!!! DEVELOPMENT MODE !!!
Short Horror Stories - Phorum Edition
Re: Short Horror Stories - Phorum Edition
Δεν εχω διαβασει αλλο ποστ στο νημα,short stories λεει ο τιτλος αλλα ολα ειναι γκουμουτσες.
Philip Mortimer έγραψε: 14 Μαρ 2023, 22:40 Όσον αφορά το 2019 προσωπικά ψήφισα τον Μητσοτάκη γιατί πίστεψα στο όραμα μη πολιτικά χρωματισμένου εκσυγχρονισμού που παρουσίασε.
Re: Short Horror Stories - Phorum Edition
πρεπει να ειναι ενα απο τα χειροτερα σου και σαν γραψιμο και σαν ιστορια ..εκατο λαθη σου βρηκαhellegennes έγραψε: 28 Ιουν 2024, 01:53
«Καλησπέρα γείτονα». Ο Γκομπάκης κοίταξε πίσω του, έξω απ' το παράθυρο. Τότε την είδε να χαμογελάει. «Μαμά»;[/color]
Re: Short Horror Stories - Phorum Edition
πραγματι ηταν το κορυφαίο ..και δεν του το ειχα του μανιακου κουλιλατρειαFata_Morgana έγραψε: 28 Ιουν 2024, 10:33GoBack έγραψε: 28 Ιουν 2024, 02:43Σαν κειμενο ναι,σαν στορι μεχ,θα θελα κατι πιο εκλεκτο και με δοσεις sci-fi.
Κάτι σαν τη δική μου ιστορία εννοείς δηλαδή ε;
- Fata_Morgana
- Δημοσιεύσεις: 5922
- Εγγραφή: 15 Οκτ 2023, 22:11
Re: Short Horror Stories - Phorum Edition
Αυτή που έγραψα εγώ εννοούσαnemo έγραψε: 28 Ιουν 2024, 16:36πραγματι ηταν το κορυφαίο ..και δεν του το ειχα του μανιακου κουλιλατρειαFata_Morgana έγραψε: 28 Ιουν 2024, 10:33GoBack έγραψε: 28 Ιουν 2024, 02:43
Σαν κειμενο ναι,σαν στορι μεχ,θα θελα κατι πιο εκλεκτο και με δοσεις sci-fi.
Κάτι σαν τη δική μου ιστορία εννοείς δηλαδή ε;
Re: Short Horror Stories - Phorum Edition
γιατι το τολμησες ; οκ θα την δω υσ...την διαβασα!!!! και ξαναλεω γιατι το τολμησες;Fata_Morgana έγραψε: 28 Ιουν 2024, 16:42Αυτή που έγραψα εγώ εννοούσαnemo έγραψε: 28 Ιουν 2024, 16:36πραγματι ηταν το κορυφαίο ..και δεν του το ειχα του μανιακου κουλιλατρεια![]()
- Πρετεντέρης
- Δημοσιεύσεις: 13482
- Εγγραφή: 01 Απρ 2018, 14:13
- Phorum.gr user: Φωτιά στα τόπια
- Τοποθεσία: Μακεδονία ξακουστή
Re: Short Horror Stories - Phorum Edition
Κάντε πέρα, ατάλαντοι.
Και κρατήστε την αναπνοή σας για το νέο μου αριστούργημα
Και κρατήστε την αναπνοή σας για το νέο μου αριστούργημα
Ζήτω ο Μπαρτζωκισμός!
Re: Short Horror Stories - Phorum Edition
αν αργήσεις κανά δεκάλεπτο δεν είναι και άσχημη ιδέα
- Fata_Morgana
- Δημοσιεύσεις: 5922
- Εγγραφή: 15 Οκτ 2023, 22:11
Re: Short Horror Stories - Phorum Edition
Άη ρε παραπέρα. Δε ξέρεις να εκτιμάς τη καλή πένα.nemo έγραψε: 28 Ιουν 2024, 16:50γιατι το τολμησες ; οκ θα την δω υσ...την διαβασα!!!! και ξαναλεω γιατι το τολμησες;Fata_Morgana έγραψε: 28 Ιουν 2024, 16:42Αυτή που έγραψα εγώ εννοούσαnemo έγραψε: 28 Ιουν 2024, 16:36
πραγματι ηταν το κορυφαίο ..και δεν του το ειχα του μανιακου κουλιλατρεια![]()
- Πρετεντέρης
- Δημοσιεύσεις: 13482
- Εγγραφή: 01 Απρ 2018, 14:13
- Phorum.gr user: Φωτιά στα τόπια
- Τοποθεσία: Μακεδονία ξακουστή
Re: Short Horror Stories - Phorum Edition
Γάμος
Ο γάμος της Ελένης και του Κωνσταντίνου ήταν ένα γεγονός που το μικρό χωριό περίμενε με ανυπομονησία. Το φθινοπωρινό απόγευμα είχε ντυθεί στα χρυσά και κόκκινα φύλλα των δέντρων, και η πλατεία του χωριού ήταν στολισμένη με λευκά λουλούδια και πολύχρωμες κορδέλες. Τα παιδιά έτρεχαν γύρω από τις μακριές σειρές τραπεζιών, όπου οι χωρικοί είχαν καθίσει για το μεγάλο συμπόσιο.
