Re: Prowl: μεταφράζεται επακριβώς στα ελληνικά;
Δημοσιεύτηκε: 29 Απρ 2020, 22:30
Το παγανιζω είναι σωστό. Ο Χάρος βγήκε παγανιά... Σημαίνει αυτό ακριβώς, ένα κυνήγι κάποιου που καιροφυλακτει, που παραμονεύει γυρνοφερνοντας, όχι τρέχοντας.
Καλώς ήρθατε στο Phorum.com.gr Είμαστε εδώ πολλά ενεργά μέλη της διαδικτυακής κοινότητας του Phorum.gr που έκλεισε. Σας περιμένουμε όλους!
https://dev.phorum.com.gr/
Ο prowler τι κάνει δηλαδή δεν εξετάζει μαι κατάσταση και αν τον παίρνει να επιτεθεί;Jimmy81 έγραψε: 29 Απρ 2020, 22:33 Δεν θα 'λεγα ότι το βολιδοσκοπώ είναι σχετικό. Αντίθετα απομακρύνεται περισσότερο από την σημασία του prowl.
http://www.greek-language.gr/greekLang/ ... %CF%89&dq=
βολιδοσκοπώ [voliδoskopó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. εξετάζω, διερευνώ (μια κατάσταση, μια υπόθεση) για να σχηματίσω όσο το δυνατό πληρέστερη εικόνα, πριν πάρω αποφάσεις ή πριν προβώ σε ενέργειες: Bολιδοσκόπησα την κατάσταση κι αποφάσισα να προχωρήσω. || (ειδικότ. για πρόσ.) προσπαθώ να διαγνώσω τις σκέψεις, τις επιθυμίες, τις προθέσεις κάποιου χωρίς να αποκαλύπτω ευθέως τις δικές μου: Tον βολιδοσκόπησαν για τη θέση του διευθυντή. 2. μετρώ, εξετάζω το βυθό της θάλασσας με βολίδα.
Ο prowler βρίσκεται ήδη σε κίνηση. Δεν προσπαθεί να σχηματίσει μια όσο το δυνατόν πληρέστερη εικόνα πριν την πράξη του κάτι που προϋποθέτει το "βολιδοσκοπώ" με την έννοια του "εξετάζω/διερευνώ". Επίσης η εξέταση μιας κατάστασης πριν προβείς σε ενέργειες μπορεί να γίνει και με ακινησία. Π.χ. είσαι στο απέναντι διαμέρισμα και παρακολουθείς τον στόχο.bullet έγραψε: 29 Απρ 2020, 22:37Ο prowler τι κάνει δηλαδή δεν εξετάζει μαι κατάσταση και αν τον παίρνει να επιτεθεί;Jimmy81 έγραψε: 29 Απρ 2020, 22:33 Δεν θα 'λεγα ότι το βολιδοσκοπώ είναι σχετικό. Αντίθετα απομακρύνεται περισσότερο από την σημασία του prowl.
http://www.greek-language.gr/greekLang/ ... %CF%89&dq=
βολιδοσκοπώ [voliδoskopó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. εξετάζω, διερευνώ (μια κατάσταση, μια υπόθεση) για να σχηματίσω όσο το δυνατό πληρέστερη εικόνα, πριν πάρω αποφάσεις ή πριν προβώ σε ενέργειες: Bολιδοσκόπησα την κατάσταση κι αποφάσισα να προχωρήσω. || (ειδικότ. για πρόσ.) προσπαθώ να διαγνώσω τις σκέψεις, τις επιθυμίες, τις προθέσεις κάποιου χωρίς να αποκαλύπτω ευθέως τις δικές μου: Tον βολιδοσκόπησαν για τη θέση του διευθυντή. 2. μετρώ, εξετάζω το βυθό της θάλασσας με βολίδα.
Όταν βολιδοσκοπείς γυροφέρνεις κάποιον για να τον εξετάσεις από όλες τις πλευρές, χωρίς να σε καταλάβει, με πρόθεση απαγής και στο τέλος εστιάζεις που θα επιτεθείς (αν το αποφασίσεις, πολλές φορές τα ζώα που φερμάρουν δεν επιτίθενται).Jimmy81 έγραψε: 29 Απρ 2020, 22:44Ο prowler βρίσκεται ήδη σε κίνηση. Δεν προσπαθεί να σχηματίσει μια όσο το δυνατόν πληρέστερη εικόνα πριν την πράξη του κάτι που προϋποθέτει το "βολιδοσκοπώ" με την έννοια του "εξετάζω/διερευνώ". Επίσης η εξέταση μιας κατάστασης πριν προβείς σε ενέργειες μπορεί να γίνει και με ακινησία. Π.χ. είσαι στο απέναντι διαμέρισμα και παρακολουθείς τον στόχο.bullet έγραψε: 29 Απρ 2020, 22:37Ο prowler τι κάνει δηλαδή δεν εξετάζει μαι κατάσταση και αν τον παίρνει να επιτεθεί;Jimmy81 έγραψε: 29 Απρ 2020, 22:33 Δεν θα 'λεγα ότι το βολιδοσκοπώ είναι σχετικό. Αντίθετα απομακρύνεται περισσότερο από την σημασία του prowl.
http://www.greek-language.gr/greekLang/ ... %CF%89&dq=
βολιδοσκοπώ [voliδoskopó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. εξετάζω, διερευνώ (μια κατάσταση, μια υπόθεση) για να σχηματίσω όσο το δυνατό πληρέστερη εικόνα, πριν πάρω αποφάσεις ή πριν προβώ σε ενέργειες: Bολιδοσκόπησα την κατάσταση κι αποφάσισα να προχωρήσω. || (ειδικότ. για πρόσ.) προσπαθώ να διαγνώσω τις σκέψεις, τις επιθυμίες, τις προθέσεις κάποιου χωρίς να αποκαλύπτω ευθέως τις δικές μου: Tον βολιδοσκόπησαν για τη θέση του διευθυντή. 2. μετρώ, εξετάζω το βυθό της θάλασσας με βολίδα.
