Mitharadir έγραψε: 26 Δεκ 2020, 18:09
Ο θρησκευτικός χάρτης των εδαφών της μεγαλύτερης θρησκείας ανα περιοχή στα εδάφη της σημερινής Τουρκίας το 1084 μ.Χ πριν την εμφάνιση των Τούρκων
Και ο θρησκευτικός χάρτης των ίδιων εδαφών το 1784 μ.Χ μετά απο την υποδούλωση τους στους τούρκους
Ενώ οι χριστιανοί συνέχιζαν να αποτελούν μεγάλο μέρος του μικρασιατικού πληθυσμού, πιθανώς και την πλειοψηφία, ακόμα και στα μέσα του 13ου αιώνα, δυόμιση αιώνες αργότερα η θρησκευτική της φυσιογνωμία είχε μεταβληθεί. Όπως προκύπτει από τα πρώτα συγκεντρωτικά στοιχεία για τα φορολογήσιμα νοικοκυριά στην οθωμανική επικράτεια, τα οποία προέρχονται από την περίοδο 1520-35, ο χριστιανικός πληθυσμός (ελληνορθόδοξοι, γρηγοριανοί και συροϊακωβίτες) παρουσιάζεται να είναι σχεδόν αμελητέος στις περισσότερες μικρασιατικές περιοχές (πίνακας 1). Συμπαγείς χριστιανικοί πληθυσμοί συνέχιζαν να υπάρχουν σε ορισμένα μέρη της χερσονήσου, κυρίως στην επαρχία του Ντιάρμπακιρ (14,37 %)· αλλά πραγματικά χριστιανική περιοχή παρέμενε μόνο ο ανατολικός Πόντος, η επικράτεια του ελληνικού βασιλείου των Κομνηνών (Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας) που κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς το 1461 κι ενσωματώθηκε διοικητικά στην προϋπάρχουσα επαρχία του Ρουμ (γι’ αυτό 30,67% των νοικοκυριών του Ρουμ ήταν χριστιανικά).
Πίνακας 1 Αναλογία μουσουλμανικών και μη μουσουλμανικών φορολογήσιμων νοικοκυριών στη Μικρά Ασία και τα Βαλκάνια, 1520-35.
Πηγή: Barkan, 1957: 20, πίν. 1.
Σημείωση: Στον πίνακα δεν περιλαμβάνεται η περιοχή των Αδάνων, η οποία αποτελούσε διοικητικά μέρος της Συροπαλαιστίνης (επαρχία Αράπ).
Ομαδικοί εξισλαμισμοί στην ύπαιθρο
Τα πρώτα συγκεντρωτικά στοιχεία από τα οθωμανικά φορολογικά κατάστιχα που έχουμε στη διάθεσή μας, τα οποία προέρχονται από τις δεκαετίες του 1520 και ’30, δείχνουν ότι, με εξαίρεση τις περιοχές όπου είχαν εγκατασταθεί Τουρκομάνοι έποικοι, δηλαδή την ανατολική Βουλγαρία, ανατολική Θράκη, ορισμένα μέρη της Μακεδονίας και Θεσσαλίας , καθώς και τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, η βαλκανική ύπαιθρος παρέμενε χριστιανική (πίνακας 2).
Πίνακας 2 Αναλογία μουσουλμανικών και μη μουσουλμανικών φορολογήσιμων νοικοκυριών στις βαλκανικές επαρχίες (Ρούμελη), 1520-35.
Πηγή: Barkan, 1957: 32, πίν. 6.
Σημείωση: Ο πίνακας δεν περιλαμβάνει στοιχεία για την Κωνσταντινούπολη.