Η νύφη, η Ελένη, ήταν πανέμορφη με το λευκό της φόρεμα που αστραποβολούσε στο φως των κεριών, και το χαμόγελο που δεν έσβηνε από το πρόσωπό της. Ο Κωνσταντίνος, ψηλός και γεροδεμένος, με μάτια γεμάτα αγάπη και περηφάνια, δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από πάνω της.
"Είσαι η πιο όμορφη νύφη που έχω δει ποτέ," της ψιθύρισε, κρατώντας το χέρι της καθώς χόρευαν τον πρώτο τους χορό.
"Και εσύ ο πιο υπέροχος γαμπρός," του απάντησε εκείνη, τα μάτια της λάμποντας με δάκρυα χαράς.
Καθώς το βράδυ προχωρούσε και το κέφι κορυφωνόταν, οι μουσικοί έπαιζαν ζωηρούς παραδοσιακούς χορούς και οι καλεσμένοι γέμιζαν τα ποτήρια τους με κρασί. Αλλά μια παράξενη σιωπή άρχισε να πέφτει πάνω στο πλήθος. Ήταν σαν ένας κρύος άνεμος να πέρασε ξαφνικά ανάμεσά τους.
Ξαφνικά, ένας ψίθυρος τρόμου ακούστηκε από την άκρη της πλατείας. Όλοι γύρισαν να δουν μια σκοτεινή φιγούρα να πλησιάζει. Ήταν ένα τεράστιο ζωόμορφο τέρας, με μακριά νύχια, κίτρινα μάτια που λαμπύριζαν στο σκοτάδι, και δόντια που έμοιαζαν με ξίφη. Η παρουσία του ήταν αποπνικτική, γεμάτη μια σκοτεινή απειλή που έκανε τα πάντα να φαίνονται μικρά και αδύναμα μπροστά του.
"Τι είναι αυτό το πράγμα;!" φώναξε κάποιος από το πλήθος, ενώ άλλοι έμειναν παγωμένοι από τον τρόμο.
Το τέρας πλησίασε γρήγορα την Ελένη, που στεκόταν δίπλα στον Κωνσταντίνο. Με μια γρήγορη κίνηση, άρπαξε τη νύφη και την σήκωσε ψηλά στον αέρα. Οι κραυγές αγωνίας των καλεσμένων και οι προσπάθειες του Κωνσταντίνου να ακολουθήσει το τέρας ήταν μάταιες. Το σκοτάδι κατάπιε τη μορφή του τέρατος και της νύφης, αφήνοντας πίσω του μόνο τρόμο και απόγνωση.
Ο Κωνσταντίνος, με την καρδιά του γεμάτη απελπισία και οργή, στράφηκε στους φίλους και τους συγγενείς του. "Πρέπει να τη βρούμε! Δεν μπορούμε να την αφήσουμε στα χέρια αυτού του τέρατος!"
Μερικοί θαρραλέοι χωρικοί συμφώνησαν να τον ακολουθήσουν. Οπλισμένοι με φακούς και όπλα, μπήκαν στο δάσος, ακολουθώντας τα ίχνη που άφησε το τέρας. Τα δέντρα υψώνονταν γύρω τους σαν μαύροι γίγαντες, και οι σκιές χόρευαν απειλητικά στο φως των φακών.
"Είναι εκεί μπροστά!" φώναξε ένας από τους χωρικούς, δείχνοντας προς μια κατεύθυνση όπου τα ίχνη γίνονταν πιο ξεκάθαρα.
Μετά από ώρες αναζήτησης, έφτασαν σε μια σπηλιά κρυμμένη βαθιά στο δάσος. Οι ήχοι που έρχονταν από μέσα ήταν ανησυχητικοί, σαν αναστεναγμοί και βρυχηθμοί. Ο Κωνσταντίνος, αποφασισμένος να σώσει την αγαπημένη του, μπήκε πρώτος στη σπηλιά.
