Διομολογήσεις
Στο πλαίσιο του οθωμανικού δικαιικού συστήματος, της διοικητικής πρακτικής, αλλά και της πολιτικής ιδεολογίας, οι διομολογήσεις γίνονταν νοητές ως μονομερείς παραχωρήσεις που έκανε ο σουλτάνος προς τους χριστιανούς της Ευρώπης από θέση ισχύος.

Εκείνος τους παραχωρούσε τη δυνατότητα να δραστηριοποιούνται με ασφάλεια στην επικράτειά του και να επωφελούνται από την επίσημη προστασία των αρχών, ενώ οι Ευρωπαίοι έμποροι, από τη μεριά τους, όφειλαν να συμμορφώνονται με τους περιορισμούς που τους επέβαλλε το καθεστώς των διομολογήσεων. Όπως εξηγεί ο Ντάνιελ Γκόφμαν (Goffman, 2002: 183), [
σ]τους πρώιμους νεότερους χρόνους η οθωμανική κυβέρνηση δεν αντιλαμβανόταν τις διομολογήσεις ως συνθήκες που συνάπτονταν μεταξύ ίσων. Οι Οθωμανοί θεωρούσαν τους ξένους μάλλον ως μέλη μιας συγκεκριμένης ομάδας (taife) που ζούσαν στην επικράτειά τους.
Ακριβώς όπως το κράτος παραχωρούσε συγκεκριμένα προνόμια σε θρησκευτικές, οικονομικές και κοινωνικές ομάδες [υπηκόων του], έτσι χορηγούσε ευνοϊκές ρυθμίσεις σε υπηκόους ξένων κρατών. Ακριβώς όπως το κράτος απαιτούσε από τους υπηκόους του φόρους και επέβαλλε περιοριστικούς όρους ως αντάλλαγμα για τα προνόμια αυτά, έτσι απαιτούσε από τους ξένους εμπόρους και απεσταλμένους να καταβάλουν μια επιβάρυνση επί των εμπορευμάτων και να συμμορφωθούν με συγκεκριμένες υποχρεώσεις ως προς τη διαμονή και την ενδυμασία τους. Σταδιακά οι χριστιανικές δυνάμεις της Ευρώπης έγιναν η μία μετά την άλλη δικαιούχοι διομολογήσεων. Οι πρώτες συμφωνίες τέτοιου τύπου είχαν γίνει ήδη από τον 14ο αιώνα με τη Γένουα και τη Βενετία, τις πόλεις κράτη που δραστηριοποιούνταν εμπορικά στα οθωμανικά εδάφη. Το 1535 παραχωρήθηκαν για πρώτη φορά διομολογήσεις στους Γάλλους, το 1580 στους Άγγλους και το 1612 στους Ολλανδούς. Τον 18ο αιώνα το σύστημα είχε πλέον καλύψει με ομοιογενή τρόπο όλους τους υπηκόους των χριστιανικών ευρωπαϊκών κρατών.
Σταδιακά οι διομολογήσεις μετατράπηκαν από προσωρινές σε μόνιμες, με πρώτες τις γαλλικές το 1740, και απέκτησαν το κύρος συνθήκης. Ουσιαστικά οι σουλτανικές παραχωρήσεις συμβάδιζαν με –και επιβεβαίωναν– τη σύναψη διπλωματικών σχέσεων ανάμεσα στους Οθωμανούς και τους Ευρωπαίους ηγεμόνες, αντανακλώντας ταυτόχρονα τις μεταξύ τους ισορροπίες. Η μετεξέλιξή τους από μονομερείς παραχωρήσεις του σουλτάνου σε διακρατικές συνθήκες, συνέπεια της αλλαγής στην ισορροπία δυνάμεων μεταξύ Ευρώπης και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετά τα μέσα του 18ου αιώνα, είχε ως αποτέλεσμα να μετατραπούν σε εργαλείο ευρωπαϊκής παρέμβασης στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας .
