Ανεξαρτήτως όμως της δυνατότητας αυτής του ιατροδικαστή, ο ρόλος του είναι αυτόνομος και το έργο του περιορίζεται στην αναζήτηση, καταγραφή και αξιολόγηση των ιατροδικαστικών ευρημάτων. Η έρευνα του ιατροδικαστή οφείλει να θεμελιώνεται πάνω σε ευρήματα τα οποία πρέπει, αναλόγως του περιστατικού, αυτός επισταμένως και με επιμέλεια και μεθοδικότητα να αναζητά. Περαιτέρω η οξυδέρκεια, η προνοητικότητα και το αίσθημα ευθύνης του ιατροδικαστή οφείλουν να κατευθύνουν αυτόν προς την αναζήτηση και λεπτομερή καταγραφή ευρημάτων, η απουσία της αναφοράς των οποίων ενδέχεται σε μελλοντικό χρόνο να θέσει ερωτήματα που πιθανόν να μείνουν για πάντα αναπάντητα. Πράγματι ο έμπειρος και υπεύθυνος ιατροδικαστής, διαβλέπων ζητήματα που θα τεθούν στα λοιπά στάδια της προδικασίας ή κατά την κύρια διαδικασία και τους τυχόν προταθησομένους περί αυτά ισχυρισμούς, πρέπει να κάνει αναφορά στα σχετικά ευρήματα και να αποκλείσει ισχυρισμούς και επιχειρήματα που δεν έχουν θέση στη συγκεκριμένη υπόθεση. Η καταγραφή ευρημάτων, που πιθανόν κατά το χρόνο της νεκροψίας και νεκροτομής θεωρηθούν από τον ιατροδικαστή μη σημαντικά, είναι επιβεβλημένη. Η αναφορά π.χ. στην έκθεση νεκροψίας και νεκροτομής της ηλικίας, αναλυτικά, μίας εκάστης των κακώσεων, της σειράς με την οποία αυτές επηνέχθησαν, καθώς επίσης και η διάκριση μίας εκάστης αυτών ως προθανάτιας ή μεταθανάτιας είναι σημαντικής σημασίας. Σημαντική επίσης είναι και η καταγραφή ευρημάτων που δεν συνδέονται ιατρικώς με το αποτέλεσμα του θανάτου ούτε με τα αίτια του θανάτου και τις συνθήκες αυτού, διότι,με την καταγραφή αυτών και τη μνεία περί μη συσχετισμού αυτών με το θάνατο, θα αποτραπεί η προβολή αβάσιμων ισχυρισμών και η απώλεια χρόνου με την άσκοπη διενέργεια ανακριτικών πράξεων. Παράλειψη αναφοράς ευρημάτων είτε από λόγους άγνοιας είτε διότι κρίθηκε περιττή η καταγραφή τους δύναται να δυσχεράνει τη δικαστική έρευνα της υπόθεσης και να θέσει θέμα ευθύνης του ιατροδικαστή.
Περαιτέρω εάν ο ιατροδικαστής κατά την εκτέλεση της εντολής διαπιστώσει ότι ενεφανίσθησαν ενώπιόν του ζητήματα που η έρευνα και η ερμηνεία τους ανήκει σε άλλους χώρους, ευρισκόμενα εκτός των ορίων της ειδικότητάς του, θα πρέπει να απευθυνθεί στον διορίσαντα αυτόν και να το αναφέρει. Επίσης οφείλει να διατηρεί και να εκφράζει επιφυλάξεις ως προς την αξιολόγηση των ιατροδικαστικών ευρημάτων του σε περιπτώσεις έλλειψης επαρκών στοιχείων και εν γένει δεν πρέπει να παραλείπει να αναφέρει στην έκθεσή του τα στοιχεία εκείνα που μπορεί να μειώνουν την εγκυρότητα της γνώμης του. Ο ιατροδικαστής ουδόλως πρέπει να θεωρεί την διατήρηση επιφύλαξης ως αδυναμία. Περαιτέρω, ιατροδικαστική έκθεση χωρίς φωτογραφική τεκμηρίωση, ακτινολογική απεικόνιση, ιστολογική εξέταση (η οποία διενεργείται από ιατρούς που κατέχουν την ειδικότητα της Παθολογικής Ανατομικής) και τοξικολογική ανάλυση (αίματος, ούρων και γενικά βιολογικών υγρών), διενεργουμένη από χημικούς, ιατρούς ή άλλους επιστήμονες που γνωρίζουν να διενεργούν χημική ανάλυση, οι οποίες (εξετάσεις) πραγματοποιούνται με αποστολή δείγματος από τον ιατροδικαστή στους ανωτέρω επιστήμονες, καταδεικνύει ανυπαρξία ουσιαστικής έρευνας, με συνέπεια τη δυσχέρανση του έργου των διωκτικών αρχών με ό,τι τούτο συνεπάγεται. Δεδομένου ότι η Ιατροδικαστική είναι μακροσκοπική επιστήμη, ήτοι «βλέπει» μόνο αυτά που είναι ορατά δια γυμνού οφθαλμού π.