Επιστολή του Συνέσιου Κυρήνης ( 4ος/5ος αι. ) προς τον αδελφό του Ευόπτιο για ένα θαλασσινό ταξίδι που έκανε.
Ο Συνέσιος διέθετε μία σπάνια αίσθηση του χιούμορ και περιγραφική δεινότητα. Η επιστολή του, ως γνωστό, γράφεται από το Αζάριον της Μαρμαρικής, σε μεγάλη απόσταση από την Κυρήνη, όπου το σκάφος με το οποίο ταξίδευε είχε προσορμίσει για επισκευές μετά από μία φοβερή θαλασσοταραχή. Εκεί στον «χαρίεντα λιμενίσκο» του Αζαρίου, ο Συνέσιος είχε τον χρόνο και την άνεση να περιγράψει στον Ευόπτιο το περιπετειώδες ταξίδι του.
Η επιστολή παρέχει ένα σπάνιο δείγμα του χιούμορ και της συγγραφικής ικανότητας που διέθετε ο επίσκοπος Κυρήνης. Από την αρχή κιόλας, ο απόπλους από το λιμάνι της Αλεξάνδρειας υπήρξε επεισοδιακός, αφού το σκάφος τους χτύπησε τον πάτο στα αβαθή νερά του λιμένος δύο και τρεις φορές. Το γεγονός αυτό θεωρήθηκε κακός οιωνός και θα ήταν σοφό, σκέφτηκε προς στιγμή ο Συνέσιος,
άποβήναι νεώς έκ πρώτης αφετηρίας ουκ ευτυχούς (11, 5), αλλά για να μη θεωρηθεί δειλός φιλοτιμήθηκε να μείνει στο καράβι και να συνεχίσει το ταξίδι του.
Το ατυχές αυτό επεισόδιο, όπως και τις άλλες ατυχίες που ακολούθησαν, ο Συνέσιος τις χρεώνει κυρίως
στον Εβραίο καπετάνιο Αμάραντο και το άσχετο πλήρωμα του. Η περιγραφή του Αμάραντου και του πληρώματος είναι υπερβολικά αρνητική.
Ενδεχομένως μάλιστα θα μπορούσε κανείς να διακρίνει ανάμεσα στις γραμμές να ελλοχεύουν και κάποια στοιχεία αντισημιτισμού ή απλώς μιας καταφανούς προσπάθειας γελοιοποίησης της πολιτιστικής - θρησκευτικής αντίθεσης Ιουδαίων και Ελλήνων εις βάρος βέβαια των πρώτων:
ό μέν ναύκληρος έθανάτα κατάχρεως ων. ναυτών δέ όντων δυοκαίδεκα των παρόντων (τρισκαιδέκατος γαρ ό κυβερνήτης ήν) υπέρ ήμισυ μέν και ό κυβερνήτης ήσαν 'Ιουδαίοι, γένος εκσπονδον και εϋσεβεϊν άναπεπεισμένον, ήν δτι πλείστους άνδρας 'Έλληνας άποθανεΐν αίτιοι γένωνται (12, 6-11). Με όλα αυτά προφανώς και με την δεδομένη αντίθεση ανάμεσα στους Ιουδαίους και Έλληνες, αντίθεση για την οποία αρκείται να σημειώσει σκωπτικά ότι προέρχεται κυρίως από τους Ιουδαίους -
γένος εκσπονδον και εϋσεβεϊν άναπεπεισμένον, ήν δτι πλείστους άνδρας Έλληνας άποθανεΐν αίτιοι γένωνται -
ο Συνέσιος θέλει να καταδείξει την ανικανότητα και την ασχετοσύνη του Αμάραντου προς το ναυτικό επάγγελμα, καθώς και του τυχαίου τσούρμου των δώδεκα ναυτών που αποτελούσαν το πλήρωμα του σκάφους, από τους οποίους οι μισοί περίπου ήσαν
άγελαΐοί γεωργοί, πέρυσιν οϋπω κώπης ήμμένοι . Στο σημείο αυτό της επιστολής του, η περιγραφή αποκτά κάτι το κωμικό αν μη grotesque, διότι οι ναύτες συν τοις άλλοις ήταν σημαδεμένοι από τη φύση και έκάλουν αλλήλους ουκ από των ονομάτων άλλ' από των ατυχημάτων

,
ό χωλός ό κηλήτης ό άριστερόχειρ ό παραβλώψ . Σε προφανή αντίθεση προς αυτήν την όντως περίεργη ομάδα, ο λόγιος ιεράρχης αντιπαραθέτει τις γυναίκες που ταξίδευαν μαζί τους, εκ των οποίων
αϊ πλείους ήσαν νέαι και άγαθαί τάς όψεις . Θέλοντας όμως να προκαταλάβει τον Ευόπτιο από τυχόν πονηρές σκέψεις, προσθέτει αμέσως ότι ο καπετάνιος για ευνόητους λόγους απετείχισε τις γυναίκες από τους άνδρες με ένα παραπέτασμα. Αλλά ακόμη και ο Πρίαπος θα έβαζε μυαλό αν συνταξίδευε με τον Αμάραντο, παρατηρεί ειρωνικά

, γιατί στιγμή δεν τους άφησε που να μην φοβηθούν τον έσχατο κίνδυνο.
