!!! DEVELOPMENT MODE !!!

Εξομολόγηση ενός μετανοημένου πρώην νεοναζί.

Κοινωνικά θέματα και προβληματισμοί
Κανόνες Δ. Συζήτησης
Προσοχή: Σύμφωνα με το νόμο απαγορεύεται η δημοσιοποίηση ονομαστικά η φωτογραφικά ποινικών καταδικών οποιουδήποτε βαθμού & αιτιολογίας καθώς εμπίπτουν στα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα του ατόμου. Τυχόν δημοσιοποίηση τέτοιων δεδομένων ενδέχεται να επιφέρει ποινικές κυρώσεις στο συντάκτη. Επιτρέπεται μόνο αν έχει δοθεί εισαγγελική εντολή και μόνο για το χρονικό διάστημα που αυτή ισχύει. Οφείλετε σε κάθε περίπτωση να ζητήσετε με αναφορά τη διαγραφή της ανάρτησης πριν παρέλθει το χρονικό διάστημα της νόμιμης δημοσιοποίησης. Η διαχείριση αποποιείται κάθε ευθύνη για τυχόν ποινικές ευθύνες αν παραβιάσετε τα παραπάνω.
Άβαταρ μέλους
ΑΧΑΡΙΣΤΟΣ
Δημοσιεύσεις: 12299
Εγγραφή: 27 Αύγ 2018, 12:00

Εξομολόγηση ενός μετανοημένου πρώην νεοναζί.

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από ΑΧΑΡΙΣΤΟΣ »

Christian Picciolini: Περπατώντας Μόνος Μου

Απόσπασμα από το βιβλίο Romantic Violence: Memoirs of an American Skinhead (Goldmill Group, 2015). Το βιβλίο εκδόθηκε ξανά εμπλουτισμένο με τον τίτλο White American Youth: My Descent into America’s Most Violent Hate Movement – and How I Got Out (Hachette Books, 2017). Ο Christian Picciolini είναι πρώην μέλος white power συγκροτημάτων, παραγωγός ναζιστικής μουσικής, ηγετικό μέλος του αμερικάνικου νεοναζιστικού κινήματος, εγκατέλειψε τον νεοναζιστικό χώρο το 1996, είναι συνιδρυτής της οργάνωσης Life After Hate που βοηθά άτομα να ξεφύγουν από νεοναζιστικές οργανώσεις, έχει γράψει βιβλία και ασχολείται με την τηλεοπτική και μουσική παραγωγή. Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας
Ανάμεσα στο φόνο για λόγους μίσους του φίλου μου, την διάψευση των προσδοκιών μου από το κίνημα που βοήθησαν να δημιουργηθεί, και το γεγονός πως εξαιτίας των εμπειριών μου στο δισκάδικο, δεν μπορούσα να συμβιβάσω το να μισώ τους ανθρώπους που κάποτε ήθελα να εξοντώσω βάση αρχής και μόνο, άρχισα να απομακρύνομαι από τις προκαταλήψεις μου. Ανακάλυψα τόσο πολλές ομοιότητες που δεν θα μπορούσα να κακολογήσω κανέναν, με ήσυχη τη συνείδηση μου, με βάση επιφανειακές διαφορές. Δεν μπορούσα απλά να δικαιολογήσω ή να εκλογικεύσω τις προκαταλήψεις μου πλέον.

