7. Ἑρμηνευτικά σχόλια ἐπί τοῦ κειμένου
[α] Ἡ ταύτιση τῆς ἁγιότητος μέ τήν ἀγριότητα, προκύπτει ἀπό τό φιλόσαρκο φρόνημα τοῦ Καζαντζάκη, ἐξ αἰτίας τοῦ ὁποίου παρακάτω χαρακτηρίζει τήν πίστη ὡς «ἀνθρωποφάγο θεριό». Φυσικά, κατά τήν ἐκκλησιαστική Πίστη ἡ ἄσκηση δέν εἶναι ἀνθρωποκτόνος, ἀλλά παθοκτόνος: «ἡμεῖς οὐκ ἐδιδάχθημεν σωματοκτόνοι, ἀλλά παθοκτόνοι» (Ἀββᾶ Ποιμένος §183, Τό Γεροντικόν, ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ἐκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1981[3], σελ. 101). Οἱ φιλόσαρκοι φοβοῦνται καί μισοῦν τήν ἄσκηση, ἀπό ὑπερβολική συμπάθεια στό σῶμα τους.
[β] Τοῦτο ἀποτελεῖ ἔντεχνη δυσφήμηση! Ἡ ἀργία ἀπαγορεύεται αὐστηρῶς ἀπό τούς μοναχικούς κανονισμούς. Καί οἱ Καρουλιῶτες ἀσκητές, ὅπως ὅλοι οἱ Μοναχοί, εἶχαν ὑποχρεωτικῶς τό ἐργόχειρό τους καί δέν ἐξηρτῶντο ἀπό τήν φιλανθρωπία ἄλλων. Ἡ προμήθεια τῶν ἀναγκαίων γινόταν πράγματι ἀπό καλάθι γιά τά πιό ἀπόκρημνα κελλιά. Πρβλ. Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Ὅροι κατά πλάτος 37,1 PG 31, 1009C· «Ὅτι χρή ἐργάζεσθαι σπουδαίως, δῆλόν ἐστιν αὐτόθεν. Οὐ γάρ πρόφασιν ἀργίας, οὐδ’ ἀποφυγήν πόνου τόν τῆς εὐσεβείας σκοπόν ἡγεῖσθαι χρή, ἀλλά ὑπόθεσιν ἀθλήσεως, καί πόνων περισσοτέρων, καί ὑπομονῆς τῆς ἐν θλίψεσιν [...] οὐ μόνον διά τόν ὑπωπιασμόν τοῦ σώματος χρησίμου οὔσης ἡμῖν τῆς τοιαύτης ἀγωγῆς, ἀλλά καί διά τήν εἰς τόν πλησίον ἀγάπην, ἵνα καί τοῖς ἀσθενοῦσι τῶν ἀδελφῶν δι΄ ἡμῶν ὁ Θεός τήν αὐτάρκειαν παρέχῃ».
[γ] Προφανές ψεῦδος! Τά ἱστορικῶς γνωστά περιστατικά «ἀπονοίας» ἀσκητῶν ἀπό δαιμονική ἐνέργεια (βλ. ΑΝΔΡΕΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ, Γεροντικό τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τόμ. Β΄, Ἀθῆναι 1980, σελ. 107ἑἑ.), δέν ἐπαρκοῦν γιά νά ἐξασφαλίσουν τά πολυπληθῆ κόκκαλα πού χρειάζεται ὁ Καζ. γιά νά ζωγραφίσει τήν «ἁγιορειτική» εἰκόνα του τῶν ἀγρίων καί τρελλῶν ἀσκητῶν. Ἡ δαιμονική προπέτεια του Καζ. ἀποδεικνύται καί ἀπό τό ἑξῆς· σέ κάθε ἐπισκέπτη τοῦ Ἁγίου Ὄρους εἶναι γνωστή ἡ περισσή μέριμνα μέ τήν ὁποίαν φροντίζονται τά ὀστᾶ τῶν Μοναχῶν · ἀκόμη καί σέ περίπτωση πλανηθέντων Μοναχῶν, δέν θά ἐξετίθεντο τά ὀστᾶ τους παρερριμμένα εἰς τήν θέαν τῶν βλασφήμων, τύπου Καζαντζάκη.