Τη μια φορά το σκάφος τους λίγο έλειψε να πέσει πάνω σε ξέρες, την άλλη, όταν βγήκαν στα ανοιχτά, οι επιβάτες αντελήφθηκαν ότι η πορεία τους ήταν λανθασμένη

, γιατί ακολουθούσαν σκάφη που
πλουν έτερον επλεον και όχι εκείνον που οδηγούσε στη Λιβύη. Στις διαμαρτυρίες των επιβατών ο καπετάνιος δεν έδινε καμμιά σημασία -
οϋκουν επειθον λέγων, σημειώνει ο Συνέσιος,
αλλ ' έξεκώφει το κάθαρμα Ήδη ο αναγνώστης έχει αντιληφθεί ότι ο Συνέσιος δεν εμπιστευόταν πλέον τις ικανότητες του κυβερνήτη, αλλά και αν ακόμη διατηρούσε την παραμικρή αμφιβολία, αυτή σίγουρα διαλύθηκε τη στιγμή που
ο Αμάραντος εγκατέλειψε το πηδάλιο για να τιμήσει το Εβραϊκό Σάββατο.
Ήμερα μέν ούν ήν, ήντινα άγουσι 'Ιουδαίοι παρασκευήν την δέ νύκτα τη μετ' αυτήν ημέρα λογίζονται, καθ' ην ούδενί θέμις εστίν ενεργον εχειν την χείρα, άλλα τιμώντες διαφερόντως αυτήν άγουοιν άπραξίαν . Ένεκα του Σαββάτου επί ώρες το σκάφος τους παρέμενε ακυβέρνητο και ο καπετάνιος σε πλήρη απραξία, ακόμη και όταν το σκάφος τους άρχισε να κλυδωνίζεται επικίνδυνα. Οι επιβάτες εκλιπαρούσαν τον κυβερνήτη να ξαναπιάσει το πηδάλιο, εκείνος όμως, όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Συνέσιος,
μόνον τό βιβλίον έπανεγίνωσκε . Η απάθεια του Αμάραντου, «κωμική» βέβαια, αλλά ταυτόχρονα «επικίνδυνη» κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες, αντιπαραβάλλεται έντεχνα με το θρησκευτικό του πιστεύω και την αδιαφορία του μπροστά στον κίνδυνο του πνιγμού, που ήταν
ό,τι χειρότερο μπορούσε να συμβεί σε έναν εθνικό:
τοις οΰν εν τω τοιωδε πλέουσιν "από λεπτοϋ - φασί - μίτου το ζην ήρτήσθαι". ει δέ και ό κυβερνήτης νομοδιδάσκαλος εΐη, τίνα δει ψυχήν εχειν; . Γιατί μπροστά στο φάσμα του θανάτου, και πολύ περισσότερο του πνιγμού, που επίσης προβλημάτιζε τον Συνέσιο -
έμέ δέ εν τοις δεινοΐς... το Όμηρικον εθραττεν εκείνο, μη άρα αληθές εϊη τον καθ' ϋδατος θάνατον όλεθρον είναι και αυτής τής ψυχής - ο μεν Αμάραντος έμενε εντελώς αδιάφορος, ενώ οι στρατιώτες που ταξίδευαν μαζί τους ετοιμάζονταν να θέσουν οι ίδιοι τέλος στη ζωή τους προτιμώντας να πεθάνουν ως αυτόχειρες παρά να πνιγούν. Οι δε γυναίκες στολίζονταν με χρυσό ή ό,τι άλλο πολύτιμο έφεραν μαζί τους ελπίζοντας ότι με τα πολύτιμα που φορούσαν θα εξασφάλιζαν την ταφή τους μετά το ναυάγιο, σε περίπτωση που κάποιος ανακάλυπτε το πτώμα τους (18, 1-13).
Μόνον ο Αμάραντος παρέμενε εύθυμος, γιατί θα γλύτωνε από τους δανειστές του, συλλογιζόταν πικρχολα ο Συνέσιος.