Αναμνήσεις των προηγούμενων εφτά χρόνων περνούσαν μέσα στο μυαλό μου και με έκαναν να αισθάνομαι θυμό. Σκεφτόμουν την Κου Κλουξ Κλάν και τα γελοία μυτερά καπέλα τους και τα αστεία σαν τραπεζομάντιλα κοστούμια τους· τους ρατσιστές αυτόνομους συνταγματιστές (ΣτΜ: sovereign citizen ή constitutionalist) που κουβαλούσαν αυτόματα όπλα στο σούπερ μάρκετ και θεωρούσαν πως οι νόμοι δεν είχαν ισχύ για αυτούς· τους βλαμμένους της Χριστιανικής Ταυτότητας (ΣτΜ: Christian Identity) που διαστρέβλωναν τη Βίβλο για να βολέψει τον διεστραμμένο δογματισμό τους που μετέτρεψε το Θεό σε ένα εκδικητικό Άρειο πολέμαρχο που επιδίωκε να σφάξει τις κατώτερες φυλές που έβλεπαν ως ενσαρκώσεις του Διαβόλου· τους αναθεωρητές ιστορικούς που ισχυρίζονταν πως το Ολοκαύτωμα δεν συνέβη ποτέ και πως έξι εκατομμύρια Εβραίοι εξαφανίστηκαν από τη γη με κάποιο μαγικό τρόπο· τους γελοίους στρατιώτες του Αμερικάνικου Ναζιστικού Κόμματος που ντύνονταν κάθε μέρα σαν να ήταν Απόκριες – με τα καφέ πουκάμισα και τα φανταχτερά κοντά παντελόνια· τους φυλετιστές Οδινιστές που πίστευαν πως φανταστικοί Βίκινγκ θεοί που ζούσαν στα σύννεφα θα εξόντωναν τους σκουρόχρωμους άπιστους με κεραυνούς και ένα χτύπημα του σφυριού του Θωρ· και τους νεοναζί συμμορίτες που κορόιδευαν τους εαυτούς τους στο να πιστέψουν πως είχαν έστω ένα γραμμάριο κουράγιου στο αίμα τους, όταν στην πραγματικότητα ήταν γεμάτοι με ένα εκρηκτικό κοκτέιλ φτηνής μπύρας και αυτοαπέχθειας για να τροφοδοτεί το μίσος τους. Τώρα, όταν κοιτούσα στον καθρέφτη έβλεπα έναν κενό άνθρωπο – ένα ξένο – γεμάτο με όλα εκείνα τα ίδια τοξικά στοιχεία, να με κοιτούν πίσω.

Για το ένα τρίτο της ζωής μου είχα δαγκώσει και καταπιεί αμάσητα κομμάτια από κάθε μια από αυτές τις διεστραμμένες ιδεολογίες και τώρα το μόνο που αισθανόμουν πως ήθελα να κάνω ήταν να χώσω τα δάχτυλα μου στο λαιμό μου και να τα ξεράσω όλα στην πιο κοντινή τουαλέτα. Αισθανόμουν άρρωστος. Σαν πρεζάκι σε στέρηση εγωιστικής δύναμης και ελέγχου, αντί για ηρωίνη – που πάντοτε χρειαζόμουν περισσότερη και ζώντας τυφλά τη ζωή μου στη κόψη του ξυραφιού για να χτυπήσω την επόμενη δόση μίσους.

Οι τρομακτικά παραπλανημένες πράξεις μου των τελευταίων εφτά χρόνων είχαν αρχίσει με την απόλυτη μοναξιά μου ως παιδί και εκφράστηκαν ως εκδικητικό μίσος και ρατσισμό. Θα κατηγορούσα όλους εκτός από εμένα για αυτό που πίστευα πως μου είχαν στερήσει ως μικρό αγόρι. Ήμουν θυμωμένος με τους γονείς μου που με παράτησαν για τις καριέρες τους και έστρεψα την άστοχη επιθετικότητα μου στο κόσμο, κατηγορώντας εκείνους που δεν έκανα καμιά προσπάθεια να καταλάβω, αντί να αναλάβω ευθύνες για τα δικά μου αισθήματα και πράξεις.