[δ] Ἡ «ἀντι-νομοθέτηση», ἡ σύσταση νέου «θρησκευτικοῦ νόμου» ἀποτελεῖ κραυγαλέα ἀπόδειξη «ἀντι-χριστισμοῦ» (διότι «εἷς ἐστιν ὁ νομοθέτης καί κριτής», Ἰακ. 4,12, ἐνῷ ὁ Ἀντίχριστος «ὑπονοήσει τοῦ ἀλλοιῶσαι καιρούς καί νόμον», Δαν. 7,25)· ἄλλωστε καί τό νά ἐπικρίνουμε ἁπλῶς τόν πλησίον ἀποτελεῖ ἁρπαγή τῆς κρίσεως τοῦ Θεοῦ (Εὐεργετινός Γ΄, §2, 6 «ὁ κρίνων τόν ἕτερον ἤτοι τόν πλησίον τό ἀξίωμα τοῦ Κριτοῦ ἥρπασε, καί ἀντίχριστος ὁ τοιοῦτός ἐστιν» - ἁγίου Ἀναστασίου τοῦ Σιναΐτου). Πόσο λοιπόν μᾶλλον τό νά κρίνουμε τούς θεϊκούς νόμους.
[ε] Ὁ Καζ. μολονότι στό Ἅγιον Ὄρος, δέν μπόρεσε νά ἀποκτήσει τόν φυσικό ἀνθρώπινο σεβασμό γιά ἀνθρώπους πραεῖς, πνευματοφόρους, πού προσεύχονται ἀνιδοτελῶς καί μέ ἔμπονη καρδιά γιά ὅλον τόν κόσμο· δέν μπόρεσε ἡ ἀμύητη καρδιά του εὔκολα νά θαυμάσει τήν ἀρετή τῶν ἀσκητῶν, πού ἐτέθησαν ἄντικρυς τῆς ζωῆς του («οἶδε γάρ καί πολέμιος θαυμάζειν ἀνδρός ἀρετήν»)· ἐφαρμόζεται ἐδῶ, ἀντιθέτως, τό τῆς Γραφῆς «βδέλυγμα ἁμαρτωλῷ θεοσέβεια» (Σοφ. Σειρ. 1,25). Ἡ ἀσκητική ζωή ἀποτελεῖ αὐτόματο ἔλεγχο τῶν φιλοσάρκων καί φιληδόνων ἀνθρώπων. Τό ὅτι ἡ προσέγγιση τοῦ Καζαντζάκη στή ζωή τοῦ Ἁγίου Ὄρους ὑπῆρξε ἐξ ἐπιπολῆς μαρτυρεῖται καί ἀπό τόν Πρεβελάκη, ὅτι δηλαδή «μένει στό γραφικό μέρος τῆς περιήγησης», χωρίς νά ἐνσωματώνει «τά οὐσιαστικά βιώματα τοῦ Ἁγίου Ὄρους» [32]. Σύμφωνα μέ τό ἀνέκδοτο ἁγιορειτικό ἡμερολόγιο τοῦ Καζ. (Νμβρης-Δβρης 1914), ὁ ἴδιος καί ὁ Σικελιανός, ὄντας στό Ἅγιον Ὄρος - ὅπου ἐπῆγαν ἤδη ἐμφορούμενοι ἀπό τόν πόθο νά «δημιουργήσουν θρησκεία» - διάβαζαν ταυτόχρονα Dante, Βούδα καί Εὐαγγέλιο [33].