Σταδιακά, και κυρίως από τον 17ο αιώνα κι εξής, το καθεστώς των διομολογήσεων εξελίχθηκε εν μέρει σε ένα σύστημα παροχής προστασίας, από την πλευρά των ευρωπαϊκών δυνάμεων, σε οθωμανούς υπηκόους, οι οποίοι έτσι ξέφευγαν σε κάποιο βαθμό από τη δικαιοδοσία των οθωμανικών αρχών. Επρόκειτο για τους λεγόμενους
μπερατλήδες, ορθόδοξους χριστιανούς, εβραίους και γρηγοριανούς Αρμένιους που με τη
διαμεσολάβηση των ευρωπαίων πρεσβευτών και προξένων αποκτούσαν μπεράτια, διοριστήρια έγγραφα που τους συνέδεαν με τα ευρωπαϊκά διπλωματικά και εμπορικά δίκτυα με την ιδιότητα του δραγομάνου (διερμηνέα) ή του επαγγελματία στην υπηρεσία της πρεσβείας.
Έχοντας μεταπηδήσει από το καθεστώς του ραγιά στο προνομιακό καθεστώς του μπερατλή, οι άνθρωποι αυτοί απαλλάσσονταν από τον κεφαλικό φόρο και πλήρωναν μειωμένα ποσά για τους υπόλοιπους φόρους . Έτσι μπορούσαν να ασκήσουν τις οικονομικές τους δραστηριότητες έχοντας σημαντικά πλεονεκτήματα έναντι των άλλων οθωμανών υπηκόων, μουσουλμάνων και χριστιανών . Τον 18ο αιώνα η κατάχρηση της παροχής μπερατιών σε ζιμμήδες τροφοδότησε ακόμα περισσότερο τη δυσαρέσκεια των μουσουλμάνων, οι οποίοι ήδη αντιμετώπιζαν με καχυποψία και συχνά με αγανάκτηση την προνομιακή θέση των Ευρωπαίων εμπόρων στα οθωμανικά λιμάνια και τη δυνατότητά τους να καταφεύγουν στις υπηρεσίες των προξένων υπερβαίνοντας τις τοπικές αρχές. Αυτή η δυσαρέσκεια έναντι των ξένων παροίκων και των ντόπιων μπερατλήδων εντάθηκε ακόμα περισσότερο τον 19ο αιώνα, την εποχή που οι ευρωπαϊκές δυνάμεις, βασισμένες στη στρατιωτική τους υπεροχή και στην οικονομική τους ευρωστία, ασκούσαν έντονη πίεση για μεταρρυθμίσεις στους Οθωμανούς, ενώ παράλληλα η αυτοκρατορία κλυδωνιζόταν από τα εθνικά κινήματα των Βαλκανίων. Διόλου περίεργα, το ζήτημα της κατάργησης των διομολογήσεων έπαιξε κομβικό ρόλο στην ανάδυση του τουρκικού εθνικισμού ).
Η οθωμανική Κωνσταντινούπολη.
Οι επιπλοκές του πολέμου
Οι πόλεμοι μεταξύ των Οθωμανών και των χριστιανικών κρατών είχαν επίσης σκληρές επιπτώσεις στους ξένους υπηκόους που ζούσαν στην επικράτεια του σουλτάνου. Η περιουσία των εμπόρων που ήταν υπήκοοι του εχθρικού κράτους (για παράδειγμα, των Βενετών στην οθωμανική επικράτεια και αντίστοιχα των Οθωμανών στη βενετική) κατασχόταν και οι ίδιοι φυλακίζονταν . Η εκστρατεία του Ναπολέοντα στην οθωμανική Αίγυπτο το 1798 προκάλεσε όχι μόνο τη φυλάκιση των Γάλλων υπηκόων που βρίσκονταν στην αυτοκρατορία, μεταξύ των οποίων του πρεσβευτή και των προξένων, αλλά και την ανάκληση των μπερατιών που είχαν παραχωρηθεί στους προστατευόμενούς τους . Σε εποχές πολέμου η διεξαγωγή των ανταλλαγών γινόταν δύσκολη και οι ξένοι έμποροι κατέφευγαν συχνά στις υπηρεσίες ενδιάμεσων που αναλάμβαναν να δραστηριοποιηθούν για λογαριασμό τους. Οι Βενετοί, για παράδειγμα, χρησιμοποιούσαν ως ενδιάμεσους Εβραίους εμπόρους κάθε φορά που ξεσπούσε πόλεμος με τους Οθωμανούς . Το εμπόριο και ο πόλεμος, η οικονομία και η διεθνής πολιτική, ήταν οι σημαντικότερες συνιστώσες που καθόριζαν το καθεστώς και την κοινωνική συμπεριφορά των ξένων. Στο πλαίσιο αυτό αναπτύσσονταν δυναμικές ρευστών ταυτοτήτων και υβριδικών μεταμορφώσεων. Δεν ήταν σπάνιες οι φορές που οι υπήκοοι κάποιου εμπόλεμου με τους Οθωμανούς κράτους περνούσαν από τη μια κατηγορία υπηκόων στην άλλη. Έτσι