Και επειδή ήμουν τόσο τυφλός, υπερβολικά φιλόδοξος για να προσέξω στα πραγματικά μου συναισθήματα, κατέληξα να κατηγορώ άλλους – μαύρους, γκέι, Εβραίους, και οποιονδήποτε άλλον πίστευα πως δεν ήμουν σαν εμένα – για τα προβλήματα στη δική μου ζωή τα οποία δεν θα μπορούσαν με κανένα τρόπο να έχουν προκαλέσει. Ο αβάσιμος πανικός μου γρήγορα, και άδικα, εκφράστηκε ως τοξικό μίσος και ριζοσπαστικοποιήθηκα από εκείνους που είδαν σε εμένα έναν μοναχικό νεαρό που ήταν έτοιμος προς διαμόρφωση. Και επειδή αναζητούσα τόσο απεγνωσμένα κάποιο νόημα – να ξεφύγω από το μέτριο – καταβρόχθισα κάθε ψίχουλο που μου έδιναν και έμοιαζε με μεγαλείο. Τα έκανα ταυτότητα μου, καλύπτοντας τον δικό μου αυθεντικό χαρακτήρα. Τον ίδιο εκείνο που με είχε κουράσει ως παιδί. Και μέσα από την παραπλανημένη μου εχθρότητα, έγινα ένας μεγάλος, χοντρός, ρατσιστής νταής. Νοσηρά υπέρβαρος από τα αμέτρητα ψέματα που με τάιζαν εκείνοι που εκμεταλλεύτηκαν την ηλικία μου, την αφέλεια μου, και την μοναξιά μου. Τοξίνες που καταβρόχθιζα με λαιμαργία. Τώρα ήθελα απλά να χαθεί το δηλητήριο από μέσα μου.

Και ήμουν εξουθενωμένος.

Περνώντας εφτά χρόνια αρνούμενος συνειδητά την αλήθεια της ανθρωπιάς κλέβει απίστευτη ποσότητα ενέργειας. Στα είκοσι ένα, δεν είχα πλέον την δύναμη πλέον να συνεχίσω να μπαίνω σε συνεχείς μάχες με την ίδια μου την συνείδηση.

Τώρα άνθρωποι που κάποτε τρομοκρατούσα εν γνώση μου έβαλαν στην άκρη αυτό που ήμουν και συνδέθηκαν μαζί μου. Δεν αισθάνομαι πως άξιζα την καλοσύνη τους. είχαν επίγνωση ολόκληρης της άθλιας ιστορίας μου, και όμως ποτέ δεν με έκριναν ούτε έκαναν ζημιά στη δουλειά μου, που φοβόμουν πως ίσως να έκαναν. Δεν με κατηγόρησαν ποτέ ή δεν μου έσπασαν τα φώτα του αυτοκινήτου ή μου έγραψαν βρισιές στο μαγαζί μου ή έβλαψαν την οικογένεια μου. Δεν ήταν οι άνθρωποι που σκόπευα να εξυπηρετήσω όταν ξεκινούσα την δουλειά μου, αλλά η αδιαμφισβήτητη επίδραση τους πάνω μου εκείνη την εποχή μου πρόσφερε μια έντονα ανοιχτόφθαλμη οπτική της ζωής. Κοίταξαν πέρα από το υπό κατάρρευση προσωπείο μου και αισθάνθηκαν το πόνο μου πριν καν αναγνωρίσω το δικό τους, και κατάλαβα τώρα πως ήμουν μόνο εγώ που προκαλούσα πόνο σε όλους μας τόσο καιρό.

Οι μη λευκοί και οι Εβραίοι δεν ήταν κακοί ή με κυνηγούσαν· οι γκέι αγαπούσαν ο ένας τον άλλο με τον ίδιο τρόπο που εγώ αγαπούσα την γυναίκα και το παιδί μου· οι άνθρωποι που τιμωρούσα δίχως σκέψη ήταν όλοι θύματα των ίδιων κακοτοπιών που ήμουν και εγώ. Ήμασταν όλοι στον ίδιο κόσμο – στην ίδια γωνιά με τα αουτσάιντερ. Παλεύοντας ασταμάτητα στρυμωγμένοι στην γωνία με την άμυνα μας ανεβασμένη καθώς πολεμούσαμε να επιβιώσουμε σε ένα κόσμο με ανούσια χτυπήματα – στο τέλος, θέλοντας μόνο να αγαπηθούμε για αυτό που πραγματικά είμαστε. Έπρεπε να βασιζόμαστε ο ένας στον άλλο, όχι να πληγώνουμε ο ένας τον άλλο.

