- Στη Σύνοδο της Αγκύρας ( 314 μ.Χ. ) γίνεται λόγος για μια κόρη που αποπλανήθηκε απ' τον μνηστήρα της αδελφής της και , μετά το γάμο της αδελφής της μαζί του αυτοκτόνησε. Η Σύνοδος λαμβάνει μεν πρόνοια για την αυστηρή κανονική υποτίμηση των υπαιτίων ( κανόνας 25 ) , αλλά δεν βρίσκει λόγους για να ψέξει την πράξη της αυτοκτονίας καθαυτήν. Υπό τις αντιλήψεις της ύστερης αρχαιότητας , φαίνεται σαν να τη βρίσκει σχεδόν φυσιολογική.
- Ο κανόνας του πατριάρχου Αλεξανδρείας Τιμοθέου ( 379 - 385 ) σχετικά με το ερώτημα
Εάν τις μη έχων εαυτόν χειρίσηται ή κρημνίση εαυτόν, ει γίνεται προσφορά υπέρ αυτού ή ού;
απαντά
Υπέρ αυτού διακρίναι οφείλει ο κληρικός , ει το αληθές εκφρενής ων πεποίηκε τούτο. Πολλάκις γάρ οι διαφέροντες τω πεπονθότι , θέλοντες επιτυχείν της προσφοράς και της υπέρ αυτού ευχής, καταψεύδονται και λέγουσιν, ότι ουκ είχεν εαυτόν. Ενίοτε δε από επηρείας ανθρώπων ή άλλως πως από ολιγωρίας πεποίηκε τούτο, και ου χρή προσφοράν επάνω αυτού γενέσθαι· αυτοφονευτής γαρ εαυτού εστί. Δεί ούν πάντως τον κληρικόν μετ' ακριβείας ερευνήσαι, ίνα μη υπό κρίμα πέση ( κανόνας 14 ).
Ήδη απ' την ερώτηση η απαγόρευση κήδευσης θεωρείται δεδομένη , προφανώς επειδή αποτελεί ήδη ισχύουσα γενική πρακτική. Η ερώτηση αφορά μόνο στο θέμα της άρσης της απαγόρευσης σε περίπτωση που ο αυτόχειρας προβεί στην πράξη
μη έχων εαυτόν. Η
ευχή υπέρ του αυτόχειρα ή η προσφορά λειτουργίας - μνημοσύνου υπέρ αυτού απαγορεύεται. Η απαγόρευση αίρεται αν
εκφρενής ων πεποίηκε τούτο. Η έκφραση
εκφρενής ων είναι στενότερη από εκείνη που χρησιμοποιεί η ερώτηση (
μή έχων εαυτόν ) και αποβλέπει σε μία σταθερή απουσία της χρήσης του λογικού στον αυτόχειρα , ενώ η ερώτηση αφορά στον ευρισκόμενο σε σύγχυση φρενών (
μή έχοντα εαυτόν ) κατά τη στιγμή της πράξης. Εντούτοις στη συνέχεια και η απάντηση χρησιμοποιεί τη φράση
ότι ουκ είχεν εαυτόν.
Διευκρινίζεται ότι η απλή πίεση που ασκείται επί του αυτόχειρος από ανθρώπους ή από δυσμενείς καταστάσεις και συνθήκες και από την αδυναμία του να τις αντιμετωπίσει (
από επηρείας ανθρώπων ή άλλως πως από ολιγωρίας πεποίηκε τούτο ) , ο φόβος ή η ολιγοψυχία (
ή εκ μικροψυχίας προσθέτει τον 12ο αι. ο Θεόδωρος Βαλσαμών ) , δεν συνιστούν από μόνα τους κατάσταση απώλειας χρήσης του λογικού. Τέλος ο αρμόδιος κληρικός οφείλει
μετ' ακριβείας ερευνήσαι, ίνα μη υπό κρίμα πέση προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση.
Οι κανόνες του Τιμοθέου Αλεξανδρείας έχουν επικυρωθεί με τον κανόνα 2 της Συνόδου εν Τρούλλω ή Πενθέκτης Συνόδου ( 692 μ.Χ. ) , της κατεξοχήν νομοθετικής συνόδου της Βυζαντινής Εκκλησίας. Έκτοτε αποτελούν τμήμα του δεσμευτικού για ολόκληρη την Ανατολική Εκκλησία επίσημου κανονικού δικαίου. Έτσι ο κανόνας 14 του Τιμοθέου έχει περιβληθεί την τυπική ισχύ κανόνα Οικουμενικής Συνόδου.