ο Βενετός έμπορος Μαρκαντόνιο Στάνγκα (Marcantonio Stanga), όταν ξέσπασε ο πόλεμος με τον Ιερό Συνασπισμό το 1571, έγινε μέλος του «γαλλικού έθνους»
, δηλαδή των Γάλλων υπηκόων στην Κωνσταντινούπολη. Μετά το τέλος του πολέμου ο Στάνγκα ξαναγύρισε στους κόλπους του «βενετικού έθνους». Ο θάνατός του το 1593 προκάλεσε διαμάχη για την περιουσία του ανάμεσα στους Βενετούς και τους Γάλλους, ενώ τον διεκδικούσαν ως υπήκοο και οι οθωμανικές αρχές, οι οποίες υποστήριζαν πως, λόγω της μακράς του παραμονής στην οθωμανική επικράτεια, είχε αυτομάτως περάσει στην κατηγορία των ζιμμήδων [ χριστιανοί υπήκοοι του σουλτάνου ]. Ο θάνατος του Στάνγκα αποκάλυψε επίσης πως βρισκόταν για καιρό στην υπηρεσία των Ισπανών και τους παρείχε πληροφορίες για τη βενετική πολιτική. Και, σαν να μην έφταναν όλα αυτά, αποκαλύφθηκε ότι το Στάνγκα δεν ήταν καν το πραγματικό του επώνυμο .
Οι συχνοί πόλεμοι μεταξύ των Οθωμανών και των χριστιανικών κρατών στη Μεσόγειο και την κεντρική Ευρώπη από τον 15ο μέχρι τον 18ο αιώνα, αλλά και η δράση χριστιανών και μουσουλμάνων
πειρατών και κουρσάρων, είχαν ως αποτέλεσμα αμοιβαίους εξανδραποδισμούς. Το Αλγέρι και οι άλλες έδρες των κουρσάρων της Μπαρμπαριάς (οι βορειοαφρικανικές ακτές ανήκαν από τις αρχές του 16ου αιώνα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία) ήταν κέντρα συγκέντρωσης χριστιανών αιχμαλώτων και μεγάλα σκλαβοπάζαρα, ενώ αντίστοιχο ρόλο στη χριστιανική πλευρά έπαιζαν η Μάλτα και το Λιβόρνο, έδρες αντίστοιχα των κουρσάρων ιπποτών του Αγίου Ιωάννη και του Αγίου Στεφάνου . Οι αιχμάλωτοι των πολέμων και των κουρσάρικων επιδρομών, μαζί με εκείνους που είχαν απαχθεί σε επιδρομές δουλεμπόρων στην Αφρική, τον Καύκασο ή την Ουκρανία, προωθούνταν στα σκλαβοπάζαρα της Κωνσταντινούπολης και των άλλων οθωμανικών κέντρων για να καταλήξουν σε κάποιο οθωμανικό αρχοντόσπιτο.
Εξαγορά αιχμαλώτων από καθολικούς μοναχούς (17ος αιώνας).
Η οικονομία της αιχμαλωσίας δεν περιοριζόταν στις αγοραπωλησίες σκλάβων. Εξίσου σημαντικές σε όγκο, αν όχι σημαντικότερες, ήταν οι συναλλαγές που σχετίζονταν με την εξαγορά όσων είχαν αιχμαλωτιστεί και εξανδραποδιστεί. Στις πειρατοφωλιές της Μεσογείου, όπου μαινόταν ένας ακήρυχτος ιερός πόλεμος μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων, αλλά και στην οθωμανοαψβουργική μεθόριο, όπου οι επιδρομές εναντίον των εχθρών αποτελούσαν τρόπο βιοπορισμού για ένα μέρος του ντόπιου πληθυσμού, συγκροτήθηκαν δίκτυα συλλογής και μεταβίβασης χρηματικών ποσών από τους συγγενείς των αιχμαλώτων με σκοπό την καταβολή λύτρων για την απελευθέρωσή τους . Μερικές φορές ο εντοπισμός του αιχμαλώτου και η συγκέντρωση των λύτρων διαρκούσε μεγάλο χρονικό διάστημα. Δεν είναι μικρός ο αριθμός των ευρωπαίων χριστιανών που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο πέρασαν ένα μέρος της ζωής τους ως σκλάβοι στην επικράτεια του σουλτάνου, κι οι αφηγήσεις που έγραψαν μερικοί από αυτούς είναι πολύτιμη πηγή.