Αυτή η αλήθεια στην αρχή ήταν αβάσταχτα επώδυνη και ντροπιαστική, αλλά ήταν το κλειδί που ξεκλείδωσε το βαριά οχυρωμένο οδόφραγμα που είχε φυλακίσει την ψυχή μου.

Όλοι από την παλιά μου ομάδα σταμάτησαν να έρχονται στο μαγαζί μου. Ήταν σίγουροι πως ο σωρός από παρείσακτους που μπήκαν στο κύκλο μου τους έσπρωχναν έξω. Άρχισαν να βαριούνται τις δικαιολογίες μου για τους λόγους που δεν μπορούσαν να βγω και να περάσω χρόνο μαζί τους:: ήμουν κουρασμένος· το μωρό ήταν άρρωστο· έπρεπε να κάνω απογραφή στο μαγαζί. Σύντομα άρχισα να ακούω ψιθύρους πως είχα χάσει την ορμή μου, πως ήμουν καπιταλιστής που ήθελα να κερδίσω από την white power μουσική. Άρχισα να ανησυχώ. Φοβόμουν να ξεκαθαρίσω τα συναισθήματα μου, ανησυχούσα πως άλλοι θα μπορούσε να με δουν ως δειλό, έσβησα τις φήμες μόλις τις βγήκαν με το να κάνω παράδειγμα εκείνους που τις είπαν. Τους ταπείνωσα. Τους δυσφήμισα. Αντιστρέφοντας τις κατηγορίες. Ακόμη και ο Kubiak αι εγώ είχαμε απομακρυνθεί μετά το πάρτι εργένηδων του. Μου ζήτησε με μισή καρδιά να περάσω μόνο επειδή έπεσε πάνω μου στο βενζινάδικο την προηγούμενη νύχτα.

«Τι κάνει αυτός αραπόφιλος εδώ;», άκουσα τον νεαρό να σχολιάζει μόλις έφτασα, καθώς κατέβαινα στο επενδυμένο με ξύλο υπόγειο του παραμελημένου κτιρίου του VFW. «Δεν θα έπρεπε να είναι στο μαγαζί του να γλύφει το κώλο κανενός αράπη;». μια μικρή ομάδα συγκεντρώθηκε γύρω του σιωπηλά χασκογελώντας σιωπηλά πίσω από τα κουτιά μπύρας κολλημένα στα χείλη τους.

Πέρασα πάνω από τον Kubiak που ήταν ήδη μισοκοιμισμένος, απλωμένος στα σκαλοπάτια. «Τι στο διάολο είπες;».

Δεν είχα καν προσέξει το πιτσιρίκο πριν από εκείνο το βράδυ, αλλά το νεκρό βλέμμα στα μάτια του μου θύμισε κάτι που είχα δει χιλιάδες φορές στο δικό μου καθρέφτη.

«Είπα πως είσαι αραπόφιλη πουστάρα που γλύφει κομμένα εβραϊκά καβλιά»

Λειτουργώντας με μόνο μυϊκή μνήμη, πήδηξα από το κάτω σκαλοπάτι και ρίχτηκα πάνω του, δεν είμαι σίγουρος τι έγινε πρώτα, η χολή που με γέμισε για τα λόγια του η σφιχτά κλεισμένη γροθιά μου να σπάει το σαγόνι του. Όπως και να έχει, το χτύπημα μου σήμαινε πως θα περνούσε καλύτερα φτύνοντας κάμποσα από τα δόντια του από το να επαναλάβει αυτή τη φράση ξανά. Ο κόσμος έτρεξε να μας ξεχωρίσει και ο Kubiak με έπιασε από πίσω και μου έκανε κεφαλοκλείδωμα.

«Πρέπει να φύγεις», γρύλιζε ο Kubiak καθώς πάλευε να με πάρει από εκεί. «Δεν μπορείς να μείνεις εδώ».