χ. ρήξη αορτής και πολλές φορές η αιτία θανάτου δεν είναι ορατή δια γυμνού οφθαλμού, στις περιπτώσεις αυτές η εξέταση σε μικροσκοπικό επίπεδο, δηλαδή με μικροσκόπιο, είναι απαραίτητη[3]. Περαιτέρω η τοξικολογική ανάλυση βιολογικών υγρών με εξειδικευμένα μηχανήματα για τον ποιοτικό και ποσοτικό προσδιορισμό τυχόν χημικών ουσιών σε δείγματα πιθανόν να είναι επιβεβλημένη. Αυτός ο οποίος θα κρίνει ποιες εξετάσεις επιβάλλεται να γίνουν είναι ο ιατροδικαστής, δεδομένου ότι αυτός θα αποφανθεί για την αιτία θανάτου, συνεκτιμώντας και τα πορίσματα των εξετάσεων που παρήγγειλε, καθώς και τον τυχόν υπάρχοντα ιατρικό φάκελο του θανόντος. Σε περίπτωση μη αποστολής δείγματος από τον ιατροδικαστή για τη διενέργεια των ως άνω εξετάσεων, θα πρέπει να γίνει μνεία από αυτόν στην έκθεση νεκροψίας και νεκροτομής των λόγων που έκριναν μη επιβεβλημένη την εξέταση, δεδομένου ότι δύναται μελλοντικά να τεθεί εν αμφιβόλω η εγκυρότητα και η πληρότητα της ιατροδικαστικής έρευνας, πιθανόν δε και η αμεροληψία του ιατροδικαστή, μη αποκλειομένου δε και του ενδεχομένου της προβολής ισχυρισμών περί εν γνώσει απόκρυψης της αλήθειας από αυτόν[4]. Εξάλλου είναι ανεπίτρεπτο να διεξάγεται ιατροδικαστική έρευνα για αιφνίδιο θάνατο ατόμου νεαράς ηλικίας, με ελεύθερο ατομικό ιατρικό ιστορικό και να μην γίνεται στην ιατροδικαστική έκθεση λεπτομερής αναφορά στα συστήματα του οργανισμού του νεκρού με αιτιολογημένο αποκλεισμό των αιτίων που δεν επέφεραν το θάνατο και παράλληλη αιτιολογημένη κρίση περί του αιτίου που επέφερε το θάνατο. Τέτοιες περιπτώσεις αιφνιδίων θανάτων ατόμων νεαράς ηλικίας έρχονται συχνά στην επικαιρότητα επ’ ευκαιρία αιφνιδίου (καρδιαγγειακού) θανάτου αθλητών κατά την διάρκεια αγώνων, της προπόνησης ή και σε άλλο χρόνο. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ο ιατροδικαστής οφείλει να υποπτευθεί γενετικό νόσημα και να μεριμνήσει για γενετικό έλεγχο με τη λήψη αίματος. Εάν, στην περίπτωση αυτή, διαπιστωθεί κάτι παθολογικό, επιβάλλεται να ενημερώσει άμεσα προκειμένου να εξετασθούν και τα άλλα μέλη της οικογένειας. Τυχόν παράλειψη ενημέρωσης των μελών της οικογένειας δύναται να θέσει θέμα ποινικής, αστικής και πειθαρχικής ευθύνης του ιατροδικαστή σε περίπτωση που ακολουθήσει θάνατος άλλου μέλους της οικογένειας σχετιζόμενος με το αυτό γενετικό νόσημα.
Στην καθημερινή δικαστηριακή πρακτική, δυστυχώς, δεν λείπουν περιπτώσεις ελλιπών ιατροδικαστικών εκθέσεων, στις οποίες τα δικαιοδοτικά όργανα, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, μάταια αναζητούν τις απαραίτητες, αλλά ελλείπουσες, περιγραφές.
Επιπλέον, στη δικαστηριακή πρακτική δεν λείπουν και περιπτώσεις ιατροδικαστικών εκθέσεων που αφορούν αιφνιδίους θανάτους, οι οποίες (ιατροδικαστικές εκθέσεις) αδικαιολογήτως καθυστερούν, με αποτέλεσμα την καθυστέρηση της περαίωσης των σχετικών δικογραφιών, ενόψει της επανειλημμένης διαβίβασης των δικογραφιών από την εισαγγελική αρχή στους ανακριτικούς υπαλλήλους για την επισύναψη της έκθεσης νεκροψίας και νεκροτομής.