Τον 12ο αι. ο μεγάλος Βυζαντινός κανονολόγος και εξαίρετος νομικός Θεόδωρος Βαλσαμών σχολιάζει τον κανόνα και χρησιμοποιεί και τους δύο όρους που αναφέρονται σε σταθερή πνευματική - ψυχική νόσο και σε περιστασιακή απώλεια της χρήσης του λογικού :
μή έχων τις υγιά τον λογισμόν , αλλά παρατραπείς τάς φρένας ... έξω φρενών γενόμενος ο άνθρωπος και μή ειδώς ο ποιεί. Το ουσιώδες για τον Βαλσαμώνα είναι αν ο αυτόχειρας έδρασε
μή ειδώς ό ποιεί ή
εκών καί ειδώς ό ποεί.
Τον 14ο αι. , ο Ματθαίος Βλάσταρης, τελευταίος συστηματικός κανονολόγος του Βυζαντίου ( 1334/5 ), μη κατανοώντας το πνεύμα του επιφανούς παλαιότερου ομοτέχνου του , θα απαιτήσει συγκεκριμένη ψυχική νόσο για την άρση της απαγόρευσης :
τον λογισμόν υγιά κεκτημένοι και μή τάς φρένας υπό νόσου παρατραπέντες ( Β12 "Περί των βιοθανών , ήτοι των εαυτούς αναιρούντων" ).
Στον Νομοκανόνα του Μανουήλ Μαλαξού ( 1562/3 ) γίνεται αναφορά στο ευρύτατης διάδοσης βυζαντινό
Κανονικόν του Ψευδο - Ιωάννη του Νηστευτή :
O αγιώτατος Ιωάννης ο Νηστευτής διακελεύει ότι εί τις λάβει θάνατον ιδίω θελήματι , μή ψαλλέτω μηδέ μνημονευέτω, ως παραδόσας τω Σατανά τήν εαυτού ψυχήν , καθώς ο Ιούδας ο Ισκαριώτης , ό τήν αγχόνην χρησάμενος , ήγουν τόν θεληματικόν θάνατον. Ει δέ έξω φρενών ήτον αυτός όπου έλαβε τον θάνατον , να έχει συγγνώμην , καθώς λέγει ο αγιώτατος Τιμόθεος ο Αλεξανδρείας . Ει δέ από μικροψυχίας ή λύπης ή εξ επηρείας ανθρώπων εκρήμνισεν εαυτόν ή άλλως εθανατώθη , να μηδέν ψαλθή, ουδέ να γένη υπέρ αυτού δέησις ή προσφορά.
Στο
Πηδάλιον ( 1800 ) ο Νικόδημος ο Αγιορείτης ( σημ. 1 στην ερμηνεία του κανόνα 14 του Τιμοθέου ) λέει :
Σημείωσε δέ ότι τόν διορισμόν του παρόντος κανόνος προλαβών επεκύρωσε και ο πρεσβύτερος ενός μοναστηρίου του Αγίου Παχωμίου . Επρόσταξεν γάρ ούτος νά μή μνημονεύωνται αί δύω εκείναι μοναχαί , οπού εφονεύθησαν αφ' εαυτών ( καί όρα εις τόν βίον του αγίου Παχωμίου εν τω Λαυσαϊκώ ... ). Εντούτοις ο Νικόδημος σπεύδει να διασκεδάσει τις φοβερές λαϊκές δοξασίες περί των αυτοχείρων :
Επειδή δέ μερικοί άφρονες ενόμισαν ότι αι ψυχαί των μέν βίαιον θάνατον αποθνησκόντων γίνονται δαίμονες
, αναιρεί τήν κακήν υπόληψιν αυτών ταύτην ο θείος Χρυσόστομος ( λόγος λς΄εις τον Λάζαρον ... ).
Στο
Κανονικόν του Χριστοφόρου , σύγχρονο του
Πηδαλίου ( 1800 )η προκρινόμενη , σχετικά με την άρση της απαγόρευσης εκκλησιαστικής κήδευσης , λέξη
φρενοληψία καλύπτει τόσο την περίπτωση της φρενοβλάβειας όσο και την περίπτωση της πρόσκαιρης απώλειας της χρήσης του λογικού.