ΠΑΓΧΡΗΣΤΟΣ έγραψε: 29 Απρ 2020, 22:43 Ενδεχομένως και το "φερμάρω" μπορεί να παίζει -στο πιο αργκοτικό.

στην περιοχη μου τουλαχιστον το σουρτουκευω σημαινει εχω καυλες και αναζητω σεξ - χαρακτηριστικα ''σουρτουκω'' η σκυλα στις μερες της που σερνει - σουρνει - συρει σκυλους ξοπισω τηςJimmy81 έγραψε: 29 Απρ 2020, 19:28 Πρόκειται για μια αλλόκοτη αγγλική λέξη άγνωστης προέλευσης χωρίς γνωστές ομόρριζες λέξεις. Prowl γενικά σημαίνει "περιφέρομαι προσπαθώντας να μην γίνω αντιληπτός προς αναζήτηση λείας ή θύματος".
https://dictionary.cambridge.org/dictio ... lish/prowl
Για παράδειγμα χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις όπου ένα άγριο ζώο αναζητά κρυφά το θήραμά του ή όταν ένας εγκληματίας αναζητά κρυφά το υποψήφιο θύμα του. Γνωρίζουμε αν υπάρχει ένα ελληνικό ρήμα που να έχει την ίδια σημασία και να μπορεί να το μεταφράσει με ακρίβεια? Διότι τα αγγλοελληνικά online λεξικά δίνουν ρήματα με κοντινές σημασίες όπως "περιφέρομαι, τριγυρίζω, γυροφέρνω" κλπ. ή το μεταφράζουν περιφραστικά.
Αυτά τα ρήματα πιάνουν το κομμάτι της μετακίνησης αλλά δεν εμπεριέχουν την έννοια της απειλής που έχει το prowl. Σκέφτηκα και το ρήμα "παραμονεύω" το οποίο έχει την έννοια της απειλής. Ωστόσο το παραμονεύω δηλώνει μια κατάσταση ακινησίας. Το prowl έτσι όπως το αντιλαμβάνομαι είναι ένας συνδυασμός των "παραμονεύω" και "περιφέρομαι".
Το "σουρτουκεύω" αφορά το να περιφέρεσαι άσκοπα, σα χαμένο κορμί.
Το "κυνηγώ" επίσης δεν δείχνει επαρκής μετάφραση διότι ναι μεν περιέχει την κίνηση και την απειλή αλλά δεν υποδηλώνει και την προσπάθεια να μην γίνεις αντιληπτός.
Περιφραστικά η πιο κοντινή περίπτωση είναι το "βγαίνω παγανιά" αλλά με τη μικρή απόκλιση ότι αναφέρεται σε επίτευξη σκοπού γενικά, ο οποίος μπορεί να είναι και βίαιος όπως στο prowl αλλά μπορεί και όχι (π.χ. βγαίνω για να κάνω καμάκι). Μονολεκτικά όμως;![]()

Κατά την γνώμη μου, υπάρχουν δύο ρήματα που αποδίδουν εννοιολογικά το "prowl", δεν χρησιμοποιούνται όμως κατά τον ίδιο τρόπο στα ελληνικά. Το πρώτο είναι το «πλανώμαι». Είναι κακόσημο, συνηθίζεται στο τρίτο πρόσωπο και εκφράζεται για απειλή. Το πρόβλημα είναι ότι συνήθως χρησιμοποιείται για κάτι αόριστο (η απειλή του θανάτου πλανάται στον αέρα). Το δεύτερο ρήμα είναι το «υφέρπω». Το χρησιμοποιούμε όμως για ενέργειες ή καταστάσεις παρά για πρόσωπα.Jimmy81 έγραψε: 29 Απρ 2020, 20:06 Το ελλοχεύω είναι συνώνυμο των "παραμονεύω", "καραδοκώ" που υπονοούν ακινησία. Οπότε δεν μας κάνει. Για τον ίδιο λόγο δεν μας κάνει ούτε το καιροφυλακτώ.
- To roam through stealthily, as in search of prey or plunder: prowled the alleys of the city after dark.
- To rove furtively or with predatory intent: cats prowling through the neighborhood.
n.
- The act or an instance of prowling.
Idiom:
on the prowl - Actively looking for something: salespeople on the prowl for better jobs.
1. to rove or go about stealthily, as in search of prey or something to steal.
2. to rove over or through in search of what may be found: to prowl the streets.
3. the act of prowling.
Noun 1 prowl - the act of prowling (walking about in a stealthy manner)prowl - the act of prowling (walking about in a stealthy manner)
walk, walking - the act of traveling by foot; "walking is a healthy form of exercise"
Verb 1 prowl - move about in or as if in a predatory manner; "The suspicious stranger prowls the streets of the town"
walk - use one's feet to advance; advance by steps; "Walk, don't run!"; "We walked instead of driving"; "She walks with a slight limp"; "The patient cannot walk yet"; "Walk over to the cabinet"
2.prowl - loiter about, with no apparent aim
lurch
footle, hang around, lallygag, loiter, lollygag, mess about, mill about, mill around, tarry, lounge, lurk, linger, loaf - be about; "The high school students like to loiter in the Central Square"; "Who is this man that is hanging around the department?"