[στ] καί [ζ] Ἡ γνωστή σέ ὅλους «γλυκιά ξεπνεμένη φωνή» καί ὑποδοχή ἐκ μέρους ἑνός ἀσκητῆ ἔρχεται σέ ἀντίθεση μέ τήν «ἀγριότητα» πού περιέγραψε ὁ Καζ.· ἀγριότητα ἔχουν οἱ ἀγνωιστές τοῦ Χριστοῦ μόνον κατά τοῦ διαβόλου καί τῶν δαιμόνων. Ἀλλά ὁ Καζ. ὡς ἑωσφοριστής καί ἐνεργούμενος ἀπό ἑωσφορισμό, «διαμαρτύρεται» ἐσωψύχως γιά τήν ἀγριότητα τῶν ἀσκητῶν κατά τῶν ἀποστατικῶν δυνάμεων καί τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος, τό ὁποῖο δέν διαφέρει καθόλου ἀπό τόν Ἀντίχριστο: «Ἀντιχρίστου γάρ οὐδέν διενήνοχεν ὁ τῆς σαρκός νόμος» (Ἁγίου Μαξίμου, PG 91, 1132A). Καί ἡ μάχη πρός τό σαρκικό φρόνημα δέν εἶναι μάχη πρός τήν σάρκα· τό σαρκικό φρόνημα ἐδράζεται στήν ψυχή, μολονότι ἐκφράζεται καί διά τοῦ σώματος, λόγῳ τῶν ἐκεῖθεν διαφόρων ἡδονῶν (ὑπνηλίας, λαιμαργίας κ.ο.κ.).
[η] Ἐδῶ ὁ Καζ. διά στόματος τοῦ «ἀσκητοῦ» του εἰσηγεῖται τήν ἄποψη, ὅτι ὁ διάβολος – ταυτιζόμενος μέ τήν σάρκα καί τήν ὑπερήφανη νεότητα (ἄρα ἀποτελώντας καί συστατικό τῆς φύσεώς μας), γερνᾶ μαζί μέ τόν ἄνθρωπο (βλ. καί παρακάτω, τό σχόλιο κη΄). Ἡ πάλη μέ τόν Θεό ἑρμηνεύεται ἀκριβῶς στό ἑπόμενο χωρίο.
[θ] Ἡ νίκη τοῦ Θεοῦ ἐπί τοῦ ἀνθρωπίνου φρονήματος εἶναι λοιπόν ὁ θάνατος, κατά τόν Καζαντζάκη. Ἄλλωστε, ὁ «ἀσκητής» του ἐκφράζει παρακάτω τήν ἐπιθυμία νά πεθάνει, ἄρα ταυτίζει τόν θάνατο μέ τήν νίκη τοῦ Θεοῦ. Βλασφημία μεγάλη κατά τοῦ Θεοῦ, ἐφ’ ὅσον ἡ ζωή καί ἡ σωματική φύση θεωροῦνται ἀπό τόν Καζ. δεδομένως ἀντίθεα, ἀφοῦ δέν θεώνονται ἀπό τόν Θεό (ὀρθοδόξως), ἀλλά ἡττῶνται διά τοῦ θανάτου, ὁ ὁποῖος καθίσταται ἔτσι σύμμαχος τοῦ Θεοῦ. Ἀπόψεις καθαρῶς πλατωνικές (ὅπου τό σῶμα εἶναι «σῆμα», δηλ. μνῆμα τῆς ψυχῆς), διαρχικές, γνωστικές, τελείως εὔλογες γιά ἕνα Μασόνο, ὡς ὁ Καζαντζάκης.
[ι] Ἡ συμπύκνωση τοῦ χοϊκοῦ φρονήματος πού κυριαρχεῖ στήν ψυχή τοῦ Καζ. Γνωρίζουμε πάντως καί ἀπό τούς Ἁγίους, ὅτι εἶναι μεγάλη παγίδα τοῦ διαβόλου ἡ πεποίθηση ὅτι ἡ μετάνοια δέν ἐπείγει, καί ὅτι ὑπάρχει καιρός γι΄ αὐτήν στό μέλλον (πρβλ. Εὐεργετινός Α΄, §2 «Ὅτι δεῖ ἐν τῷ ἐνεστῶτι ποιεῖν τό καλόν καί μή εἰς τό μέλλον ὑπερτίθεσθαι καί ὅτι μετά θάνατον οὐκ ἔστι διόρθωσις»). Πρβλ. καί Ἰακ. 4, 14· «οἵτινες οὐκ ἐπίστασθε τό τῆς αὔριον· ποία γάρ ἡ ζωή ὑμῶν; ἀτμίς γάρ ἔσται ἡ πρός ὀλίγον φαινομένη, ἔπειτα δέ καί ἀφανιζομένη».