Ο Ιερός Αυγουστίνος δεν διακρίνει "ευγενή" ή μη ελατήρια στην αυτοκτονία , αφού και στις δύο περιπτώσεις ο διάβολος είναι ο διδάσκαλος της αυτοχειρίας. Στην Ανατολή η αμφιβολία ως προς τις συνθήκες του συμβάντος ( αυτοκτονία ή ατύχημα ), η αμφιβολία ως προς την πρόθεση του θανόντος και η αμφιβολία ως προς την κατάσταση της ψυχικής του υγείας λειτουργούσε υπέρ του νεκρού. Στη Δύση όμως αντίστροφα !

Στη Δυτική Εκκλησία οι κανόνες σχετικά με την αυτοκτονία ήταν πιο αυστηροί απ' ό,τι στην Ανατολή ( κανόνες των 6ου , 7ου , 9ου και 13ου αι. ). Δεν κηδεύονταν όχι μόνο οι αυτόχειρες , οι θνήσκοντες σε μονομαχία και οι εκκλησιαστικά τιμωρημένοι , αλλά και όλοι οι "εμφανείς και δημόσια γνωστοί αμαρτωλοι" ( alii peccatores publici et manifesti ) ( κανόνας 1240 ) !

Η απαγόρευση της εκκλησιαστικής ταφής για τους αυτόχειρες άρχισε να αποσιωπάται όμως από το 1983 για την Λατινική Εκκλησία και από το 1991 για τις Ουνιτικές Εκκλησίες της Ανατολής. Αντίθετα συνεχίζει να ισχύει για όλους τους κοινωνικά στιγματισμένους :
άλλοι εμφανείς αμαρτωλοί , των οποίων η εκκλησιαστική κήδευση δεν θα ήταν δυνατόν να παραχωρηθεί χωρίς δημόσιο σκανδαλισμό των πιστών. Πλέον στη δυτική Εκκλησία κηδεύονται με εκκλησιαστική ευχή και οι κατηχούμενοι , τα αβάπτιστα νήπια χριστιανών γονέων και άτομα που έχουν επιλέξει την αποτέφρωση του σώματός τους , αρκεί η επιλογή τους να μην έχει γίνει με σαφή διάθεση περιφρόνησης της εκκλησιαστικής περί νεκρών διδασκαλίας.
Είδαμε στον κανόνα 14 του Τιμοθέου πως ο αυτόχειρας αντιμετωπίζεται έτσι γιατί θεωρείται αυτοφονευτής. Η εξήγηση όμως θα είχε νόημα μόνο εάν και για τους κοινούς φονείς ( φονείς
άλλων ) προβλεπόταν η στέρηση της εκκλησιαστικής ταφής. Τέτοια όμως πρόβλεψη στους κανόνες δεν υπάρχει ούτε για τους φονιάδες ούτε για τους άλλους εγκληματίες. Η αιτιολόγηση λοιπόν μένει μετέωρη ως απλή ταυτολογία.
Αυτοφονευτές θεωρούνται και οι αυτοευνουχιζόμενοι

, αλλά δεν τιμωρούνται τόσο "σκληρά" όσο οι αυτόχειρες. Μπορεί το γράμμα ( αλλά όχι το πνεύμα ) του Ευαγγελίου να λέει :
εἰσὶν εὐνοῦχοι οἵτινες εὐνούχισαν ἑαυτοὺς διὰ τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. ὁ δυνάμενος χωρεῖν χωρείτω ( Mτ. 19,12 ), όμως οι 22ος , 23ος και 24ος "αποστολικοί κανόνες" του 380 μ.Χ. που επικυρώθηκαν από την Πενθέκτη Σύνοδο λένε :
Ο ακρωτηριάσας εαυτόν μή γινέσθω κληρικός, αυτοφονευτής γάρ εστιν εαυτού και της του Θεού δημιουργίας εχθρός. Εί τις κληρικός ών εαυτόν ακρωτηριάσοι καθαιρείσθω , φονεύς ( φονευτής ) γάρ εστιν εαυτού. Λαϊκός εαυτόν ακρωτηριάσας αφοριζέσθω έτη τρία, επίβουλος γάρ εστι της εαυτού ζωής.
