν Μαράς στη δεκαετία του ’70, η πυρπόληση ενός ξενοδοχείου πάλι στη Σεβάστεια το 1993 που οδήγησε σε φρικτό θάνατο 37 άτομα και πάμπολλα άλλα παραδείγματα, κατέδειξαν με τραγικό τρόπο ποια είναι τα αποτελέσματα της
συνεργασίας των κρατικών αρχών με τα ακραία εθνικιστικά και ισλαμιστικά στοιχεία.
Οι αλεβίτες αντιμετωπίζονται ως αιρετικοί από το σουνίτικο Ισλάμ, που κατά κανόνα σημαίνει ως μη-μουσουλμάνοι. Η σιίτικη γνωστική έμπνευση της θρησκείας τους και οι ιδιαιτερότητες του τυπικού διαμορφώνουν ορισμένα από τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά της ετερότητας και των πρακτικών τους. Μάχονται ενάντια στον σουνίτικο φανατισμό και ολοκληρωτισμό. Η θρησκευτική τους ενδοστρέφεια και κυρίως η ιστορική τους αντιπαλότητα με τη σουνίτικη πλειοψηφία, τους κάνει ιδιαίτερα δεκτικούς στον κεμαλικό διαχωρισμό ανάμεσα στην έκφραση πίστης τους στον ιδιωτικό χώρο και την παρουσία τους στο δημόσιο χώρο.
Η στάση τους αυτή επέδρασε στην προσαρμοστικότητά τους ως μετανάστες στις μεγάλες πόλεις της Τουρκίας, αλλά και στη Γερμανία. Σύμφωνα με κοινωνιολογικές μελέτες, η αδιαφορία τους για τις ορθόδοξες μουσουλμανικές συνήθειες προκαλεί τις αντιδράσεις των σουνιτών-μεταναστών. Για τους αλεβί, η θρησκεία είναι κάτι περισσότερο από πίστη: είναι λόγος ύπαρξης - «γεννιέται κανείς αλεβί αλλά δεν γίνεται» - μοτίβο που επαναλαμβάνει σε όλες τις σχετικές μελέτες του ο Gokalp. Είναι επομένως μια θρησκεία χωρίς προσηλυτισμό και χωρίς στρατολογίες. Οι διαχρονικές αντιθετικές σχέσεις με την ορθόδοξη σουνίτικη παράδοση έχουν διαμορφώσει ένα αντίβαρο στον ισλαμιστικό φονταμενταλισμό. Και όμως για χάρη αυτής της συντηρητικής ορθόδοξης ισλαμικής πλειοψηφίας, οι κεμαλιστές δεν επέτρεψαν στους αλεβί να συμμετέχουν στα υψηλά κλιμάκια της εξουσίας και του στρατού. Όσες φορές οι αλεβί απαίτησαν είτε την κατάργηση της κατήχησης στο Κοράνι, με βάση αποκλειστικά τους σουνίτικους κανόνες, είτε τη διάλυση της διεύθυνσης θρησκευτικών υποθέσεων, εφόσον δεν περιελάμβανε υποδιεύθυνση για τις ετερόδοξες τάσεις, δεν εισακούστηκαν. Ένα τελευταίο στοιχείο ιδεολογίας αξίζει να επισημανθεί: Σύμφωνα με μελετητές, οι αλεβίτες στο συλλογικό υποσυνείδητό τους αισθάνονται ως παραμελημένη και διωκόμενη θρησκευτική μειονότητα, που τείνει να αυτοπροσδιορίζεται ως μη προνομιούχα κοινωνική ομάδωση. Ένας πρόσθετος λόγος που η παρουσία τους ανησυχεί τις ιθύνουσες ομάδες είναι
οι δεσμοί των αλεβί με τους αλαουίτες της Συρίας, και επομένως το ενδεχόμενο ενεργοποίησής τους σε περίπτωση γενικότερης αποσταθεροποίησης της Τουρκίας.
Κούρδοι
Η γλώσσα τους, ξεχωριστός κλάδος της ινδοευρωπαϊκής γλωσσικής οικογένειας, συγγενεύει περισσότερο με την επίσης ινδοευρωπαϊκή «κλιτική» περσική ενώ δεν έχει καμία συγγένεια με την «συγκολλητική» ουραλοαλταϊκή τουρκική γλώσσα της οποίας η προέλευση, η δομή και η μορφολογία είναι τελείως διαφορετικές. Παρά την πασιφανή διαφορετική καταγωγή των Κούρδων, ήδη από τη δεκαετία του 1930 το κεμαλικό κράτος είχε αποπειραθεί να διαγράψει την ιδιαίτερη κουρδική ταυτότητα χαρακτηρίζοντάς τους στα επίσημα κρατικά κείμενα με τον παραπλανητικό ευφημισμό,
«ορεσίβιοι Τούρκοι» και οι ευφημισμοί δεν σταμάτησαν εκεί. Κατά τη δεκαετία του 1980 οι «ορεσίβιοι Τούρκοι» είχαν πλέον μετατραπεί σε
«ανατολικούς Τούρκους».