Από τα μέσα του 17ου αιώνα τα πράγματα αλλάζουν και η διαδικασία εξισλαμισμού ενισχύεται στη βαλκανική ύπαιθρο. Σύμφωνα με τον Άντον Μίνκοφ , στον οποίο οφείλουμε την πιο πρόσφατη επισκόπηση του ζητήματος, ο εξισλαμισμός πήρε μεγάλες διαστάσεις, με αποτέλεσμα στις αρχές του 18ου αιώνα περίπου το 40% του πληθυσμού των Βαλκανίων να είναι μουσουλμάνοι. Το ποσοστό φαίνεται υπερβολικό και σίγουρα δεν τεκμηριώνεται από τα στοιχεία που παραθέτει ο Μίνκοφ. Οι αξιόπιστες μαρτυρίες για αθρόους εξισλαμισμούς στην ύπαιθρο αφορούν τον 18ο αιώνα, και κατά κύριο λόγο το δεύτερο μισό του. Γι’ αυτό άλλωστε θορυβείται κι η Εκκλησία, η οποία προσπαθεί να αντιδράσει με κάθε μέσο στη συρρίκνωση του ποιμνίου της. Τα κηρύγματα του Νεκτάριου Τέρπου (†1740 ή 1741), οι περιοδείες του Κοσμά του Αιτωλού (†1779), αλλά και η ανάδειξη των νεομαρτύρων σε πρότυπα πίστης και ηρωισμού από τον κύκλο των κολλυβάδων τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα, έχουν τον ίδιο κύριο στόχο:
την ανάσχεση του εξισλαμισμού.
Οφείλουμε ωστόσο να επισημάνουμε ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να κάνει κανείς ασφαλείς εκτιμήσεις για τη δημογραφική εικόνα των οθωμανικών επαρχιών τον 17ο και 18ο αιώνα. Εκείνη την εποχή δεν συντάσσονταν γενικά απογραφικά κατάστιχα για όλη την επικράτεια, όπως γινόταν τους προηγούμενους αιώνες, γι’ αυτό τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας είναι αποσπασματικά και κατά κανόνα αφορούν μόνο τους χριστιανούς. Η έρευνα των φορολογικών καταστίχων που σώζονται δεν έχει ακόμη προχωρήσει ικανοποιητικά. Το ζήτημα περιπλέκεται επίσης από το γεγονός ότι σε πολλές περιπτώσεις οι εκτιμήσεις για τον χρόνο εξισλαμισμού του ενός ή του άλλου χωριού έχουν βασιστεί σε τοπικές παραδόσεις ή σε αστήρικτες υποθέσεις (ενδεικτική είναι η περίπτωση των Βαλλαάδων που εξετάζεται στο Καλινδέρης, 1977).
Στην Αλβανία και την Ήπειρο οι τελευταίοι χριστιανοί σπαχήδες ασπάστηκαν το ισλάμ στα τέλη της δεκαετίας του 1630 όταν τέθηκαν στο δίλημμα να εξισλαμιστούν ή να χάσουν τα τιμάριά τους. Το άνοιγμα του στρατιωτικού επαγγέλματος, άρα και της δυνατότητας ένταξης στην προνομιούχο τάξη των ασκερί, σε μουσουλμάνους εθελοντές από την τάξη των ραγιάδων οδήγησε πολλούς στην επιλογή της αλλαξοπιστίας. Χαρακτηριστική ως προς αυτό είναι
η περίπτωση της Κρήτης, όπου η οθωμανική κατάκτηση (1645-69) συνοδεύτηκε –και εν μέρει υποστηρίχθηκε– από αθρόους εξισλαμισμούς νεαρών ανδρών που εντάσσονταν εθελοντικά στις τάξεις των γενιτσάρων . Αντίστοιχα φαινόμενα εθελοντικής κατάταξης στο στράτευμα με ταυτόχρονη προσχώρηση στο ισλάμ παρατηρούνται και στη
Βουλγαρία .