Εκείνοι που ήταν τρομακτικά πιστοί σε εμένα άρχισαν να αμφισβητούν την αφοσίωση μου πίσω από τη πλάτη μου. Το φυτίλι έκαιγε εδώ και μήνες – ψιθύριζαν δυνατά μεταξύ τους – και σήμερα η σπίθα είχε φτάσει στο βαρέλι με το μπαρούτι και πυροδότησε την έκρηξη. έβλεπαν την αλλαγή μου να συμβαίνει και αποφάσισαν μεταξύ τους να κόψουν το κεφάλι του κτήνους πριν καταπιώ το χάπι με το δηλητήριο και παρασύρω και την ομάδα μαζί μου. Έγινα παρίας. Και όσο τρομαγμένος και αν ήμουν για το ποιες θα μπορούσε να ήταν οι συνέπειες για την θεωρούμενη προδοσία μου, ήταν η επίσης η πρώτη φορά στη ζωή μου που ήμουν ικανοποιημένος με την αίσθηση του να μην ανήκω. Αμέσως, αποποιήθηκα κάθε ευθύνη απέναντί τους, αβέβαιος για το τι θα επιφύλασσέ το μέλλον.

Σύντομα βρέθηκα να προτιμώ την απομόνωση του μαγαζιού μου μπροστά σε κάθε τι άλλο και περνούσα τουλάχιστον δώδεκα ώρες καθημερινά εκεί. Κάτι που δεν άρεσε και πολύ στην γυναίκα μου.

Ούτε ο ερχομός του δεύτερου παιδιού μου, ούτε τα επιπλέον χρήματα που έφερνε το μαγαζί, έκαναν κάτι για το γάμο μας. άρχισα ξανά να αποφεύγω την Lisa, κουρασμένος από τους ανανεωμένους καυγάδες μας, εξουθενωμένος από τις κατηγορίες πως δεν περνούσα αρκετό χρόνο με εκείνη και τον Devin· κουρασμένος από τα παράπονα πως δεν άντεχε πλέον τον τρόπο που ζούσαμε. Η πικρία και η μελαγχολία με κατέκλυσε. Το μόνο που έκανα ήταν να δουλεύω για να στηρίζω την οικογένεια μου. Τι περισσότερο ήθελε από εμένα;

Ήμουν τόσο νέος, πολύ τυφλός και κατεστραμμένος, για να συνειδητοποιήσω πως αυτό που εκείνη και ο Devin χρειάζονταν περισσότερο από εμένα ήταν απλό – πεινούσαν για το χρόνο και τη προσοχή μου. Το μόνο που πίστευα ήταν πως ότι και αν έκανα δεν την ευχαριστούσε. Εκ των υστέρων, καταλαβαίνω τώρα πως ήμουν απίστευτα δυστυχισμένος με εμένα, όχι με την γυναίκα μου. Ήμουν απογοήτευση για εμένα.

Ένα από τα μεγαλύτερα κίνητρα μου για το άνοιγμα του μαγαζιού, πέρα από την στήριξη της οικογένειας μου, ήταν πως ήθελα μια ευκαιρία να ξεκινήσω την δική μου δουλειά όπως είχαν κάνει οι γονείς μου. Μπορεί να μην ήμουν σε θέση να το εκφράσω εκείνη την εποχή ή να το έχω καν συνειδητοποιήσει, ήθελα απεγνωσμένα αποδοχή και σεβασμό. Από τους γονείς μου. Από φίλους. Από το κίνημα. Από την Lisa. Αυτή η επιθυμία έγινε ισχυρότερη από κάθε άλλο κινητήριο παράγοντα, επισκιάζοντας κάθε αφοσίωση στην οικογένεια μου. Η εμφανής ειρωνεία πως έχανα το σεβασμό εκείνων από τους οποίους την επιδίωκα, επειδή ήμουν τόσο στενόμυαλα εστιασμένος στον δικό μου εγωισμό, δεν έγινε ποτέ αντιληπτή από εμένα.

Έτσι συνέχισα να βρίσκω ανακούφιση στη δουλειά μου, αγνοώντας τις βασικές ανάγκες της εγκύου γυναίκας και του μικρού παιδιού μου, βέβαιος πως για όσο παρείχα οικονομικά στην οικογένεια μου, έκανα το σωστό.