Σε κάθε αμετανόητο δράστη σοβαρού αμαρτήματος/εγκλήματος απαγορεύεται η εκκλησιαστική κήδευση . Επειδή όμως δεν είναι δυνατόν να γνωρίζουμε την αληθινή διάθεση του αμαρτωλού πριν τον θάνατό του , έστω και αν δεν έχει κανονικά μετανοήσει και εξομολογηθεί , λειτουργεί υπέρ αυτού η αμφιβολία ως προς τη μετάνοιά του , και επιτρέπεται η κήδευσή του. Αντίθετα τέτοια αμφιβολία περί μετανοίας δεν μπορεί να υπάρξει για τον αυτόχειρα , αφού το ίδιο του το αμάρτημα , η αυτοχειρία , του αφαίρεσε τη δυνατότητα και τον χρόνο της μετάνοιας. Γράφει το 1705 ο πατριάρχης Γαβριήλ Δ΄προς ένα αρχιεπίσκοπο πρώην Aχριδών και πρόεδρο Βοδενών :
Ει δέ τινές ευρεθώσι , των οποίων η πολιτεία κατά ακρίβειαν ημίν εστιν αγνώριστος , ούτε και εάν εις την ώραν εκείνην της αναισθησίας και του τέλους άν εμετενόησαν δέν το ηξεύρομεν , τοις τοιούτοις συγχωρούμεν ... αφήνοντες την κρίσιν εις την θείαν πρόγνωσιν ... πλήν των αυτοχειρεί εαυτούς θανατωσάντων , εάν μή φθάσωσιν εξομολογηθέντες εν μετανοία. Βέβαια ο απειροελάχιστος χρόνος μετανοίας και για τον αυτόχειρα δύσκολα μπορεί να υπολογισθεί και να αποκλεισθεί.
Ο Ιούδας μετανόησε έμπρακτα , αλλά η μετάνοιά του δεν συνοδεύτηκε όπως η μετάνοια του Πέτρου ή του Θωμά με την αναγνώριση της θεότητας του Κυρίου , αλλά με μία πράξη που απέκλειε την ουσιαστική μετάνοια. Η απόγνωση είναι το μόνο πραγματικά ασυγχώρητο αμάρτημα , γιατί αρνείται την δυνατότητα της σωτήριας παρέμβασης του θείου ελέους και τη θεία παντοδυναμία.
Ο αυτόχειρας πιστεύει ότι η ζωή του τού ανήκει , ότι είναι κύριος της ζωής και του θανάτου του , και δικαιούται να τα διαχειρίζεται ελεύθερα κατά τη κρίση του. Αυτό όμως είναι αμάρτημα που προσβάλλει ευθέως τον Θεό , τον μόνο Κύριο της ζωής και του θανάτου , Τον αμφισβητεί και οικειοποιείται το έργο της δημιουργίας και της θείας πρόνοιας.
Η απαξιωτική μεταχείριση των αυτοχείρων υπάρχει στην αρχαία ελληνική , στη ρωμαϊκή και στην εκκλησιαστική παράδοση γιατί έπρεπε ιδιαζόντως να τονιστεί η απαξία αυτής της πράξης και να εμπεδωθεί στην κοινή συνείδηση. Κι αυτό επειδή ακριβώς ο δράστης στρέφεται μόνο κατά του εαυτού του και δεν πλήττει άλλο πρόσωπο ή αγαθό , η απαξία της αυτοχειρίας δεν ήταν καθόλου αυτονόητη και δεδομένη στη γενική αντίληψη , όπως είναι η απαξία κάθε άλλης εγκληματικής δράσης. Όπως και σήμερα , έτσι και στην εποχή του πατριάρχου Τιμοθέου ( 4ος αι. ) , οι συγγενείς μετέρχονται κάθε μέσο ( σήμερα ψευδείς ιατρικές γνωματεύσεις που εύκολα χορηγούνται για δεν πρόκειται να βλάψουν κανένα ούτε να διαψευστούν , φιλάνθρωπες ψευδομαρτυρίες , καλοπροαίρετοι ιερείς που προφασίζονται ότι τίποτα δεν έμαθαν κ.α. ) για να επιτύχουν την εκκλησιαστική κήδευση του νεκρού τους :