"Ελένη!" φώναξε, η φωνή του αντηχώντας στους υγρούς τοίχους της σπηλιάς.
Μέσα στη σκοτεινή σπηλιά, βρήκε την Ελένη, αλλά δεν ήταν μόνη της. Το τέρας στεκόταν δίπλα της, αλλά αντί για τον τρόμο που περίμενε να δει στο πρόσωπο της νύφης, είδε μια παράξενη ηρεμία. Τα μάτια της Ελένης έλαμπαν στο σκοτάδι με τον ίδιο τρόπο όπως τα μάτια του τέρατος.
"Τι συμβαίνει εδώ;" φώναξε ο Κωνσταντίνος, μην μπορώντας να κατανοήσει την εικόνα μπροστά του.
Η Ελένη γύρισε και τον κοίταξε με ένα βλέμμα που ήταν γεμάτο λύπη και αποδοχή. "Κωνσταντίνε, πρέπει να ξέρεις την αλήθεια. Εγώ δεν είμαι αυτή που νομίζεις."
Ξαφνικά, η μορφή της Ελένης άρχισε να αλλάζει. Το δέρμα της έγινε πιο σκληρό, τα δόντια της μεγάλωσαν και τα μάτια της έλαμπαν ακόμα πιο έντονα. Ήταν ένα θηλυκό τέρας, το ταίρι του αρσενικού που την είχε απαγάγει.
"Αυτή είναι η πραγματική μου μορφή," είπε η Ελένη, "και αυτός είναι ο σύντροφός μου. Δεν είμαι άνθρωπος, Κωνσταντίνε, αλλά πλάσμα της νύχτας. Η ζωή που έζησα μαζί σου ήταν ψεύτικη. Τώρα πρέπει να γυρίσω πίσω στον αληθινό μου εαυτό."
Ο γάμος της Ελένης και του Κωνσταντίνου ήταν ένα γεγονός που το μικρό χωριό περίμενε με ανυπομονησία. Το φθινοπωρινό απόγευμα είχε ντυθεί στα χρυσά και κόκκινα φύλλα των δέντρων, και η πλατεία του χωριού ήταν στολισμένη με λευκά λουλούδια και πολύχρωμες κορδέλες. Τα παιδιά έτρεχαν γύρω από τις μακριές σειρές τραπεζιών, όπου οι χωρικοί είχαν καθίσει για το μεγάλο συμπόσιο.
Η νύφη, η Ελένη, ήταν πανέμορφη με το λευκό της φόρεμα που αστραποβολούσε στο φως των κεριών, και το χαμόγελο που δεν έσβηνε από το πρόσωπό της. Ο Κωνσταντίνος, ψηλός και γεροδεμένος, με μάτια γεμάτα αγάπη και περηφάνια, δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από πάνω της.
"Είσαι η πιο όμορφη νύφη που έχω δει ποτέ," της ψιθύρισε, κρατώντας το χέρι της καθώς χόρευαν τον πρώτο τους χορό.
"Και εσύ ο πιο υπέροχος γαμπρός," του απάντησε εκείνη, τα μάτια της λάμποντας με δάκρυα χαράς.
Καθώς το βράδυ προχωρούσε και το κέφι κορυφωνόταν, οι μουσικοί έπαιζαν ζωηρούς παραδοσιακούς χορούς και οι καλεσμένοι γέμιζαν τα ποτήρια τους με κρασί. Αλλά μια παράξενη σιωπή άρχισε να πέφτει πάνω στο πλήθος. Ήταν σαν ένας κρύος άνεμος να πέρασε ξαφνικά ανάμεσά τους.
Ξαφνικά, ένας ψίθυρος τρόμου ακούστηκε από την άκρη της πλατείας. Όλοι γύρισαν να δουν μια σκοτεινή φιγούρα να πλησιάζει. Ήταν ένα τεράστιο ζωόμορφο τέρας, με μακριά νύχια, κίτρινα μάτια που λαμπύριζαν στο σκοτάδι, και δόντια που έμοιαζαν με ξίφη. Η παρουσία του ήταν αποπνικτική, γεμάτη μια σκοτεινή απειλή που έκανε τα πάντα να φαίνονται μικρά και αδύναμα μπροστά του.
"Τι είναι αυτό το πράγμα;!" φώναξε κάποιος από το πλήθος, ενώ άλλοι έμειναν παγωμένοι από τον τρόμο.