Η Lisa αι εγώ όμως συνεχίσαμε να μαλώνουμε για α ίδια πράγματα. Η Lisa ήταν ενοχλημένη που δεν ήμουν ποτέ σπίτι να περάσω χρόνο μαζί της και με τον Devin. Είχε δίκιο. Χρειάζονταν ένα σύντροφο και εγώ είχα φύγει. Ποτέ δεν κατάλαβα πως ήθελε ένα διάλειμμα. Μια νεαρή γυναίκα, που μόλις είχε βγει από την εφηβεία, που της είχαν κλέψει τα όνειρα της, που ήταν απασχολημένη με το να φροντίζει ένα δίχρονο και να είναι έτοιμη να γεννήσει ξανά. Ήμουν πολύ απορροφημένος με τις δικές μου εγωιστικές ανάγκες για να την βοηθήσω. Έπρεπε να ήμουν εκεί για τις προσωπικές στιγμές και τα μικρά πράγματα που συχνά σημαίνουν πολύ περισσότερα. Είχα φερθεί στη γυναίκα μου και στο γιο μου όπως οι γονείς μου είχαν φερθεί σε εμένα. Ήταν ένα σκληρό χτύπημα.

Ο δεύτερος γιος μας, ο Brandon, γεννήθηκε στις 18 Νοέμβρη του 1994, μόλις μετά τα 21α γενέθλια μου και σχεδόν δύο χρόνια από την μέρα που γεννήθηκε ο πρώτος μας γιός, ο Devin. Η γέννηση του ήταν το ίδιο συγκινητική και μαγική όσο και του αδερφού του, και η Lisa και εγώ τον αγαπήσαμε τρελά αμέσως.

Η γέννηση του όμως δεν μπορούσε να σώσει το γάμο μας. αν μπορούσε να το κάνει κάτι, θα ήταν τα παιδιά μας.

Ήταν πολύ αργά.

Ήξερα πως ήμασταν καταδικασμένοι την νύχτα που γύρισα αργά με την Lisa να δένει τον Devin και τον Brandon στα καθίσματα τους στο αυτοκίνητο. Έχοντας χάσει το δείπνο όπως και την προηγούμενη νύχτα. Μια ματιά στα πρησμένα μάτια της που απέφευγαν τα δικά μου σαν να ήταν δηλητήριο, μπορούσα να καταλάβω πως είχε κλάψει. Είπε πως δεν ήταν πια ερωτευμένη μαζί μου. Όχι μόνο αυτό, «Κάνεις το δέρμα μου να ανατριχιάζει», πρόσθεσε, καρφώνοντας με ένα παγωμένο, νεκρό βλέμμα, σφίγγοντας τον τεσσάρων μηνών Brandon στο στήθος της. Αυτό με πλήγωσε περισσότερο από όλους τους καυγάδες μας. ήξερα εκείνη τη στιγμή πως κάθε ελπίδα για το γάμο μας είχε χαθεί. Δεν ήμουν σίγουρος πως θα μπορούσαμε να επιβιώσουμε από αυτό το νοσηρό αίσθημα. «Θέλω διαζύγιο. Θέλω να φύγεις», φώναξε η Lisa, κλείνοντας με δύναμη την πόρτα του αυτοκινήτου της.

Η Lisa έφυγε για το μικρό τροχόσπιτο των παππούδων της στη λίμνη στο Μίσιγκαν – το ίδιοι εκείνο που περάσαμε την πρώτη μας νύχτα σαν ευτυχισμένοι νιόπαντροι – με τα αγόρια μας μαζί. Στεκόμουν στο δρόμο και έβλεπα την οικογένεια μου να χάνεται στο σκοτάδι μπρος στα μάτια μου. Ξεκίνησα να τους δώσω τα πάντα, αλλά αντί για αυτό είχα κλέψει εγωιστικά τις ζωές τους. ήξερα πως δεν είχα το δικαίωμα να τους εμποδίσω από το να φύγουν.