Την τελευταία όμως στιγμή και ενώ όλα φαίνονταν χαμένα, η θύελλα κοπάζει - κάθε φορά που βλέπουν τον θάνατο με τα μάτια τους η τύχη απρόσμενα τους τείνει χέρι σωτηρίας - και τη μια φορά βγαίνουν σε μια ερημική παραλία, ενώ την άλλη καραβοτσακισμένοι και καταπονημένοι προσαράζουν σε κάποια βραχώδη ακτή στο Αζάριον. Την πρώτη φορά, ο Συνέσιος προς στιγμή ήταν έτοιμος να συνεχίσει το ταξίδι του
δια ξηράς, επειδή όμως δεν έβλεπε άνθρωπο γύρω του ούτε και είχε άλλο τρόπο να ταξιδεύσει εγκατέλειψε την ιδέα. Στην ερημική αυτή ακτή
προσάραξαν το Σάββατο και παρέμειναν για δύο ημέρες. Την αυγή της Δευτέρας απέπλευσαν και τις επόμενες δύο ημέρες ταξίδευσαν με ευνοϊκό άνεμο. Την Τρίτη το βράδυ ξέσπασε φοβερή θαλασσοταραχή -
ην μέν οϋν τρισκαιδεκάτη φθίνοντος - η οποία διήρκεσε και την επομένη. Τέλος, μετά από πολλούς κινδύνους κατόρθωσαν να πλησιάσουν μια βραχώδη ακτή και με τη βοήθεια ενός ντόπιου ναυτικού να περάσουν το
καράβι τους μέσα από υφάλους και δύσκολα περάσματα στα γαλήνια νερά ενός λιμενίσκου ονόματι Αζάριον. Σ' αυτόν τον ειδυλλιακό τόπο
αναγκάζονται να παραμείνουν αρκετές ημέρες για να διορθώσουν τις ζημιές του πλοίου. Όταν ο Συνέσιος άρχισε να γράφει στον Ευόπτιο τις
περιπέτειες του ταξιδιού του ήδη είχαν συμπληρώσει μία εβδομάδα παραμονής στο Αζάριον.
Στο τέλος της επιστολής του ο Συνέσιος δίνει την ακόλουθη συμβουλή στον Ευόπτιο:
συ δέ μηδέποτε πλεύσειας. ει δέ ποτέ πάντως δεήσοι, άλλα μήτοι φθίνοντος γε μηνός . Ωστόσο, πουθενά στην επιστολή του δεν κάνει λόγο για τον ακριβή χρόνο κατά τον οποίο πραγματοποίησε το ταξίδι αυτό. Αναφέρει όμως ότι η νύχτα που ξέσπασε η μεγάλη θαλασσοταραχή που τους έβγαλε στο Αζάριον ήταν
ή τρισκαιδεκάτη φθίνοντος (μηνός)... μελλούσης εις ταυτό συνδραμεΐσθαι της τε συνόδου των άστρων και των πολυθρυλλήτων στοιχείων . Δεν είναι σκόπιμο να υπεισέλθουμε στις συζητήσεις που έχουν γίνει κατά καιρούς γύρω από αυτό το χωρίο και το νόημα του, στη προσπάθεια των μελετητών να χρονολογήσουν το κείμενο.
Γεγονός πάντως είναι ότι ο Συνέσιος σ' αυτό το σημείο, αλλά και αλλού στο κείμενο του, θεωρεί τον αριθμό δεκατρία γενικά δυσοίωνο - τρισκαιδέκατος γαρ ô κυβερνήτης . Θα πρέπει, ωστόσο, να επισημάνουμε ότι ο λόγος που ο λόγιος ιεράρχης θεωρεί ως δυσοίωνο σημείο την
τρισκαιδεκάτην φθίνοντος, η οποία αντιστοιχεί στις είκοσι οκτώ του σεληνιακού μηνός, είναι επειδή η «τρισκαι-δεκάτη» έπεφτε ακριβώς πριν από την φάση της νέας σελήνης, δηλ. στο interlunium ή intermenstrum.
Είναι δε γνωστό ότι οι τρείς ασέληνες νύκτες στα τέλη του σεληνιακού μηνός και πριν από τη νέα σελήνη ήταν αφιερωμένες στους νεκρούς και ως εκ τούτου εθεωρούντο αποφράδες.
Αλλά και σε μεταγενέστερα βυζαντινά κείμενα απαντούν παρόμοιες δοξασίες περί τοϋ
αποκινήσαι και πλεϋσαι εις òδòv ταξειδίου εv ημέρα Τρίτη, ή δε σύνοδος της σελήνης, είτε γέννα είτε άπόχυσις, σήμαινε σύγχυση και τρικυμία στους «πλευστικούς». Στην συγκεκριμένη περίπτωση, την τρισκαιδεκάτην φθίνοντος συνέβη να ταξιδεύουν χωρίς να το αντιληφθούν, όπως ο ίδιος ο Συνέσιος παρατηρεί: .
..καί δέον ημάς έλλιμενίζειν, οι δ' έλελήθειμεν αϋθις άναδεδραμηκότες επι το πέλαγος .
Α. Καρπόζηλος ,
Ταξιδιωτικές περιγραφές και εντυπώσεις σε επιστολογραφικά κείμενα