Το τέρας πλησίασε γρήγορα την Ελένη, που στεκόταν δίπλα στον Κωνσταντίνο. Με μια γρήγορη κίνηση, άρπαξε τη νύφη και την σήκωσε ψηλά στον αέρα. Οι κραυγές αγωνίας των καλεσμένων και οι προσπάθειες του Κωνσταντίνου να ακολουθήσει το τέρας ήταν μάταιες. Το σκοτάδι κατάπιε τη μορφή του τέρατος και της νύφης, αφήνοντας πίσω του μόνο τρόμο και απόγνωση.
Ο Κωνσταντίνος, με την καρδιά του γεμάτη απελπισία και οργή, στράφηκε στους φίλους και τους συγγενείς του. "Πρέπει να τη βρούμε! Δεν μπορούμε να την αφήσουμε στα χέρια αυτού του τέρατος!"
Μερικοί θαρραλέοι χωρικοί συμφώνησαν να τον ακολουθήσουν. Οπλισμένοι με φακούς και όπλα, μπήκαν στο δάσος, ακολουθώντας τα ίχνη που άφησε το τέρας. Τα δέντρα υψώνονταν γύρω τους σαν μαύροι γίγαντες, και οι σκιές χόρευαν απειλητικά στο φως των φακών.
"Είναι εκεί μπροστά!" φώναξε ένας από τους χωρικούς, δείχνοντας προς μια κατεύθυνση όπου τα ίχνη γίνονταν πιο ξεκάθαρα.
Μετά από ώρες αναζήτησης, έφτασαν σε μια σπηλιά κρυμμένη βαθιά στο δάσος. Οι ήχοι που έρχονταν από μέσα ήταν ανησυχητικοί, σαν αναστεναγμοί και βρυχηθμοί. Ο Κωνσταντίνος, αποφασισμένος να σώσει την αγαπημένη του, μπήκε πρώτος στη σπηλιά.
"Ελένη!" φώναξε, η φωνή του αντηχώντας στους υγρούς τοίχους της σπηλιάς.
Μέσα στη σκοτεινή σπηλιά, βρήκε την Ελένη, αλλά δεν ήταν μόνη της. Το τέρας στεκόταν δίπλα της, αλλά αντί για τον τρόμο που περίμενε να δει στο πρόσωπο της νύφης, είδε μια παράξενη ηρεμία. Τα μάτια της Ελένης έλαμπαν στο σκοτάδι με τον ίδιο τρόπο όπως τα μάτια του τέρατος.
"Τι συμβαίνει εδώ;" φώναξε ο Κωνσταντίνος, μην μπορώντας να κατανοήσει την εικόνα μπροστά του.
Η Ελένη γύρισε και τον κοίταξε με ένα βλέμμα που ήταν γεμάτο λύπη και αποδοχή. "Κωνσταντίνε, πρέπει να ξέρεις την αλήθεια. Εγώ δεν είμαι αυτή που νομίζεις."
Ξαφνικά, η μορφή της Ελένης άρχισε να αλλάζει. Το δέρμα της έγινε πιο σκληρό, τα δόντια της μεγάλωσαν και τα μάτια της έλαμπαν ακόμα πιο έντονα. Ήταν ένα θηλυκό τέρας, το ταίρι του αρσενικού που την είχε απαγάγει.
"Αυτή είναι η πραγματική μου μορφή," είπε η Ελένη, "και αυτός είναι ο σύντροφός μου. Δεν είμαι άνθρωπος, Κωνσταντίνε, αλλά πλάσμα της νύχτας. Η ζωή που έζησα μαζί σου ήταν ψεύτικη. Τώρα πρέπει να γυρίσω πίσω στον αληθινό μου εαυτό."
Ζήτω ο Μπαρτζωκισμός!
Re: Short Horror Stories - Phorum Edition
Μπράβο βρε παιδιά, είναι καλογραμμένες όλες οι ιστορίες και μια χαρά μπορούσαν να εκδοθούν σε μια συλλογή κειμένων, όπως αντίστοιχες που κυκλοφορούν από "επώνυμους". Κάποια από τα δικά σας είναι καλύτερα.
Περισσότερο μου άρεσαν τα κείμενα του Όττο, του Νάνου και του hell.
Περισσότερο μου άρεσαν τα κείμενα του Όττο, του Νάνου και του hell.
Η ελπίδα είναι παγίδα.