θέλοντες επιτυχείν της προσφοράς και της υπέρ αυτού ευχής, καταψεύδονται . Τι σημασία θα είχε στη συνείδησή τους να επιτύχουν την ευχή υπέρ του νεκρού τους, αν την είχαν εξασφαλίσει με απάτη, και σε τι νόμιζαν ότι θα ωφελούσε την ψυχή του νεκρού τους τέτοιου είδους ευχή ;

Η απάντηση σε αυτή την ερώτηση είναι ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν είχαν πιστέψει κατά βάθος στην απαξία της πράξης και στην ορθότητα της απαγόρευσης. Η κοινή γνώμη θεωρεί άλλα εγκλήματα πολύ μεγαλύτερα και πιστεύει πως η προβλεπόμενη ποινή για την αυτοχειρία είναι εκκλησιαστικώς δυσανάλογα σκληρή. Υπάρχουν βέβαια και οι κοινωνικοί λόγοι. Οι οικείοι του νεκρού επιδιώκουν να μην υποστεί ο νεκρός τους την ταπείνωση της στέρησης της εκκλησιαστικής ταφής. Έστω και αν πρέπει να τον υποβάλουν σε μια κατ' αυτούς μικρότερη "ταπείνωση" , σε αυτή της διάγνωσης στέρησης του λογικού του. Τέλος , η απαξίωση πλήττει κοινωνικά κυρίως αυτούς σε μια στιγμή που είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι και όχι τον νεκρό , ο οποίος έχει περιέλθει πλέον στην αρμοδιότητα άλλου Κριτηρίου.
Συνήθως δεν εμπίπτουν στις εκκλησιαστικές ποινές όσοι αποζήτησαν το μαρτύριο για να διαδηλώσουν την χριστιανική τους πίστη ( συνήθως έπειτα από αλλαξοπιστία : περίπτωση νεομαρτύρων ) και όσοι αυτοκτόνησαν ηρωικά ( Ζάλογγο , Αρκάδι κ.α. ).
Δεν αποτελεί κανονικώς πράξιν αυτοχειρίας η οικειοθελής εκζήτησις θανάτου μαρτυρικού εκ λόγων αυτοθυσίας εις τον υπέρ της Χριστιανικής Πίστεως και της Πατρίδος ιερόν και ευγενή αγώνα . ( Π. Παναγιωτάκος , Σύστημα του Εκκλησιαστικού Δικαίου κατά την εν Ελλάδι ισχύν αυτού, 3, Το Ποινικόν Δίκαιον της Εκκλησίας , Αθήνα 1962 ). Αλλά ο πατριωτικός ηρωισμός δεν είναι "κατηγορία" κανονικού δικαίου και δεν έχει θεολογική αξία. Ο πόλεμος είναι κανονικό
κακόν και όσοι πολεμούν ,
φονεύοντες και φονευόμενοι , τελούν υπό εκκλησιαστικό επιτίμιο σύμφωνα με τον κανόνα 13 του Μεγάλου Βασιλείου , την απόκριση του πατριάρχη Πολυεύκτου στον αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά τον 10 ο αι. και την αποδιδόμενη στον πατριάρχη Λουκά Χρυσοβέργη απόκριση τον 12ο αι. Θεολογικά ο μόνος τρόπος αντιμετώπισης του εχθρού που γνωρίζει η Εκκλησία είναι η απεριόριστη αγάπη προς αυτόν και ο μόνος "κανονικώς" τρόπος αμύνης η στροφή προς αυτόν
και της άλλης σιαγόνος ( Ματθ. 5,39 Λουκ. 6,29 ). Η αυτοθυσία όμως επαινείται ευαγγελικά :
μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει, ἵνα τις τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θῇ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ. ( Iω. 15,13 ) Ο αυτοθυσιαζόμενος προτιμά να ήταν δυνατόν να επιτύχει τον σκοπό του χωρίς να χάσει τη ζωή του. Αντίθετα ο αυτόχειρας επιθυμεί και εύχεται να επιτύχει το διάβημά του. Αλλά κανείς δεν μπορεί να ξέρει αν την τελευταία στιγμή ελπίζει και εύχεται και ο αυτόχειρας να αρθούν οι λόγοι που κατέστησαν αναπόφευκτη την πράξη του.