Μια άλλη όψη του θεσμικού μετασχηματισμού αφορά τον κεφαλικό φόρο που πλήρωναν οι μη μουσουλμάνοι. Ο φόρος αυτός δεν ήταν φυσικά κάτι καινούριο. Εκείνο που έκανε τα πράγματα διαφορετικά τον 18ο αιώνα, σε σχέση με παλιότερες εποχές, ήταν η αλλαγή στον τρόπο είσπραξής του. Στόχος της σχετικής μεταρρύθμισης, η οποία εγκαινιάστηκε το 1691, ήταν ο εξορθολογισμός της διαδικασίας είσπραξης και η αύξηση των κρατικών εσόδων , πράγμα που γενικά επετεύχθη. Για τους χριστιανικούς πληθυσμούς της υπαίθρου, όμως, που είχαν συνηθίσει να δίνουν ένα κατ’ αποκοπή ποσό ως κεφαλικό φόρο, η αλλαγή του τρόπου υπολογισμού με βάση όχι τα νοικοκυριά αλλά τα άτομα (φορολογούνταν όλοι οι άνδρες και τα αγόρια από 12-14 χρονών και πάνω) και η απογραφή του άρρενα πληθυσμού που τη συνόδευσε, αποτελούσε μεγάλης κλίμακας αλλαγή, που
σε πολλές περιπτώσεις πολλαπλασίασε τη φορολογική επιβάρυνση. Δεν είναι τυχαίο ότι από τις
αρχές του 18ου αιώνα το άχθος του κεφαλικού φόρου εμφανίζεται συστηματικά στις πηγές ως λόγος εξισλαμισμού. Η προσπάθεια του Νεκτάριου Τέρπου ήταν να πείσει το ποίμνιό του ότι δεν άξιζε να χάσουν την ψυχή τους για «δύο άσπρα την ημέρα». Αντίστοιχες μαρτυρίες έχουμε και από τους ιεραποστόλους που δρούσαν την ίδια εποχή στις καθολικές περιοχές της βόρειας Αλβανίας (Zhelyazkova, 2002: 243), ενώ το ζήτημα θεματοποιείται και στα κηρύγματα του
Κοσμά του Αιτωλού αργότερα τον ίδιο αιώνα (Μενούνος, 2002: 186-87).
Σε αυτές τις συνθήκες, μεμονωμένες οικογένειες, αλλά και ολόκληρα χωριά, ή ακόμα και συστάδες χωριών στις πατρογραμμικά οργανωμένες κοινωνίες των ορεινών όγκων, βρέθηκαν να ασπάζονται το ισλάμ για να διαφυλάξουν τις περιουσίες τους ή τον έλεγχο σε ζωτικές πλουτοπαραγωγικές πηγές (για παράδειγμα βοσκότοπους), για να αποκτήσουν συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι ανταγωνιστών μέσα ή έξω από τις κοινότητές τους (εδώ έπαιζαν σημαντικό ρόλο και οι ενδοοικογενειακές έριδες για τα κτήματα ή τα κοπάδια), αλλά και από ανέχεια οι πιο αδύναμοι, για να γλιτώσουν τουλάχιστον την καταβολή του κεφαλικού φόρου που επιβάρυνε τους χριστιανούς.
Δυο περιπτώσεις από την Πελοπόννησο μπορούν να μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε καλύτερα τη συμπλοκή όλων αυτών των παραγόντων και το σε πόσο διαφορετικές καταστάσεις μπορούσαν να εκβάλουν.