Re: Short Horror Stories - Phorum Edition
η ιστορια της φατα γιατι δεν σου αρεσε; τουλαχιστον επρεπε να γραψεις κατι θετικοΓΑΛΗ έγραψε: 28 Ιουν 2024, 17:30 Μπράβο βρε παιδιά, είναι καλογραμμένες όλες οι ιστορίες και μια χαρά μπορούσαν να εκδοθούν σε μια συλλογή κειμένων, όπως αντίστοιχες που κυκλοφορούν από "επώνυμους". Κάποια από τα δικά σας είναι καλύτερα.![]()
Περισσότερο μου άρεσαν τα κείμενα του Όττο, του Νάνου και του hell.
Re: Short Horror Stories - Phorum Edition
Έγραψα.nemo έγραψε: 28 Ιουν 2024, 17:34η ιστορια της φατα γιατι δεν σου αρεσε; τουλαχιστον επρεπε να γραψεις κατι θετικοΓΑΛΗ έγραψε: 28 Ιουν 2024, 17:30 Μπράβο βρε παιδιά, είναι καλογραμμένες όλες οι ιστορίες και μια χαρά μπορούσαν να εκδοθούν σε μια συλλογή κειμένων, όπως αντίστοιχες που κυκλοφορούν από "επώνυμους". Κάποια από τα δικά σας είναι καλύτερα.![]()
Περισσότερο μου άρεσαν τα κείμενα του Όττο, του Νάνου και του hell.
Η ελπίδα είναι παγίδα.
Re: Short Horror Stories - Phorum Edition
του ότο με τη σπηλιά και του εξαρχίδη μου άρεσαν
Re: Short Horror Stories - Phorum Edition
κορυφαιο του οτο του εξαρχιδη καλο μεν αλλα δεν ειχε ναζι και φασιστες
- Otto Weininger
- Δημοσιεύσεις: 38340
- Εγγραφή: 31 Μαρ 2018, 00:29
- Τοποθεσία: Schwarzspanierstraße 15
Re: Short Horror Stories - Phorum Edition
Ο Ερμής, ήταν μεγαλέμπορος φρούτων. Από την μέρα που ανέλαβε τα ηνία της εταιρίας, βρισκόταν συνεχώς σε αναζήτηση μοναδικών και εξωτικών φρούτων για να τα προσθέσει στην ήδη επιτυχημένη επιχείρησή του.
Μια μέρα, καθώς ξεφύλλιζε κάποια παλιά και σπανιότατα δοκίμια – δώρο ενός πελάτη - για την αγροτική ζωή στην Ελλάδα μετά την Τουρκοκρατία, έπεσε πάνω σε μια αναφορά για μια σπάνια ποικιλία πορτοκαλιού που υποτίθεται ότι υπήρχε μόνο σε ένα ξεχασμένο χωριό βαθιά μέσα στα βουνά κάπου στην Βόρεια Ελλάδα. Το χωριό λεγόταν “ Μαυροπούλι” ή κάπως έτσι, δεν φαινόταν καλά το όνομα πάνω στις παλιές σελίδες του βιβλίου. Τα πορτοκάλια περιγράφονταν ως εξαιρετικά γλυκά και διαφορετικά από οτιδήποτε άλλο στον κόσμο. Για τον Ερμή, αυτή ήταν μια ευκαιρία που δεν μπορούσε να αφήσει να περάσει έτσι. Ίσως άλλαζε για πάντα τις ισορροπίες στο εμπόριο φρούτων.
Πέρασε αρκετές μέρες, σχεδόν εμμονικά, στην δημοτική βιβλιοθήκη προσπαθώντας να βρει και άλλα στοιχεία. Μέχρι που ένα βράδυ, εντόπισε έναν παλιό χάρτη σε ένα βιβλίο του 1847. Το βιβλίο δεν είχε σχέση με αγροτικά θέματα αλλά ο χάρτης που είχε ζωγραφισμένο στις μεσαίες σελίδες του, ανέφερε το όνομα και την τοποθεσία του ξεχασμένου από την σύγχρονη ιστορία χωριού. Όντως λεγόταν “Μαυροπούλι”.
Ενθουσιασμένος και περίεργος, ξεκίνησε το ταξίδι του, μόλις δύο μέρες μετά.
Στην διαδρομή, μετά από περίπου 6 ώρες οδήγησης, σταμάτησε για βενζίνη σε μια μικρή κωμόπολη από αυτές που μπορείς να αγνοείς μια ζωή την ύπαρξή τους εκτός και αν πέσεις πάνω τους τυχαία. Όσο έβαζε βενζίνη στο μεγάλο γκρι SUV που είχε πάρει για το ταξίδι, σκέφτηκε να ρωτήσει τον νεαρό που δούλευε εκεί αν ξέρει το χωριό και αν όντως πάει στην σωστή διαδρομή.