[ια] Ἡ ἐπιμονή τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος ὑπέρ τῆς ἁμαρτίας. Ἄλλωστε, ὁ «ἀσκητής» τοῦ Καζ. παρουσιάζεται ἀπό τόν συγγραφέα νά προτρέπει τό συνομιλητή του στήν ἴδια ἀσκητική «ἀνθρωποφάγο» ζωή· ὅμως αὐτό εἶναι σαφής διαστρέβλωση, διότι οἱ ἀσκητές προτρέπουν τούς πάντες στήν τήρηση τοῦ εὐαγγελικοῦ τρόπου ζωῆς, ὁ ὁποῖος δέν ταυτίζεται μόνον μέ τήν μοναχική ζωή. Οἱ διακριτικοί Γέροντες διακρίνουν ποιές ψυχές πρέπει νά προτρέψουν στήν ἀνάληψη τῆς μοναχικῆς ζωῆς· γνωρίζουν οἱ συναναστρεφόμενοι τούς Μοναχούς, ὅτι αὐτοί προτρέπουν καί σέ γάμο, ὡς δρόμο «βοηθοῦντα τῇ ἀσθενείᾳ» καί προφυλάσσοντα ἀπό τήν πορνεία.
[ιβ] Ἡ ἀπώλεια τοῦ φυσικοῦ ἀνθρωπίνου φόβου τοῦ θανάτου καί τῆς κρίσεως τοῦ Θεοῦ, ἀποδεικνύει τήν «ὑπερφυσική» κατάσταση στήν ὁποία εἶχε περιέλθει ὁ Καζ. Ἄν καί ἀμέσως μετά λέγει ὅτι φοβᾶται, ὡστόσο ὁ φυσιολογικός ἀνθρώπινος φόβος τοῦ θανάτου ἀπομειώνει τά πάθη, ὅπως εἶναι «ἡ ἀγανάκτηση καί τό πεῖσμα» τοῦ Καζ. (Σοφ. Σειρ. 1,21· «φόβος Κυρίου ἀπωθεῖται ἁμαρτήματα, παραμένων δέ ἀποστρέψει ὀργήν»). Ὁ Καζ. δέν δύναται νά ἐννοήσει τόν σωτηριώδη καί εὐλογημένο φόβο τοῦ θανάτου.
ιγ] Ἐδώ βλέπουμε τήν περιπαικτική χρήση τοῦ θηλυκοῦ γένους, «ἡ Παράδεισος», χαρακτηριστική στά ἔργα τοῦ Καζ. Τό σύνολο ἐπιχείρημά του βαλμένο πιό ἁπλᾶ: «ἀφοῦ οὔτε καί σύ πού ἔλιωσες στήν ἄσκηση εἶσαι βέβαιος ὅτι θά σωθεῖς, σέ τί ὑπερτερεῖ ἡ δική σου κατάσταση ἔναντι τῆς δικῆς μου»; Τρανότατα ἐπιχειρήματα ὑπέρ τῆς φιλοκοσμίας καί τῆς ἀσυδοσίας οἰκοδομεῖ ἡ καζαντζακική σκέψη, γιά νά τραφοῦν Ἕλληνες καί ξένοι μέ ἀθεϊσμό.
[ιδ] Ἀληθοφανής ἡ πρόταση τοῦ «ἀσκητοῦ»· πράγματι, ἡ σωτηρία προέρχεται ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἀμείβει τήν πίστη, τήν ἐκφραζόμενη μέ ἔργα («ἡ πίστις χωρίς τῶν ἔργων νεκρά ἐστί», Ἰακ. 2,26), ἀλλά δέν ἐξαγοράζεται αὐτή μέ τά ἔργα καθ΄ ἑαυτά (Λουκ. 17, 10).