Όπως αναφέρουν σε αίτησή τους προς τον κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια το 1828 οι κάτοικοι του χωριού Μπρίτζα (Πρίτζα), το χωριό ήταν μετόχι ενός –μάλλον μικρού– μοναστηριού, ενώ υπήρχαν και κάποια κτήματα που ανήκαν σε τέσσερις χριστιανικές οικογένειες. Ο εξισλαμισμός, το 1746, ενός χριστιανού της περιοχής, του Αχμέτη Χοντρολιά (δεν διευκρινίζεται αν ήταν από την Μπρίτζα ή από γειτονικό χωριό) συνοδεύτηκε από την καταπάτηση των κτημάτων του μοναστηριού και την εκδίωξη των χριστιανών κατοίκων. Ο Χοντρολιάς ήρθε μαζί με άλλους μουσουλμάνους κι εγκαταστάθηκε στο χωριό ως τσιφλικάς. Καταπατήσεις κτημάτων σαν κι αυτή μαρτυρούνται σε όλη τη βαλκανική ύπαιθρο εκείνη την εποχή, ιδίως στις πεδινές περιοχές, οπού βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη η διαδικασία τσιφλικοποίησης .
Σε μια άλλη περίπτωση, πάλι από αίτηση του 1828, αναφέρεται ο εξισλαμισμός, το 1770 αυτή τη φορά, τριών καταχρεωμένων αγροτικών οικογενειών στο χωριό Ασίμη. Το γεγονός δεν επηρέασε καταρχήν τους χριστιανούς συντοπίτες τους, οι οποίοι τους απομόνωσαν κοινωνικά. Δώδεκα χρόνια αργότερα, μην αντέχοντας άλλο την κατάσταση, οι εξισλαμισμένοι Ασιμιώτες πούλησαν τα κτήματά τους σε κάποιον Μουσταφά Ζαλούμη (πιθανόν ήταν ο μουσουλμάνος δανειστής τους) κι εγκατέλειψαν το χωριό. Τα κτήματα δόθηκαν σε μουσουλμάνους, ενώ ο Ζαλούμης βρήκε την ευκαιρία να εγκατασταθεί στο χωριό ως τσιφλικάς. Λίγο αργότερα άρχισε τις καταπατήσεις κι έτσι, μέσα σε δύο δεκαετίες, οι Ασιμιώτες έχασαν τις ιδιοκτησίες τους και μετατράπηκαν σε κολίγους . Συνέχισαν όμως να είναι χριστιανοί. Ήξεραν καλά ότι, στην περίπτωσή τους, η αλλαξοπιστία δεν θα άλλαζε την κατάστασή τους (ούτε θα μπορούσε να έχει αποτρέψει την καταπάτηση των γαιών τους από τον μουσουλμάνο προύχοντα) και προφανώς συμφωνούσαν με τον Νεκτάριο Τέρπο ότι δεν άξιζε να διακινδυνεύσουν την ψυχή τους μόνο και μόνο για να γλιτώσουν τον κεφαλικό φόρο.
Ακόμα πιο δραματική και ακραία, πάντα στα ίδια συμφραζόμενα, είναι η περίπτωση των χωριών στην περιοχή των Καραμουρατάδων ανατολικά της Πρεμετής στην Αλβανία, που το 1760 εξισλαμίστηκαν για να απαλλαγούν από την τυραννία που τους ασκούσαν οι μουσουλμάνοι της Πρεμετής και άλλων γειτονικών περιοχών. Οι κάτοικοι, σύμφωνα με τα όσα παραδίδει ο Φρανσουά Πουκβίλ (Pouqueville, 1826 ), αποφάσισαν να τηρήσουν με κάθε προσοχή τη νηστεία της Σαρακοστής και να παρακαλέσουν τον Θεό να τους γλιτώσει από τους τυραννικούς γείτονες· αν ο Θεός δεν εισάκουε τις προσευχές τους, θα προσχωρούσαν στο ισλάμ.

Πράγματι, ανήμερα το Πάσχα έδιωξαν τους ιερείς τους και προσχώρησαν ομαδικά στο ισλάμ, κάτι που στη συνέχεια επισημοποίησαν ενώπιον του καδή της περιοχής και ιμάμηδων. Μετά τον εξισλαμισμό, με την πρώτη αφορμή που τους δόθηκε, οι Καραμουρατάδες πήραν εκδίκηση εξαπολύοντας ένοπλη επίθεση

εναντίον των εχθρών τους, η οποία έμεινε παροιμιώδης για την αγριότητά της.