Η αντίδραση που είδε, τον εξέπληξε για λίγο. Ο υπάλληλος του βενζινάδικου πάγωσε, τα μάτια του γούρλωσαν από φόβο και μουρμούρισε κάτι για "κακοτυχία" με μια βαριά -ντόπια προφανώς- προφορά. Κάποιοι ηλικιωμένοι που έπιναν καφέ σε ένα μικρό σιδερένιο τραπεζάκι λίγο πιο πέρα αρνήθηκαν κατηγορηματικά να μιλήσουν γι' αυτό, κάποιοι μάλιστα έκαναν τον σταυρό τους καθώς σηκώθηκαν και έφυγαν βιαστικά.
Ο Ερμής χασκογέλασε με την αντίδραση. «Οι επαρχιώτες και οι προκαταλήψεις τους. Μια ζωή τα ίδια παντού», είπε από μέσα του. Και η αλήθεια είναι πως είχε ήξερε από αυτά. Μια ζωή νταραβέρια με αγρότες και επαρχιώτες. Κάθε χωριό και μια ιστορία που είχε ακούσει.
Πλήρωσε τον υπάλληλο, αγόρασε και 2 μεγάλα μπουκάλια νερό και ένα κρυο σάντουιτς από το μηχάνημα και γύρισε προς το αυτοκίνητο. Αντί όμως να μπει μέσα, κατευθύνθηκε προς το πορτ παγκάζ του αυτοκινήτου, το άνοιξε και πήρε από μέσα ένα μαύρο βαλιτσάκι. Όταν τελικά μπήκε στο αυτοκίνητο, το έβαλε στα γόνατά του και το ξεκλείδωσε. Μέσα υπήρχε ένα Walther, που το είχε για τον σκοπευτικό όμιλο. Τελικά, μάλλον είχε ταραχτεί περισσότερο από όσο πίστευε αρχικά, από τις αντιδράσεις στο βενζινάδικο. Πως αλλιώς να εξηγήσει αυτή την έντονη και ξαφνική ανακούφιση όταν είδε ότι το μπλε κουτί ήταν γεμάτο με σφαίρες. Γέμισε το όπλο και το έβαλε στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου, ενώ τοποθέτησε το βαλιτσάκι με τις υπόλοιπες σφαίρες κάτω από το κάθισμα του συνοδηγού. «Δε γαμιέται», σκέφτηκε. «Καλύτερα δικαστής, παρά παπάς». Έβαλε μπρος το αυτοκίνητο και συνέχισε τον δρόμο του.
Η διαδρομή ήταν μακρινή και ελικοειδής, ενώ όσο ανέβαινε υψόμετρο, ο δρόμος γινόταν στενότερος και πιο άγριος. Καθώς προχωρούσε βαθύτερα στα βουνά, μια αίσθηση ανησυχίας άρχισε να τον κατακλύζει. Αυτή η απόκοσμη διαδρομή, σίγουρα είχε βάλει το λιθαράκι της για αυτό.
Όταν έφτασε στο χωριό, ήταν απόγευμα πια. Το χωριό, τυλιγμένο σε μια χαμηλή ομίχλη και περιτριγυρισμένο από πυκνά δάση, φαινόταν τρομακτικό. Όχι με την συνηθισμένη έννοια του τρόμου, αλλά με την ονειρική. Αυτός ο ιδιαίτερος τρόμος που έχουν τα όνειρα, όταν δεν μπορείς να συνειδητοποιήσεις τι ακριβώς βλέπεις και που είσαι. Ο αέρας γινόταν πιο ψυχρός και μια ανατριχιαστική σιωπή κάλυπτε την περιοχή, διακοπτόμενη μόνο από το περιστασιακό θρόισμα των φύλλων.
Έφτασε όσο μέσα μπορούσε να χωρέσει το θηριώδες SUV στο πρώτο στενό πέτρινο δρομάκι. Έσβησε την μηχανή, μα πριν καν βγάλει το κλειδί, έπιασε το Walther από το ντουλαπάκι, έλεγξε ξανά ότι είναι γεμάτο και το έβαλε στην ζώνη του τζιν του. Για λίγο αισθάνθηκε χαζός που είχε αφήσει την φαντασία του να επηρεαστεί έτσι. Αλλά είχε αποφασίσει πως το όπλο θα το έχει πάνω του σε κάθε περίπτωση. Κατέβηκε από το αυτοκίνητο και άρχισε να περπατάει πιο βαθιά στο χωριό.