Το 1877 η Εκκλησία της Ελλάδος απαγόρευσε την εκκλησιαστική κήδευση και σε όσους φονεύονται σε μονομαχία , την οποία θεωρούσε κοινωνικό κακό. Ο μονομάχος βέβαια δεν επιδιώκει ( τις περισσότερες φορές ) τον θάνατό του και επιβουλεύεται την ζωή κάποιου άλλου.
Το 1888 η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος λέει για την αυτοκτονία :
... εν τη ημετέρα κοινωνία από τινός μάλιστα χρόνου επιταθείσαν ανόσιον ροπήν προς αυτοκτονίαν , ής μέχρι τούδε αριθμούνται πολλά τα θύματα ... του κοινωνικού τούτου κακού ... παρ' ημίν δυστυχώς ενδημικόν χαρακτήρα λαβόντος.
Στις 12/3/2001 η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος εξέδωσε την συνοδική εγκύκλιο 2712 σχετικά με την κήδευση των αυτοχείρων. Είναι έτσι διατυπωμένη που ουσιαστικά επιτρέπει την κήδευση των αυτοχείρων σε κάθε περίπτωση :
Οσάκις υφίσταται αμφιβολία υπάρξεως ή μη ενός των ανωτέρω λόγων εις το πρόσωπον του αυτόχειρος. Εάν δηλονότι αμφιβάλλη κατά συνείδησιν ο έχων την ευθύνην της λήψεως της αποφάσεως εκκλησιαστικής κηδεύσεως του αυτόχειρος, ήτοι ο οικείος Επίσκοπος, ως προς το εάν κατά τον χρόνον της αυτοκτονίας συνέτρεχεν εις των ανωτέρω λόγων, εν τοιαύτη αμφιβολία οφείλει να αποφασίση την κήδευσιν του αυτόχειρος. ( Στις 7 - 8/6/2001 ενέκρινε μια ειδική ακολουθία για την ταφή αβάπτιστων τέκνων χριστιανών γονέων. )
Σε τελική ανάλυση η εκκλησιαστική κήδευση είναι η προσευχή των επιζώντων υπέρ των νεκρών συνανθρώπων τους. Τίποτα δεν εμποδίζει τους πιστούς και την Εκκλησία να προσεύχονται υπέρ αυτών για το θείο έλεος , είτε είναι άξιοι αυτού είτε όχι. Ο Δημήτριος Xωματιανός ( ή ο Ιωάννης επίσκοπος Κίτρους ) αναφέρει ( 13ος αι. ) σχετικά με την πολυπραγμοσύνη γύρω από τα θέματα της ταφής πως οι παλαιοί χριστιανοί , τους οποίους
οι πάλαι κατά καιρούς της ασεβείας το κράτος έχοντες θνησιμαίοις αλόγοις παρέμιξαν και εν τόποις βορβόρου μεστοίς εναπέρριψαν , σε τίποτα δεν εβλάβησαν επειδή δεν έτυχαν ταφικής μέριμνας. Δεν μπορεί να βλάψει τον ευσεβή ο υβρστικός ή ατιμωτικός τρόπος ταφής. Ούτε να βοηθήσει τον ασεβή ο ιερότερος τρόπος κήδευσής του. Σε τι θα βοηθήσει τον αυτοκράτορα Ιουλιανό - χριστιανό βαπτισμένο και με χειροθεσία κληρικού αναγνώστη στην εκκλησία της Νικομηδείας - ότι έτυχε εκκλησιαστικής ταφής στο ναό των Αγίων Αποστόλων ;
Μένει γάρ αυτών η δυσσέβεια. Όπως λέει και το ευαγγελικό χωρίο :
Άφες τους νεκρούς θάψαι τους εαυτών νεκρούς. ( Μτ.8,22 Λουκ. 9,60 )
Έτσι κι αλλιώς η Εκκλησία προσεύχεται
Ὑπὲρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου.
Η αυτοκτονία στο δίκαιο της Εκκλησίας
Κωνσταντίνος Γ. Πιτσάκης
Καθηγητής της Ιστορίας του Βυζαντινού και Μεταβυζαντινού Δικαίου
Νομική Σχολή Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης
https://www.archaiologia.gr/wp-content/ ... 7/99-5.pdf