Αξίζει να προσέξουμε εδώ τη λειτουργία που είχε το μεσοδιάστημα της «παρακλητικής διορίας», πριν από τη θρησκευτική μεταστροφή των κατοίκων. Επρόκειτο για έναν μηχανισμό που επιβεβαίωνε την ορθότητα του εγχειρήματός τους και τους απάλλασσε από ενοχές για την εγκατάλειψη της πίστης τους. Παράλληλα, εγγραφόταν σε ένα πολιτισμικό περιβάλλον που απαιτούσε την ανταποδοτικότητα, κάτι πολύ χαρακτηριστικό για περιοχές και πληθυσμούς που οργάνωναν τις κοινωνικές τους σχέσεις με επίκεντρο την έννοια της τιμής.
(...)
Είδαμε πιο πάνω την περίπτωση της ομαδικής αλλαξοπιστίας στα χωριά των Καραμουρατάδων το 1760, ενός αγροτοκτηνοτροφικού πληθυσμού, η οποία πυροδοτήθηκε μεν από τις επιδρομές και τις διαρπαγές των μουσουλμάνων γειτόνων τους, έγινε όμως εφικτή επειδή έχασαν την πίστη τους στον Θεό που δεν τους συνέδραμε.
Αντίθετα, την ίδια εποχή οι κάτοικοι της Μοσχόπολης (επίσης Βοσκόπολη, σημερινή Voskopojë στην Αλβανία), μιας ανθηρής εμποροβιοτεχνικής πόλης που ήταν θρησκευτικό και πνευματικό κέντρο, με ελληνικό γυμνάσιο και τυπογραφείο, όταν είδαν να απειλούνται από τις απαιτήσεις των μουσουλμάνων τοπαρχών και να κινδυνεύουν από ληστρικές επιδρομές, προτίμησαν να εγκαταλείψουν την πόλη και να μεταναστεύσουν. Ακόμα κι οι λίγοι που απέμειναν, «εκείνοι που δεν είχαν τον τρόπο να φύγουν», όπως γράφουν το 1791 οι Δημητριείς στη Γεωγραφία Νεωτερική (Φιλιππίδης και Κωνσταντάς), δεν αλλαξοπίστησαν, αλλά προσπάθησαν να τα βγάλουν πέρα όσο καλύτερα μπορούσαν, όπως άλλωστε κι οι Ασιμιώτες στο παράδειγμα από την Πελοπόννησο.
Εξισλαμισμούς βρίσκουμε σε όλες τις οθωμανικές επαρχίες, ωστόσο είναι λίγες οι περιοχές όπου η αλλαξοπιστία ανέτρεψε τη χριστιανική πληθυσμιακή πλειονότητα. Μία απ’ αυτές είναι η Ροδόπη. Η παλαιότερη βουλγαρική ιστοριογραφία απέδιδε τη θρησκευτική μεταστροφή στην περιοχή, όπως και σε άλλα μέρη της Βουλγαρίας, είτε στον μαζικό εποικισμό Τούρκων από τη Μικρά Ασία είτε στον βίαιο εξισλαμισμό των κατοίκων, ιδίως την περίοδο 1666-69. Όπως όμως έδειξε η αρχειακή έρευνα με βάση τα οθωμανικά φορολογικά κατάστιχα, καμιά από τις δύο ερμηνείες δεν ισχύει, ενώ τα χρονικά, στα οποία βασιζόταν η θέση για εξαναγκαστικό εξισλαμισμό τη δεκαετία του 1660, αποδείχθηκαν επινοήσεις του 19ου αιώνα. Ο εξισλαμισμός των κατοίκων της περιοχής (πρόκειται για τους προγόνους των σημερινών Πομάκων, των σλαβόφωνων μουσουλμάνων της Βουλγαρίας και της Ελλάδας) ήταν σταδιακός, ολοκληρώθηκε στη διάρκεια του 18ου αιώνα και δεν μπορεί να αποδοθεί σε κάποιο συγκεκριμένο επεισόδιο βίας.