Το Μαυροπούλι ήταν ένα μικρό χωριό, με πέτρινα και ξύλινα σπίτια, και στενά καλντερίμια που στέκονταν εκεί ποιος ξέρει από πότε.
Ο πρώτος κάτοικος που συνάντησε ο Ερμής ήταν ένας ηλικιωμένος άντρας που καθόταν σε ένα ξύλινο παγκάκι, χαράζοντας προσεκτικά μια πλάκα από κομμάτι ξύλου. Ο άντρας ήταν αδύνατος, με πρόσωπο γεμάτο ρυτίδες από την ηλικία, και μάτια γαλαζοπράσινα που έμοιαζαν να κοιτούν μέσα από τον Ερμή παρά τον ίδιο.
Ο Ερμής τον χαιρέτησε. «Γεια σας,» αλλά ο άντρας δεν απάντησε. Αντίθετα, του έδωσε μια άλλη μικρή πλάκα με χαραγμένη τη φράση "Καλώς ήρθατε."
Περίεργος και ελαφρώς ανήσυχος, ο Ερμής άρχισε να εξερευνά το χωριό. Οι κάτοικοι έμοιαζαν να κινούνταν στις καθημερινές τους δραστηριότητες αγνοώντας τον, αλλά με έναν ανατριχιαστικό συγχρονισμό. Επικοινωνούσαν με χειρονομίες και ανταλλάσσοντας επίσης ξύλινες πλάκες, σαν εκείνη που του έδωσε ο ηλικιωμένος στο παγκάκι. Τα πρόσωπά τους άψυχα και τα μάτια τους κενά. Το βλέμμα του έπεσε σε μια γυναίκα, γύρω στα σαράντα, με μακριά, σκούρα μαλλιά δεμένα σε έναν χαλαρό κότσο. Αντλούσε νερό από ένα πηγάδι και πρόσφερε στον Ερμή ένα σημείωμα όταν την πλησίασε: "Πώς μπορώ να σας βοηθήσω;" που είχε γράψει με καθαρά γράμματα.
Οι ώρες περνούσαν χωρίς να το καταλάβει, καθώς ο Ερμής βυθιζόταν στη ζωή του χωριού. Είχε ξεχάσει και ο ίδιος τα πορτοκάλια, που ήταν και ο λόγος που είχε φτάσει ως εδώ. Το ενδιαφέρον του ήταν αποκλειστικά στην παρατήρηση των κατοίκων. Παρά τη σιωπή τους, φαινόταν να λειτουργούν κανονικά. Δούλευαν στα μικρά μαγαζιά τους, φρόντιζαν τα ζώα και συμμετείχαν σε σιωπηλές συζητήσεις.
Ωστόσο, η αίσθηση της ανησυχίας μεγάλωνε με κάθε λεπτό που περνούσε. Κάτι πήγαινε πολύ λάθος στο χωριό, κάτι που ο Ερμής δεν μπορούσε να κατανοήσει πλήρως. Κάτι που σίγουρα ξεπερνούσε μια απλή τοπική ιδιαιτερότητα.
Καθώς ο ήλιος έδυε, ρίχνοντας σκιές παντού, ο Ερμής βρέθηκε μπροστά σε μια παλιά, διαλυμένη εκκλησία στην άκρη του χωριού. Η εκκλησία, καλυμμένη με κισσό, είχε μια εικόνα εγκατάλειψης. Μέσα, τα στασίδια ήταν γεμάτα με σκόνη και ο βωμός ήταν καλυμμένος με ένα κουρελιασμένο ύφασμα. Η περιέργεια του Ερμή τον οδήγησε στο εσωτερικό της εκκλησίας, όπου βρήκε στο πάτωμα ξεθωριασμένες φωτογραφίες που απεικόνιζαν τους κατοίκους από πολύ παλιά.
Στις φωτογραφίες, οι κάτοικοι ήταν ζωηροί, τα πρόσωπά τους γεμάτα χαρά και γέλια - μια έντονη αντίθεση με την τωρινή τους κατάσταση. Καθώς ο Ερμής άφηνε πάλι κάτω τις φωτογραφίες, ανακάλυψε μπροστά στα σκαλιά του Ιερού ένα ημερολόγιο που έμοιαζε να ανήκει στον τελευταίο ιερέα του χωριού. Η τελευταία καταχώρηση, με ημερομηνία 23 Ιουνίου 1857, του έστειλε ρίγος στη ραχοκοκαλιά σαν ηλεκτρικό ρεύμα:
"Η κατάρα μας έπληξε .Δεν έπρεπε να φέρουμε την δική μας θρησκεία εδώ πάνω. Εγώ φταίω πρώτος από όλους. Με την αλαζονεία μας, εξοργίσαμε τα αρχαία πνεύματα. Το χωριό είναι καταδικασμένο σε αιώνια σιωπή. Τα σώματά μας παραμένουν, αλλά οι ψυχές μας είναι δεσμευμένες. Μόνο στο θάνατο θα μιλήσουμε ξανά, αλλά κανείς δεν θα μείνει να ακούσει τις φωνές μας."