[ιε] Τοῦ καλοῦ προηγηθέντος λογισμοῦ ἐπέκταση πρός τή δαιμονική ἐκτροπή· εἶναι ἡ ὠριγενιστική σκέψη, ἐναντίον τῆς τῆς ὁποίας μᾶς προειδοποίησαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες (Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, Κλῖμαξ 5, 29 PG 88, 780D· «Πρόσχωμεν πάντες, ἐπί πλείω δέ οἱ πεπτωκότες, μή νοσῆσαι ἐν καρδίᾳ τήν τοῦ Ὠριγένους τοῦ ἀθέου νόσον· τήν γάρ Θεοῦ φιλανθρωπίαν ἡ μιαρά προβαλλομένη, εὐπαράδεκτος ἐν τοῖς φιληδόνοις γίνεται»).
[ιστ] Καί πάλι, ὀρθή ἡ θεολογική τοποθέτηση· δέν χωρεῖ ἡ ἁμαρτία, ὡς ἀσύμβατη μέ τήν ἄκτιστη χάρη τῆς Ἁγίας Τριάδος, στόν παραδείσιο χῶρο τῶν ἐκθεωτικῶν ἐνεργειῶν· βεβαίως ποτέ κανείς Μοναχός δέν θά ἔκανε χρήση τῆς εἰρωνικῆς καζαντζακικῆς ἐκδόσεως, θηλυκοῦ γένους, τῆς λέξεως «Παράδεισος».
[ιζ] Ἡ ἑωσφορική σκέψη, ὅπως τήν εἴδαμε καί στήν εἰσαγωγή (στόν Ἐδουᾶρδο Συρέ), περί τελικῆς ἀποκαταστάσεως τῶν πάντων (καί τῶν δαιμονικῶν δυνάμεων) στήν ζωή τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐρωτοτροπία αὐτή μέ τήν ὠριγενιστική, καταδικασμένη ἀπό τήν Ε’ Οἰκουμενική Σύνοδο, πλάνη ὑπέρ τῆς σωτηρίας ὅλων ἀνεξαρτήτως μετανοίας, χαρακτηρίζει καί ἀρκετούς σύγχρονους θεολόγους.
[ιη] Ὁ Θεός ἀποβαίνει λοιπόν καί ... «πταίστης», γιά τήν ἀποστασία τοῦ ἑωσφόρου. Ἡ βάσανος τοῦ ἑωσφόρου, λοιπόν, κατά τόν Καζ. ὀφείλεται στήν τιμωρητική ένέργεια τοῦ Θεοῦ (κατά τήν δυτική θεολογική σκέψη) καί ὄχι στήν ὑπέρβαση τῶν ὀντολογικῶν ὁρίων τοῦ πρωταγγέλου ἑωσφόρου καί τήν «ἀσυμβατότητα» τῆς ὑπερηφανείας του πρός τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἐνέργεια δέν μπορεῖ νά ἀναπαύεται στούς ὑπερηφάνους νόες. Καθαρῶς δαιμονική σύλληψη τό νά ἀπαιτεῖται ἡ μετάνοια τοῦ Θεοῦ ἐνώπιον τοῦ διαβόλου!!!
[ιθ] Ἄν εἶναι ἀλήθεια, εἶναι ἐνδεικτική καί τοῦ χαρακτῆρος τοῦ ἀνδρός. Οἱ πληγές πού ἀποκαλύπτονται ἐπιδέχονται θεραπεία· οἱ κρυπτές, ὄχι.