Στους αλβανικούς πληθυσμούς, τόσο στην Αλβανία όσο και στις γειτονικές περιοχές (Κόσοβο, δυτική Μακεδονία, Ήπειρος), το ισλάμ εξαπλώνεται γοργά εκείνη την εποχή, ακολουθώντας γενικά μια πορεία από τον βορρά προς τον νότο,
κατά μήκος των ορεινών όγκων . Ο εξισλαμισμός των ορεσίβιων Αλβανών, σε αντίθεση με τους γείτονές τους (Σλάβους, Βλάχους, Έλληνες ή Αλβανούς) που παρέμειναν στην πλειονότητά τους χριστιανοί, έχει συχνά αποδοθεί στη θρησκευτική τους «αδιαφορία» –με αυτόν τον τρόπο ερμηνεύθηκαν επίσης οι διαδεδομένες πρακτικές συγκρητισμού και κρυπτοχριστιανισμού σε αυτούς τους πληθυσμούς. Ωστόσο δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί βάσιμα ότι οι άλλοι χωρικοί της εποχής ήταν περισσότερο πιστοί χριστιανοί ή γνώριζαν καλύτερα τα δόγματα της θρησκείας.
Η εξήγηση για την «αδιαφορία» των Αλβανών ορεσίβιων σε ζητήματα θρησκείας θα πρέπει μάλλον να αναζητηθεί στην κοινωνική τους οργάνωση: επρόκειτο για πληθυσμούς οργανωμένους στη βάση πατρογραμμικών γενών που συνενώνονταν σε φυλές, και που οι κοινωνικές τους σχέσεις ρυθμιζόταν από σύνθετους κώδικες ανταπόδοσης που είχαν στο επίκεντρό τους την έννοια της τιμής. Η θρησκευτική πίστη ήταν σημαντικό στοιχείο ταυτότητας, προείχε όμως η νομιμοφροσύνη προς το γένος.
Από τα τέλη του 17ου, και κυρίως τον 18ο αιώνα, πολλά από αυτά τα γένη –ή κλάδοι τους που αποσχίστηκαν– ασπάστηκαν ομαδικά το ισλάμ για να αποκτήσουν συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών τους ή για να τους αντιμετωπίσουν με ίσους όρους. Σε αυτό το κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον, ο εξισλαμισμός ενός γένους ή μιας φυλής ήταν ικανός να πυροδοτήσει αλλεπάλληλους εξισλαμισμούς σε σχετικά μικρό χρονικό διάστημα. Πρέπει να σημειωθεί ότι διαδικασία εξισλαμισμού των αλβανόφωνων πληθυσμών συνεχίστηκε ακόμα και στο τέλος της οθωμανικής περιόδου .
Πρόοδο σημειώνει ο
εξισλαμισμός και στον Πόντο. Εκεί, σύμφωνα με την παράδοση, λίγο μετά τα μέσα του 17ου αιώνα πέρασαν στο ισλάμ μεταξύ άλλων τα χωριά της περιοχής του Οφ, με πρωτεργάτη τον ορθόδοξο επίσκοπο

. Ασχέτως του αν πρόκειται για μια επινοημένη
παράδοση που στόχο είχε να παρουσιάσει την προσχώρηση στο ισλάμ ως ένα συγκεκριμένο, προσωποποιημένο αφήγημα, ή αν η μεταστροφή στο ισλάμ υπήρξε περισσότερο βαθμιαία,
γεγονός παραμένει ότι, από τον ύστερο 17ο, και κυρίως στη διάρκεια του 18ου αιώνα, οι χριστιανοί του ανατολικού Πόντου δέχτηκαν τις πιέσεις των μουσουλμάνων τοπαρχών, των λεγόμενων ντερεμπέηδων, που αποκτούσαν ολοένα και μεγαλύτερη εξουσία όσο υποχωρούσε ο έλεγχος από την Κωνσταντινούπολη. Σε αυτές τις συνθήκες, κάποια χωριά βρέθηκαν να ασπάζονται το ισλάμ.