Ο πολυπληθέστερος εθνοτικός σχηματισμός στην Τουρκία είναι οι Κούρδοι .
Μια διευκρίνιση για τη χρήση της ορολογίας είναι απαραίτητη σε αυτό το σημείο. Μιλώντας κανείς για τους Κούρδους βρίσκεται πλέον σε αμηχανία αν θα πρέπει να τους κατηγοριοποιήσει ως εθνοτική ή εθνική ομάδα. Παρά την απουσία ενός οργανωμένου κουρδικού κράτους που θα αποτελούσε την εθνική εστία αναφοράς για τους κουρδικούς πληθυσμούς -βρίσκονται διεσπαρμένοι μεταξύ τριών διαφορετικών κρατών Ιράν, Ιράκ, Τουρκία, χωρίς να αναφερθούμε στις σημαντικότατες κοινότητες της κουρδικής διασποράς- είναι πλέον δυνατόν να μιλήσει κανείς για μία αναδυόμενη εθνική συνείδηση συμβατή με τους κλασικότερους ορισμούς της έννοιας. Σύμφωνα με τους μετριοπαθέστερους υπολογισμούς, ο αριθμός τους στην τουρκική επικράτεια ανέρχεται σε 5 εκατομμύρια. Οι μεγαλύτερες συγκεντρώσεις τους εντοπίζονται σε έντεκα από τις νοτιοανατολικές επαρχίες της Τουρκίας, αν και η εικόνα της γεωγραφικής διασποράς τους δεν είναι τόσο απλή όσο φαντάζει εν πρώτοις . Οι
σουνίτες Κούρδοι σύμφωνα με τα εγκυρότερα υπάρχοντα στοιχεία εντοπίζονται στις επαρχίες Χακάρι, Βαν, Σιίρτ, Μπιτλίς, Μους, Ντιγιάρμπακιρ, Ούρφα. Μικρότερης πυκνότητας σουνιτικοί πληθυσμοί βρίσκονται στις επαρχίες Καρς, Μαρντίν, Μπινγκιέλ, Ερζερούμ, Ελαζίγκ, Τουντσελί, Ερζινκάν, Αντιγιαμάν, Μαλάτια, Γκαζιαντέπ, Κ. Μαράς, και Χατάι. Για τους
αλεβίτες Κούρδους τα στοιχεία φανερώνουν την ύπαρξη συμπαγών πληθυσμών στις επαρχίες, Μπινγκιέλ (ιδιαίτερα στις υπο-επαρχίες Κάρλιοβα και Κιί), Τουντσελί, Ερζινκάν, Σιβάς (Σεβάστεια;), Γιοζγκάτ, Ελαζίι, Μαλάτια, Κ. Μαράς (ιδιαίτερα στο Ελμπιστάν και το Παζαρτσίκ) και Καϊζερί (Πινάρμπασι, Σαρίζ και Τομαρζά). Διάσπαρτοι πληθυσμοί αναφέρονται στις επαρχίες Αντιγιαμάν, Γκαζιαντέπ, Χατάι, Κιρσεχίρ, Νεβσεχίρ, Σαμψούντα και Τοκάτ. Οι κοινότητες των
Γεζίντι εντοπίζονται κοντά στα σύνορα με τη Συρία και το Ιράκ. Σε πρόσφατες περιόδους (κατά τελευταία 30 χρόνια), σύμφωνα με στοιχεία των Γεζίντι της διασποράς,
μεγάλος αριθμός χωριών καταστράφηκε ή καταλήφθηκε από Τούρκους μουσουλμάνους.
Από τα 121 χωριά των Γεζίντι που μαρτυρούνταν στην περιοχή, 48 υποτίθεται ότι εξακολουθούν να κατοικούνται. Η πλειονότητα των Κούρδων έχει την αίσθηση ότι ανήκει σε μία διακριτή εθνοτική ομάδα , ετεροπροσδιοριζόμενη σε σχέση με τις τουρκικές και χριστιανικές μειονότητες με τις οποίες συμβιώνει.