[κ] Καταφανής ἄρνηση τῆς Ἁγίας Γραφῆς, βάσει ὑποβολιμαίου λογισμοῦ. Στόν Παράδεισο καί στά ἔσχατα δέν ὑπάρχει μνήμη τῆς κολάσεως· «καί ἐξαλείψει ἀπ’ αὐτῶν ὁ Θεός πᾶν δάκρυον ἀπό τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν, καί ὁ θάνατος οὐκ ἔσται ἔτι, οὔτε πένθος οὔτε κραυγή οὔτε πόνος οὐκ ἔσται ἔτι· ὅτι τά πρῶτα ἀπῆλθον» (Ἀποκ. 21,4)
[κα] Πραγματική ἡ ἀντίδραση τοῦ λογοτεχνικοῦ «ἀσκητοῦ». Ἡ φιλοκοσμία καί ἡ σαρκικότητα, ἄν καί ψυχολέτειρες, εὑρίσκουν συμπάθεια ἐνώπιον τῶν Ἁγίων, λόγῳ τῆς ἀνθρωπίνης ἀδυναμίας. Ἡ διαστρέβλωση τῆς Πίστεως, ὅμως, εἶναι ὄντως σημεῖον σατανισμοῦ καί ἀντιθεϊσμοῦ. Αὐτό πού ὁ Καζαντζάκης ἔβαλε στό στόμα τοῦ «ἀσκητοῦ» του ὡς χαρακτηρισμό τοῦ ἑαυτοῦ του, ὡς «Σατανᾶ», ἐπιμόνως παραβλέπουν οἱ ἐκκλησιαστικοί ὑποστηρικτές τοῦ Καζ. Πράγματι, τέτοιος ἦταν καί τό ἐκαυχᾶτο.
κβ] Καί ὅμως, ἡ ἐγνωσμένη ἐνοίκηση τοῦ ἑωσφόρου μέσα του, τόν ἀποδεικνύει καί πάλιν ψεύτη καί ὑποκριτή, καί συνεπῶς καί ὑπονομευτή τοῦ συνομιλητοῦ του.
[κγ] Ἄν θά ὁμιλοῦσε εἰλικρινῶς, θά παρατηρούσαμε καί ἐμεῖς μαζί μέ τόν Ὅσιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς· «Τό μυστήριον τοῦ κακοῦ δέν εἶναι μικρότερον ἀπό τό μυστήριον τοῦ καλοῦ [...] Τό μυστήριον τοῦ κακοῦ εἶναι ἐντέχνως ἑλκυστικόν· γοητεύει τόν ἄνθρωπον μέχρις ἔρωτος, καί ὁ ἄνθρωπος προσφέρει μέ ἐνθουσιασμόν τόν ἑαυτόν του εἰς τήν μεγάλην καί φοβεράν ἀγάπην του ὡς θυσίαν ὁλοκαυτώσεως» (Ἄνθρωπος καί Θεάνθρωπος· Μελετήματα Ὀρθοδόξου Θεολογίας, μτφρ. Ἱερομονάχου Ἀθανασίου Γιέφτιτς, ἐκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1987[5], σελ. 133)
[κδ] Τό καταδικαζόμενο ἀπό τήν Ἐκκλησία ἐγωιστικό φρόνημα (τό «ἐγώ»), δέν συνίσταται στήν αὐτοσυνειδησία τῶν ὄντων ὡς αὐθυποστάτων, ὡς ἰδιοϋποστάτων ὑπάρξεων, ἀτόμων, ὅπως παρακάτω ἐννοεῖ ὁ Καζ.· τοῦτο θά ἴσχυε ἄν ἡ σωτηρία ταυτιζόταν μέ τήν ἀπώλεια τῆς αὐτοσυνειδησίας στήν νιρβάνα, τήν τόσο ἀρεστή στόν Καζαντζάκη καί τούς Βουδδιστές.
κε] Ὥστε κατά τόν Καζ. ἡ ἀρχέγονη κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου ἦταν ζωώδης, μέχρι τήν διαμόρφωση «αὐτοσυνειδησίας». Βλέπουμε ἐδῶ τόν ἐξελικτισμό του, χαρακτηριστικόν ἄλλωστε σέ ὅλους τούς Θεοσοφιστές, καί γνωστόν ἀπό τίς βιογραφικές μελέτες περί τοῦ Καζαντζάκη (βλ. J. ANDERSON, Reincarnation. A Study of the Human Soul in its Relation to Re-Birth, Evolution, Post-Mortem States, the Compound Nature of Man, Hypnotism, etc., The Lotus Publishing Company, San Francisco 1896, A. BESANT, Evolution of Life and Form, Theosophical Publishing Company, London-Benares 1900[2] κ.ἄ.).