Η πρόοδος του εξισλαμισμού και οι πληθυσμιακές ανακατατάξεις που τη συνόδευσαν εντάσσονται στο πλαίσιο της προσπάθειας των χριστιανικών πληθυσμών του Πόντου να ενταχθούν σε δίκτυα τοπικών συμμαχιών που μπορούσαν να εξασφαλίσουν πολιτικά και οικονομικά πλεονεκτήματα . Το σύστημα οργάνωσης του πληθυσμού σε πατρογραμμικά γένη διευκόλυνε διαδικασίες συλλογικής λήψης αποφάσεων. Ένα παράδειγμα είναι ο εξισλαμισμός ενός μέρους του πληθυσμού της
περιοχής της Σάντας (νοτιοανατολικά της Τραπεζούντας), ο οποίος εμφανίζεται ως αποτέλεσμα μιας «κοινοτικής στρατηγικής» ώστε να εξασφαλιστεί η εκμετάλλευση των θερινών βοσκοτόπων (παρχάρια) τους οποίους διεκδικούσαν οι μουσουλμάνοι γείτονές τους. Σύμφωνα με την παράδοση, αυτές ήταν οι απαρχές του κρυπτοχριστιανισμού στην περιοχή .
Ωστόσο η πρόοδος του εξισλαμισμού στον ανατολικό Πόντο δεν οδήγησε τον χριστιανικό πληθυσμό σε περιθωριοποίηση. Κομβικό ρόλο στη συγκράτηση του εξισλαμισμού έπαιξε η συνεχής παρουσία των μεγάλων μονών, όπως εκείνη της Παναγίας Σουμελά, που με την οικονομική τους επιφάνεια και την πολιτισμική τους ακτινοβολία συγκροτούσαν κέντρα της ορθοδοξίας.
Την ίδια εποχή συνεχίζεται στην
Κρήτη η διαδικασία εξισλαμισμού που είχε ξεκινήσει κατά την κατάκτηση του νησιού (1645-69). Πολλοί ντόπιοι που επιζητούσαν να καταλάβουν θέσεις ισχύος στο πλαίσιο της νέας θεσμικής πραγματικότητας εντάχθηκαν στους κόλπους του ισλάμ και στις τάξεις των γενίτσαρων, συγκροτώντας τον πυρήνα των ελληνόφωνων Τουρκοκρητικών .

Το φαινόμενο αυτό είχε ιδιαίτερη δυναμική ήδη πριν και αμέσως μετά από την κατάληψη του Χάνδακα (Ηράκλειο), με την οποία τερματίστηκε ο πόλεμος, οπότε και μαρτυρούνται περιπτώσεις ομαδικού εξισλαμισμού . Τον 18ο αιώνα, ιδίως προς το τέλος του, σημείωσε νέα πρόοδο η προσχώρηση στο ισλάμ και μάλιστα, σύμφωνα με την παράδοση, εκ μέρους των κατοίκων ολόκληρων χωριών, που με αυτόν τον τρόπο
προσπαθούσαν να αντιμετωπίσουν με ίσους όρους τους μουσουλμάνους γείτονές τους. Και στην περίπτωση της Κρήτης μαρτυρείται η διαδικασία της «διορίας», που επισημάναμε ήδη για την Αλβανία. Ο ασπασμός του ισλάμ ακολουθούσε μετά την πάροδο ενός διαστήματος αναμονής για την εμφάνιση σημείων θείας παρέμβασης που θα βελτίωνε τη θέση των χριστιανών .