Πέρασα τις επόμενες δυο δύσκολες ώρες βάζοντας σε ένα πάνινο σακίδιο τα μόνα πράγματα στα οποία αισθανόμουν πως είχα δικαίωμα ιδιοκτησίας – μερικές μπλούζες, δυο τριμμένα Levi’s, μια αγκαλιά εσώρουχα και κάλτσες, και τα βαριά Doc Martens στα πόδια μου. Ήταν όλα όσα μου άξιζαν, κοιμήθηκα στο πάτωμα στο δωματιάκι στο πίσω μέρος του μαγαζιού μου, δίπλα από μια στοίβα με σπασμένους δίσκους.

Ο γάμος μου είχε τελειώσει.

Ήσυχα.

Δίχως εκκλήσεις για συγχώρεση. Δίχως άλλες υποσχέσεις για αλλαγή.

Το χάραμα το επόμενο πρωί, χτύπησα την πόρτα στο σπίτι των γονιών μου και επέστρεψα στο υπόγειο διαμέρισμα από κάτω τους που είχα κάνει σπίτι μου όταν ήμουν δεκαπέντε.

Έτσι απλά.

Πίσω στο δωμάτιο μου που είχα σαν skinhead. Γεμάτο σκόνη και βρώμικο. Ο αέρας υγρός και με μούχλα.

Το είχα ξεπεράσει. Και χρησίμευε σαν μια συνεχής υπενθύμιση της αποτυχίας μου.

Ακόμη και ο εντεκάχρονος Buddy δεν ήθελε να κάνει παρέα μαζί μου.

«Ε, Buddy. Θα ήθελα λίγη βοήθεια να κάνω απογραφή στο δισκάδικο. Θες να έρθεις να δουλέψεις μαζί μου αύριο;».

«Όχι. Θα πάω στο κινηματογράφο με τον Flaco. Ίσως κάποια άλλη φορά».

Ήμουν πολύ απασχολημένος με το κίνημα μου και τις δικές μου φιλοδοξίες για να του δώσω αρκετή προσοχή. Ήταν στο γυμνάσιο τώρα, με τους δικούς του φίλους. Τον σκεφτόμουν συχνά. Μου έλειπε. Όταν όμως έφταναν οι γιορτές και οι σπάνιες ευκαιρίες για οικογενειακό χρόνο, έδινα πολύ σημασία στις δικές μου εγωιστικές ανάγκες και όχι αρκετή σε εκείνες του μικρού μου αδερφού που με είχε ως είδωλο όσο μεγάλωνε, αλλά που τώρα με απεχθάνονταν που τον εγκατέλειψα όταν με είχε ανάγκη.

Ακουμπισμένος στον πάγκο, κουρασμένος και μόνος μετά τη δουλειά εκείνη την νύχτα, συνειδητοποίησα πως ήμουν ακριβώς σαν τους γονείς μου. Ξαναέζησα τις αποτυχίες τους, σκεπτόμενος παράλογα πως το να είμαι αφοσιωμένος σε οτιδήποτε άλλο από τις ανάγκες εκείνων που αγαπάς ισοδυναμούσε με το να είσαι καλός γονιός. Πολύ απασχολημένος να βγάζεις τα προς το ζην αντί να δημιουργείς χρόνο για την οικογένεια μου. Και το πήγα ακόμη πιο πέρα. Αν έπρεπε να είμαι απόλυτα ειλικρινής με τον εαυτό μου, θα έπρεπε να συνειδητοποιήσω πως δεν ήταν η επιθυμία να βάλω φαγητό στο τραπέζι της οικογένειας μου που με κρατούσε μακριά από το σπίτι και την οικογένεια μου. Ήταν το εγωιστικό μου όνειρο να είμαι κάποιος σημαντικός, το να κάνω την διαφορά. Να είμαι ήρωας. Το μόνο που χρειάζονταν να κάνω, το να είμαι αυτά τα πράγματα, ήταν απλά το να προσέξω σε αυτό που ήταν μπροστά στα μάτια μου εξαρχής.

