Γκουερινο 4 έγραψε: 07 Νοέμ 2021, 13:39
Τελικά οι βησσοι είναι η λύση δια κάθε νόσο και κάθε μαλακια που συνέβη στον βαλκανικό χωρο
εσύ τώρα, γιατί ρίχνεις έλαιον στο πυρ;
Α.
βησσοι = αυτοι που ζουν στο βάθυ δάσος, λαγκάδα, χαράδρα. Δρυμώδης
βησσα = βασσα
1.
βαθύ, δρυμώδη,
2. είδος ποτηριού που είναι
βαθύ πλατύ στο κάτω μέρος και στενό στο επάνω.
Lat. bassus =
βαθύς, χαμηλός, κοντός
Γάλλικα. Bas =
βαθύ, χαμηλό.
..., παρ’ Ὁμήρῷ κατὰ τὸ πλεῖστον, οὔρεος ἐν
βήσσῃσι ἐν ταῖς ὀρειναῖς κοιλάσι, Ἱλ. Γ. 34
...,παρ’ taxalataxalasῷ, ..τσι φάπες σε ταράσσω. τσαί με του *τσόνου τ' έντερα, χορδίην θε να φτιάσσω. μεθυπινών να καθημι, να παίζω κόντρα Bάσσο...
πολλά παράγωγα...
Β.
βηχός, ὁ και ἡ (
βήσσω), βήχας, βήξιμο, σε Θουκ.
από το "βαθύ[/b] πλατύ στο κάτω μέρος και στενό στο επάνω" έρχεται ο αέρας που βγάζουμε στον
βήχα - βησσα
burkhan . μπουρκχαν
τραχανοστεππάδες καμπαμποζκιρτζίδες

άντε πάλι...
στεππα = stepa [latin]. estepa. steppan. steppen. step. степь = στε ππα
'ste [εις τι = εστι] + π [προσδιοριστικό, που] + πα = παρα
αποκοπή της πρόθεσης παρά («πα Δάματρα», επιγρ.).
πᾳ (Α) (δωρ. τ. αντί ὅπου) βλ. όπου.
στεππα = εις οπου πα [ραπερα] = πιο
περακειθε από ό
που είμα
στε και πατούμε. Σε κάθε βήμα συμβαίνει αυτό. Οπότε ο βηματισμός έγινε στέππειν και έδωκε τα παράγωγα στις κελτικαί και γερμανικαί γλωτται.
έλα Pertinax! κράξ' α' τσι φίλεσου, να πάμε για στέππειν τσι βησσούς. Ειν' τανυπέηδες. Θα σ' αρές......αχχχχ!
εγώ λέω τα τρελά μου μεθυσμένος με
οινον εν γύαλον βασσαν, κάργοις.
ΙΕ κάργιες. [Coloeus monedula]
για να δούμε τι λένε οι αλλοθεν καθ[οδ]ηγηται.
*step-βήμα (v.)
[/b]Παλαιά αγγλικά
steppan (αγγλικά),
stæppan (δυτικά σαξονικά)
"take a step," από τα δυτικογερμανικά *stap- "tread" (πηγή επίσης των παλαιών Frissian stapa, μεσαίων ολλανδικών, ολλανδικών stappen, παλαιών υψηλών γερμανικών stapfon, γερμανικών stapfen "step"),
from PIEελληνική root *stebh- "post ,
στέλεχος·
στηρίξω, το
ποθετώ
σταθερά ε
πάνω» (βλ. προσωπικό (ν.· πηγή επίσης παλαιοεκκλησιαστικής σλαβονικής stopa «βήμα, ρυθμός», στεπένι «βήμα, βαθμός»). Η έννοια είναι ίσως «
πατώντας γερά· ένα πόδι». Στέπς 'κει. Στέπσκι. Stepski. степски.
Ρίζα όλων το Ρώσσικο степь . στεπ
*step (v.)
Old English
steppan (Anglian),
stæppan (West Saxon)
"take a step," from West Germanic *stap- "tread" (source also of Old Frisian stapa, Middle Dutch, Dutch stappen, Old High German stapfon, German stapfen "step"),
from PIEελληνική root *stebh- "post, stem; to support, place firmly on" (see staff (n.); source also of Old Church Slavonic stopa "step, pace," stepeni "step, degree"). The notion is perhaps "
a treading firmly on; a foothold."
Ρίζα όλων το Ρώσσικο степь . στεπ Unknown origin. -άγνωστη προέλευση.
έτσι με μικρά γράμματα και στο τέλος αφού μας ζαλίσατε με την υπερβολική γνώση που εξεχύλισεν από τον μυελόν σας, περί τσι σοβαροφανέους επιστημονικοτατέους
πίστεως σας, αλλά τυγχάνει νάμαστέ τσι φυλης Ιαουρηνδίων τσ΄η πίστη σας ηττήται τσι δικήμας πο ναι το Πετούμενον Μακάριον Τέρρας.
και ναι μεν τον ετρώει η κατσίκα τον ταραμάν, αλλά δεν τον εφτύν τον κούκουτσον
Για να χομεν, καλη ξηγα, ανευ παρεξηγα.
Άγνωστη για σας.
έλεγα και εγώ. βρες λες ο Γκουερίνο να χει δίκιο που γελάει όλη την ώρα.
αμ πως να μην γελάει.
έλεος!.. τα σκώτια μας.....
Πολλά τα γνωστά άγνωστα για σας τους burkhan kababozkiridoglus. μπουρκχαν τραχαναόστεπαδες.
Γι άλλους είναι γνωστά αλλά δεν έχουν την μηχανή που κόβει "δειν άρια"
και κλάνουν τουμπεκί ψιλοκοφτόνανε.