[κστ] Ἡ ταυτόχρονη χρησιμοποίηση τῶν ἀριθμητικῶν καί σέ οὐδέτερο καί σέ ἀρσενικό γένος, φανερώνει τήν μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου (κατά τόν «ἀσκητή») ταύτιση καί οὐσίας καί ὑποστάσεως (ὅπως διακρίνουν οἱ ἅγιοι Πατέρες στήν Τριαδολογία τήν ἔννοια τοῦ «οὐκ ἄλλο καί ἄλλο», γιά τήν οὐσία, καί τοῦ «ἄλλος καί ἄλλος», γιά τά Πρόσωπα· «Ἐκεῖ μέν γάρ ἄλλος καί ἄλλος, ἵνα μή τάς ὑποστάσεις συγχέωμεν: οὐκ ἄλλο δέ καί ἄλλο, ἕν γάρ τά τρία καί ταὐτόν τῇ θεότητι»· Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, PG 37,180B). Εἶναι φανερό ὅτι κανένα ἀπό τά δύο δέν ἰσχύει γιά τήν ὀρθόδοξη θεολογία, ἀλλά ὁ λογοτεχνικός καί νοητός «ἀσκητής», ἐδῶ, πλάθεται ἐξ ἴσου Μασόνος ...
μέ τόν Καζαντζάκη (πιστεύει εἰς τήν κατ’ οὐσίαν καί ὄχι κατά Τριαδικήν χάριν θεότητα τοῦ ἀνθρώπου). Ἡ διαφορά εἶναι ὅτι ὁ ἕνας εἶναι Γνωστικός ἐγκρατίτης (ὁ «ἀσκητής»), ἐνῶ ὁ ἄλλος (ὁ συνομιλητής Καζαντζάκης) εἶναι Γνωστικός «Καρποκρατιανός» ἤ «Νικολαΐτης», ὀπαδός τῶν ἡδονῶν.
[κζ] Φανερῶς πλατωνική καί γνωστική ἀντίληψη, ὅπως ἐκθέσαμε καί παραπάνω· κατά τόν πλατωνικό διάλογο «Γοργία» : «ἤκουσα τῶν σοφῶν ὡς νῦν ἡμεῖς τέθναμεν καί τό μέν σῶμά ἐστιν ἡμῖν σῆμα» (σ. σῆμα εἶναι τό μνῆμα).
[κη] Ἀντιθέτως, στήν ἀρχή ὁ «ἀσκητής» ἔλεγε ὅτι παλεύει μέ τόν Θεό, ἐννοώντας βεβαίως τόν θάνατο (ἀφοῦ ἀπέμεινε νά ἀντιστέκονται τά ἀπομεινάρια του, «μοῦ ἀπόμειναν ἀκόμα τά κόκαλα· αὐτά ἀντιστέκουνται»). Τώρα λέγει ὅτι ἀναμένει χαμογελῶν τόν θάνατο· ἄρα, ἡ τοποθέτηση τοῦ ἀσκητῆ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ταυτίζεται μέ τήν προσμονή τῆς μετά θάνατον βουδδικῆς ἀνυπαρξίας. Δέν ἐννοεῖται λοιπόν ἐδῶ ὡς πάλη μέ τόν Θεό κάποια ἁμαρτητική, ἐκ πάθους, ἤ ἔστω καί ἐκ συναρπαγῆς, «ἀντίσταση» τῆς ψυχῆς στή Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά προσμονή τοῦ θανάτου ὡς φυσικῆς λυτρώσεως. Ἄκρα διαστρέβλωση τοῦ ἀσκητικοῦ ὀρθοδόξου ἤθους, καί βεβαίως τῆς ἀνθρωπολογίας καί τῆς σωτηριολογίας.