Τις παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης φαίνεται πως ο μισός πληθυσμός του νησιού ήταν πια μουσουλμανικός .
Είναι χαρακτηριστικό πως κάποιες από τις σημαντικότερες εστίες εξισλαμισμού στην ύπαιθρο εκείνη την εποχή
(Σπαθία, Κόσοβο, Πόντος) αποτέλεσαν τις κατεξοχήν περιοχές όπου τον 19ο αιώνα, σε ένα τελείως διαφορετικό θεσμικό και πολιτικό περιβάλλον,
εκφράστηκαν αιτήματα επιστροφής στον χριστιανισμό με το επιχείρημα της κρυπτοχριστιανικής ταυτότητας. H συγκριτική έρευνα των διαδικασιών εξισλαμισμού και, αργότερα, (επαν)εκχριστιανισμού, μας οδηγεί και πάλι στην υπόθεση πως, ειδικά σε περιοχές όπου τα πατριαρχικά γένη έπαιζαν κομβικό ρόλο στην κοινωνικοοικονομική οργάνωση, η θρησκευτική μεταστροφή, χωρίς να είναι με κανέναν τρόπο «υποκριτική», όπως θεωρήθηκε από δυτικοευρωπαίους παρατηρητές, ήταν αποτέλεσμα στρατηγικών ισχύος, επιβίωσης και αναπαραγωγής.
Νεστοριανοί ( Ασσυροχαλδαίοι )
Ιδιαίτερη είναι η περίπτωση της νεστοριανής Εκκλησίας, η οποία είχε συρρικνωθεί δραματικά τον 14ο αιώνα. Η οθωμανική κατάκτηση βρήκε την Εκκλησία να έχει επιβιώσει στην Άνω Μεσοποταμία, στους φυλετικά οργανωμένους πληθυσμούς που ζούσαν στο τρίγωνο μεταξύ Άμιδας (Ντιάρμπακιρ), Σαλμάς και Μοσούλης, και το αξίωμα του καθολικού να έχει γίνει κληρονομικό (από θείο σε ανιψιό). Στα μέσα του 16ου αιώνα
δημιουργήθηκε σχίσμα με αφορμή την άνοδο ενός ανήλικου στο αξίωμα

, το οποίο κατέληξε στη δημιουργία μιας ουνιτικής Εκκλησίας (χαλδαϊκή). Σταδιακά όμως οι ουνίτες, γνωστοί στις ευρωπαϊκές πηγές ως «χαλδαίοι» (σε αντίθεση με τους νεστοριανούς «ασσύριους»), απομακρύνθηκαν από τη Ρώμη. Ωστόσο η υπόθεση της ένωσης δεν τελείωσε εδώ, καθώς ο νεστοριανός κλάδος βρισκόταν ήδη από τις αρχές του 17ου αιώνα σε διαπραγματεύσεις με τη Ρώμη. Τελικά η ένωση προχώρησε μέσα από ένα νέο σχίσμα το 1667/8, με τον μητροπολίτη Άμιδας Ιωσήφ να δέχεται την καθολική ομολογία πίστεως και το 1681 να χρίζεται πατριάρχης. Έτσι, στα τέλη του 17ου αιώνα διαμορφώθηκαν τρεις κλάδοι της Εκκλησίας: το νεστοριανό καθολικάτο στο Αλκός (Alqosh) κοντά στη Μοσούλη, το λεγόμενο «ορεινό» νεστοριανό πατριαρχείο στα βουνά του Κουρδιστάν και το χαλδαϊκό ουνιτικό πατριαρχείο στο Ντιάρμπακιρ .
ΕΛΕΝΗ ΓΚΑΡΑ ( Επίκουρη Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Αιγαίου )
ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΖΕΔΟΠΟΥΛΟΣ ( Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών )
Χριστιανοί και μουσουλμάνοι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία .Θεσμικό πλαίσιο και κοινωνικές δυναμικές ( 2015 ).