Η συνειδητοποίηση της πραγματικότητας, χτύπησε τον Ερμή σαν γροθιά στο στομάχι.
Οι κάτοικοι δεν ήταν ζωντανοί - ήταν οι καταραμένοι νεκροί, κινούμενοι από ένα αρχαίο ξόρκι σαν μαριονέτες. Η σιωπή τους ήταν μαρτυρία της κατάρας που τους δεσμεύει για πάντα. Γύρισε τις επόμενες σελίδες του ημερολογίου, αλλά μάταια. Ο ιερέας έμοιαζε να έχει βυθιστεί στην παράνοια μετά από ένα σημείο. Τίποτα δεν έβγαζε νόημα από όσα έγραφε στις τελευταίες σελίδες. Δεν ήταν καν πραγματικές λέξεις, αλλά τυχαία γράμματα σε τυχαίες σειρές, που μαρτυρούσαν μονάχα την ψυχική κατάσταση αυτού που τα τοποθέτησε εκεί.
Πριν προλάβει να σκεφτεί οτιδήποτε, ένιωσε ένα κρύο χέρι στον ώμο του. Στράφηκε και είδε τα κενά, άψυχα μάτια του ηλικιωμένου άντρα από το παγκάκι. Ένιωσε το λαιμό του να σφίγγεται, τη φωνή του να πνίγεται σε μια αόρατη λαβή. Προσπάθησε να ουρλιάξει, αλλά κανένας ήχος δεν βγήκε από τα χείλη του. Η λαβή του άντρα ήταν σαν σίδερο, άκαμπτη και παγωμένη. Μετά από λίγο όμως, όσο ξαφνικά τον είχε αρπάξει ο άντρας, έτσι ξαφνικά τον άφησε.
Η απελπισία κυρίευσε το μυαλό του Ερμή καθώς σκόνταψε έξω από την εκκλησία, προσπαθώντας να βρει ξανά την ανάσα του. Όταν σήκωσε το βλέμμα του είδε πως οι κάτοικοι τον είχαν περικυκλώσει. Η γυναίκα από το πηγάδι ήταν επίσης εκεί, με τα μάτια της τόσο κενά όσο και των άλλων. Άπλωσαν τα χέρια τους, και ένιωσε ένα κύμα κρύου να τον κατακλύζει. Η όρασή του θόλωσε και έπεσε στα γόνατα, η σιωπή τον περιτύλιξε σαν σάβανο. Μετά σκοτάδι.
Όταν ξύπνησε, καθόταν στο ίδιο ξύλινο παγκάκι όπου είχε πρωτοσυναντήσει τον ηλικιωμένο άντρα, με ένα μαχαίρι για σκάλισμα και μια ξύλινη πλάκα στο χέρι του.
Κοίταξε γύρω του, βλέποντας το χωριό με νέα μάτια. Οι κάτοικοι του έγνεψαν καλοσυνάτα, οι χειρονομίες τους ήταν τώρα οικίες. Προσπάθησε να μιλήσει, αλλά δεν βγήκαν λόγια. Ήταν ένας από αυτούς τώρα, δεμένος με την ίδια κατάρα που είχε καταδικάσει το Μαυροπούλι πριν από αιώνες.
Κάπως αδέξια, σκάλισε την πλάκα του και την σήκωσε προς το μέρος των κατοίκων.
“Καλώς σας βρήκα”.
Let them make the first mistake. We make the last move.
-
- Παραπλήσια Θέματα
- Απαντήσεις
- Προβολές
- Τελευταία δημοσίευση
-
- 3 Απαντήσεις
- 781 Προβολές
-
Τελευταία δημοσίευση από zteo
-
- 2 Απαντήσεις
- 139 Προβολές
-
Τελευταία δημοσίευση από southern
-
- 9 Απαντήσεις
- 449 Προβολές
-
Τελευταία δημοσίευση από τα ριχνω μέσα
-
- 7 Απαντήσεις
- 278 Προβολές
-
Τελευταία δημοσίευση από Aitwlos