Όταν όλα τελείωσαν, το μόνο πράγμα που είχα καταφέρει ήταν το να γίνω κάποιος που δεν σεβόμουν. Υποκινούμενος από την ύβρι, αποκομμένος από εκείνους που αγαπούσα, φυτεύοντας ψέματα και σπέρνοντας σπόρους μίσους για να καλύψω τα δικά μου αισθήματα ανασφάλειας και μοναξιάς. Δημιουργώντας φόβο, διαιρώντας τους ανθρώπους τον έναν εναντίον του άλλου. Είχα αντίθετα γίνει κάτι που δεν μου άρεσε καν. Ακριβώς αυτό που εξαρχής ήλπιζα να μην γίνω. Ένας κακός.

Η Chaos Records δεν μπορούσε να εκπληρώσει το όνειρο μου να προσφέρω στην οικογένεια μου. Αντίθετα μας διέλυσε. Αφού απέσυρα όλη τη ρατσιστική μουσική από το κατάλογο, που αποτελούσε το συντριπτικό μερίδιο των πωλήσεων του μαγαζιού, το εισόδημα μου βυθίστηκε και σύντομα δεν μπορούσα να αντέξω να το κρατήσω ανοιχτό. Δυο μόλις μήνες αφού η Lisa και εγώ χωρίσαμε, έκλεισα το μαγαζί.

Αποφασίσαμε να κρατήσει το σπίτι και στις διαδικασίες του διαζυγίου ο δικαστής της έδωσε το μεγαλύτερο μέρος της κηδεμονίας των παιδιών μας. Ήμουν απένταρος, δεν είχα δουλειά, δίχως σπίτι, δίχως φίλους, δίχως σύζυγο, και πλέον δεν ζούσα με τους γιούς μου – τα δυο σημαντικότερα πλάσματα που απέμειναν στη ζωή μου. Η ταυτότητα μου – το άτομο που πίστευα πως ήμουν, που είχα παλέψει να για εφτά χρόνια να γίνω – κατέρρευσε.

Κάθε σκληρό χτύπημα έγινε ο καταλύτης για το επόμενο.

Στα είκοσι ένα χρόνια μου είχα χάσει τα πάντα.

Τέσσερις μήνες αργότερα, το πρωί της 19ης Απριλίου 1995 – την μέρα πριν νεοναζί σε ολόκληρο το κόσμο γιόρταζαν τα 106 γενέθλια του Adolf Hitler – ο λευκός σοβινιστής Timothy McVeigh οδήγησε στο Ομοσπονδιακό Κτίριο Αλφρεντ Π. Μουρά στην πόλη της Οκλαχόμα κουβαλώντας μια βόμβα από λίπασμα περίπου τριών τόνων στο πίσω μέρος του νοικιασμένου φορτηγού του μάρκας Ryder. Την πυροδότησε, σκοτώνοντας 168 αθώους ανθρώπους – μεταξύ τους 19 παιδιά – και τραυματίζοντας εκατοντάδες περισσότερους. Ο McVeigh είχε μαζί του έναν φάκελο που περιείχε σελίδες από τα Ημερολόγια Τέρνερ – τη φανταστική μαρτυρία του Ερλ Τέρνερ και ενός στρατού λευκών επαναστατών που ξεκινούσαν φυλετικό πόλεμο ανατινάζοντας το αρχηγείο του FBI χρησιμοποιώντας ένα παγιδευμένο με εκρηκτικά φορτηγό.

Το ίδιο βιβλίο που ο Clark Martell μου είχε δώσει όταν ήμουν δεκατεσσάρων.

Το ίδιο ακριβώς βιβλίο που είχα χωμένο στη τσέπη του παλτού μου για εφτά χρόνια σχεδόν.

Τι στο διάολο είχα κάνει με τη ζωή μου;

Απάντηση
  • Παραπλήσια Θέματα
    Απαντήσεις
    Προβολές
    Τελευταία δημοσίευση

Επιστροφή στο “Κοινωνικά θέματα”