[κθ] Ὁ Καζαντζάκης ἐπιγινώσκει γιά πολλοστή φορά, καθώς φαίνεται καί ἀπό ἄλλα γραπτά του, τήν ἐνοίκησή του ἀπό τόν ἑωσφόρο, τόν ὁποῖον ὀρθῶς συνδέει μέ τήν ἀγάπη τοῦ φθαρτοῦ κόσμου, καί «οὐδείς οἶδεν ἀνθρώπων τά τοῦ ἀνθρώπου εἰ μή τό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου τό ἐν αὐτῷ» (πρβλ. Α΄ Κορ. 2,11). Ἡ δῆθεν ἐνοίκηση τοῦ ἑωσφόρου μαζί μέ τόν Θεό ἐντός τοῦ ἀνθρώπου, θυμίζει πολύ ἔντονα τήν καββαλιστική διδασκαλία (τοῦ Ἰσαάκ Λούρια) γιά παράλληλη ἐνοίκηση στοιχείων φωτός (Kellipot) καί στοιχείων δαιμονικῶν (Kellipot Nogah) ἐντός τοῦ κόσμου. Ἀναμένουμε νά δοῦμε ἀπό τούς ἐρευνητές, λοιπόν, καί μία μελέτη σχετικῶς μέ τό «Τό πρόσωπο τοῦ ἑωσφόρου στόν Νίκο Καζαντζάκη».
[λ] Ἄρα ὁ ἑωσφόρος, κατά τόν Καζαντζάκη, σχετίζεται κατά τόν λόγο τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως μέ τήν νεότητα καί «ξεθυμαίνει» μέ τό γῆρας.
[λα] Σωστή ἡ ἀποτύπωση τῆς περιφρονήσεως τῶν ἀσκητῶν πρός τόν «κόσμο», νοούμενον ὡς κοσμικό φρόνημα. Ὅμως οἱ ἀληθεῖς ἀσκητές, ἀπό ἔμπονη ἀγάπη πρός τούς συνανθρώπους ἔχουν ἀδιάπτωτη τήν προσευχή καί τήν ποικίλη πνευματική θυσία χάριν τοῦ κόσμου· χαρακτηριστικό τό ἐνδιαφέρον τοῦ Ὁσίου Μάρκου τοῦ Ἀθηναίου γιά τά τεκταινόμενα στόν κόσμο, μετά ἀπό ἐνενῆντα πέντε χρόνια αὐστηρῆς ἀπομονώσεως (βλ. τό ἐκτενές Συναξάρι του, τῆς 5ης Μαρτίου).
[λβ] Τήν ἀγνωμοσύνη του πρός τόν Θεό, ὁ Ὁποῖος τόσο ἀγάπησε τόν κόσμο, ὥστε να δώσει τόν Υἱό Του ὡς ἱλασμό γιά τίς ἁμαρτίες μας, τήν ἐξέφρασε ὁ Καζ. πολλές φορές: «Δέν ντρέπεσαι Οὐρανέ, φτοῦ νά χαθῆς. Φιλότιμο δέν ἔχεις; μέ μιά μικρούλα καρυδόκουπα τ’ ἀνθρώπου νά τά βάνης;» [Ὀδύσσεια τοῦ Καζαντζάκη, Ραψωδία Ε΄, 170-178]. Ἡ αἰτία τῆς ἁμαρτίας δέν εἶναι ἡ ὡραιότης τοῦ κόσμου· τήν ὡραιότητα αὐτή τήν θαυμάζουν καί ὅλοι οἱ ἅγιοι ὡς ἀπόδειξη τῆς πανσοφίας καί ἀγαθότητος τοῦ Θεοῦ (πρβλ. Ρωμ. 1, 19.20)· ἡ παράχρηση τῶν φυσικῶν πραγμάτων εἶναι πού συνιστᾷ τήν ἁμαρτία.
https://www.impantokratoros.gr/69162895.el.aspx