Θα ήταν όμως λάθος να υποστηρίξουμε ότι επικρατεί ομοφωνία ως προς την κουρδική ταυτότητα. Αν θεωρήσουμε τη γλώσσα ως ένα από τα βασικά στοιχεία που ορίζουν την εθνοτικότητα, είμαστε αναγκασμένοι να κάνουμε μερικές προκαταρκτικές επισημάνσεις. Η κουρδική γλώσσα είναι χωρισμένη σε αρκετές διαλέκτους. Η κυριότερη ομάδα διαλέκτων ονομάζεται Κιρμάντζι. Ένα κομμάτι του πληθυσμού της περιοχής χρησιμοποιεί τη γλώσσα
Ζαζά που έχει στενές συγγένειες με τα Ιρανικά με τα οποία συγγενεύει και η Κιρμάντζι. Συχνά
υπάρχει η τάση να θεωρείται η Ζαζά μία από τις διαλέκτους της Κουρδικής, αλλά κάτι τέτοιο είναι λάθος.
Ένας ομιλητής της Κιρμάντζι δεν είναι σε θέση να καταλάβει κάποιον που χρησιμοποιεί τη Ζαζά. Ένας ομιλητής της Ζαζά, ωστόσο, είναι συνήθως σε θέση να καταλάβει λίγα Κιρμάντζι. Την κατάσταση περιπλέκει ακόμα περισσότερο το γεγονός ότι
δεν είναι λίγοι εκείνοι που ενώ γνωρίζουν και χρησιμοποιούν μόνο τα Τουρκικά θεωρούν τους εαυτούς τους Κούρδους.
Η κουρδική ταυτότητα των ομιλητών της Ζαζά δεν γίνεται απ’ όλους αποδεκτή και συχνά η εθνοτική κατηγοριοποίηση αυτών των ανθρώπων είναι περισσότερο θέμα πολιτικής σκοπιμότητας.
Πολλοί πάντως είναι οι ομιλητές της Ζαζά οι οποίοι αυτοπροσδιορίζονται ως Κούρδοι. Η σύγχυση αναφορικά με την ταυτότητά τους επιτείνεται μεταξύ άλλων και από τις προσπάθειες των κούρδων εθνικιστών να τους εμφανίσουν ως Κούρδους προκειμένου να παρουσιάσουν μια διαστρεβλωμένη εικόνα της δημογραφίας της περιοχής. Ίσως να μοιάζει ειρωνικό, αλλά η επίσημη κρατική προπαγάνδα συνετέλεσε κι αυτή στην ταύτιση των «Ζαζά» με τους Κούρδους θεωρώντας τους κομμάτι του ίδιου «προβλήματος». Οι σουνίτες ομιλητές της Ζαζά στο παρελθόν αισθάνονταν αρκετά διακριτοί από τους αλεβίτες ομογλώσσους τους, ώστε να συμμετέχουν σε διώξεις εναντίον τους,
αν και κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να ισχύει πλέον. Οι σουνίτες Κούρδοι από την πλευρά τους αναγνωρίζουν την ύπαρξη πολιτισμικών, αλλά ακόμα και φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών που τους διαφοροποιούν από τους σουνίτες ομιλητές της Ζαζά.
Σύμφωνα με τον Martin M. van Bruinassen, οι περισσότεροι Κούρδοι, αν και έχουν ισχυρή συνείδηση συμμετοχής σε ξεχωριστή εθνοτική ομάδα -που τους διαφοροποιεί ιδιαίτερα απ’ τους Τούρκους- δεν έχουν καταλήξει σε μια κοινά αποδεκτή απ’ όλους συναντίληψη ως προς το τι συνιστά αυτή την εθνοτική ταυτότητα και ως προς το πού χαράσσονται τα σύνορα της εθνοτικής τους ομάδας. Ένας κάπως χαλαρός λειτουργικός ορισμός, τον οποίο θα αποδέχονταν οι περισσότεροι κούρδοι εθνικιστές και που προτείνει ο Bruinassen, είναι ο ακόλουθος:
«Κούρδοι είναι όλοι οι ιθαγενείς που ομιλούν διαλέκτους που ανήκουν στις ιρανικές γλώσσες Kurmanchi ή Zaza, όπως επίσης όλοι εκείνοι που ομιλούν την τουρκική γλώσσα αλλά που διατείνονται πως κατάγονται από οικογένειες που μιλούσαν τις ως άνω διαλέκτους και που ακόμη (ή πάλι) θεωρούν τον εαυτό τους ως Κούρδο». Βλ. Martin M. van Bruinassen, «The Ethnic identity of the Kurds» στο Peter Alford Andrews,
Ethnic Groups in the Republic of Turkey, ό,π. σ. 613.
συνεχίζεται ...