Ο Μιγκέλ ντε Θερβάντες (Miguel de Cervantes), για παράδειγμα, ο συγγραφέας του Δον Κιχώτη, αιχμαλωτίστηκε το 1575 από κουρσάρους της Μπαρμπαριάς και πέρασε πέντε χρόνια ως σκλάβος στο Αλγέρι μέχρι να αποπληρώσει τα λύτρα η οικογένειά του .
Οι αιχμάλωτοι και οι σκλάβοι συνιστούσαν λοιπόν μια ιδιαίτερη –και πολυάριθμη– κατηγορία ξένων στα οθωμανικά εδάφη. Με δεδομένο όμως ότι είχαν χάσει την προσωπική τους ελευθερία, βρίσκονταν σε έναν ενδιάμεσο χώρο: δεν ήταν ούτε «πραγματικοί» ξένοι ούτε όμως υπήκοοι. Αυτή η μεταιχμιακή κατάσταση έκανε, όσους τουλάχιστον δεν είχαν την ελπίδα της εξαγοράς, να αναπτύσσουν στρατηγικές επιβίωσης που οδηγούσαν στην ενσωμάτωσή τους στην οθωμανική κοινωνία.
Η συντριπτική πλειονότητα των σκλάβων εξισλαμιζόταν, ενώ οι καθόλου αμελητέοι σε αριθμό απελεύθεροι σκλάβοι εντάσσονταν στον μουσουλμανικό πληθυσμό ή, στην περίπτωση των μαύρων, συγκροτούσαν ιδιαίτερες κοινότητες .
Η αφομοίωση είναι πολύ πιο εμφανής στην περίπτωση των γυναικών.
Είναι αλήθεια ότι δεν έχουμε αφηγήσεις από γυναίκες που μετά από ένα διάστημα αιχμαλωσίας επέστρεψαν στις πατρίδες τους, όπως έχουμε από άνδρες, αν και κάποιες πρέπει να εξαγοράστηκαν από τους συγγενείς τους ή να κατάφεραν με άλλο τρόπο να επιστρέψουν. 
Επίσης, η εικόνα μας για τη ζωή των αιχμαλωτισμένων γυναικών είναι χρωματισμένη από το οριενταλιστικό στερεότυπο της σκλάβας που γίνεται παλλακίδα του κυρίου της, αν και γνωρίζουμε ότι πολλές δούλευαν ως υπηρετικό προσωπικό. Δεν υπάρχει ωστόσο αμφιβολία ότι πάρα πολλές σκλάβες (ίσως οι περισσότερες) γίνονταν όντως παλλακίδες και, στον βαθμό που γεννούσαν παιδιά, ενσωματώνονταν πλήρως στο νοικοκυριό του κυρίου τους.
Όπως φαίνεται, μάλιστα, από την ιστορία της Ισπανίδας συζύγου του καπουδάν πασά (αρχιναυάρχου), την οποία διηγήθηκε η ίδια στη λαίδη Μόνταγκιου, ορισμένες νεαρές Ευρωπαίες προτιμούσαν να μείνουν με τον άνδρα που τις είχε αιχμαλωτίσει αντί να επιστρέψουν στην πατρική τους οικογένεια, καθώς, έχοντας χάσει πια την παρθενιά τους, δεν είχαν να περιμένουν παρά μια ζωή εγκλεισμού σε μοναστήρι .
ΕΛΕΝΗ ΓΚΑΡΑ ( Επίκουρη Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Αιγαίου )
ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΖΕΔΟΠΟΥΛΟΣ ( Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών )
Χριστιανοί και μουσουλμάνοι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία .Θεσμικό πλαίσιο και κοινωνικές δυναμικές ( 2015 ).